“Περί της πολιτικής φαυλότητας και αχρειότητας στη σύγχρονη Ελλάδα Ι” / γράφει ο Άρης Ορφανίδης
Η ελληνική πολιτική πραγματικότητα των τελευταίων δεκαετιών αναδεικνύει μια βαθιά ριζωμένη κρίση ηθικότητας, θεσμικής σοβαρότητας και διαφάνειας. Η φαυλότητα και η αχρειότητα δεν εμφανίζονται ως παροδικά ατυχή φαινόμενα, αλλά ως συστατικά μιας ιστορικά διαμορφωμένης πολιτικής κουλτούρας, που αναπαράγει την ασυδοσία, την ανευθυνότητα, την αδιαφάνεια και την απαξίωση της δημόσιας σφαίρας
Στην Ελλάδα, πολύ περισσότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το πολιτικό σύστημα φαίνεται συχνά να λειτουργεί ως κλειστή κάστα, ένα περιβάλλον όπου η ικανότητα, η ειλικρίνεια, η εντιμότητα και η ανιδιοτελής υπηρεσία προς το κοινό αγαθό υποχωρούν μπροστά σε οικογενειοκρατικά βολέματα, δικτυώσεις «ημετέρων», σε πελατειακές εξαρτήσεις και σε μια ιδιόμορφη ρητορική κενότητα.
Η φαυλότητα εκδηλώνεται κατ’ αρχάς στη διαβρωμένη σχέση μεταξύ θεσμών και προσώπων. Ο Έλληνας πολιτικάντης -καθώς στην Ελλάδα αυτό το είδος ευδοκιμεί κι όχι του πολιτικού- δε λογοδοτεί ούτε στη συλλογική συνείδηση ούτε σε σαφείς ηθικές δεσμεύσεις· αντ’ αυτού λειτουργεί ως μάνατζερ ενός δικτύου σχέσεων που τον συντηρεί στην εξουσία. Η πολιτική, αντί να είναι ο χώρος του στοχασμού, της ευθύνης και της προνοητικότητας, καταντά μια πρακτική μικροκομματικών στρατηγικών βραχέος ορίζοντα. Η απουσία αξιοκρατίας, η κάλυψη λαθών μέσω επικοινωνιακών τεχνασμάτων, η απαξίωση της δημόσιας συζήτησης και η επιβίωση μέσω εντυπωσιασμού συνιστούν συμπτώματα μιας θεμελιακής ηθικής έκπτωσης.
Στο βάθος, ωστόσο, δεν πρόκειται μόνο για την ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού. Η ελληνική κοινωνία συμμετέχει σε αυτήν τη δυναμική, συχνά σιωπηρά, συχνά απροβλημάτιστα. Η αποδοχή του λίγου, η ανοχή προς το μέτριο, η απάθεια μπροστά στην παρακμή επιτρέπουν στους ανεπαρκείς να επιβιώνουν χωρίς δυσκολία. Η πολιτική αχρειότητα δεν συντηρείται μόνον από την εξουσία αλλά κυρίως από την κοινωνική αδιαφορία. Ένας λαός που δεν απαιτεί λόγο καθαρό, που δεν διεκδικεί πολιτική αρετή, που δεν επιμένει στην αλήθεια και στη συνέπεια, καταλήγει να αποδέχεται την παραμόρφωση ως φυσικότητα.
Προστίθεται δε και το εξής οξύμωρο: πολλοί πολιτικοί επιμένουν στη ρητορική της «ευθύνης», ενώ οι πράξεις τους αποδεικνύουν το αντίθετο. Η ευθύνη δεν είναι ύφος ούτε επικοινωνιακή στρατηγική· είναι ικανότητα αναγνώρισης του κοινού συμφέροντος και ηθική προσήλωση σε αυτό. Όταν η ευθύνη χρησιμοποιείται ως λέξη χωρίς αντίκρισμα, η πολιτική μετατρέπεται σε θέατρο και το θέατρο αυτό παρατείνεται, επειδή οι πολίτες δεν παρεμβαίνουν στη σκηνή. Η φαυλότητα των πολιτικών πολλαπλασιάζεται όταν δεν συναντά αντίσταση, όταν οι πολίτες αποσύρονται στον ιδιωτισμό, όταν το δημόσιο ήθος υπολείπεται της σοβαρότητας που απαιτούν οι καιροί.
Και όμως, η εικόνα δεν είναι αναπόδραστη. Η πολιτική καχεξία έχει ιστορικές και κοινωνικές αιτίες, άρα μπορεί να αποκτήσει και αντίστροφη πορεία. Χρειάζεται, όμως, μια πολιτική κουλτούρα που να στηρίζεται σε τρεις άξονες: ηθική της ευθύνης, παιδεία του διαλόγου και ενεργό συμμετοχή. Η ηθική της ευθύνης προϋποθέτει πολιτικούς που κατανοούν ότι η εξουσία δεν είναι προνόμιο αλλά καθήκον, μια μορφή ύψιστης υπηρεσίας προς το κοινό αγαθό και όχι προέκταση του ιδιωτικού τους βίου. Η παιδεία του διαλόγου απαιτεί από την κοινωνία να σκέφτεται, να ελέγχει, να αμφισβητεί, να μη σιωπά μπροστά στο ψέμμα. Και η ενεργός συμμετοχή σημαίνει ότι οι πολίτες δεν αρκούνται στην κριτική, αλλά αναλαμβάνουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για το είδος της πολιτείας που ανέχονται.
Η σημερινή ελληνική πραγματικότητα προσφέρει πλούσιο υλικό για στοχασμό πάνω στην ηθική της πολιτικής. Η φαυλότητα και η αχρειότητα δεν είναι μόνο χαρακτηριστικά των προσώπων· είναι το σύμπτωμα μιας παρατεταμένης παραίτησης από τις απαιτήσεις που οφείλει να έχει μια δημοκρατία από τον εαυτό της. Η έξοδος από αυτήν την κατάσταση δεν θα προέλθει από έναν «ιδανικό ηγέτη» αλλά από την πολιτική και ηθική ωρίμανση της κοινωνίας που παύει να αποδέχεται την πολιτική ως ένα είδος αναγκαίας ταλαιπωρίας.
Όταν η πολιτική γίνει χώρος αρετής και όχι πεδίο ιδιοτέλειας, όταν οι πολίτες πάψουν να συμβιβάζονται με το υποκατάστατο της δημοκρατίας και απαιτήσουν το ουσιώδες, τότε η φαυλότητα θα χάσει το έδαφος που τη συντηρεί. Η θεραπεία της δημόσιας ζωής, λοιπόν, είναι δυνατή, αλλά είναι μια θεραπεία που ξεκινά από το βλέμμα μας, από τις προσδοκίες μας, από τη δική μας στάση απέναντι στο κοινό. Γιατί τελικά κάθε πολιτική αχρειότητα τρέφεται από τη συλλογική μας ανοχή, και κάθε πολιτική αναγέννηση πηγάζει από τη συλλογική μας απόφαση να μην την ανεχτούμε άλλο.
Με αφορμή τα παρατηρούμενα στη Βέροια, η πολιτική πραγματικότητα της ελληνικής επαρχίας, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, παρουσιάζει μια ειδική μορφή φαυλότητας: όχι τόσο την ιδεολογική διαφθορά των μεγάλων κέντρων, όσο μια βαθιά ριζωμένη κουλτούρα παρασιτισμού, μικροεξουσίας και επιβίωσης μέσω πελατειακών μηχανισμών. Ο επαρχιακός πολιτικάντης –όχι ο πολιτικός με ουσία, αλλά ο μικρός διαχειριστής ψήφων και υποσχέσεων– λειτουργεί ως σύμπτωμα και όχι ως αιτία της παθογένειας: αποτελεί, ωστόσο, τον πιο άμεσο φορέα της στην καθημερινότητα των πολιτών.
Η ελληνική επαρχία, λόγω της μικρής κοινωνικής κλίμακας και της διαπροσωπικής εγγύτητας, καθιστά την πολιτική πράξη ένα είδος «προσωπικής οικονομίας χαρών». Οι τοπικοί πολιτευτές δεν επιδιώκουν τη βελτίωση των κοινών, αλλά τη διατήρηση θέσεων, σχέσεων και μικροσυμφερόντων. Η πολιτική μικρότητα εκδηλώνεται ως μόνιμη εξάρτηση από το «κοκαλάκι» της εξουσίας: έναν διορισμό, μία εργολαβία, ένα πρόγραμμα, μια μικρή επιδότηση, μια υπηρεσία που παρέχεται όχι ως δικαίωμα του πολίτη, αλλά ως δώρο από τον «τοπικό παράγοντα». Ο επαρχιακός πολιτικάντης μαθαίνει να ζει από τα περισσεύματα της κεντρικής εξουσίας, αναπαράγοντας μια κουλτούρα υποταγής: είναι ο «πιστός σκύλος» που γλείφει όχι επειδή έχει πολιτική ταυτότητα, αλλά επειδή έχει ανάγκη την εύνοια.
Η φαυλότητα, όμως, δεν έγκειται μόνο στο πελατειακό πλέγμα. Είναι και γνωσιολογική: προϊόν άγνοιας, ανασφάλειας και απουσίας πολιτικού φρονήματος. Η πολιτική στην επαρχία συχνά μετατρέπεται σε παζάρι, σε διαπραγμάτευση μικρών ανταλλαγών που δεν αφορούν τα κοινά, αλλά την προσωπική επιβίωση. Ο πολιτευτής λειτουργεί ως μεσάζων ανάμεσα στον πολίτη και το κράτος, όχι για να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη, αλλά για να καταστήσει τον εαυτό του αναγκαίο. Η πολιτική μετατρέπεται σε «βιοπορισμό της διαμεσολάβησης», και ο πολιτικάντης σε παράσιτο που ζει από τις αδυναμίες του συστήματος. Η ηθική μικρότητα αυτών των μορφών δεν είναι τυχαία· συνδέεται με την απουσία δημοκρατικού ήθους. Στην επαρχία, η πολιτική τιμή δεν συνδέεται με την αριστεία, αλλά με την ικανότητα να «φέρνεις κάτι στον τόπο», ακόμη κι αν αυτό το «κάτι» είναι προϊόν ρουσφετιού. Η κοινωνία ανταμείβει συχνά όχι τον άξιο, αλλά τον εξυπηρετικό, όχι τον έντιμο, αλλά τον χρήσιμο. Έτσι ο πολιτικάντης ενισχύεται, επιβιώνει και κυρίως: διαιωνίζεται.
Το φαινόμενο έχει και φιλοσοφική διάσταση: είναι η παραμόρφωση της ίδιας της έννοιας του κοινού αγαθού. Ο Αριστοτέλης διαχώριζε την Πολιτική ως μέριμνα της πόλεως από τη φαυλοκρατία, όπου η εξουσία χρησιμοποιείται για ιδιωτικούς σκοπούς. Στην ελληνική επαρχία συχνά παρακολουθούμε μια μορφή «μικρο-τυραννίας», όχι βίαιης, αλλά υπόγειας, που λειτουργεί ως καθημερινή αλλοίωση του πολιτικού σώματος: μικρές υποκρίσεις, μικρές ευεργεσίες, μικρά ψέματα, μικρές εξαρτήσεις. Μια «πολιτική της μικρότητας» που, επειδή είναι μικρή, περνά απαρατήρητη· και επειδή περνά απαρατήρητη, γίνεται μόνιμη και διαβρωτική.
Ο παρασιτισμός των επαρχιακών πολιτικάντηδων ενισχύεται από μια βαθύτερη ανθρωπολογική πραγματικότητα: την εσωτερικευμένη πεποίθηση ότι «τίποτε μεγάλο δεν μπορεί να γίνει εδώ». Αυτή η μοιρολατρία καθιστά την επαρχία γόνιμο έδαφος για φαινόμενα μικρής πολιτικής. Η απουσία φιλοδοξίας προς το υψηλό παράγει φιλοδοξίες προς το χαμηλό· και η απουσία αληθινού πολιτικού οράματος οδηγεί στην αναζήτηση επιβίωσης μέσω της εξουσίας, ακόμη και στο επίπεδο του «κοκαλακίου».
Η πολιτική φαυλότητα στην ελληνική επαρχία είναι περισσότερο ηθική νόσος παρά θεσμικό πρόβλημα. Είναι η καθήλωση ανθρώπων σε ρόλους ζητιάνων της εξουσίας, η αδυναμία να σκεφτούν τον εαυτό τους έξω από το σύστημα που τους τρέφει, και η συνενοχή μιας κοινωνίας που, συχνά με πλήρη επίγνωση, αναπαράγει το ίδιο μοντέλο. Η θεραπεία δεν θα προέλθει από νέες νομοθεσίες αλλά από μια αυθεντική αναγέννηση του πολιτικού ήθους: την αποτίναξη της λογικής του ρουσφετιού και της υποτέλειας και την επιστροφή στην ιδέα ότι η πολιτική είναι άθλημα αρετής, όχι επάγγελμα διαμεσολάβησης και ικανοποίησης ιδιοτελών συμφερόντων με μόνο στόχο την προσκόλληση στην εξουσία και στα ωφελήματα που αυτή προσφέρει.
Η επαρχία θα αλλάξει όταν οι πολίτες αρνηθούν να αναζητούν «προστάτες» και οι πολιτευτές παύσουν να ζουν από τα ψίχουλα της εξουσίας. Μόνον τότε ο κύκλος της μικρότητας θα σπάσει και η πολιτική θα ξαναβρεί το ύψος που της αρμόζει.
Οι πολίτες που περιμένουν να «βολευτούν» με κάθε τίμημα δεν είναι απλώς θύματα ενός διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος· είναι οι σιωπηλοί μηχανισμοί που το στηρίζουν. Η ανοχή απέναντι στην πολιτική κοροϊδία, η προσμονή μιας προσωπικής εξυπηρέτησης, η πρόθυμη συμμετοχή στο παζάρι των χαρών και των παρακάμψεων, συνιστούν μορφές απόλυτης ηθικής συνενοχής. Η διαφθορά δεν επιβάλλεται· ζητείται. Και όσο ζητείται, θα προσφέρεται.
Ο πολίτης που περιμένει το ρουσφέτι, που θεωρεί τη νομιμότητα εμπόδιο αλλά την αδικία ευκαιρία, αναπαράγει την ίδια αθλιότητα που καταγγέλλει. Αντί να στηρίξει το κοινό συμφέρον, αναζητά μια προσωπική εξαίρεση· αντί να απαιτήσει δικαιοσύνη, επιζητεί εύνοια· αντί να κατοχυρώσει το δικαίωμα, αποδέχεται την «χάρη». Έτσι, η ηθική μικρότητα γίνεται πάγια πολιτική πρακτική, και η πολιτική πρακτική γίνεται κοινωνικός καθρέφτης.
Η μεγαλύτερη τραγωδία δεν είναι ότι οι πολιτικοί διαφθείρουν τους πολίτες, αλλά ότι οι πολίτες υποκινούν και συντηρούν, σε μικρή και μεγάλη κλίμακα, τον φαύλο μηχανισμό. Όταν η κοινωνία συνηθίζει να λειτουργεί με όρους συναλλαγής και όχι αρχής, η δημοκρατία καταρρέει εκ των έσω. Η ευθύνη τότε δεν βαραίνει μόνο τους πολιτικούς· βαραίνει όλους όσοι ευνοούνται από μια αδικία, έστω κι αν την αποκαλούν «εξυπηρέτηση».
Μια πολιτεία δεν εξυψώνεται από τους νόμους της, αλλά από το ήθος των πολιτών της. Όσο οι ίδιοι οι πολίτες βολεύονται με την αχρειότητα, η αχρειότητα θα γίνεται καθεστώς. Και η αλλαγή δεν θα ξεκινήσει από την κορυφή, αλλά από την εσωτερική μεταστροφή εκείνων που θα αρνηθούν να είναι συνένοχοι. Μόνον όταν σταματήσει η ζήτηση διαφθοράς, θα σταματήσει και η προσφορά της.
*όπου πολιτικός=πολιτικάντης (για την ελληνική πολιτική πραγματικότητα)
—













































