Άρθρα Θέατρο Πολιτισμός

Θεατρολογικές Ιχνηλατήσεις – “Το Κουκλόσπιτο: Η αόρατη φυλακή των ρόλων” / γράφει ο Άρης Ορφανίδης

Μια συμβολή στην κατανόηση του ιψενικού έργου ΙΙΙ

Το Κουκλόσπιτο του Ίψεν είναι μια θεατροποιημένη φιλοσοφική μελέτη της ανθρώπινης αυτονομίας και μια κοινωνιολογική ανατομία των δομών εξουσίας που διατρέχουν την καθημερινότητα. Η κρίση της Νόρας δεν είναι μια κρίση ερωτική ή οικογενειακή, αλλά μια κρίση ύπαρξης. Στο κέντρο του έργου υψώνεται το ερώτημα που απασχόλησε τον Καντ, τον Ρουσσώ, τον Σαρτρ: μπορεί ένας άνθρωπος να ζήσει ως ελεύθερο και αυτόνομο υποκείμενο μέσα σε ένα σύστημα σχέσεων που τον βλέπει ως μέσο; Και από την άλλη, σε κοινωνιολογικό επίπεδο, το έργο φωτίζει το πώς οι κοινωνικοί ρόλοι, οι προσδοκίες, οι θεσμοί και οι άτυπες νόρμες διαμορφώνουν έναν «μικρό κοινωνικό κόσμο» όπου τα άτομα εσωτερικεύουν πρότυπα συμπεριφοράς χωρίς να τα διαπραγματεύονται. Μολονότι γράφθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα, μοιάζει σήμερα πιο σύγχρονο από ποτέ, όχι επειδή υπενθυμίζει τις παλιές μορφές πατριαρχίας αλλά επειδή αναδεικνύει εκείνες τις λεπτές, αόρατες δομές εξάρτησης και ρόλων που εξακολουθούν να καθορίζουν την καθημερινότητα των ανθρώπων. Η Νόρα γίνεται ένα σύμβολο που ξεπερνά τη δική της εποχή και αγγίζει πληγές της δικής μας: το άγχος της εικόνας, την πίεση να είμαστε διαρκώς ευχάριστοι, την εξάντληση από ρόλους που δεν μας αντικατοπτρίζουν, την ανάγκη να αποδείξουμε ότι είμαστε «αρκετοί». Στη σημερινή κοινωνία της εξωστρέφειας, της performance και της αυτοπροβολής, το «κουκλόσπιτο» δεν είναι πια ένα αστικό σαλόνι αλλά η ψηφιακή και κοινωνική σκηνή στην οποία ο καθένας καλείται να συμμορφωθεί με μια εικόνα επιτυχίας. Η Νόρα του σήμερα είναι αυτή που ανεβάζει στο instagram φωτογραφίες μιας αρμονικής οικογενειακής ζωής ενώ μέσα της καταρρέει από το βάρος της τέλειας μητέρας, της καριερίστριας, της συναισθηματικά πάντα διαθέσιμης συντρόφου. Το κουκλόσπιτο μεταφέρεται στα social media, στην αισθητική της ζωής για το βλέμμα των άλλων, στη διαρκή ανάγκη να αποδεικνύουμε ότι «τα έχουμε όλα υπό έλεγχο». Η Νόρα, στον πυρήνα της, είναι μια ύπαρξη που βρίσκεται μέσα σε αυτό που ο Γκόφμαν θα ονόμαζε «προσκήνιο» κοινωνικής παράστασης: η ταυτότητά της είναι ένα προϊόν σκηνοθεσίας, επιμέλειας ρόλων μιας «καλής συζύγου», μιας «στοργικής μητέρας», μιας «γυναίκας-στολίδι». Η σύγκρουσή της έγκειται στο ότι το Εγώ της δεν μπορεί πλέον να αντέξει τις απαιτήσεις της κοινωνικής παράστασης που καλείται συνεχώς να παίζει. Όταν το προσωπείο γίνεται πιο πραγματικό από το πρόσωπο, εμφανίζεται το φιλοσοφικό πρόβλημα της αυθεντικότητας. Ο Σαρτρ θα έλεγε ότι η Νόρα ζει σε «κακή πίστη» — δηλαδή αρνούμενη την ελευθερία της μέσω της υιοθέτησης ενός ρόλου που οι άλλοι έφτιαξαν για εκείνη. Η στιγμή της συνειδητοποίησης είναι η στιγμή της διάρρηξης με την κοινωνική μυθολογία: αποκαλύπτεται ότι η αγάπη του Τόρβαλντ ήταν όρος, όχι δέσμευση, και ότι ο γάμος τους ήταν ένας μικρός θεσμός συμφέροντος και εξουσίας κι όχι ενότητα προσώπων βασισμένη στην αγάπη.

Από την άλλη, ο Τόρβαλντ παραμένει ένα οικείο πρόσωπο. Σήμερα, δεν εμφανίζεται τόσο ωμά αυταρχικός. Συχνά δηλώνει «προοδευτικός», υποστηρίζει την ισότητα, μιλά για σεβασμό και συντροφικότητα, αλλά η συμπεριφορά του εξακολουθεί να έχει την ίδια δομή: γνωρίζει καλύτερα, ορίζει τα όρια, παίρνει τις αποφάσεις «για το καλό της οικογένειας». Η σύγχρονη εκδοχή του πατερναλισμού δεν βασίζεται πια στην απαγόρευση αλλά στην «ευγενική» παροχή οδηγίας, στη διορθωτική συμβουλή που ακούγεται προστατευτική αλλά στην ουσία αφαιρεί την αυτονομία του άλλου. Όπως και στο έργο, έτσι και σήμερα ο έλεγχος μπορεί να κρύβεται πίσω από ενδιαφέρον, η εξουσία πίσω από φροντίδα και η ανισότητα πίσω από το «έτσι είναι καλύτερα». Το πιο οικείο σήμερα στο Κουκλόσπιτο δεν είναι η παλιά πατριαρχία αλλά αυτή η σύγχρονη, λεπτή μορφή ανισορροπίας που επιβιώνει και μέσα στα πιο «μοντέρνα» ζευγάρια. Ο Τόρβαλντ δεν είναι μόνο ένας άνδρας· είναι ο φορέας μιας «λογικής του συστήματος»: της οργάνωσης, της τάξης, της κανονικότητας. Θέλει μια σύζυγο που να λειτουργεί, όχι ένα πρόσωπο που να παλεύει. Θέλει μια οικογένεια που να ταιριάζει με το κοινωνικό πρότυπο. Ο Χάμπερμας θα παρατηρούσε ότι η «συστημική ορθολογικότητα» έχει αποικίσει τον προσωπικό χώρο: οι ρόλοι μπαίνουν πάνω από τις σχέσεις, τα στερεότυπα πάνω από τη διαλογικότητα. Η Νόρα απαιτεί αυτό που λείπει από τον σύγχρονο κόσμο: έναν διάλογο όπου οι άνθρωποι υπάρχουν όχι ως κοινωνικοί ρόλοι αλλά ως αυτόνομα και αυθύπαρκτα υποκείμενα. Αυτή η απαίτηση είναι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ, σε μια εποχή υπερπληροφόρησης αλλά υποεπικοινωνίας, φαινομενικής κοσμικής εξωστρέφειας αλλά επί της ουσίας συναισθηματικής σιωπής και περιχαράκωσης στον εαυτό.

Το συγκλονιστικότερο, όμως, στοιχείο του έργου ως προς το σήμερα είναι η πράξη της φυγής. Τότε, η απόφαση της Νόρας να φύγει ήταν κοινωνικό σκάνδαλο. Σήμερα, το σκάνδαλο βρίσκεται αλλού: στην αναγνώριση ότι πολλοί άνθρωποι —και στις σχέσεις, και στις δουλειές, και στις οικογένειές τους— νιώθουν παγιδευμένοι μέσα σε κατασκευασμένες ταυτότητες και προκαθορισμένους ρόλους από τους οποίους είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεφύγουν. Η φυγή της Νόρας σήμερα μοιάζει με την απόφαση κάποιου να φύγει από μια σχέση που «φαίνεται τέλεια» προς τα έξω, από μια δουλειά που προσφέρει κύρος αλλά καταστρέφει την ψυχή, από μια οικογένεια που απαιτεί συμμόρφωση μόνο και μόνο για την καλή έξωθεν μαρτυρία, αντί για ειλικρινή επαφή. Είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην ανάγκη για αυθεντική, ακαταπίεστη ζωή και την κοινωνική πίεση της «κανονικότητας». Η σύγχρονη κοινωνία συχνά τιμωρεί την αποστασία από τον ρόλο, όχι με το κοινωνικό στίγμα του 19ου αιώνα αλλά με μια διαφορετική μορφή: την απογοήτευση του περιβάλλοντος, το αίσθημα ενοχής, τη φράση «είχες τα πάντα, γιατί δεν ήσουν ευχαριστημένος;». Ταυτόχρονα, η φυγή της Νόρας είναι μια πράξη ηθικού ατομικισμού που θυμίζει την καντιανή επιθυμία για αυτονομία: ηθικός είναι μόνο ο άνθρωπος που αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του, όχι αυτός που συμμορφώνεται από φόβο ή συνήθεια. Η Νόρα φεύγει όχι επειδή δεν αγαπά τα παιδιά της, αλλά επειδή καταλαβαίνει ότι, χωρίς να γίνει πρώτα η ίδια πρόσωπο, ήτοι να αναλάβει την ευθύνη της ύπαρξής της, δεν μπορεί να δώσει τίποτα ουσιαστικό σε κανέναν. Αυτό αγγίζει το πιο σύγχρονο φιλοσοφικό δίλημμα: μπορεί κάποιος να είναι πραγματικά παρών στους άλλους όταν δεν είναι παρών στον εαυτό του; Στον σημερινό κόσμο, όπου η ψυχική εξάντληση έχει γίνει σχεδόν καθολική εμπειρία, αυτή η ερώτηση αποκτά μια επείγουσα σημασία. Ο άνθρωπος που χάνει την εσωτερική του ελευθερία χάνει και την ικανότητα να σχετίζεται αληθινά.

Αν μεταφέρουμε αυτό στο σήμερα, το φιλοσοφικό δίλημμα εντείνεται. Ο σύγχρονος άνθρωπος, υπερφορτωμένος από κοινωνικούς ρόλους, κινείται ανάμεσα στην επιθυμία για ατομική αυτοπραγμάτωση και την υποχρέωση για κοινωνική λειτουργικότητα και συμμόρφωση. Οι κοινωνι(ολογι)κές μεταβολές, αντί να τον απελευθερώσουν, συχνά τον κλείνουν σε νέα κουτιά: η νεοφιλελεύθερη και μετανεωτερική ρητορική απαιτεί συνεχή αυτοβελτίωση, η δημόσια εικόνα απαιτεί διαρκή έλεγχο, οι σχέσεις απαιτούν συμβατότητα, όχι αλήθεια. Το αποτέλεσμα είναι ένα «ψηφιακό κουκλόσπιτο» όπου η αυτοεικόνα γίνεται προϊόν διαχείρισης και η προσωπικότητα ένα σύνολο επιμελημένων στιγμών. Αν η Νόρα ζούσε σήμερα, θα είχε μπροστά της ένα περιβάλλον που ενισχύει τη σύγχυση μεταξύ αυθεντικότητας και αυτοπαρουσίασης. Ο άνθρωπος καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην εικόνα του και στην εσώτερη φωνή του, και συχνά προτιμά την εικόνα γιατί προσφέρει κοινωνική αποδοχή — όπως η Νόρα προτιμούσε μια ζωή τη φαινομενική συζυγική γαλήνη από την αλήθεια της ψυχής της.

Κάτω από αυτό το πρίσμα, το Κουκλόσπιτο λειτουργεί ως ηθικό και ψυχολογικό σχόλιο πάνω στην ανάγκη της αυτονομίας σήμερα. Μιλά για την αξία της αυτογνωσίας σε μια εποχή που ζητά από τους ανθρώπους να είναι παραγωγικοί πριν να είναι ειλικρινείς, λειτουργικοί πριν να είναι ευτυχισμένοι, συμβατοί πριν να είναι ελεύθεροι. Η πράξη της Νόρας δεν είναι απλώς η ρήξη μιας γυναίκας με έναν άντρα. Είναι η ρήξη ενός ανθρώπου με ένα σύστημα συμβάσεων που τον ανάγκασαν να παίξει έναν ρόλο μέχρι να ξεχάσει ποιος είναι. Στον σημερινό κόσμο, όπου η ταυτότητα γίνεται προϊόν διαρκούς διαχείρισης και όπου οι κοινωνικές πιέσεις μπορούν να εξαντλήσουν και να διαλύσουν, το μήνυμα του Ίψεν ακούγεται ξανά: χωρίς αλήθεια με τον εαυτό, χωρίς ισότητα στις σχέσεις, χωρίς δυνατότητα να πεις «όχι», κάθε ζωή —όσο όμορφη κι αν φαίνεται στο εξωτερικό της περίβλημα— γίνεται «κουκλόσπιτο». Και κάθε άνθρωπος, κάποια στιγμή, πρέπει να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να ζει σε αυτό ή αν θα ανοίξει την πόρτα για να βγει έξω, γνωρίζοντας ότι η ελευθερία κοστίζει αλλά η φυλακή κοστίζει περισσότερο.

Αν το Κουκλόσπιτο γραφόταν σήμερα, δεν θα άλλαζε η ουσία του∙ θα άλλαζε μόνο το σκηνικό. Η Νόρα δεν θα ήταν μια γυναίκα εγκλωβισμένη σε έναν αστικό γάμο του 19ου αιώνα, αλλά μια σύγχρονη γυναίκα παγιδευμένη σε ένα πλέγμα ρόλων: επαγγελματίας που πρέπει να αποδεικνύει διαρκώς την αξία της, σύντροφος που οφείλει να είναι «υποστηρικτική», μητέρα που δεν επιτρέπεται να κάνει λάθη, άτομο που βομβαρδίζεται καθημερινά με πρότυπα και συμβουλές αυτοβελτίωσης, επιτυχίας, ευτυχίας από influencers. Σήμερα το «κουκλόσπιτο» δεν είναι μόνο το σπίτι∙ είναι η εικόνα μας στα social media, ο ρόλος μας στη δουλειά, οι προσδοκίες των άλλων, οι έτοιμοι δρόμοι που πρέπει να ακολουθήσουμε επειδή «έτσι κάνουν όλοι». Οι σύγχρονοι Τόρβαλντ δεν είναι απαραίτητα δεσποτικοί άνδρες. Συχνά είναι άνθρωποι καλοπροαίρετοι, δημοκρατικοί, αλλά εγκλωβισμένοι σε μια κουλτούρα που αντιμετωπίζει τον άλλο ως προέκταση της δικής τους αυτοεικόνας. Σήμερα η απαίτηση να είναι μια γυναίκα «τέλεια» – ή τουλάχιστον λειτουργική, ανεξάρτητη, χωρίς αδυναμίες – γίνεται πιο ύπουλη από την παλιά πατριαρχική αυστηρότητα: καλύπτεται με τη γλώσσα της φροντίδας, της ισότητας, της «παρακίνησης». Κι έτσι η Νόρα δεν χρειάζεται έναν αυταρχικό σύζυγο για να νιώθει φυλακισμένη∙ αρκεί μια σχέση όπου κανείς δεν βλέπει πραγματικά τον άλλο, όπου όλα μετρώνται με όρους εικόνας, ρόλων, κοινωνικής αποδοχής. Η πράξη της φυγής της – η θρυλική πόρτα που κλείνει στο τέλος – σήμερα θα ήταν ίσως μια διαγραφή λογαριασμών, μια παραίτηση από μια τοξική εργασία, μια ευγενική αλλά αποφασιστική απόσυρση από σχέσεις που λειτουργούν μηχανικά. Η έξοδος της Νόρας δεν θα ήταν δραματική, αλλά βαθιά υπαρξιακή: η απόφαση να σταματήσει να παίζει έναν ρόλο που δεν διάλεξε. Σε μια σύγχρονη προσαρμογή, το Κουκλόσπιτο γίνεται μια ιστορία για την ψευδαίσθηση της αυτονομίας σε έναν κόσμο γεμάτο «ήσυχες» πιέσεις∙ για το πώς η ελευθερία απαιτεί όχι μόνο να αρνηθείς μια εξουσία, αλλά να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου κάτω από τα στρώματα προσδοκιών που άλλοι ή εσύ ο ίδιος έχεις χτίσει. Και κυρίως, μια υπενθύμιση ότι καμία εποχή δεν παύει να φτιάχνει «κουκλόσπιτα» – απλώς τα υλικά τους αλλάζουν.

Η κοινωνιολογική διάσταση του Κουκλόσπιτου αποκαλύπτει μια διαχρονική αλήθεια: οι κοινωνίες, όσο κι αν αλλάζουν, αναπαράγουν κοινωνικούς ρόλους που μεταμφιέζονται σε φυσικούς. Η πατριαρχία σήμερα δεν εμφανίζεται ως εξουσία, αλλά ως «κανονικότητα», ως «λογική», ως «ισορροπία», δημιουργώντας μια νέα, πιο σύνθετη φυλακή. Ο άνθρωπος που θέλει να αναπνεύσει, όπως η Νόρα, δεν συγκρούεται πια μόνο με θεσμούς αλλά με ολόκληρες πολιτισμικές προσδοκίες. Η φυγή σήμερα είναι λιγότερο σκάνδαλο αλλά περισσότερο υπαρξιακό ρίσκο: κόσμος, οικογένεια, φίλοι, εργασία απαιτούν συνέχεια, σταθερότητα, συμμετοχή. Η ελευθερία μοιάζει με παραφωνία. Η σύμπλευση με την εσώτερη φωνή που μας καλεί στην αυτοεκπλήρωση παρουσιάζεται απ’ το σύστημα ως ενοχική πολυτέλεια.

Έτσι, το Κουκλόσπιτο δεν είναι απλώς και κυρίως ένα φεμινιστικό δράμα, αλλά μια φιλοσοφικοκοινωνιολογική αλληγορία για τον άνθρωπο, ανεξαρτήτως φύλου, που προσπαθεί να υπάρξει μέσα σε δομές που τον υπερβαίνουν και τον καθυποτάσσουν αλλοτριώνοντάς τον. Η Νόρα, με τη διάρρηξη του ρόλου της, υπενθυμίζει στον σημερινό άνθρωπο ότι η ελευθερία αρχίζει όταν σταματά να θεωρεί δεδομένα τα σενάρια που γράφτηκαν για εκείνον. Και αυτό, σε μια εποχή όπου οι ταυτότητες κατασκευάζονται, επιτηρούνται, εργαλειοποιούνται και διακινούνται με πρωτοφανώς ύποπτη ταχύτητα, είναι ίσως από τα πλέον επαναστατικά μηνύματα, που θα μπορούσε να μας αφήσει ο Ίψεν.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ