Φωτογραφία: Κέντρο Ιστορίας Δήμου Νεάπολης-Συκεών, Aρχείο Κ. Νίγδελη / History Centre of the Municipality of Neapoli-Sykies, Archive of K. Nigdelis
Εισαγωγή*
Το Γεντί Κουλέ – το Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης – ένα οικοδόμημα, που συνδυάζει οθωμανικά, βυζαντινά και νεότερα στοιχεία, αποτελεί ένα από τα πιο τραυματικά θέματα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η ιστορική σημασία του δεν εξαντλείται στη λειτουργία του ως φυλακή, αλλά ως χώρου στον οποίο η ιστορία συναντά τη δημόσια μνήμη.
Στο παρακάτω κείμενο εξετάζεται η σχέση του Γεντί Κουλέ με τη δημόσια ιστορία μέσα από τρεις προοπτικές: (α) τον χαρακτήρα του ως τόπο μνήμης· (β) την πολιτική χρήση του παρελθόντος· και (γ) τη θέση του στη διαμόρφωση ταυτοτήτων και αφηγήσεων.

- Το Γεντί Κουλέ ως τόπος μνήμης
Ο Pierre Nora στο άρθρο του με τίτλο «Between Memory and History: Les Lieux de Mémoire», στο JSTOR (προσβάσιμο στο http://www.jstor.org ), έχει περιγράψει ως τόπους μνήμης τα σημεία στα οποία η μνήμη αποκτά υλικότητα, μετασχηματίζοντας ένα φυσικό αντικείμενο σε φορέα συμβολισμών. Για τον Nora, ένας τόπος μνήμης είναι ένας χώρος (υλικός ή άυλος) όπου η συλλογική μνήμη εγκαθίσταται, αποκρυσταλλώνεται και εκφράζεται συμβολικά (Nora, 1989).
Το Γεντί Κουλέ εντάσσεται χαρακτηριστικά σε αυτή την κατηγορία τόπων μνήμης: το ίδιο το κτίσμα, οι φωτογραφίες, οι επιγραφές και οι αίθουσες συναρθρώνονται με προφορικές μαρτυρίες και οικογενειακές αφηγήσεις, συγκροτώντας ένα πολυεπίπεδο πλέγμα μνημονικών ιχνών.
Στο βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου, Γεντί Κουλέ. Η Βαστίλλη της Θεσσαλονίκης, ΙΑΝΟΣ, 2025, παρατίθενται πληθώρα μνημονικών ιχνών με τη μορφή προφορικών μαρτυριών των πρώην κρατουμένων. Οι μαρτυρίες αφορούν τον σωματικό και ψυχικό καταναγκασμό των κρατουμένων. Για τα κελιά, ένας κρατούμενος θυμάται: «Τα κελιά ήταν ανήλια, με ελάχιστο φως […] το Πειθαρχείο υγρό, γεμάτο μούχλα […]» (σ. 39). Για τα βασανιστήρια, άλλη μαρτυρία αναφέρει: «Οι δήμιοι […] ξεγυμνώνανε αυτόν που είχαν έξω […] τον ξαπλώνανε και τον χτυπάγανε με ένα βαρύ σίδερο μέχρι αναισθησίας» (σ. 74). Η βία κορυφώνεται στις περιγραφές των εκτελέσεων: «Οι στρατιώτες έδεναν τα μάτια όσων το επιθυμούσαν […] και ο επικεφαλής του αποσπάσματος έδινε τη διαταγή “Πυρ”» (σ. 178).
Ωστόσο, ο χώρος δεν συνδέεται αποκλειστικά με τη μνήμη της οδύνης. Το Γεντί Κουλέ λειτουργεί επίσης ως τόπος ηρωισμού και ηθικής αντίστασης. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία για τον Χρήστο Ευστρατιάδη: «Την ώρα που οι δήμιοι πήγαν να τον πάρουν για να τον εκτελέσουν […] ο Ευστρατιάδης, αλυσοδεμένος, αγέρωχος και υπερήφανος, τραγούδησε τραγούδια εθνικά και επαναστατικά […]» (σ. 114). Το απόσπασμα αυτό φωτίζει μία άλλη διάσταση του χώρου: την ανάδυση πράξεων θάρρους και αξιοπρέπειας μέσα σε συνθήκες απόλυτης βίας. Με αυτόν τον τρόπο, το Γεντί Κουλέ δεν αποτελεί απλώς έναν τόπο εγκλεισμού· μετατρέπεται σε μια πολυσήμαντη δεξαμενή μνήμης, όπου η σκληρότητα, η απώλεια, η αξιοπρέπεια και ο ηρωισμός συνυπάρχουν και δομούν τις σύγχρονες δημόσιες αναπαραστάσεις του παρελθόντος.

- Η πολιτική χρήση του παρελθόντος
Το Γεντί Κουλέ έχει αναδειχθεί σε σύμβολο πολιτικών εντάσεων. Η ταύτισή του με φυλακίσεις κομμουνιστών, αντιστασιακών και πολιτικών κρατουμένων το έχει εντάξει στην πολιτική μνήμη της αριστεράς στην Ελλάδα. Μετά τον εμφύλιο, οι αφηγήσεις γύρω από το Γεντί Κουλέ αποτέλεσαν μέρος μιας προσπάθειας διατήρησης της μνήμης των διώξεων, σε αντιδιαστολή με τον επίσημο κρατικό λόγο που συχνά επιδίωκε τη λήθη ή την αποσιώπηση.
Η ανάδειξη του Γεντί Κουλέ ως «Βαστίλη της Θεσσαλονίκης», όπως γράφει στο προαναφερόμενο βιβλίο του ο Σπύρος Κουζινόπουλος, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτικής χρήσης του παρελθόντος. Η αναλογία με τη Βαστίλη δεν είναι απλώς περιγραφική αλλά φορτίζεται με πολιτικό περιεχόμενο: υποδηλώνει ότι πρόκειται για έναν χώρο αυθαίρετης εξουσίας, παρανομίας του κράτους και καταπάτησης δικαιωμάτων.
Έτσι, η δημόσια ιστορία του Γεντί Κουλέ διαμορφώνεται μέσα από ένα συνεχές αλισβερίσι ανάμεσα στη μνήμη και την εξουσία. Η πολιτική σημασία του κτιρίου δεν περιορίζεται στο παρελθόν· επανέρχεται συχνά στον δημόσιο διάλογο κάθε φορά που ανακινούνται ζητήματα δημοκρατικών δικαιωμάτων, βασανιστηρίων ή κρατικής αυθαιρεσίας. Έτσι, το Γεντί Κουλέ λειτουργεί ως ένας ενεργός τόπος μνήμης: όχι απλώς ως μνημείο ενός ιστορικού τραύματος, αλλά ως διαρκής υπενθύμιση των ορίων –και των παρεκκλίσεων– της κρατικής εξουσίας.

- Μουσειοποίηση και διαχείριση μνήμης.
Με τη μετατροπή του σε επισκέψιμο χώρο, το Γεντί Κουλέ συμμετέχει στη δημόσια ιστορία μέσα από μουσειολογικές πρακτικές. Ωστόσο εδώ τίθεται ένα ερώτημα: πώς μπορεί ένας «τόπος τρόμου» να μετατραπεί σε εκπαιδευτικό και πολιτιστικό χώρο χωρίς να απονευρωθεί η τραυματική του διάσταση;
Η μουσειοποίηση του Γεντί Κουλέ επιπλέον αναδεικνύει ένα κρίσιμο ζήτημα: όταν η μνήμη απο-πολιτικοποιείται μερικώς και ενσωματώνεται στον πολιτιστικό χάρτη, το μνημείο κινδυνεύει να αποστειρωθεί, να μετασχηματιστεί σε αισθητικό αντικείμενο, σε χώρο τουριστικής επίσκεψης, χάνοντας έτσι την ιστορική του σημασία.
Τα βασικά ζητήματα που ανακύπτουν στην περίπτωση της μουσειοποίησης του Γεντί Κουλέ αφορούν, αφενός, στον βαθμό στον οποίο ο επισκέπτης μπορεί πράγματι να κατανοήσει το ιστορικό βάρος και τη βαρύτητα του χώρου, και αφετέρου στην ανάγκη σχεδιασμού και υλοποίησης εκπαιδευτικών δράσεων που θα προσεγγίζουν τα τραύματα και τις πρακτικές βίας με τρόπο παιδαγωγικά επεξεργασμένο, χωρίς να υπερτονίζουν την ωμότητα ούτε να την υποβαθμίζουν μέσω εξωραϊσμού. Στο πλαίσιο αυτό, η δημόσια ιστορία καλείται να διαμορφώσει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη μνημονική ευαισθησία, την εκπαιδευτική ευθύνη και τον σεβασμό προς τα θύματα και τις εμπειρίες τους.

- Το Γεντί Κουλέ και η συλλογική ταυτότητα
Η δημόσια ιστορία του Γεντί Κουλέ συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας ταυτότητας που αναγνωρίζει τις σκιές του παρελθόντος και δεν τις αποκρύπτει, αλλά τις εντάσσει στον διάλογο για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Παράλληλα, η μελέτη της ιστορίας του Γεντί Κουλέ αναδεικνύει μια πολυφωνική μνήμη – οθωμανική, εβραϊκή, προσφυγική- μια μνήμη που συχνά παραμένει στο περιθώριο της επίσημης αφήγησης. Η δημόσια ανάδειξη της πολυφωνικής μνήμης του Γεντί Κουλέ προσφέρει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε την έννοια της προόδου και της παρακμής: η ιστορία μιας πόλης δεν περιορίζεται μόνο στην οικονομική ανάπτυξη ή στις πολιτισμικές εκδηλώσεις μνήμης, αλλά περιλαμβάνει και τόπους φυλακίσεων, διώξεων και κρατικής βίας. Πρόκειται για έναν τόπο όπου το τραύμα διεκδικεί τη θέση του στη συλλογική μνήμη απέναντι στη λήθη και όπου η κοινωνία καλείται να διαχειριστεί ένα παρελθόν, το οποίο δεν είναι ούτε ηρωικό ούτε ευχάριστο, ως αναπόσπαστο τμήμα της συλλογικής μνήμης.

Αντί επιλόγου
Ο ρόλος του Γεντί Κουλέ στη δημόσια ιστορία είναι αναμφίβολα διττός. Από τη μία πλευρά υπενθυμίζει τις σκοτεινές περιόδους καταστολής, αδικίας και κρατικής αυθαιρεσίας, ενώ από την άλλη λειτουργεί ως τόπος αναστοχασμού, αυτοκριτικής και συλλογικής επαγρύπνησης για την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Παράλληλα καλλιεργεί μια διαρκή ετοιμότητα κοινωνικής αντίστασης σε κάθε μορφή εξουσιαστικής βίας, προβάλλοντας την ανάγκη για τη διαμόρφωση ενεργών πολιτών που υπερασπίζονται συλλογικά τις θεμελιώδεις αξίες της δημοκρατίας.
* To κείμενο γράφτηκε με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του Σπύρου Κουζινόπουλου, Γεντί Κουλέ. Η Βαστίλλη της Θεσσαλονίκης (2025), στη Δημόσια και Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας, τη Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025.
Γιώργος Μακαρατζής
Δρ Διδακτικής της Ιστορίας

–












































