Άρθρα Θέατρο Πολιτισμός

Θεατρολογικές Ιχνηλατήσεις: Οι «Βρυκόλακες» του τότε που στοιχειώνουν το σήμερα / γράφει ο Άρης Ορφανίδης

Μια συμβολή στην κατανόηση του ιψενικού έργου ΙΙ

Ο Χένρικ Ίψεν, με το έργο Βρυκόλακες (1881), δεν έγραψε απλώς ένα κοινωνικό δράμα· έστησε έναν σκοτεινό καθρέφτη, όπου ο θεατής αντικρίζει τους ίδιους του τους δαίμονες. Ο τίτλος δεν αναφέρεται σε μυθικά πλάσματα, αλλά στις αόρατες δυνάμεις που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά: τις προκαταλήψεις, τα πάθη, τις ενοχές, τα ψέματα και τις κοινωνικές συμβάσεις που απορροφούν τη ζωτική ενέργεια των ανθρώπων. Τα λάθη των προγόνων που στοιχειώνουν τη ζωή των γόνων. Οι χαρακτήρες του έργου γίνονται ζωντανά παραδείγματα του πώς το άτομο παλεύει με τους «βρυκόλακες» της οικογενειακής κληρονομιάς, της κοινωνίας και της ίδιας του της συνείδησης, και ακριβώς γι’ αυτό παραμένουν επίκαιροι και οικείοι μέχρι σήμερα.

Η κυρία Άλβινγκ είναι το τραγικό κέντρο της ιστορίας. Μια γυναίκα που θυσίασε την προσωπική της ελευθερία στον βωμό της κοινωνικής υπόληψης, εγκλωβισμένη σε έναν γάμο με έναν έκλυτο άνδρα. Κρατώντας τον ρόλο της αφοσιωμένης συζύγου, έκρυψε κάτω από το χαλί τις σκιές που δηλητηρίασαν όχι μόνο τη δική της ζωή, αλλά και του γιου της. Η Άλβινγκ δεν είναι μόνο μια φιγούρα του 19ου αιώνα· σήμερα την αναγνωρίζουμε σε κάθε γυναίκα που υπομένει σιωπηλά καταπίεση, σε κάθε μητέρα που κρύβει τα τραύματά της για χάρη της «καλής εικόνας», σε κάθε άνθρωπο που εξαναγκάζεται να ζήσει διχασμένος ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που «πρέπει» να φαίνεται. Η Άλβινγκ προσωποποιεί την κοινωνική υποκρισία που μετατρέπεται σε κληρονομικό τραύμα.

Ο Όσβαλντ, ο γιος, συμβολίζει τη νέα γενιά που πληρώνει το τίμημα των αμαρτιών του πατέρα. Η κληρονομική ασθένεια που τον κατατρώει είναι μια σωματοποιημένη αλληγορία για όλα όσα οι νέοι κληρονομούν: όχι μόνο γενετικά φορτία, αλλά και τις αποτυχίες, τα λάθη και τις επιλογές των προγόνων. Στον σημερινό κόσμο, ο Όσβαλντ καθρεφτίζει τη νεολαία που ζει με το βάρος της περιβαλλοντικής κρίσης, των κοινωνικών ανισοτήτων και των οικονομικών χρεών που δημιούργησαν οι γονείς της. Η δική του κραυγή «Δώστε μου τον ήλιο» ηχεί ως σύγχρονη απαίτηση των νέων να ζήσουν χωρίς τα δεσμά που τους κληροδότησε ένα φθαρμένο παρελθόν.

Ο πάστορας Μάντερς αντιπροσωπεύει τη θεσμική ηθική, την αυθεντία της παράδοσης και του νόμου. Με ευσέβεια και τυπικότητα, γίνεται φορέας της φωνής που νομιμοποιεί την καταπίεση στο όνομα της τάξης. Αντί να υπερασπιστεί την αλήθεια και την ελευθερία, υπερασπίζεται την κοινωνική ευπρέπεια και την τυφλή υπακοή. Ο Μάντερς είναι εξαιρετικά σύγχρονος, διότι βλέπουμε μορφές σαν κι αυτόν σε πολιτικούς που καλύπτουν σκάνδαλα για «το καλό του θεσμού», σε θρησκευτικούς ηγέτες που υπερασπίζονται την παράδοση εις βάρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ή σε γραφειοκρατίες που αδιαφορούν για την πραγματική ζωή των πολιτών. Είναι η προσωποποίηση της δομικής θεσμικής ακαμψίας που, ενώ φέρεται να προστατεύει, στην ουσία τρέφει τους βρυκόλακες της κοινωνίας.

Ο Έγκστραντ, ο εργάτης και πατέρας της Ρεγκίνα, είναι η πιο ωμή φιγούρα και ταυτόχρονα ο πιο αναγνωρίσιμος τύπος. Ένας μικροαπατεώνας, που ντύνει τον εγωισμό και τη συμφεροντολογία του με τον μανδύα της θρησκευτικής ευλάβειας. Αδίστακτος, έτοιμος να εκμεταλλευτεί την κόρη του για προσωπικό όφελος, αντιπροσωπεύει τον καιροσκόπο που, με υποκριτική «ηθική», καταφέρνει να επιβιώνει. Στον σημερινό κόσμο, ο Έγκστραντ έχει πολλά πρόσωπα: από τον μικροπολιτευτή που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους ψηφοφόρους, μέχρι τον ψευδο-φιλάνθρωπο που εμπορεύεται τη δυστυχία. Είναι ο καθρέφτης της μικροδιαφθοράς που, συσσωρευόμενη, υπονομεύει κάθε κοινωνικό ιστό.

Η Ρεγκίνα, τέλος, είναι η φιγούρα της ελπίδας και της απογοήτευσης. Η νεαρή γυναίκα που ονειρεύεται να ξεφύγει από τον κόσμο της φτώχειας και της υποκρισίας, αλλά καταρρέει όταν ανακαλύπτει την απαγορευμένη συγγένειά της με τον Όσβαλντ. Η φιγούρα της παραπέμπει σε κάθε νέα γυναίκα που αγωνίζεται για ανεξαρτησία, αλλά παγιδεύεται από τα ίδια δεσμά που αναπαράγει η κοινωνία: πατριαρχία, ανισότητα, κρυφά μυστικά. Σήμερα η Ρεγκίνα είναι η νεαρή εργαζόμενη που ονειρεύεται ελευθερία, αλλά ανακαλύπτει ότι οι δρόμοι είναι ήδη στρωμένοι με τις παλιές παθογένειες.

Το έργο του Ίψεν, μέσα από αυτούς τους χαρακτήρες, αποδεικνύει ότι οι «βρυκόλακες» δεν έχουν φύγει· απλώς άλλαξαν μορφή. Σήμερα οι βρυκόλακες είναι η τοξικότητα της δημόσιας ζωής, η αναπαραγωγή στερεοτύπων, η κοινωνική υποκρισία, η οικονομική εκμετάλλευση, η κληρονομιά περιβαλλοντικών και πολιτικών καταστροφών. Οι χαρακτήρες του έργου γίνονται αρχέτυπα της αιώνιας πάλης ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, στην αλήθεια και στην υποκρισία, στο θάρρος και στη σιωπή. Ο Ίψεν δεν έγραψε μόνο για την κοινωνία της Νορβηγίας του 19ου αιώνα· έγραψε για κάθε κοινωνία που, αντί να λυτρωθεί από τα φαντάσματά της, τα συντηρεί και τα κληροδοτεί. Η θεατρική του ματιά αποκαλύπτει ότι τα φαντάσματα δεν είναι έξω από εμάς· είναι μέσα στις πράξεις, τις σιωπές και τις επιλογές μας. Γι’ αυτό οι «Βρυκόλακες» δεν είναι απλώς ένα κλασικό έργο· είναι μια ζωντανή προειδοποίηση που μας καλεί να κοιτάξουμε κατάματα το παρελθόν, για να πάψουμε να ζούμε σαν στοιχειωμένοι στο παρόν.

banner-article

Ροη ειδήσεων