Άρθρα Βέροια Ιστορία Πολιτισμός

Προσκτίσματα της Παλαιάς Μητρόπολης Βέροιας: αντίλογος στους “κατεδαφιστές” / γράφει ο Δημήτρης Μάρτος

Μια συνεχόμενη διαμαρτυρία ευυπόληπτων πολιτών της πόλης μας, που εκφράζεται από την Κίνηση Ενεργών Πολιτών καθώς και της τοπικής Εκκλησίας, που εκφράζεται δια του Μητροπολίτη της κ. Παντελεήμονα, αφορά τα ήδη ανεγερθέντα κτίσματα που εφάπτονται στο βορειοδυτικό τοίχο της Παλαιάς Μητρόπολης.

Η απαίτηση για κατεδάφισή των κτισμάτων του 19ου αιώνα εκφράστηκε μέσα από επιστολές του Μητροπολίτη στην πολιτική ηγεσία της χώρας. Σε αυτές καταγγέλλονταν ότι «είναι αυθαίρετες οι ενέργειες ανακατασκευής τους» και ότι «…πλήττουν βάναυσα την εικόνα του μνημείου, μειώνουν σημαντικά την ορατότητά του, υποβαθμίζουν την αισθητική του αξία, ενοχλούν τον επισκέπτη, περιορίζοντας την προσβασιμότητα στο μνημείο και προκαλούν απέραντη θλίψη στο λαό της Βέροιας, που βλέπει το σημαντικότερο μνημείο της πόλης να κακοποιείται με την ανοχή της πολιτείας και των αρμοδίων για την προστασία του, και μάλιστα χωρίς λόγο ή έστω κάποια εύλογη δικαιολογία. Συντελείται με αυτό τον τρόπο μία χωρίς προηγούμενο «μνημειοκτονία…».

Φωτογραφίες: Κίνηση Ενεργών Πολιτών Βέροιας

Και η Κίνηση Πολιτών καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, δηλαδή στην ανάγκη «απελευθέρωσης του Ναού από τις ανόσιες νέες κατασκευές…που προσβάλλουν το βυζαντινό μνημείο, την πόλη και την τοπική κοινωνία», χρησιμοποιώντας κυρίως τα νομικά κενά της αναπαλαίωσης.

Υπάρχει όμως και αντίλογος. Ότι αυτά τα κτίσματα δεν «μειώνουν» το μνημείο ούτε το «σκοτώνουν» και αν το μειώνουν ή το τραυματίζουν σε κάποιο σημείο, αυτό το αποζημιώνουν με το ότι διασώζουν ένα μικρό κομμάτι του ιστορικού περιβάλλοντος του Ναού και τη μνήμη της αισθητικής  της παλαιότερης  μεγάλης οδού της πόλης.

Το ερώτημα είναι:  αν η αναπαλαίωση των προσκτισμάτων της Παλαιάς Μητρόπολης  συνιστούν «μνημειοκτονία» ή  διάσωση  ενός τεκμηρίου του ιστορικού περιβάλλοντος της Βέροιας; μιας  πόλης του μύθου και της ιστορίας, από τις παλαιότερες στον κόσμο, για την οποία μας προκαλεί θλίψη το ότι δεν εγγράφονται οι ιστορικές της φάσεις στο αστικό της περιβάλλον.

Για να αποκτήσει μια πόλη μια σύγχρονη προσωπικότητα απαιτείται ένα ιδιαίτερο ιστορικό περιβάλλον. Οι ελληνικές πόλεις σπάνια και από τύχη το θυμίζουν. Στους δρόμους, χωρίς ιστορικό διάκοσμο, ο πολίτης δεν βιώνει την ιστορία του. Λείπει ο υλικός πέτρινος και μαρμάρινος εξοπλισμός από όπου αντλούνται οι πρωτογενείς πνευματικές δομές, τα ερεθίσματα για να διαμορφωθεί η έννοια του πολίτη όχι με την έννοια μόνον του συμμετέχοντος στα κοινωνικά δρώμενα αλλά και του συμμετέχοντος σε μια ιστορική διαδρομή, ως υποκείμενο ιστορίας.

Και  επειδή τα ιστορικά τεκμήρια, όπως  οι αρχαιότητες, τα ιστορικά κτίσματα και τα αστικά περιβάλλοντα (κοσμικά και θρησκευτικά), κάνουν την ιστορία κάθε πόλης μια ειδική περίπτωση, ένας πολίτης για να αισθάνεται την ιδιαιτερότητα της πόλης του, καθώς και ότι συμμετέχει στη  συνέχισή της,  πρέπει να έχει στο οπτικό του πεδίο τα υπολείμματα-τεκμήρια της ιστορίας που τη διέπλασαν.

Εμείς, εδώ στη Βέροια, καταστρέφοντας μόνοι μας τα ιστορικά σκηνικά που μετέδιδαν τις παραδοσιακές αξίες-πληροφορίες ελεεινολογούμε τώρα αμήχανοι την αποξένωσή μας από το παρελθόν.

Έγινε μεγάλη καταστροφή  των τεκμηρίων του παρελθόντος της Βέροιας. Μια καταστροφή που η αρχή  νομίζω έγινε προς το τέλος του 4ο μΧ αιώνα από εκείνους τους φανατικούς χριστιανούς του Μάτερνου Κυνήγιου, αξιωματούχου του  αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α΄, που έδωσε εντολή να καταστραφεί η αρχαία υποδομή της πόλης («ειδωλολατρικοί» ναοί, δημόσια κτήρια, θέατρα, παλαίστρες, γυμνάσια, μνημεία κλπ), σαν ανόσια, μέχρι την οθωμανοκρατία που μετέτρεψε πολλούς χριστιανικούς ναούς σε τζαμιά και έλιωσε τα μάρμαρα της αρχαιότητας στις ασβεστοκάμινους  και τέλος μέχρι την εποχή του εργολαβισμού και της τσιμεντολατρείας, ιδιαίτερα μετά το β΄π.π., όπου ολόκληρες νησίδες της παλαιάς πόλης θάφτηκαν στα θεμέλια των πολυκατοικιών.

Ήταν και αυτοί οι «εκσυγχρονιστές» της δεκαετίας του 1960 που θριαμβολογούσαν αστόχαστα για τον «άνεμο αναδημιουργίας» που έφερναν οι πολυκατοικίες,  επειδή αυτές κατέστρεφαν την παλαιά «τουρκική», όπως την χαρακτήριζαν, πόλη. Αυτή, όμως, η πόλη ήταν  ταυτοτική,  ελληνική και κυρίως αντιστασιακή γιατί το μεγαλύτερο μέρος της κτίστηκε σε αντιπαλότητα με την οθωμανική εξουσία.

Φωτογραφία faretra.info: Η Παλαιά Μητρόπολη την ημέρα των εγκαινίων. Ιούνιος του 2016.

Και αντί οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις να διαμορφώσουν μια ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη για ανοικοδόμηση μέσω της αντιπαροχής και στην ανάγκη να προστατευτεί  και να αναδειχθεί η ιστορική κληρονομιά, κατέληξαν στην υποταγή της δεύτερης ανάγκης στην πρώτη, δηλαδή, την υποταγή της ‘’αρχαιολογίας’’ στους ‘’εργολάβους’’. Επιβλήθηκε η λογική της «σωστικής ανασκαφής», που σήμαινε μετακίνηση των κινητών αρχαιοτήτων και θάψιμο, μετά από γρήγορη αποτύπωση των σταθερών. Τις περισσότερες φορές, όμως, ούτε αυτά προλάβαιναν να κάνουν.

Στη μεταπολίτευση ήρθε κάπως  η ‘’εκδίκηση’’ της Αρχαιολογίας. Τότε επιτράπηκε σκόπιμα, μέσα από την ασάφεια των ρόλων και των κανόνων γύρω από  τα παλαιά κτίσματα,  κάποιου είδους αυθαιρεσία των αρχαιολογικών υπηρεσιών και κατά συνέπεια η αντιπάθεια του κόσμου απέναντί τους. Συντηρήθηκε από τους αρχαιολόγους ενίοτε μια βαυαρική αντικοινωνική λογική, που έβλεπε το χώρο μόνο υπό το πρίσμα των αρχαίων αντικειμένων και τους κατοίκους  σαν «παράσιτα» που περιφέρονται ανάμεσα τους. Και, τελικά, ανάμεσα στο μεταπολεμικό εργολαβισμό, που ήθελε τους αρχαιολογικούς χώρους να γίνονται τσιμέντο και τη μεταπολιτευτική αρχαιολογίστικη μονομέρεια, δεν κατορθώθηκε  στην Ελλάδα να γίνει μια γόνιμη σύνθεση ανάμεσα στην ανάγκη προστασίας των πολιτιστικών  κληρονομιών της και τις οικιστικές ανάγκες  των κατοίκων της.

Από το εσωτερικό της Παλαιάς Μητρόπολης κατά τη διάρκεια της αναπαλαίωσης

Και τώρα έχουμε ένα ακόμη αίτημα κατεδάφισης κτηρίων της τοπικής παράδοσης που φοβάμαι ότι υποθάλπει το πνεύμα της πολεοκτονίας. Στο όνομα της ανάδειξης του σπουδαιότερου θρησκευτικού μνημείου της πόλης επιχειρείται  η κατεδάφιση  κάποιων τεκμηρίων της ιστορίας, όπως είναι τα «κοσμικά» προσκτίσματα του 19ο αιώνα στον βορειοδυτικό τοίχο της Παλαιάς Μητρόπολης (11ος αι.). Αυτά τα κτίσματα έγιναν από Έλληνες και σαν αποτέλεσμα ανυπακοής στην  οθωμανική εξουσία που είχε μετατρέψει από τον 15ο αιώνα το χριστιανικό ναό σε τζαμί.

Αν θεωρήσουμε ότι η αναπαλαίωση αυτών των κτισμάτων έγινε από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες, με βάση την εικόνα τους σε παλαιότερη περίοδο από αυτήν των πρόσφατων δεκαετιών κατά τις οποίες είχε εκφυλιστεί η  μορφή τους, τότε πράγματι έχουμε μια εντυπωσιακή αισθητικά αναπαλαίωση,  που κάθε άλλο προσβάλλει και υποβαθμίζει το μεγάλο θρησκευτικό μνημείο ή μειώνουν τη μεγαλοπρέπειά του. Απεναντίας την επεκτείνουν και την αναδεικνύουν. Πρόκειται για αντιπροσωπευτικά κτίσματα της μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής. Γι’ αυτό και αν ακόμη θα έπρεπε να κατεδαφιστούν για τις «παράνομες» διαδικασίες αναπαλαίωσής τους στη συνέχεια, όμως,  θα έπρεπε να επανακατασκευαστούν με νόμιμες.

Φωτογραφία faretra.info: Λεπτομέρεια αγιογραφίας στο εσωτερικό του ναού. Ιούνιος του 2016. 

Και είναι μια παραδοχή της σύγχρονης διεθνούς αρχαιολογίας που με κάνει να πιστεύω ότι η αρχαιολόγοι σε αυτήν την περίπτωση έχουν δίκαιο. Ότι από τη στιγμή που ένα αρχαίο αντικείμενο, κτίσμα ή μνημείο αντιμετωπίζεται  ξεκομμένο από το φυσικό, ιστορικό και ανθρωπολογικό περιβάλλον του τότε αυτό χάνει την ιδιότητα του ιστορικού τεκμηρίου και περιβάλλεται μόνο με μια δευτερογενή ιδιότητα, αυτής του αντικειμένου τέχνης ή διακόσμησης. Ακόμη και μια φαινομενικά ασήμαντη αρχαιότητα, ένα κτέρισμα ή κτίσμα, έχει μεγάλη αξία στο βαθμό που βοηθάει στην αποκάλυψη ιστορικών αληθειών.

Η εμμονή στο γκρέμισμα των προσκτισμάτων ικανοποιεί μια μονοδιάστατη αντίληψη, αυτή που θαυμάζει την Παλαιά Μητρόπολη σαν αντικείμενο τέχνης, σαν μπιμπελό. Η αξία της νομίζω θα ήταν σημαντικότερη  αν την έβλεπε κανείς σε ένα ευρύτερο ιστορικό αστικό περιβάλλον με το οποίο συναρθρώθηκε στο διάβα των αιώνων. Τα λίγα εναπομείναντα υπολείμματα αυτού του  περιβάλλοντος είναι χρήσιμα για τους ερευνητές και τους επισκέπτες. επειδή τους δύνεται η δυνατότητα να κατανοήσουν προηγούμενες φάσεις του μνημείου.

Διαφεύγει επίσης σ’ αυτούς που θέλουν να γκρεμίσουν τα προσκτίσματα ότι αυτά λειτουργούν, επιπλέον, αυτόνομα από τον ίδιο το Ναό, αφού είναι τα τελευταία υπολείμματα της πιο παλαιάς οδού της πόλης: της Κεντρικής. Ακόμη ότι  αποτελούν την κατάληξη  και  σύνδεση με την πιο παραδοσιακή υπάρχουσα οδό της πόλης, αυτήν της εγκαταλελειμμένης Λέοντος Σοφού, στην αποκατάσταση της οποίας  ίσως θα έπρεπε να διοχετεύσουμε τις ενέργειές μας, αφού είναι  αυτή μαζί με την οδό Γουδίου, εκτός των άλλων, διευρύνουν-συμπληρώνουν το παραδοσιακό αστικό σκηνικό της Παλαιάς Μητρόπολης.

Συμπερασματικά, τα προσκτίσματα αποκαλύπτουν μια πτυχή της ιστορίας της παλαιότερης εκκλησίας της πόλης. Όπως και το σύμβολο της κατάκτησής της Βέροιας, ο μιναρές, που προσκολλήθηκε παρασιτικά στο βορειοδυτικό τείχος της Παλαιάς Μητρόπολης, έρχεται να διηγηθεί πως ένας  ανώτερος πολιτισμός, ο βυζαντινός,  υποδουλώθηκε από έναν υποδεέστερο, τον οθωμανικό, έτσι και τα ελληνικά κτίσματα που προσκολλήθηκαν πάνω στους τοίχους της Παλαιάς Μητρόπολης διηγούνται μια μορφή αντίδρασης των Βεροιαίων στην υποδούλωση και τη μετατροπή της εκκλησίας τους σε τζαμί.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ