Επιστήμη Ιστορία Πολιτισμός

Λιβάδι Ολύμπου – Επιστημονική Ημερίδα “Λιβάδι & χρόνος αέναη παρουσία” / εισήγηση Γιώργη Έξαρχου

Στην εκδήλωση για το ετήσιο μνημόσυνο στην μνήμη του ήρωα αγωνιστή και πρωτοστατούντος στην έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Βλαχολιβαδιώτη Γεωργάκη Ολυμπίου, που έλαβε χώρα στο Λιβάδι ή Βλαχολίβαδο Ολύμπου, που διοργανώθηκε στις 21 Σεπτέμβρη στην ομώνυμη πολίχνη, και παρουσία κρατικών και τοπικών αρχών (βουλευτές κομμάτων περιφερειάρχης Θεσσαλίας, δήμαρχοι, στρατιωτικές και θρησκευτικές αρχές κ.λπ.) , συμμετείχε πάνδημη η  κοινωνία των πολιτών του Λιβαδίου και πλήθος επισκεπτών – προσκυνητών για να τιμήσει την μνήμης και την θυσία του ήρωα και αγωνιστή. –
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, γεννημένος στο Λιβάδι Ολύμπου, ανατινάχτηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1821, στην Μονή του Σέκου στην Μολδοβλαχία, κατά την Επανάσταση των Ελλήνων υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη.
Μετά την δοξολογία, ακολούθησε ημερίδα στην “Αίθουσα Ζάννα” με τρεις ενδιαφέρουσες εισηγήσεις από τους καθηγητές Κ. Χρήστου, Π. Νοτόπουλο, Γ. Έξαρχο, με ενδιαφέροντα θέματα ενώπιον του κοινού που είχε κατακλύσει την συγκεκριμένη αίθουσα.
Προηγήθηκε η προβολή ενός 5λέπτου βίντεο με τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του ήρωα το 1965.
Στην συνέχεια υπήρξε μία εμπεριστατωμένη αναφορά στον βίο και την πολιτεία του Ήρωα από τον Γιώργο Συνεφάκη και ακολούθησαν οι εξαιρετικές εισηγήσεις
Το κοινό που γέμισε ασφυκτικά το θέατρο του Ζαννείου Μορφωτικού Κέντρου, έμεινε ενθουσιασμένο και το απέδειξε με τις θετικότατες αντιδράσεις του στο τέλος της εκδήλωσης.
Η οργανωτική επιτροπή, θεωρεί ότι φύτεψε έναν σπόρο, ώστε να μην είναι αυτή η θαυμάσια επιστημονική ημερίδα μία εφάπαξ εκδήλωση, αλλά να καταστεί ένας μόνιμος ετήσιος θεσμός, που θα εμπλουτίζει τις τιμές στην μνήμη του Ήρωα με στοιχεία της πολυδιάστατης προσωπικότητάς του, σε ιστορικό και κοινωνικό επίπεδο.
Γ. Έξαρχος – Κ. Χρήστου – Π. Νοτόπουλος,
Η Εισήγηση του Καθηγητή και συνεργάτη της Φαρέτρας Γ. Έξαρχου, η οποία έγινε αντικείμενο συζητήσεων μετά το πέρας της ημερίδας, δίνεται στην συνέχεια από την Φαρέτρα.

ΛΙΒΑΔΙ ΟΛΥΜΠΟΥ:

Άγνωστες πτυχές του βίου του

(21 Σεπτέμβρη 2025)

Του Δρ Γιώργη Έξαρχου

(Συγγραφέα – Ερευνητή)

     Κυρίες και κύριοι.

     Να μου επιτραπεί να συγχαρώ τους διοργανωτές της παρούσας εκδήλωσης, για τα εξόχως ενδιαφέροντα θέματα που επέλεξαν να  παρουσιάσουν με εισηγήσεις τους εκλεκτοί ομιλητές – διάκονοι των επιστημών και της παιδείας, Συνάμα, να τους ευχαριστήσω για την δική μου πρόσκληση, ώστε να παρευρίσκομαι ανάμεσά τους.

     Το θέμα της εισήγησής μου είναι: «Λιβάδι Ολύμπου: Άγνωστες πτυχές του βίου του…» Θα παρουσιάσω τρεις εν συνόλω άγνωστες «πτυχές»: Η πρώτη: αφορά σε κείμενο και ιστορική θέση του πάπα Πίου Β’ (1405-1464), για τους Βλάχους του Ολύμπου και τα γεωγραφικά τους όρια. Η δεύτερη αφορά στην προσωπικότητα και στο έργο ενός ιερωμένου, λόγιου και τυπογράφου, του Μητροφάνη Γρηγορά (17ος – 18ος αι.). Η τρίτη αφορά στην προσωπικότητα και στο έργο του Γεώργιου Ασάκη (1788-1869), γιατρού, πεζογράφου, ποιητή, θεατρικού συγγραφέα κ.λπ., με προγονική ρίζα στο «Βλαχο-Λίβαδο», ο οποίος έζησε και έδρασε στην Μολδαβία.

     Πριν παρουσιάσω-αποκαλύψω αυτές τις τρεις «άγνωστες πτυχές», που σχετίζονται άμεσα τόσο με τον χώρο όσο και με πρόσωπα του Λιβαδιού Ολύμπου –της πάλαι ποτέ Ομηρικής Δωδώνης– θέλω να πω λίγα λόγια για δύο όρους, Βλάχοι κι Αρμάνοι, που σχετίζονται με το πληθυσμό αυτής της πολίχνης, στον οποίο οφείλεται η ονομασία «Βλαχο-Λίβαδο», με δεδομένο ότι η λ. λιβάδι είναι αρχαιοελληνική:

     «λιβάδιον, το, (λιβάς) ύδωρ, πότιμα λ. (Πλούτ. 2, 913C` μικρός ρύαξ, λ. ύδατος Στράβ, 389. – Κατά τον Ηρωδιανό (Επιμέρ. 77) “λιβάδιον` μικρός σταλαγμός”.   ΙΙ. Εν τη κοινή διαλέκτω, τόπος ένυδρος, λειμών, «λιβάδι»», Θωμ. Μάγιστρ. 223. 15, Ευστ.   ΙΙΙ. Όνομα βοτάνης, κενταύριον μικρόν, centaureum parvum, Πλίν. N. H. 25. 31.»

     «λιβάς, -άδος, η (-ΛΙΒ, λείβω, πρβλ. λιψ)` -παν ό,τι καταπίπτει ή στάζει, ιδίως πηγή, ρύαξ, Σοφ. Φιλ. 1215, Ευρ. Ανδρ. 116, 534` πεβλ. Νυμφαίος, στάσιμον ύδωρ, Βάβρ. 24.6` – εν τω πληθ., ρυάκια, λιβάσιν υδεηλαίς … πηγής Αισχύλ. Περσ. 613` δακρύων λιβάδες, ρύακες σακρύων, Ευρ. Ι. Τ. 1106` γάλακτος Απολλ. Ρόδ. Δ. 1735` – το όνομα λιβάδες εδίδετο εις λιμνάζοντα ύδατα συναγόμενα εκ βροχής, υπόνομοι λ. Στράβ. 379, πρβλ. Γεωπ. 2, 6, 14` τοιαύτη δε ελώδης γη εκαλείτο γη λιβάζουσα Πολυδ. Α’, 238.» (Henry G, Liddell – Robert Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Εκδ. Ι. Σιδέρης, τόμος ΙΙΙ, σ. 40)

     Η λ. Βλάχος είναι αρχαιοτάτη και υπάρχει στον προχριστιανικό ελλη-νικό κόσμο. Δίνω εδάφιο της Παλαιάς Διαθήκης που μεταφράστηκε από 72 Ιουδαίους λόγιους της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου περί το 280 π.Χ., αλλά αργότερα και χάριν συντομίας καθιερώθηκε ο αριθμός 70, οπότε έτσι προ-έκυψε η ονομασία Μετάφραση των Εβδομήκοντα, που ολοκληρώθηκε μέσα στον 3ο αιώνα π.Χ. κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πτολεμαίου Β’ του Φιλαδέλφου (309-245 π.Χ, βασ. 183-245 π.Χ.): «Βαλάχ βασιλεύς Σηγώρ [Balac rex Segor]» Οι περισσότερες εκδόσεις αναφέρουν το όνομα αυτό ως «Βαλάκ» (Γένεσις XIV, 8).

     Με το όνομα Βαλάκ υπάρχουν: 1) Βασιλιάς των Εδωμιτών στην πόλη Δενναβά, γιος του Βεώρ. (Γεν. λστ 32, 33, Α΄ Παραλ. α 43, 44, Ιώβ μβ 17δ). 2) Υιός του Σεπφώρ, βασιλιάς των Μωαβιτών. (Αριθ. κβ 2, 4. Τούτος ζήτησε να πληροφορηθεί από τον ψευδοπροφήτη Βαλαάμ για τον λαό που εξήλθε από την Αίγυπτο, στίχ. 5, 6, Ι. Ναυή κδ 9, Μιχ. στ 5, Αποκ. β 14). 3) Η Σηγώρ. Η μόνη που σώθηκε από την χώρα των Σοδομιτών, και φύεται σε αυτήν το βάλσαμο και ο φοίνικας, δείγμα της παλαιάς ευφορίας των τόπων. (Γεν. ιδ 2). Ο βασιλιάς αυτής έκανε πόλεμο προς τους Φοδολλογομόρ, Θαργάλ, Αμαρφάλ, Αριώχ, στίχ. 8, 9, της φυλής Μανασσή, η οποία δεν μπόρεσε να διώξει τους κατοίκους αυτής. Κρ. α 27. (Βλ. Αναστασίου Π. Τίγκα, Η Ονοματολογία της Αγίας Γραφής, Αθήναι 1970, σ. 75).

     Ο όρος Βαλάχ ή Βαλάκ στα εβραϊκά σημαίνει «αυτός που ενεργεί λεηλασίες». Οπότε, αυτά που γράφει ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης (12ος μ.Χ. αι.), για τους Βλάχους της Θεσσαλίας και την Φθιωτική Βλαχία (που επισκέφθηκε το 1160 μ.Χ.), προκύπτουν με βάση την εβραϊκή ερμηνεία της λ. Βαλάχ/Βαλάκ και όχι απαραίτητα με βάση αυτό που μπορεί να ήταν οι Βαλάχοι/Βλάχοι της Θεσσαλίας τότε.

     Γράφει ο Εβραίος περιηγητής Βενιαμίν:

     «Εδώ βρίσκονται [στο Sinon Potamo ή Ζητούνι] τα σύνορα της Βλαχίας, που οι κάτοικοί ονομάζονται Βλάχοι. Είναι αλαφροί και γρήγοροι σα ζαρκάδια και κατεβαίνουν απ’τα βουνά στους ελληνικούς κάμπους για ληστεία και αρπαγές. Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει πόλεμο μαζί τους, ούτε μπορεί να τους υποτάξει γιατί τα καταφύγιά τους είναι απρόσιτα και αυτοί μονάχα γνωρίζουν τους δρόμους. Δεν είναι Χριστιανοί, ούτε Εβραίοι. Τα ονόματά τους είναι εβραϊκά. Μερικοί μάλιστα αποκαλούν τους Εβραίους αδελφούς. Όταν συναντήσουν Ιστραηλίτη, τον ληστεύουν αλλά δεν τον σκοτώνουν, όπως κάνουν με τους Γραικούς».

     «Ο Βαλαάμ έζησε το 15ο αιώνα π.Χ. στην Κοιλάδα του άνω Ευφράτη. Μισθώθηκε από τον Βαλάκ, τον βασιλιά του Μωάβ, ο οποίος ήθελε να τον χρησιμοποιήσει για να εκφέρει κατάρες στο έθνος του Ισραήλ …»

     Τούτο σημαίνει ότι η λ. Βαλάχ/Βαλάκ –η σημερινή λ. Βλάχος– είναι γνωστή ήδη από τον 15ο π.Χ. αιώνα!

     Οι Έλληνες γνωρίζουν την λ. Βλάχος, τουλάχιστον από το 280 π.Χ. όταν οι 72 μετέφρασαν στην Αλεξάνδρεια την Βίβλο ή Παλαιά Διαθήκη.

     Η λ. Βλάχος εμφανίζεται ως πρώτο συνθετικό στο τοπωνύμιο Βλαχέρ-νας της Βυζαντίδος κι ως τοπωνύμιο πρώτη φορά αναφέρεται από τον Διονύσιο Βυζάντιο (2ος μ.Χ. αι. / 100-200 μ.Χ.), ο οποίος γράφει:

     «ΧΧΙΙΙ. Ένθεν η καλουμένη Σαπρά θάλασσα, πέραν μεν του παντός κόλπου (κείται γαρ εν τω πυθμένι του Κέρατος), αρχή δε των καταδιδόντων εις αυτήν ποταμών. Ωνόμασται δε, ουκ οίδα είτε κατά την εκείνων γειτνίασιν (επειγόμενοι γσρ διαφθείρουσι της θαλάσσης το αυθιγενές), είτε και προς το ακίνητον και απαθές υπό πνευμάτων· δύναιτο δ’ αν μάλλον υπό της προχώσεως των ποταμών, οι συνεχή και μαλθακήν καταφέροντες ιλύν, ελαφράν και τεναγώδη παρέχονται την θάλασσαν. Θήρα δε κανταυθα των ιχθύων. Και το μεν πρώτον των χωρίων Πολυρρήτιον, από ανδρός Πολυρρήτου. Το δε μετά τούτο Βαθεία Σκοπιά, προς το βάθος της θαλάσσης. Τρίτον Βλαχέρνας, όνομα βαρβαρικόν αφ’ενός των ταύτης βασιλέων. Και το τελευταίον Υπαλώδες, από του τελματώδη και πηλώ προσεοικυίαν υφιζά-νειν αυτώ την των ποταμών παραχώρησιν· ου γαρ στεριφός ουδέ υπόψαμμος ο βυθός όθεν ουδέ ναυσίν ότι μη βραχείαις περατός υπό πλήθους της καταδιδούσης ιλύος. Το δε ένθεν, μετέωρος και τεναγώδης ανάχυσις άχρις επί τας εκβολάς των ποταμών, οι δίχα μεν αλλήλων φέροντας, συμβάλλουσι δε επί ταις προχοαίς, ως δι’ ενός στόματος εκπίπτοντες. Διά μέσου δε, έλη τε εύβοτα και λειμώνες, αφθόνους αναδιδόντες νομάς βοσκημάτων. Τούτους ο θεός σκύλακας ηνίξατο, τους υπέρ της αποικίας χρωμένους προτρέπων. Λέγει δε ούτως·

Όλβιος οι κείνην ιερήν πόλινοικήσουσιν,

Ακτήν Θρηικίην τ’ ένυγρου παρά τε στόμα Πόντου

Ένθα δύο σκύλακες πολιήν μάρπτουσι θάλασσαν,

Ένθ’ ιχθύς έλαφος τε νομόν βόσκονται αν’ αυτόν.

     Είρηται δε ταύτα απ’ του συμβεβηκότος·οι τε γαρ έλαφος, κατιόντες εκ της ύλης ώρα χειμερίω, σιτούνται τον ελείτην κάλαμον· ιχθύων τε όσοι επίμικτον θαλάσση και ποταμοίς υποφωλεύει τη του Κέρατος ησυχία, νωθρόν άμα και αργόν επ’ ευτροφίας λιχνεύει την κατά βυθού ρίζαν.» (Διονυσίου Βυζαντίου, Ανάπλους Βοσπόρου. – Dionysii Byzantii, De Bospori Navigatione, Quae Supersunt … Carolus Wescher, Parisiis, MDCCCLXXIV [1874], p. 10-11).

     Άρα, η ονομασία Βλαχέρνας σημαίνει όνομα βασιλιά! Όμως, η λ. Βλαχέρνας έχει ως πρώτο συνθετικό τη λ. Βλάχος και δεύτερο συνθετικό την αρχαιοελληνική λ. ερνός ή έρνος = βλαστός, βλαστάρι, (μτφ.) τέκνο, οπότε η λ. Βλαχέρνας προέκυψε από τον Βλαχερνόν = Βλάχος + ερνός = το του Βλάχου τέκνον.

     Ο Κλήμης Αλεξανδρείας (150-211 ή 216 μ.Χ.) γράφει εκτενώς για τον «Βαλάχ βασιλεύς Σηγώρ», και παρόμοια γράφει και ο Θεόφιλος Αντιο-χείας (;-182/183 μ.Χ.) «Βαλάχ βασιλεύς Σηγώρ», στην δική του ανάλυση και ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης.

     Έτσι φτάνουμε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, στην Νίκαια της Βιθυ-νίας, το 325 μ.Χ., με προεδρία του αυτοκράτορα (Μεγάλου) Κωνσταντίνου Α΄ (272-337 μ.Χ.), και «πνευματική κυριαρχία» του (Μεγάλου) Αθανασίου (298-373 μ.Χ.) Παίρνουν μέρος με συμμετοχή 318 «θεοφόροι πατέρες»-σύνεδροι, και βάσει των δημοσιευθέντων πρακτικών συναντάμε ανάμεσα στους 318, σε διάφορους Πίνακες, να αναγράφονται τα εξής ονόματα επισκόπων: «139. Φλάκκος Σαναού, 145. Φλάκκος Ιεραπόλεως, Δάκος Μακεδονίας», «13. Βάλλαχος Πέλης Συρίας», «227. Βάλλαος Θαλσέας, 234. Βάλλαχος Πέλης», «Flaccus Sanai/Flaccus Sanao», «Flaccus Sanai/ Flaccus Sanao, Flaccus Hierapolitanus/Flaccus Hierapoli», «Dacus Macedoniae/Daccus Machedoniae», «65. Φλάκος Ιεραπόλεως Φρυγίας, 71. Βάλλαχος Πέλης», «Flaccus Sanaon, Flaccus Hieraspoleos», «Dacus Macedoniae».

     Τότε, γιατί τα «ιερά τέρατα» των «ιερατείων της γνώσης» όλο και μηρυ-κάζουν «δικτατορικώ τω τρόπω» το «κυρίαρχο δόγμα» ότι: «Ως πρώτη γραπτή μαρτυρία της Βλάχικης γλώσσας εκλαμβάνεται αυτή των Βυζαντινών χρονογράφων Θεοφάνη και Θεοφύλακτου (579 μ.Χ.), ενώ η λέξη Βλάχος αναφέρεται για πρώτη φορά το 976 μ.Χ. από τον Κεδρηνό, ο οποίος μιλά για Βλάχους οδίτες στην περιοχή Καστοριάς – Πρέσπας

     Εύκολα γίνεται κατανοητό τι σημαίνει «πνευματική δικτατορία», και πώς ή με ποιο τρόπο παγιδεύουν την ιστορική αλήθεια οι ποικίλοι περι-σπούδαστοι οκνηροί, όταν η φράση «τόρνα τόρνα φράτρε», των βυζαντινών στρατευμάτων του Κομεντίολου κατά των Αβάρων, στην Θράκη (579-582 μ.Χ.), όπως ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (580-630) την καταγράφει και την αναφέρει «τη πατρώα φωνή … τόρνα, τόρνα, φράτρε», με τωρινή ερμηνεία: γέρνει-γέρνει αδελφέ ή γύρνα-γύρνα αδελφέ, δηλαδή γύρνα-επέστρεφε από την μάχη, θεωρείται ως η πρώτη καταγραφή της βλάχικης γλώσσας και κατά τους Ρουμάνους η πρώτη καταγραφή της ρουμάνικης γλώσσας!

     Κατά τον Αλεξανδρινό γραμματικό Αίλιο Ηρωδιανό (180-250 μ.Χ.), η λ. ΒΛΑΧΟΣ προέκυψε από την ελληνική λ. ΔΡΑΚΟΣ, με τις γνωστές τροπές στην αιολική διάλεκτο (που ισχύουν ως και σήμερα στην ελληνοαρμάνικη-γραικοβλάχικη γλώσσα): Δ à Β, Ρ à Λ, Κ à Χ, ήτοι Δράκος à Βράκος à Βλάκος à Βλάχος, γι’ αυτό και πολλοί «βυζαντινοί» συγγραφείς αποκαλούν τους Βλάχους και ως Βράκους, και ως Βλάκους, όπως η ιστορικός και λογία, κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού (1048/1056-1118, βασιλ. 1081-1118), Άννα Κομνηνή (1083-1153), ο ποιητής Μανουήλ Φιλής (1275-1345), ο ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1430-1490).

     Τα κυρίαρχα περί του ονόματος των Βλάχων ότι οφείλεται στους Ουόλκους, τους Γερμανούς και τους Σλάβους, με τις πιο απίθανες κι ευφάνταστες εικασίες, αποτελούν αναπόδεικτους ισχυρισμούς που έχουν αναχθεί σε δογματικές αναληθείς παραδοχές, αφού το υλικό των πρωτογενών πηγών διαψεύδει αυτές τις δοξασίες πανηγυρικά.

     Η λ. Αρμάν είναι αρχαιοτάτη φρυγική λέξη, υπάρχει στον προχριστια-νικό ελληνικό κόσμο, σημαίνει «πόλεμος»: «ΑΡΜΑΝ (Αρμάν) σημαίνει τον πόλεμον τη των Φρύγων διαλέκτω, ως φησί Παλαμήδης ιστορικός [του 5ου π.Χ. αι.] ο την κωμικήν λέξιν συναγαγών· Μεθόδιος, ή τον ιππόθορον, ην άδουσι Φρύγες εποχούμενοι ίπποις» (Pavli Ernesti Iablonskii Opvscvla, Tomus Tritvs, Edidit Atqve Animadversiones Adiecit Iona Gvilielmvs Te Water, Lvgdvni Batavorvm, Apud A. et I. Honkoop, MDCCCIX [1809], σ. 76). –  Σημαίνει Αρειμάνιος! Γι’ αυτό και ονόμασαν την Ελλάδα Αρμανία. Διότι υπήρχαν Αρμάνοι/Arimanni: κατ’ εξοχήν πολεμιστές! Ό,τι πράγματι ιστορικά ήταν οι Αρμάνοι.

     Ο μεγάλος Άραβας γεωγράφος, περιηγητής και ιστορικός Al-Mas’udi (896-956 μ.Χ.), σε σπουδαίο έργο έχει γράψει (σε γαλλική μετάφρασή): «Les Grecs, ajoute-t-il, nomment leur pays Armania, et ils donnent aux contrees de la Syrie et de l’Irak qu’habitent aujourd’hui les Muslmans, le nom de Souria [Syrie].» – «Οι Γραικοί, λέει [ο Al-Mas’udi], αποκαλούν τη χώρα τους Αρμανία, και έχουν δώσει στις περιοχές της Συρίας και του Ιράκ που κατοικούνται σήμερα από Μουσουλμάνους, το όνομα Σουρία (Συρία).»  

     Η λ. Αρμάν εξελίχθηκε σε: Arimanni à Armanni à Armάnjι ή Αρμấνjι à Αρμάνοι. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει τους Αρειμάνιους στην Αλεξιάδα. – Άρα, αυτό που γράφεται και διακηρύσσεται τάχα με επιστημοσύνη ότι ο όρος Αρωμούνοι ή Αρομούνοι, «προήλθε από τον γερμανικό όρο Aromunen που εισήγαγε ο μελετητής των Βλάχων Γκούσταβ Βάϊγκαντ [Gustav Weigand: 1860-1930] κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα [1895] και καθιερώθηκε στην ελληνική του μορφή από τον Αχιλλέα Λαζάρου», είναι ένας πομφόλυγας που έχει επιβληθεί, και αρχαιότατες ιστορικές μαρτυρίες από αυθεντικές πρωτογενείς πηγές διαψεύδουν πανηγυρικά αυτούς, αλλά και άλλους ανυπόστατους και αναμφίβολα αντεπιστημονικούς ισχυρισμούς.

     Οι Ελληνικοί (μη Γραικικοί) πληθυσμοί, που οι άλλοι ονομάζουν «Βλάχοι/Βλάχους», αυτοαποκαλούνται Αρμάνοι, και δεν γνωρίζουν τους όρους Αρωμούνοι/Αρομούνοι που, «τεχνηέντως», επαγγελματίες βλαχολογούντες και βλαχολόγοι ή και αδαείς, θέλουν να επιβάλουν, με επίκληση ψευδών ισχυρισμών κι εξυπηρετώντας εκόντες άκοντες, τα ποικίλα προπαγανδιστικά φληναφήματα. Οι Αρμάνοι δεν είναι ούτε Αρωμάνοι ούτε Αρωμούνοι…

     Κάτι ακόμα: τον όρο «Αρωμούνοι», πρώτος χρησιμοποίησε –20 έτη πριν τον Gustav Weigand– ο Ρουμάνος ιστορικός συγγραφέας Georgiu Radu Melidon (1831-1897), στο έργο: Istoria naționala pentru poporu sau Némul, sapa, arma, casa și mintea Românilor prin tóte timpurile și locurile, de Georgiu Radu Melidon, Bucuresci 1876, ο οποίος στις σελίδες 209-210 γράφει:

     «Românii de peste Dunăre se numesc pe sine Aromani dupe cum în cânteculu de mai sus ei dicu aurit în loc de urât. Numirea de Aroman însă denotă ca și uație o latinitate mai antică și mai pură, căci se scie că Roma din vechime, adică pe când era încă numai un sat, purta numirea de Arom adică miros, ca închinată Florilor mirositore ale câmpurilor, și numai dupe ce se făcu cetate mare de reședință, fu închinată voiniciei lui Ercules, sub numele de Roma, care înseamneză putere.» – «Οι Ρουμάνοι πέρα ​​από τον Δούναβη αυτοαποκαλούνται Αρομάνοι, όπως στο παραπάνω τραγούδι λένε χρυσός αντί για άσχημος. Το όνομα Αρομάνος, ωστόσο, υποδηλώνει ως ρήση μια αρχαιότερη και καθαρότερη λατινική γλώσσα, καθώς είναι γνωστό ότι η Ρώμη στην αρχαιότητα, δηλαδή όταν ήταν ακόμα μόνο ένα χωριό, έφερε το όνομα Arom, που σημαίνει άρωμα, καθώς ήταν αφιερωμένη στα ευωδιαστά λουλούδια των αγρών, και μόνο αφού έγινε μια μεγάλη πόλη κατοικίας, αφιερώθηκε στη δύναμη του Ηρακλή, με το όνομα Ρώμη, που σημαίνει δύναμη.»

     Να πάψει πια ο μηρυκασμός για το Αρωμούνοι του Βάϊγκαντ!…

     Οπότε: όσα εν Ελλάδι γράφονται για την λ. Αρμάνος ή Αρωμάνος αποτελούν «δογματικές ιδεοληψίες». Το ίδιο και όσα ισχυρίζονται οι Ρουμάνοι πως Αromân = Român (Βλάχος = Ρουμάνος), γι’ αυτό όλα τα κείμενα που έχουν τη λ. βλάχος, στην Ρουμανία τα εμφανίζουν μεταφρασμένα ως ρουμάνος, (ακόμα και το βλάχος των δημοτικών μας τραγουδιών!), και σε αυτό το άθλιο παιγνίδι πρωταγωνιστούν οι της Ρουμάνικης Ακαδημίας, με αφελείς αναπαραγωγές σε εκδόσεις τους. Όλα αυτά αποτελούν απλά «εμμονή σε ανοησίες».

     Η αλήθεια διαψεύδει όσους κάνουν έωλες λαθροχειρίες στον όρο εν. Αρμάν, πλ. Αρμάνοι, όρο φρυγικό εν Ελλάδι, καταγεγραμμένο από τον 5ο π.Χ. αι., όρο αυτοπροσδιορισμού των Ελληνο-Αρμάνων, ετεροπροσδιορισμένων ως Βλάχοι, Κουτσόβλαχοι, Τσιντσάροι κ.ά. όμοια ή συναφή προσωνύμια.

     Μετά από αυτές τις αναγκαίες διευκρινίσεις, περνώ στο θέμα μου:

     ΠΤΥΧΗ ΠΡΩΤΗ: Ολύμπιοι Βλάχοι – Γέτες – Επικράτειά τους

     ΠΑΠΑΣ ΠΙΟΣ Β΄ (1405-1464): Rerum Italicarum Scriptores, Raccolta degli Storici Italiani dal cinquecento al millecinquecento ordinate da L.A. Muratori, Nuova Edizione Riveduta Ampliata e Corretta con la Direzione di Giosue Carducci – Vittorio Fiorini – Pietro Fedele, Tomo XXIII – Parte V (Leodrisii Cribelli de Expeditione Pii Papae II), Bologna – Nicola Zanichelli – Leodrisii Cribelli, De Expeditione Pii Papae II, Adversus Turcos, A Cura di Giulio C. Zimolo, Bologna – Nicola Zanichelli, 1900.

     «At tertio qui insecutus est anno quam maximo potest nixu insugurit, motisque sub initium maii mensis per Macedonian castris, in cuibus super trecenta hominum millia fuisse perhibentur, Hungarian versus iter facit, in Italiam inde, si prima prospere cessissent, transiturus. Paraverat interea in Hristo classem triremium undecim, lemborum vero agiliumque remigiorum· numero ingentem viris, armis missilibusque egregie instructtam, eamque per copiarum ducem remulco contra fluminis impetum in superior deductam per ostium Bosnae fluvii, qui ab Olimpo monte decurrens Wlachos receni vocabulo, antea Getas, Romanos hactenus colonos, Macedonasque illis conterminam gentem ab oriente, Hunnos vero ab occidente discriminate, oppido Chille adegerat.» (Ό.π., σ. 66-67).

     «Αλλά τον τρίτο χρόνο, που ακολούθησε, την εξασφάλισε με τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια και, κινούμενος προς τις αρχές Μαΐου μέσω του Μακεδονικού στρατοπέδου, στο οποίο λέγεται ότι υπήρχαν πάνω από τριακόσιες χιλιάδες άνδρες, κατευθύνθηκε προς την Ουγγαρία, σκοπεύοντας να περάσει από εκεί στην Ιταλία, αν η πρώτη είχε αποτύχει. Εν τω μεταξύ, είχε ετοιμάσει έναν στόλο από έντεκα τριήρεις στο Χρίστο, και έναν μεγάλο αριθμό από λέμβους κι ευκίνητους κωπηλάτες, άριστα εξοπλισμένους με όπλα και βλήματα, και τους ρυμούλκησε ενάντια στην επίθεση του ποταμού από τον διοικητή των δυνάμεων, οδηγώντας τους ανάντη μέσα από τις εκβολές του ποταμού Μπόσνα, που πηγάζει από τον Όλυμπο, είχε εκδιώξει τους Βλάχους, που παλαιότερα ονομάζονταν Γέτες, οι οποίοι ήταν ως τότε άποικοι των Ρωμαίων, και τους Μακεδόνες, ένα έθνος που συνόρευε μαζί τους από την ανατολή με τους Ούννους και από τη δύση έφτανε στην πόλη Σίλλη

     Οι πληροφορίες που δίνονται από τον Πάπα Πίο Β΄ είναι πολύ σημαντικές, διότι λένε ότι ο Όλυμπος είναι «βουνό των Βλάχων», ότι οι Βλάχοι που κατοικούν στον Όλυμπο είναι απόγονοι Γετών, ότι μαζί με τους Μακεδόνες εκτείνονται ανατολικά μέχρι τους Ούννους και δυτικά μέχρι την πόλη Chille/Σίλλη, της σημερινής Ανατολικής Γαλλίας!

     Δεν γνωρίζω ποιον ποταμό εννοεί με το όνομα «Μπόσνα», που πηγάζει από τον Όλυμπο, εκτός αν με αυτό το όνομα εννοεί το πολύ συμπαγές του πληθυσμού των Βλάχων μέχρι την Βοσνία, κάτι που το θεωρώ ως το πιθανότερο. Όμως, η έκταση που καταλαμβάνεται από Βλάχους και Μακεδόνες από τον Όλυμπο έως τους Ούννους και την Γαλλική Σίλλη, είναι άκρως ενδιαφέρουσα και ίσως ιστορικά η πιο αληθής.

     Το ότι οι Βλάχοι του Ολύμπου είναι απόγονοι των Γετών, είναι θέση που ταυτίζεται με την άποψη και θέση των συγγραφέων της Ρωμανίας (Βυζαντίου), Σιμοκάττη και πατριάρχη Φώτιου, και του Προκόπιου, ότι Γέτες = Δάκες = Σκλαβήνοι/Σκλαβινοί/Σκλάβοι, οι οποίοι ουδεμία σχέση έχουν με Σλάβους, όπως η κυρίαρχη άποψη (άκρως αντιεπιστημονική) διατείνεται, ενώ πρόκειται για καθαρή αναπόδεικτη εικασία, που έχει αναχθεί σε δογματική θεωρία.

     Όσο για τους Γέτες, έχω αποκαλύψει πρόσφατα σε δημοσιεύματά μου τις ιστορικές πηγές που μαρτυρούν την Θεσσαλική καταγωγή τους και την μετοίκησή τους στο Παγγαίο, ονομασθέντες Ηδωνοί, τμήμα των οποίων αποτέλεσε στη συνέχεια τους Γέτες.

     Δυο λόγια για τον πάπα Πίο Β΄, που μας δίνει αυτές τις πολύτιμες πληροφορίες, που έχω καταθέσει και κατ’ ουσίαν κάνουν αναφορά σε έναν καθ’ ολοκληρίαν «Βλαχοκρατούμενο» Όλυμπο και όχι μόνο:

     Ο Πάπας Πίος Β΄, γεννήθηκε ως Enea Silvio Piccolomini (λατινιστί Aeneas Sylvius: 1405-1464), και «ο χαρακτήρας του αντικατοπτρίζει σχεδόν κάθε τάση της εποχής που έζησε». Ήταν γόνος ευγενούς μα παρηκμασμένης οικογένειας. Το πιο σημαντικό έργο του είναι η ιστορία της ζωής του, το Commentaries, κι αποτελεί την μόνη αυτοβιογραφία γραμμένη από βασιλεύοντα Πάπα.

     Άρα, στα χρόνια του Πάπα Πίου Β΄, το Λιβάδι, αναμφίβολα με τα Σέρβια –την άλλοτε πρωτεύουσα των Βλάχων της Θεσσαλίας, επί ημερών του γνωστού Νικουλίτσα. που έκανε την ανεπιτυχή Βλάχικη εξέγερση στην Θεσσαλία, το 1066, και απ’ αφορμή της ο εγγονός του από κόρη, στρατηγός της Ρωμανίας/Βυζαντίου Κεκαυμένος, έγραψε έναν λίβελο κατά των Βλάχων, στο έργο του Στρατηγικόν– υπήρχε μάλλον ως ακμάζων οικισμός, δεχόμενος κατόπιν –κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας– μετοίκους από άλλους Πίνδιους Αρμάνικους οικισμούς, εξελισσόμενος σε λαμπρό φάρο του Ελληνισμού.

     ΠΤΥΧΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: Μητροφάνης Γρηγοράς εκ Δωδώνης Θεσσαλίας

     Ο Κων/νος Ν. Σάθας (1842-1914), στο σημαντικό έργο του: Νεοελληνική Φιλολογία – Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων, από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας (1453-1821) – Βραβευθέν εν τω φιλολογικώ διαγωνισμώ του 1867, Εν Αθήναις 1868, δίνει το εξής βιογραφικό (σ. 445) του Μητροφάνη Γρηγορά:

«Μητροφάνης Γρηγοράς.

  Ο Ιερομόναχος ούτος εκ Δωδώνης καταγόμενος και διά τούτο και Δωδωναίος συνεχώς προσεπωνυμούμενος, ήτο προσκολλημένος εν πρώτοις εις την εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλην Εκκλησίαν, μετερ-χόμενος, ως φαίνεται, τον ιεροκήρυκα.

     Την 25 Οκτωβρίου 1685 ο πατριάρχης Ιάκωβος ο Χίος έπεμψεν αυτόν, ως έξαρχον, εις Μακεδονίαν` συλληφθείς όμως εν Ζίχνη υπό των Τούρκων ερρίφθη εις τας φυλακάς, όθεν, ως ο ίδιος γράφει, διά θαύματος του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου εσώθη, και εις ευγνωμο-σύνην συνέγραψε και ακολουθίαν του σωτήρος αγίου.

     Περί τας αρχάς του δεκάτου ογδόου αιώνος διωρίσθη διορθωτής του εν Βουκουρεστίω Ελληνικού τυπογραφείου, και ως τοιούτος επε-μελήθη την έκδοσιν της Ακολουθίας του αγίου Βησσαρίωνος (1705), την του Προσκυνηταρίου του όρους Σινά, και της Δογματικής Πανο-πλίας του Ζηγαδινού (1710), της ιστορίας των εν Ιεροσολύμοις πα-τριαρχών του Δοσιθέου, και του περί Οφφικίων του Χρυσάνθου (1715).

     Επαινείται υπό Προκοπίου ως ειδήμων της ελληνικής, πεπειρα-μένος την τε θύραθεν και την καθ’ υμάς ιεράν παιδείαν, ποιητής, ιεροκήρυξ, αναγινώσκων και μελετών τας θείας Γραφάς και τα των Πατέρων συγγράμματα.

     ΄Έγραψεν ο Γρηγοράς – Έπη εις τον Στέφανον Καντακουζηνόν, εκδοθέντα μετά του περί Οφφικίων συντάγματος του Χρυσάνθου – Ακολουθίαν του αγίου και μεγαλομάρτυρος Δημητρίου – Έπαινον της νικοτιανής κόνεως – Επιγράμματα και προοίμια εις πολλούς βίους αγίων – και Θεοτοκάρια.»

     Πλάι στον Μητροφάνη Γρηγορά εκ Δωδώνης, που μετέπειτα έγινε Επίσκοπος του Μπουζάου (Buzău – στην νυν Ρουμανία), μαθήτευσε ο Άνθιμος ο Ιβηρίτης, Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας (1708-1716), και τύπωσαν μαζί στο τυπογραφείο της Τιργόβιστε (Târgoviște), το βιβλίο του Μελετίου Συρίγου «…Κατά των καλβινικών κεφαλαίων, και ερωτήσεων Κυρίλλου του Λουκάρεως, Αντίρρησις», και το «Εγχει-ρίδιον κατά της καλβινικής φρενοβλαβίας», του Δοσίθεου Πατριάρ-χου Ιεροσολύμων.

     Το 1705 ο Άνθιμος Ιβηρίτης τυπώνει στο Βουκουρέστι Ακολουθία του εν Αγίοις Πατρός ημών Βησσαρίωνος, «με έξοδα του ιερομόνα-χου Ιγνατίου, ηγούμενου της Μονής Νουτσέτ, αφιερωμένη στα Με-τέωρα, και διορθωτή τον Μητροφάνη Γρηγορά απ’ την Δωδώνη».

     Το 1709, ο Άνθιμος Ιβηρίτης, όντας από το 1708 εκλεγμένος Μη-τροπολίτης Ουγγροβλαχίας, κυκλοφόρησε στο τυπογραφείο της Τιργόβιστε (Târgoviște), σημαντικό και ογκώδες βιβλίο, «ονομάζεται Βίβλος ενιαύσιος την άπασαν εκκλησιαστικήν Ακολουθίαν», με πάνω από 1600 σελίδες, αφιερωμένο στον Πατριάρχη Αθανάσιο τον Ε΄΄, και διορθωτής του ήταν ο πρεσβύτερος Μητροφάνης Γρηγοράς εκ Δωδώνης. Τα έξοδα εκτύπωσης του βιβλίου βάρυναν τον Άνθιμο.

     Το 1715 τυπώθηκε στην Τιργόβιστε το τελευταίο ελληνικό βιβλίο, το Συνταγμάτιον… του Χρύσανθου Νοταρά, με επιμέλεια του Μη-τροφάνη Γρηγορά.

     Σε κείμενο του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεου (1641-1707, πτριάρχης 1669-1707), αναφέρονται και τα εξής: «Το 1681 ευρισκό-μενος στο Ιάσι διαπίστωσα ότι οι Μολδαβοί είχαν τυπογραφείο ενώ οι Έλληνες δεν είχαν καθόλου και στενοχωριόμουνα. Ο Θεός όμως, ο οποίος κατευθύνει όλες τις καλές πράξεις, έκανε έτσι ώστε ήλθε σε μας ο Ρουμάνος μοναχός ονόματι Μητροφάνης, στον οποίον και δώσαμε 60 λέι και ο οποίος ανήγειρε νέο τυπογραφείο.» (Ierod. Mitrofn Băltuță, «Tipografia greacă de la Mănăstireă Cetățuia», Mitropolia Moldovei și Sucevei, 7-8/1972, σσ. 577-588, εδώ σ. 580).

     Λοιπόν, στην Ρουμανία –ως γνωστόν–  πάντα αντεπιστημονικά και ανόητα συνεχίζουν να μεταφράζουν την λ. Βλάχος με την λ. Ρουμάνος (!), όπως π.χ. γράφουν ότι στην Βούδα είχε τυπωθεί «το 1809, ένα βιβλίο του Γεωργίου Κωνσταντίνου Ρόζια, ρουμάνικα και ελληνικά» (Φλορίν Μαρινέσκου – Maria Rafaila, Το Ελληνικό Έντυ-πο στη Ρουμανία [1642-1918], Ανάτυπο, Το Έντυπο Ελληνικο Βιβλίο 15ος – 19ος αιώνας, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Δελφοί, 16-20 Μαΐου 2001, Αθήνα 2004, σ. 275).

     Οπότε και τον Μητροφάνη Γρηγορά –κατά φυσικό τρόπο!– τον παρουσιάζουν για Ρουμάνο, αφού ήταν Βλάχος «εκ Δωδώνης»!

     «Invatatul episcop Mitrofan de Buzau era de loc din tinutul Neamt, iar cu metania de la Manastirea Bisericani, vestita vatra de traire si cultura duhovniceasca din Moldova. Dupa ce invata de la dascalii manastirii limbile greaca si slavona, precum si adancul Sfintei Scripturi, monahul Mitrofan se invredniceste de darul preotiei si devine ucenic apropiat si tipograf al marelui mitropolit Dosoftei.»

     Έχει δε το βιογραφικό του Μητροφάνη, ως εξής στα ρουμάνικα:

     «Ο λόγιος επίσκοπος Μητροφάνης του Μπουζάου καταγόταν από τοποθεσία της περιοχής Νεάμτς, ενώ ζούσε με μετάνοια στην Μονή Μπισερικάνι, περίφημη εστία πνευματικής ζωής και πολιτισμού στην Μολδαβία. Αφού έμαθε από τους δασκάλους του μοναστηριού την ελληνική και σλαβονική γλώσσα, καθώς και το βάθος της Αγίας Γραφής, ο μοναχός Μητροφάνης λαμβάνει την δωρεά της ιεροσύνης και γίνεται στενός μαθητής και τυπογράφος του μεγάλου Μητροπο-λίτη Δοσίθεου. – Μεταξύ 1673 και 1683, ο ιερομόναχος Μητροφάνης ηγείται του τυπογραφείου του Μητροπολίτη Δοσίθεου, της Μονής Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο, συμβάλλοντας σημαντικά στην μετάφρα-ση και εκτύπωση λειτουργικών βιβλίων του μεγάλου ιεράρχη στα ρουμάνικα συμπεριλαμβανομένων των Βίων των Αγίων (1682-1686). – Για την σοφία και την πνευματικότητα με την οποία ήταν προικι-σμένος από τον Θεό, ο ιερομόναχος Μητροφάνης εξελέγη και χειρο-τονήθηκε επίσκοπος Χούσι το 1683 από τον μητροπολίτη Μολδα-βίας. Για 4 έτη, ενώ ποιμαίνει το ποίμνιο του Χριστού στο Χούσι, αποδείχθηκε σε όλα ευγενής, σοφός, φιλάνθρωπος και εκπληρών τις θείες εντολές. – Εν συνεχεία, όταν ο Μητροπολίτης Δοσίθεος εξορί-στηκε στην Πολωνία ο Επίσκοπος Μητροφάνης εγκατέλειψε κι αυτός την έδρα του, τιθέμενος επικεφαλής του μητροπολιτικού τυπογρα-φείου στο Βουκουρέστι. – Ο Επίσκοπος Μητροφάνης παρέμεινε σε αυτήν την θέση για σχεδόν 5 έτη, όντας ο πιο επιδέξιος τυπογράφος της Βλαχίας και εκπαιδεύοντας πολλούς τυπογράφους, μεταξύ των οποίων και ο λόγιος μητροπολίτης Άνθιμος ο Ιβηρίτης. Ταυτόχρονα, συνέβαλε τα μέγιστα στην μετάφραση της Βίβλου το 1688 και ιδιαί-τερα στην εκτύπωσή της, η οποία ανατέθηκε εξ ολοκλήρου στα χέρια του. – Το 1691, ο Επίσκοπος Μητροφάνης τοποθετήθηκε στην κενή έδρα του Μπουζάου, επισκοπή την οποία ετοίμαζε για 11 χρόνια με μεγάλο ζήλο και φόβο Θεού. – Εκτός απ’την φροντίδα της Εκκλησίας και του εμπιστευμένου ποιμνίου, ο λόγιος ιεράρχης ίδρυσε νέο τυπο-γραφείο στο Μπουζάου, όπου τύπωσε πολλά λειτουργικά βιβλία, όπως: Mineiele pe tot anul (1698), Molitfelnicul (1699), Triodul (1700), Octoihul (1700), Penticostarul (1701) και Liturghierul (1702). – Έτσι, ο Επίσκοπος Μητροφάνης έχοντας εργαστεί για τον αίνο της Εκκλησίας του Χριστού και την σωτηρία του ποιμνίου του, το καλοκαίρι του 1702 κοιμήθηκε ειρηνικά στις ουράνιες κατοικίες του, αφήνοντας πίσω του πολλούς μαθητές.»

     Όσο για το κλείσιμο του «βιογραφικού» του: Μητροφάνη, ότι: «Mitrofan al Buzăului a murit în anul 1702», ότι δηλ. απεβίωσε το 1702 (!), δεν ισχύει σίγουρα, καθότι το 1715, τύπωσε το τελευταίο βιβλίο του, ενώ άλλη έκδοση του 1710, ρητα αναγράφει στο εξώ-φυλλο: Πανοπλία Δογματική Αλεξίου Βασιλέως του Κομνηνού, Περι-έχουσα εν συνόψει τα τοις μακαρίοις και θεοφόροις πατράσι συγγρα-φέντα, εις τάξιν δε και διεσκεμμένην αρμονίαν παρά Ευθυμίου Μονα-χού του Ζιγαδηνού τεθέντα. Επί ανατροπή, και καταφθορά των δυσσε-βεστάτων δογμάτων τε και διδαγμάτων των αθέων Αιρεσιαρχών, των κακώς κατά της ιεράς αυτών Θεολογίας λυττησάντων, Αφιερωθείσα … Ιωάννου Κωνσταντίνου Μπασσαράμπα Βοεβόδα του Μπραγκοβάνου… Ζιγαβηνός, Ευθύμιος. Εν έτει από Θεογονίας Χιλιοστώ Επτακοσι-οστώ Δεκάτω Κατά Μήνα Μάϊον.

     Και ένα μικρό βιογραφικό, του πατριάρχη Ιεροσολύμων Νοταρά: «Ο Δοσίθεος Νοταράς (31 Μαΐου 1641 – 7 Φεβρουαρίου 1707) ήταν Πατριάρχης Ιεροσολύμων από το 1669 ως το 1707. – Γεννήθηκε στην Αράχωβα του Δήμου Φελλόης της Επαρχίας Καλαβρύτων, ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος κι η μητέρα του Άννα, κόρη κάποιου Βελισσαρίου καταγόμενη απ’την Κερνίκη της Πελοποννήσου. Ανήκε στην μεσαία τάξη και είχε το επώνυμο Σκαρπέτης όχι Νοταράς. Σε ηλικία 7 ετών μετέβη στην Πάτρα, ίσως για να φοιτήσει σε κάποιο σχολείο, αλλά αμέσως γύρισε στο χωριό του…»

     Το ανωτέρω σύγχρονο «ρουμάνικο βιογραφικό» το διαψεύδει ένα πολύ σοβαρό ρουμάνικο ιστορικό δημοσίευμα, που γράφει τα εξής:

     «Venit în țară, probabil înainte de 1690, Antim Ivireanu și-a început activitatea ca simplu tipograf în tipografia domnească de la București, condusă de Mitrofan, care fusese episcop de Huși și care, devenind episcop de Buzău, a lăsat conducerea acestei tipografii lui Antim. Aici a scos Ivireanu în 1691 întîia sa tipăritură cunoscută astăzi, și anume Ιnvățăturile lui Vasile Macedoneanul către fiul său Leon, scriere parenetică bizantină bine cunoscută, transpusă în neo-greacă de Hrisant Notaras și în versiunea aceasta tipărită de Antim.» (I.C. Chitimia, «Antim Ivireanu dupa 250 de ani de la moarte (1716-1966)», Revista de Istorie si Teorie Literara, Tom. 16, 2, Ed. ARSR, Bucuresti 1967, σσ. 195-204, εδώ 196.)

     Περιέργως πως, «αγνοείται παντελώς» η πιο ενδιαφέρουσα και καθ’ όλα πλήρως τεκμηριωμένη βιογραφία του D. Russo, Mitrofan Grigoras, Cronica Tarii Romanesti (1714-1716), Revista Istorică Română, ΙV, 1934, μέγα μέρος της οποία καταθέτω σε νεοελληνική μετάφραση (χωρίς τις παραπομπές της), για να καταδειχτεί το πνευ-ματικό μέγεθος αυτής της σημαντικής και πρωτοπόρας προσωπικό-τητας, τέκνο του Βλαχο-Λιβαδίου Ολύμπου (της πάλαι ποτέ Ομη-ρικής Δωδώνης), τον οποίο οι «φίλοι» γείτονες μας Ρουμάνοι, από Ελληνόβλαχο Αρμάνο, τον θέλουν σήμερα… Δακο-Ρουμάνο!…

Mitrofan Grigoras, Cronica Țării Romanești (1714—1716)

Ο Γρηγόρης ήταν ένας λόγιος Γραικός κληρικός, ο οποίος έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην χώρα και μας άφησε αρκετά μικρά γραπτά, μεταξύ των οποίων το Σύντομο Χρονικό της Βλαχίας (1714-1716), και παρουσιάζει άμεσο ενδιαφέρον για την ιστορία της χώρας.

     Νέα για την ζωή του διαφυλάχθηκαν για εμάς, στον Ιστορικό Κατάλογό του, από τον Δαπόντε, ο οποίος τον γνώριζε προσωπικά.

     Ο Δαπόντες μας λέει ότι ο ίδιος ο Γρηγοράς του δήλωσε στο Βουκουρέστι το 1730, ότι εκείνη την εποχή ήταν ηλικίας 100 ετών, επομένως πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 1630. Το 1687 στάλθηκε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιάκωβο ως έξαρχος στην Μακεδονία, όπου οι Τούρκοι, θεωρώντας τον συνωμότη (τότε, το 1687, είχε ξεσπάσει εξέγερση εναντίον του σουλτάνου Μαχμούτ, ο οποίος εκθρονίστηκε και ο Ιμπραήμ ανέβηκε στον θρόνο στην θέση του), τον έριξαν στην φυλακή, από την οποία δραπέτευσε ως εκ θαύματος την ημέρα του Αγίου Δημητρίου, στις 26 Οκτωβρίου. Ως ευχαριστία, ο Γρηγοράςς συνέταξε έναν παρακλητικό κανόνα προς τιμήν του αγίου. Στο τέλος του κανόνα, ο Γρηγοράςς λέει εκτενώς τι του συνέβηκε σε αυτήν την περίπτωση.

     Μεταξύ των ετών 1705—1715, τον βρίσκουμε ως διορθωτή ελλη-νικών βιβλίων, τα οποία έβγαιναν από τα πιεστήρια του τυπογρα-φείου στο Βουκουρέστι. Το 1716, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο Βουκουρέστι και, αιχμαλωτίζοντας τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο, τον οδήγησαν στο Σιμπίου. Ο Γρηγοράς, αν και προσκλήθηκε, δεν συμ-μετείχε στην λειτουργία που τελέστηκε για την είσοδο των Γερμανών στο Βουκουρέστι. Ο Δαπόντες μας διαβεβαιώνει ότι πέθανε λίγο μετά τον Ιούλιο του 1730, όταν τον συνάντησε στο Βουκουρέστι.

     Ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος, σε έναν διάλογο που συνέθεσε ένα-ντίον του Γρηγορά (στο ύφος των διαλόγων του Λουκιανού), τον περιγράφει με πολύ έντονα χρώματα: ενώ διασκέδαζε στην Κων-σταντινούπολη με άσωτους φίλους, και μας διαβεβαιώνει ο Μαυρο-κορδάτος ότι ο Γρηγοράςς έπινε συνεχώς κρασί, κάπνιζε καπνό, έπαιζε τάβλι και κουτσομπόλευε τους πάντες. Υπήρχε μια λογοτεχνι-κή έχθρα μεταξύ του Νικόλαου Μαυροκορδάτου και του Γρηγορά: ο Μαυροκορδάτος έγραψε ένα κείμενο εναντίον του καπνού, στο οποίο ο Γρηγοράςς απάντησε μέσω ενός άλλου κειμένου: Ο Έπαινος του Καπνού. Μετά από αυτήν την λογοτεχνική μονομαχία, ο Μαυροκορ-δάτος έγραψε μια προσβλητική επιστολή στον Γρηγορά και έναν διά-λογο, για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω, στον οποίο καταχράται τον εγκωμιασμό της νικοτίνης με τις πιο χυδαίες ύβρεις, αλλά σε καθαρή αττική γλώσσα. Το ότι στ’ αλήθεια ο Γρηγοράςς ήταν νικοτινομανής φαίνεται από τον επικήδειο του καπνού που συνέθεσε, διότι του άρε-σε το τάβλι και καυχιόταν ότι αυτός και οι μαθητές του ήταν αξεπέ-ραστοι δάσκαλοι σε αυτό το παιχνίδι, προκύπτει από μια επιστολή του του 1685, που σώζεται στον Κώδικα Κριτία-Ράλλη. Φαίνεται ωστόσο ότι αργότερα ο Γρηγοράςς συμφιλιώθηκε με τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο, διότι σε επιστολή που απευθύνει στον Μαυροκορ-δάτο ζητά συγγνώμη που δεν μπόρεσε να γράψει ένα επίγραμμα για το βιβλίο του τελευταίου Περί χρεών λόγω ασθένειας, αν και είχε όλη την καλή θέληση, και αντ’ αυτού του στέλνει 14 στίχους στα αρ-χαία ελληνικά και σε ιαμβικό μέτρο, στους οποίους επαινεί το μεγα-λείο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, που ίδρυσε ο Μαυροκορ-δάτος. Από αυτήν την επιστολή προκύπτει ότι ο Γρηγοράς, όντας πα-ράλυτος και αδύναμος να αγωνιστεί για οτιδήποτε, πούλησε τους σταυρούς, την ζώνη, τα μανίκια του στιχαρίου και το πετραχήλι του και ότι ζούσε στην πιο μαύρη δυστυχία του.

     Ο Γρηγοράς έγραψε πολλά επιγράμματα και ποιήματα σε αρχαία ελληνική γλώσσα και σε αρχαίο μέτρο, μερικά από τα οποία μας δια-σώθηκαν από τον Δαπόντε. Το ένα έχει ως θέμα τις δυστυχίες της αν-θρώπινης ζωής, το άλλο την δική του φτώχεια. Ένα ποίημα απευθύ-νεται στο αηδόνι, σε ένα άλλο θρηνεί που δεν εμφανίζεται ένας Μια-κήνας, που θα έδινε στον ποιητή αυτά τα οποία χρειάζεται, ώστε να μπορεί να είναι ξέγνοιαστος μέχρι τον θάνατο.Άλλα ποιημάτια έχουν ως θέμα την ευγλωττία, την ευγένεια, το σαλιγκάρι, ακόμα και τον έρωτα! Να τι γράφει για το σαλιγκάρι (Εις κοχλίαν):

Γέννημα έρσης, ηδέ ηλίου πέλω,

οίκον δ’ οικώ, ον παρέσχε μοι φύσις,

πτύω δ’ άπαντας αιρετιστάς σιέλω

καν τη κεφαλή ορθόων κέρα δύο

Χριστόν διφυή δηλόω χριστωνύμοις.

Και στα βιβλία που τυπώνονταν στον καιρό του έχει στην αρχή επι-γράμματα, επαινετικά του περιεχομένου τους, σύμφωνα με την παρά-δοση και το έθιμο της εποχής.

     Από τα ποιήματα και τα επιγράμματα που έχουν διασωθεί, είναι σαφές ότι ο Γρηγοράς είχε ένα συγκεκριμένο ποιητικό χάρισμα και ήταν συμπαθής στους συγχρόνους του. Ο Δημήτριος Καντεμίρ, ο οποίος επαινούσε ή συκοφαντούσε πάντα υπερβολικά, τον χαρακτη-ρίζει ως μεγάλο λάτρη της ποίησης και ευτυχή μιμητή των αρχαίων Ελλήνων (Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταφρασμένη από τον Ι. Hodos, Βουκουρέστι 1876, τόμος 1, σ. 136), ενώ· ο Κων-στάντιος, πρώην πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, λέει γι’ αυτόν ότι ήταν τόσο επιδέξιος ποιητής που σε σύγκριση με τους αρχαίους ποι-ητές δεν ήταν πολύ κατώτερος. [Βλ. Κωνσταντίου Α΄, του από Σιναί-ου αοιδίμου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Βιογραφία και Συγ-γραφαί αι ελάσσονες Εκκλησιαστικαί και Φιλολογικαί, και τινες επιστολαί αυτού. Εξεδόθησαν μετά παραρτήματος αδεία και εγκρίσει της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας υπό Θεοδώρου Μ. Αριστοκλέ-ους του εκ Χάλκης, Τη φιλοκάλω προτροπή του Κυρίου Δημητρίου Πασπάλλη, Εν Κωνσταντινουπόλει 1866, σ. 154: «ΚΑ΄: Εφ’ οις, αρ-χομένης της ΙΗ΄ εκατονταετηρίδος καταλεγέσθωσαν … και Μητρο-φάνης ο Ιεροδιάκονος, ος περί την ποιητικήν τοσούτον επετηδεύσατο, ώστε ου πάνυ τι των παλαιών αποδέεσθαι.»].

  

  Άλλα έργα:

     Ο Γρηγοράς, εκτός από τον κανόνα που συνέταξε προς τιμήν του Αγίου Δημητρίου, συνέταξε επίσης ένα Θεοτοκάριο και συνέθεσε ή ολοκλήρωσε λειτουργίες και κανόνες για πολλούς αγίους, τους οποί-ους ο Δαπόντες απαριθμεί. Αλλά και τα τροπάρια και ο κανόνας από της λειτουργίας του αγίου Στυλιανού, που συνέθεσε ο Γεώργιος Χρυ-σόγονος Τραπεζούντιος, είναι συνθέσεις του Γρηγορά, βλ. Ακολουθία του οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Στυλιανού, Κωνσταντινούπολη 1819, σ. 1 & 7 και μετάφραση στα ρουμάνικα απ’τον Ioan Vernescu, Buzău 1840, σ. 2 & 13.

     Το περιεχόμενο του Χρονικού της Χώρας:

     Εκτός από αυτά τα έργα με εκκλησιαστικό περιεχόμενο πιο πολύ, ο Γρηγοράς έγραψε κι ένα χρονικό της Ρουμάνικης Χώρας [Βλαχίας], το οποίο έχει διασωθεί σε χειρόγραφο και το οποίο επιμελούμαι την έκδοσή του τώρα για πρώτη φορά. Σε αυτό το χρονικό, αυτός αφη-γείται τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κάτω από τα μάτια του κατά τα έτη 1714-1716, ξεκινώντας με την άδικη δολοφονία του ευσεβούς Κωνσταντίνου Μπρανκοβεάνου, την οποία θεωρεί τιμωρία που επι-βλήθηκε από τον Θεό στην χώρα για κάθε είδους αδικίες και δολο-πλοκίες που υφαίνονται εναντίον των ηγεμόνων. Στη συνέχεια, προ-χωρά στον στραγγαλισμό του Στεφάνου Καντακουζηνού και του Κωνσταντίνου Καντακουζηνού του Στόλνικου, που με την πονηρή συκοφαντία τους προκάλεσαν την πτώση του Μπρανκοβεάνου.

     Ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος, διάδοχος του Στεφάνου Βόδα στον θρόνο της Ρουμανικής Χώρας [Βλαχίας], μισείται από τους βογιά-ρους για τους βαριούς φόρους και τις απομακρύνσεις αρκετών από αυτούς. Οι βογιάροι, μαζί με τον Μητροπολίτη Άνθιμο, συνωμοτούν εναντίον του ηγεμόνα και διαδίδουν την φήμη ότι αυστριακά στρα-τεύματα είχαν εισβάλει στην χώρα κι έρχονταν να τον συλλάβουν. Ο ηγεμόνας, παίρνοντας μαζί του τον Μητροπολίτη Άνθιμο και μερι-κούς βογιάρους, έφυγε από το Βουκουρέστι και σταμάτησε στο Κα-λουγκαρένι, περιμένοντας εκεί ακριβείς ειδήσεις για τις κινήσεις των στρατευμάτων. Ο Άνθιμος παίρνει εκεί και δείχνει στον Ηγεμόνα μια επιστολή με ειδικά κατασκευασμένο περιεχόμενο, σταλμένη σ’αυτόν από τον Αβράμιο, τον ιεροκήρυκα της Μητρόπολης, και, ο οποίος του έλεγε ότι το δάσος κοντά στο Βουκουρέστι ήταν γεμάτο εχθρούς. Γεμάτος φόβο, ο Μαυροκορδάτος καταφεύγει στο Τζιούρτζιου και περνά τον Δούναβη, αλλά εκεί, μαθαίνοντας ότι η εχθρική εισβολή ήταν μια συνωμοσία, που σχεδίασαν οι βογιάροι, επιστρέφει στο Βουκουρέστι. Πεπεισμένος ότι η συνωμοσία είχε σχεδιαστεί από μερικούς βογιάρους σε συμφωνία με τον Άνθιμο, τιμωρεί αυστηρά τους ένοχους βογιάρους, ενώ τον Άνθιμο τον στέλνει στην εξορία. Οι άνθρωποι που τον μετέφεραν, λαμβάνοντας στον δρόμο το φιρμάνι από την Κωνσταντινούπολη, με το οποίο ο Άνθιμος ήταν καταδικα-σμένος σε θάνατο, τον πέταξαν στην θάλασσα κοντά στην Αίνο.

     Όταν για δεύτερη φορά διαδόθηκε η φήμη για εισβολή στρα-τευμάτων, ο Μαυροκορδάτος δεν θέλησε να το πιστέψει και έτσι οι Αυστριακοί εισέβαλαν στο Βουκουρέστι στις 14 Νοεμβρίου 1716, με επικεφαλής τους συνωμότες βογιάρους και, αιχμαλωτίζοντας αυτόν και τα παιδιά του, τον οδήγησαν στο Σιμπίου. Ο Γρηγοράς μας αφη-γείται με μεγάλη λεπτομέρεια τις ληστείες και την αιματοχυσία που έλαβαν χώρα σε αυτήν την περίσταση στο Βουκουρέστι. Ο Θεός, λυπούμενος την χώρα, στέλνει ως ηγεμόνα τον Ιωάννη Μαυροκορ-δάτο, τον αδελφό του Νικολάου, για να παρηγορήσει την Ρουμανική Χώρα [Βλαχία]. Ο νέος ηγεμόνας, με την σοφία, την καλοσύνη και την ευγένειά του, συνάπτει φιλία με τους ηγέτες της Ουγγαρίας, συγ-κεντρώνει τον πληθυσμό της χώρας, που είχε διασκορπιστεί μετά την εισβολή του στρατεύματος, και κατακτά την αγάπη του λαού και των βογιάρων. Αυτός ο ηγεμόνας, σταλμένος από τον Θεό ως νέος ιδρυ-τής της χώρας, πρέπει να τον αγαπάμε με ευγνωμοσύνη. Αυτός έσω-σε την χώρα και την θεμελίωσε εκ νέου, από αυτόν δε ξεκινά μια νέα εποχή στην ιστορία της χώρας.

     Μέχρι εδώ, ήτοι ως την έναρξη της ηγεμονίας του Ιωάννη Μαυ-ροκορδάτου, φτάνει η ιστορία του Γρηγορά.

     Η ιστορία αυτής της περιόδου μας είναι γνωστή λεπτομερώς από διάφορες σύγχρονες πηγές, ωστόσο, το Χρονικό του Γρηγορά μας δίνει κάποιες λεπτομέρειες και διευκρινίζει ορισμένες ειδήσεις, που δεν τις βρίσκουμε αλλού ή τις βρίσκουμε διαφορετικά ιστορημένες στις άλλες πηγές,

     Για παράδειγμα, όταν, με την υποτιθέμενη εισβολή των Γερμα-νών, ο Μαυροκορδάτος, μας λέει ο Γρηγοράς, φεύγει απ’το Βουκου-ρέστι, παίρνοντας μαζί του τον Μητροπολίτη Άνθιμο` στην επιστολή την σταλμένη στο Τζιούρτζιου προς τον Άνθιμο, ο Αβράμιος, ο ιερο-κήρυκας της Μητρόποληςς, του γράφει ότι το δάσος κοντά στο Βου-κουρέστι είναι γεμάτο εχθρούς· μας δίνει μάλιστα την λεπτομέρεια ότι οι κάτοικοι του Τζιούρτζιου, βλέποντας τον Μαυροκορδάτο και τους ιππείς που τον συνόδευαν και περνώντας τους για Γερμανούς, φοβήθηκαν και πέρασαν τον Δούναβη κατά ομάδες με υπερφορτω-μένες βάρκες, οπότε πολλοί πνίγηκαν όταν οι βάρκες ανατράπηκαν· ότι ο Άνθιμος, που οδηγούνταν στην εξορία, θανατώθηκε στον δρό-μο, ενώ το φιρμάνι της θανατικής ποινής του είχε φτάνει αργά, και ενώ ήδη είχε ριχτεί στην θάλασσα κοντά στην Αίνο.

     Όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο Βουκουρέστι, λέει ο Γρηγοράς, ο Νικόλαος Βόδας κατέφυγε στην Εκκλησία της Αυλής όπου, βρίσκο-ντάς τον οι εχθροί να προσεύχεται στον Θεό, τον συνέλαβαν· στην συνέχεια περιγράφει την λεηλασία και την καταστροφή της πρωτεύ-ουσας, την οποία είδε ως αυτόπτης μάρτυρας. Μας δίνει τις λεπτομέ-ρειες της δολοφονίας του Ραλάκη Ευπραγιώτη, μιλά για τις διαταγές του Πασά του Τζιούρτζιου και για την παρέμβαση του Σαμουήλ, Πα-τριάρχη Αλεξανδρείας, για την ειρήνευση της χώρας, για την δημι-ουργία μιας φρουράς πολιτών στο Βουκουρέστι για να φυλάει την πόλη από τους κακοποιούς· για την λειτουργία που τελέστηκε στην εκκλησία της Αυλής προς τιμήν του Γερμανού συνταγματάρχη, στην οποία συμμετείχε και ο Πατριάρχης Σαμουήλ, αναγκασμένος να το κάνει. Ο συγγραφέας του χρονικού μας λέει ότι είχε προσκληθεί και αυτός σε αυτήν την λειτουργία, αλλά δεν θέλησε να πάει. Περιγράφει πώς ο Γερμανός διοικητής, μπαίνοντας στην εκκλησία, όπου τελού-νταν η λειτουργία προς τιμήν του, υποψιάστηκε ότι του είχε στηθεί παγίδα στην Αγία Τράπεζα, έτσι ώστε να περπατάει αργά, σπρωγ-μένος σιγά σιγά μπροστά από τους βογιάρους που ήταν γύρω του. Και τέλος, μιλάει για τον Ιωάννη Μαυροκορδάτο, τον νέο Ηγεμόνα της Ρουμανικής Χώρας [Βλαχίας], ως αγγελιοφόρο που στάλθηκε από την ουράνια πρόνοια για να σώσει την χώρα, ως ένας νέος ιδρυτής και θεμελιωτής της..

     Ο Γρηγόριος κατηγορεί τους Καντακουζηνούς για την πανουργία τους, μέσω της οποίας σχεδιάστηκε η δολοφονία του Μπρανκοβεά-νου, επαινεί τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο για την σοφία του, αλλά τον επικρίνει για τους βαριούς φόρους που επέβαλε στην χώρα και για την παραβίαση της ειρήνης που είχε με τους Γερμανούς. Παρου-σιάζει τον Μητροπολίτη Άνθιμο ως ταραχοποιό, και που του άξιζε η τιμωρία που του επιβλήθηκε. Μόνον για τον Ιωάννη Μαυροκορδάτο έχει ανεπιφύλακτα επαίνους, τον οποίο θεωρεί ιδανικό ηγεμόνα.

   

Η γλώσσα και το στυλ του Γρηγορά:

     Οι Γραικοί χρονικογράφοι που έγραψαν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιούσαν συνήθως την προφορική ελ-ληνική γλώσσα στα γραπτά τους, και τα έργα τους είναι εύκολα κατανοητά. Το ίδιο έκαναν κι ο Δωρόθεος Μονεμβασίας κι ο Σιγά-λας στις παγκόσμιες ιστορίες τους, το ίδιο έκαναν και ο Ματθαίος των Μύρων, ο Καρυοφίλης, ο Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης, ο Διονύσιος Φωτεινός κ.λπ., εκτός από τον ιδιότροπο Δανιήλ Φιλιπ-πίδη, που χρησιμοποιούσε άλλοτε αρχαία ελληνικά και άλλοτε νέα ελληνικά.

     Ο Γρηγόριος, ωστόσο, έγραψε το χρονικό του όχι στην γλώσσα που μιλούσε καθημερινά με τους συγχρόνους του, αλλά στην αττική γλώσσα, μιμούμενος τους αρχαίους Έλληνες ιστορικούς. Όπως ακρι-βώς έκαναν οι αρχαιομανείς βυζαντινοί ιστορικοί Χαλκοκονδύλης κι ο Κριτόβουλος ο Ίμβριος, έτσι κι αυτός, περιφρονώντας την γραικική γλώσσα που ομιλούνταν στην εποχή του, χρησιμοποιούσε μια νεκρή γλώσσα και έτσι το χρονικό του με αρχαϊκές λέξεις και συγκεχυμένο ύφος είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί. Αλλά συνάμα με τις καθα-ρά αττικές λέξεις, κάτω από τις οποίες κρύβονται σύγχρονες έννοιες που είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς, χρησιμοποιεί και εκφράσεις που δεν μπορούσε να τις ντύσει με αττικά ρούχα. Έτσι, παράλληλα με την ποιητική λέξη αρχός (διοικητής), συναντούμε την λέξη κατάνος (σπαθί). Παράλληλα με την πιο σύγχρονη λέξη παλάτιον βρίσκουμε την λ. αρχείον, αμφότερες με την έννοια μιας πριγκιπικής αυλής. Δίπλα στο ελαδόν (στον σωρό), και το ομηρικό πορφύρεος (σκοτεινός), βρίσκουμε το οψικεύω (συνοδεύω), λέξη που επιστρέ-φει μόνον στους Βυζαντινούς. Αποκαλεί τους Τατάρους Σκύθες, όπως ακριβώς οι Βυζαντινοί ιστορικοί αποκαλούν τους Τούρκους: Πέρσες, ή τους Ρουμάνους: Μυσούς.Για να αποδώσει την λ. radvan, caretă, καταφεύγει στην αρχαϊκή δίφρος. Μερικές φορές δημιουργεί λέξεις π.χ. ορισμοφόρος (που φέρνει την διοίκηση). Όπου δεν βρί-σκει αντίστοιχη λέξη στα αρχαία ελληνικά, χρησιμο-ποιεί, θέλοντας και μη, ξένες λέξεις· έτσι βρίσκουμε: πασάς, βόρνικος, κ.λπ.

     Η σύνταξη της φράσης είναι συχνά τόσο περίπλοκη που ο ανα-γνώστης δύσκολα μπορεί να μαντέψει το νόημα.

     Ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος, ασκώντας ορθή κριτική στο έργο του Γρηγορά, λέει ότι χρησιμοποιεί πολλές ακατάλληλες και παράξε-νες λέξεις, άλλες δημιουργημένες από τον ίδιο, άλλες ξεπερασμένες και αινιγματικές και απευθύνεται σε συγχρόνους του, γράφοντας σε γλώσσα που ομιλούνταν πριν από χίλια χρόνια.

     Περί του χειρογράφου:

     Το χειρόγραφο που χρησιμοποίησα ως βάση για την παρούσα έκ-δοση και μετάφραση βρίσκεται στην σχολική βιβλιοθήκη της πόλης Ζαγορά (νομός Λάρισας, Θεσσαλία), με αριθμό 40. Γνωρίζουμε πώς κατέληξε στην βιβλιοθήκη μιας μικρής πόλης στην Βόρεια Ελλάδα. Στις Ηγεμονίες συναντούμε κατά τους περασμένους αιώνες πολλούς Γραικούς με καταγώγή από την Ζαγορά, μερικοί από τους οποίους έφτασαν στις τάξεις των βογιάρων, όπως ο Κωνσταντίνος Ξυπόλητος, γραμματικός του Νικολάου Μαυροκορδάτου και σημαντικός επίτρο-πος υπό τον Κωνσταντίνο Μαυροκορδάτο.Ένας Γραικός εκ Ζαγοράς, που υπηρέτησε ως ποιμένας στην Μητρόπολη Προϊλάβου (Βραΐλα) μεταξύ 1743 και 1757 και κατόπιν ανήλθε στον θρόνο του Πατριαρ-χείου Κωνσταντινουπόλεως, ήταν επίσης ο Καλίνικος, στην βιβλιο-θήκη του οποίου βρισκόταν αυτό το χειρόγραφο. Ο Καλίνικος, απο-συρόμενος προς το τέλος της ζωής του στην Ζαγορά, δώρισε τα χει-ρόγραφα και τα βιβλία του στο σχολείο της γενέτειράς του (μαζί με ένα σύνολο χρονικών της χώρας), όπως φαίνεται από τις αυτόγραφες σημειώσεις που βρίσκονται σε αυτά, όπου ο Καλίνικος γράφει ότι το 1785 δώρισε ολόκληρη την βιβλιοθήκη του σε αυτό το σχολείο.

     Να κρατήσουμε αυτά από τον Δημοσθένη Ρούσσο (Demostene Russo: 1869-1938), που διέπρεψε ως ακαδημαϊκός δάσκαλος.

     Σε κριτική παρουσίαση αυτού του έργου του Δ. Ρούσσου, γίνο-νται επισημάνσεις, που ολοκληρώνουν το πορτρέτο του Γρηγορά:

     «Ο κ. Ρούσσος [στην πραγματεία του] εξετάζει το κατά τον Μη-τροφάνην Γρηγοράν, σοφόν έλληνα ιερέα, ζήσαντα εν Βουκουρεστίω και συντάξαντα εκτός των άλλων Χρονικόν της Βλαχίας κατά τα έτη 1714-1716. Ο Κωνσταντίνος Δαπόντε διέσωσε πολλάς καλάς ειδή-σεις περί του Γρηγορά εν τω δημοσιευθέντι υπό Κ. Σάθα (Μεσ. Βι-βλιοθήκη Γ΄, 113-119) Ιστορικώ καταλόγω. Ο Νικόλαος Μαυρο-κορδάτος αντιθέτως παρέστησε τον Γρηγοράν πλήρη ελαττωμάτων, αλλά τούτο, ως εξηγεί ο κ. Ρούσσος, προήλθε εκ της μεταξύ αυτού και του Γρηγορά έχθρας. Ο Γρηγοράς συνέταξεν επιγγράμματα, ύμνους, κανόνας, εκκλησιαστικά τροπάρια και ακολουθίας εις αγίους και Θεοτοκάριον. Το Χρονικόν αυτού εξετάζεται υπό του κ. Ρούσ-σου λεπτομερώς. Διεσώθη εν κώδικι της Βιβλιοθήκης Ζαγοράς και ανήκει εις τον Καλλίνικον μητροπολίτην Προϊλάβου (Βραΐλας) κατά τα έτη 1743-1757 είτα δε γενόμενον Πατριάρχην ΚΠόλεως (1757). Μετά την παραίτησιν από του Οικουμενικού Θρόνου ο Καλλίνικος εγκατεβίωσεν εν Ζαγορά οπόθεν κατήγετο, Τον κώδικα περιέγραψεν πρώτος ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κ. Δυοβουνιώ-της κατά τα κυριώτερα μέρη αυτού («Ν. Ελληνομνήμων», ΙΓ, 1916, σ. 246-247). Ο κ. Ρούσσος παρέχει πληρεστέραν αναγραφήν του ποι-κίλου περιεχομένου του κώδικος παρατίθησι και αυτό και το κείμε-νον του Χρονικού του Γρηγορά μετά μεταφράσεως εις την Ρουμα-νικήν, ποιείται δε διαφόρους παρατηρήσεις επί του περιεχομένου αυ-τού και επί των ονομαζομένων προσώπων, μετά διακρινούσης τον διαπρεπή έλληνα Καθηγητήν πολυμαθείας, ακριβείας και παρατηρη-τικότητος.» («Κριτικόν και Βιβλιογραφικόν Δελτίον», «Θεολογία», Τόμος ΙΕ΄, 1937, σ. 287).

***

Ο Καισάριος Δαπόντες (1713/14-1784), που γνώρισε από κοντά τον Μητροφάνη Γρηγορά, είναι σαφής στις «βιογραφικές πληροφορίες» που καταχωρίζει, σχετικά με τον ποιητή, διορθωτή-εκδότη, επίσκοπο, λόγιο, ιστορικό, επιγραμματοποιό κ.λπ., τον «εκ Δωδώνης»:

     «Μητροφάνης Γρηγοράς, ιερομόναχος ο εκ Δωδώνης, επιστή-μων` η δε Δωδώνη θαρρώ να ήναι κατά το Αργυρόκαστρον, ή κα-τά τας Θήβας. Τούτος έχει επιγράμματα εις το περί Καθηκόντων βιβλίον του Νικολάου βόδα, και επιστολάς προς αυτόν, και έπαινον νικοτιανής, ήγουν του τουτουνίου, εναντίον του ψόγου, οπού έκαμεν ο Νικόλαος βόδας` τα έχω εγώ αυτά, και τας επιστολάς. Έχει επι-γράμματα και εις την Εβδομαδαριάν τυπωθείσαν εις Βουκουρέστι, και κανόνας, και προσόμοια εις πολλούς αγίους, και διαφόρους στί-χους. Έκαμε και Θεοτοκάριον, ως του Αγαπίου, συναθροίσας πάντα τα θεοτοκία τροπάρια, οπού είναι εις τα δώδεκα Μηναία. Παρακλη-τικήν, Τριώδιον, Πεντηκοστάριον, και όσα δεν έφθασαν, τα εσύνθε-σεν αυτός, και το απογέμισεν.

     …………………………………………………………………..

     Κανών παρακλητικός εις τον άγιον Δημήτριον, διά την ελευθε-ρίαν της φυλακής, των δεσμών, και του θανάτου, όπου επιφανείς ο άγιος έδωκεν εις αυτόν, όντα εις Ζίχναν, χωρίον του Δράμας, επί της πατριαρχείας Ιακώβου του Χίου, Οκτωβρίου κε΄, ημέρα Πέμπτη, την νύκτα ξημέρωμα της εορτής του αγίου, εις τους χιλίους εξακοσίους ογδοήντα επτά [1687], εις τας ημέρας των ζορμπάδων, οπού εκατέ-βασεν τον Σουλτάν Μαχμούτ, και ανέβασαν τον Σουλτάν Ιμπραήμ.

     Τοσαύτα περί του Μητροφάνους, όστις απέθανεν εις Βουκουρέ-στι, ζήσας υπέρ τα εκατόν έτη` αιωνία η μνήμη του.

     Όταν δεκαεπτά ή δεκαοκτώ χρονών ώντας εις ηλικίαν εγώ, υπήγα εις Βουκουρέστι εις τους χιλίους επτακοσίους τριάτα [1730] τον Ιού-λιον, αυθεντεύωντας ο Μιχάλβοδας Ρακοβίτζας ο Μπόγδανος, δέκα μήνας ύστερα από το μεγάλο ζορμπαλίκι του ζορμπάμπαση Πατρώ-να, οπού κατέβασε τον Σουλτάν Αχμέτ και ανέβασε τον Σουλτάν Μαχμούτ, τότε εγνώρισα τον Μητροφάνη, τον εσυναναστράφηκα, και αυτός ατός του με είπεν, ότι ήτον εκατον τεσσάρων [104] χρο-νών, και επέρασεν καιρός και ετελειώθη.» (Κ.Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος Γ΄, Εν Βενετία 1872, «Καισάριου Δαπόντε, Ιστορικός Κατάλογος», σ. 113-119).

     -Ποιας Δωδώνης, λοιπόν, είναι τέκνο ο Μητροφάνης Γρηγοράς;

     Όλα όσα ανωτέρω κατατέθηκαν, πείθουν ότι ο σπουδαίος λόγιος, ιερομόναχος, ποιητής, ιστορικός, διορθωτής τυπογράφος κ.λπ., κ.λπ., Μητροφάνης Γρηγοράς, ήταν Βλάχος (Αρμάνος), όπως σε κείμενο του γράφει κι αναφέρει ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος (1641-1707), ότι το 1681, «ήλθε σε μας ο Ρουμάνος μοναχός ονόματι Μητροφάνης». Οπότε, ως Ελληνο-Βλάχος (Αρμάνος), εκ Δωδώνης ορμώμενος, σημαίνει ότι πατρίδα του είναι η Ομηρική Δωδώνη, όπου το νυν Βλαχο-Λίβαδο Ολύμπου, γι’ αυτό και πολύ δικαιολογημένα ο Τρύφων Ε. Ευαγγελίδης (1863-1941), Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας …, Τόμος Α, Εν Αθήναις 1936, σ. 222, γράφει: «Εκ Λιβαδίου κατή-γετο ο Μητροφάνης Γρηγοράς ο εκ Δωδώνης της Θεσσαλίας λεγο-μένης, όστις αποσταλείς τω 1685 έξαρχος εις Μακεδονίαν υπό του Χίου πατριάρχου Ιακώβου το β’ πατριαρχεύοντος συνελήφθη εν Ζίχνη και εφυλακίσθη. Μόλις σωθείς απήλθεν εις Βουκουρέστιον και διωρί-σθη διορθωτής του ελληνικού τυπογραφείου λογιώτατος ων. Έγραψεν ικανά εν οις και έπαινον νικοτιανής (καπνού) εις απάντησιν του υπό Ν. Μαυροκορδάτου γραφέντος “ψόγου νικοτιανής” εκδοθέντος υπό Σ. Οικονόμουτου εξ Οικονόμων…» (Βλ. Γ. Έξαρχος, Οι Ελληνόβλαχοι {Αρμάνοι}, Τόμος Β΄, Πηγές της ιστορίας και της ζωής των Αρμάνων-Βλάχων, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2001, σ. 204-205). 

 

     ΠΤΥΧΗ ΤΡΙΤΗ: Γεώργιος Ασάκης – Μολδαβία

     Ο συγγραφέας-ερευνητής Αναστάσιος Ν. Χάτσιου (Anastase N. Hâciu: Κρούσοβο 1890-Βουκουρέστι 1953), στο πολύ σπουδαίο έργο του Aromanii [Οι Αρμάνοι], 1936, σ. ΚΚΚ, γράφοντας για το Βλαχολίβαδο-Ολύμπου, και τους Ολύμπιους Βλάχους, κάνει μια παραπομπή, στην οποία γράφει ότι το Βλαχο-Λίβαδο: «Είναι η πατρί-δα του γιατρού και διατελέσαντος υπουργού Γ. Ασάκη / G. Asachi».

     Οπότε, οφείλω να δώσω –στην παρούσα εισήγηση– βιογραφικά στοιχεία αυτού του σπουδαίου Βλαχο-Λιβαδιώτικης προγονικής ρί-ζας ανθρώπου, που διέπρεψε στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες:

«Gheorghe Asachi / Γεώργιος Ασάκης: 12.3.1788​, Χέρτσα, Μολδαβία – 24.11.1869​, Ιάσιο): Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε στην Χέρτσα, βόρειας Μολδαβίας (σήμερα στην Ουκρανία), ηγήθηκε πολλών λογοτεχνικών περιοδικών και επέ-στρεψε στο Λέμπεργκ της Πολωνίας, όπου είχε μελετήσει στα νιάτα του το χειρόγραφο της Țiganiada. Ο Asachi εξέδωσε την πρώτη ρου-μανική εφημερίδα στην Μολδαβία, Albina Românească (1829), οργάνωσε τις πρώτες θεατρικές παραστάσεις στην ρουμάνικη γλώσ-σα (1816) και το Φιλαρμονικό-Δραματικό Ωδείο (1836) στο Ιάσιο. Μετέφρασε και διασκεύασε ξένα έργα. Στην ποίηση, προσέγγισε όλα τα είδη: ωδές, ελεγείες, σονέτα, ύμνους, μύθους, στοχασμούς, μπα-λάντες. Έγραψε ιστορικά διηγήματα (Dragoș, Petru Rareș, Rucsandra Doamna, κ.λπ.), που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τα διηγήματα του Costache Negruzzi. Το 1830 ήταν Σεβάσμιος μιας στοάς στο Ιάσιο και το 1866 συμμετείχε σ’εργασίες της Στοάς Steaua României – στο Ιάσιο. Μυήθηκε στον Τεκτονισμό στο Μιλάνο της Ιταλίας. Ήταν πολυσχιδής προσωπικότητα, μέντορας και εμψυχωτής της καλ-λιτεχνικής και πολιτιστικής ζωής, οργανωτής εθνικών σχολείων στη Μολδαβία, ένας από τους πρωτοπόρους της ρουμάνικης ζωγραφικής κι ο εμπνευστής της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στα μολδαβικά σχο-λεία. Ήταν γιος του ο Δημήτρης Ασάκης, που επικεντρώθηκε ως επιστήμονας στα μαθηματικά και στην τοπογραφία, και που ήταν ο συγγραφέας του πρώτου εγχειριδίου τοπογραφίας στα ρουμάνικα, κι ο άλλος γιος, Αλέξανδρος Ασάκης, ήταν λιθογράφος, εικονογράφος για τα ιστορικά διηγήματα του πατέρα του. Ο Αλέξανδρος είχε τον βαθμό συνταγματάρχη και ήταν ο πατέρας του Δρ. Γεωργίου Ασάκη. Η κόρη του Γεωργίου Ασάκη, η Ερμιόνη (Γλυκερία) Ασάκη, είχε πολλές καλλιτεχνικές/πνευματικές δεξιότητες: έπαιζε άρπα και μετέ-φραζε από τα γαλλικά. Ήταν σύζυγος του Γάλλου ιστορικού Έντ-γκαρ Κινέ. Ο Γεώργιος και η Έλενα Ασάκη είχαν και μια κόρη, την Ευφροσύνη (1832-1848), την οποία ο θλιμμένος πατέρας της θρη-νούσε στα ποιήματα του, Της κόρης μου Ευφροσύνης (1848). Ο αδελ-φός του Γεωργίου Ασάκη, Πέτρος (Πετράκης), ήταν υπασπιστής του Μιχάι Στούρτζα βόντα και προήχθη στον βαθμό του συνταγμα-τάρχη.» – Από τις Εγκυκλοπαίδειες –

     Θα μπορούσα να αντιγράψω πολλές σελίδες του πλούσιου βιο-γραφικού αυτής της προσωπικότητας, που ορισμένοι βιογράφοι τον θέλουν «Αρμένικης καταγωγής», χωρίς ωστόσο να είναι πειστικοί, και χωρίς να κομίζουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία πλην των εικασιών τους. – Θαρρώ ότι η άποψη του Α.Ν. Χάτσιου είναι η ορθή, καθότι αναφέρει πάντα σε περιπτώσεις που δεν έχει επιβεβαιωμένα στοιχεία.

     Κυρίες και κύριοι,

     Η παρούσα εισήγησή μου αφιερώνεται με σεβασμό στην μνήμη του Βλαχο-Λιβαδιώτη «Άγιου» Γιωργάκη Ολύμπιου ή Νικολάου, του μεγάλου πρωτεργάτη της Επανάστασης του 1821, ως ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης, που έδωσε το αίμα του –μαζί με τους άλλους «άγιους» του 1821– για να έχουμε Λεύτερη κι Ανεξάρτητη Πατρίδα.

     Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Δρ Γιώργης Έξαρχος

Συγγραφέας-Ερευνητής

O Γιώργης Στ. Έξαρχος είναι πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ, διδάκτορας Οικονομικών Επιστημών της ASE Βουκουρεστίου, αφυπηρετήσας καθηγητής του νυν Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδας. Ως συγγραφέας-ερευνητής έχει εκδώσει έως σήμερα περί τα 85 βιβλία. Έχει ασχοληθεί με όλα τα είδη γραπτού λόγου. Συνεργάστηκε με πολλές αθηναϊκές και επαρχιακές εφημερίδες και με λογοτεχνικά περιοδικά, και συμμετείχε στην παραγωγή εθνολογικών, οικολογικών, μουσικών κ.ά. εκπομπών ως συνεργάτης στα Προγράμματα της Κρατικής Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ. Επιμε-λήθηκε κι έγραψε σενάρια για ντοκιμαντέρ. Το μυθιστόρημά του Σελάνα κυκλο-φορεί και στα τουρκικά. Το 2022 υπήρξε ένας εκ των δύο υποψηφίων της Βραχείας Λίστας Κρατικών Βραβείων του Υπουργείου Πολιτισμού, στην Κατηγορία Από-δοσης Έργου της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας στα Νέα Ελληνικά, για την μετάφραση του έργου Νεφέλαι του Αριστοφάνη, Ερωδιός, Θεσ/κη 2021. Αν  και «πολίτης του κόσμου», κατοικοεδρεύει στην Θεσσαλονίκη, εδώ και αρκετά έτη.

banner-article

Ροη ειδήσεων