Αντώνης Καφετζόπουλος, ο “Νεύτων” του ελληνικού θεάτρου / συνέντευξη στον Άρη Ορφανίδη
Οπαδός του επιστημονικού ορθολογισμού, ανατρεπτικός και απρόβλεπτος στις απαντήσεις και αντιδράσεις του, διαθέτει τη γοητεία της αντίφασης: Μικρός ήθελε να γίνει ροκάς, μετά σκηνοθέτης τελικώς έγινε ηθοποιός. Λάτρης της επιστήμης και θαυμαστής των επιτευγμάτων της δε χάνει ευκαιρία να την εκθειάζει ως το πιο βαρύνον κατόρθωμα του ανθρώπου που άλλαξε τον ρου της ιστορίας. Εμφορείται από αναρχικά στοιχεία αλλά πιστεύει στην οικολογική δημοκρατία και παρότι άθεος ασπάζεται μία και μοναδική θρησκεία: την ΑΕΚ.
………………
Συνέντευξη στον Άρη Ορφανίδη για τη faretra.info
Πού γεννηθήκατε, πού μεγαλώσατε και ποιες αναμνήσεις κουβαλάτε από την παιδική ηλικία και τα νεανικά χρόνια σας; Πώς φάνταζε η Κωνσταντινούπολη στα μάτια του μικρού Αντώνη; Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα;
Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη και ήρθαμε στην Αθήνα στα δεκατέσσερά μου χρόνια. Έχω πολλές αναμνήσεις. Πήγαινα σε μειονοτικό σχολείο στην Πόλη, έκανα δύο γλώσσες, ελληνικά και τούρκικα. Όσο υπήρχαν συγγενείς επέστρεφα τα καλοκαίρια, ως επισκέπτης, τουρίστας.
Για μένα δεν ήταν ούτε δύσκολο ούτε βαρύ που φύγαμε από την Πόλη γιατί ήμουν στην ηλικία που ήθελα να πάω προς την Δύση, στις ελευθερίες. Γιατί κακά τα ψέμματα, η κοινωνία της Κωνσταντινούπολης και η κοινότητα, αλλά και η ευρύτερη τουρκική, ήταν περιοριστική. Ήθελα να πάω κι εγώ προς τους χίπηδες. Το έβλεπα με χαρά ότι θα πάω στην Ελλάδα.
Αλλά για την οικογένειά μου ήταν καταστροφικό, διαλυτικό. Ήρθαμε στην Αθήνα, μείναμε σε μια γκαρσονιέρα, κοιμόμουν σε ράντζο για δύο χρόνια. Οι γονείς μου, ταπεινής καταγωγής και ταπεινών εισοδημάτων, κατάλαβαν ότι εδώ θα κάνουν ένα νέο ξεκίνημα. Αλλά πνευματικά τους πείραξε πάρα πολύ. Είχαν ένα επίπεδο κουλτούρας που δεν υπήρχε στην Αθήνα όταν ήρθαν, το οποίο τους στεναχωρούσε. Και δεν εννοώ ότι πήγαιναν στα θέατρα και τις όπερες. Απλώς μιλούσαν τέσσερις γλώσσες –ελληνικά, τουρκικά, γαλλικά, και λίγα αγγλικά. Εγκατασταθήκαμε στα Πατήσια, κοντά στην πλατεία Κολιάτσου.
Εγώ προσαρμόστηκα πολύ γρήγορα. Μου έκαναν πλάκα στο σχολείο για την προφορά μου, όχι τόσο τα παιδιά και προς τιμήν τους, αλλά οι καθηγητές μου στην Α΄ Γυμνασίου, κι έτσι την απέβαλα μέσα σε έξι μήνες. Και μίλησα αθηναίικα. Τα τουρκικά φυσικά και τα θυμάμαι, κι ας μην τα μιλάω πολύ άνετα. Θυμάμαι στα 16-17 μου με έπαιρνε ένας μεταφραστής υποτίτλων ταινιών -ήταν τότε της μόδας οι τούρκικες ταινίες- τον βοηθούσα στις μεταφράσεις και μου έδινε χαρτζιλίκι.
Ήταν εποχή διάλυσης. Όλοι οι φίλοι μου έφευγαν. Ήταν μια γενική κατάσταση. Αφήσαμε πολύ λιγότερους πίσω. Υπήρχε ρεύμα φυγής. Κάποιους τους έδιωχναν σε 24 ώρες κι αυτοί ήταν οι μη Τούρκοι υπήκοοι. Η δική μου οικογένεια ήταν Τούρκοι υπήκοοι. Πήρα ελληνική υπηκοότητα το 1990. Δεν μας έδιναν εδώ. Φαντάζομαι το Υπουργείο Εξωτερικών ήθελε να συντηρεί την ιδέα πως υπάρχει μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη. Ανανέωνα κάθε χρόνο με δύο χρόνια κι είχαμε ένα χάρτινο μπλε πράγμα κι όχι την πλαστική ταυτότητα που είχατε εσείς, το οποίο ήταν άδεια παραμονής αλλοδαπού.
Δεν ένιωσα ξένος εδώ. Με ενοχλούσε μόνο γιατί δεν είχα διαβατήριο για να ταξιδέψω. Ο πατέρας μου δεν προσαρμόστηκε ποτέ. Άλλη νοοτροπία κι άλλο το πνεύμα του εμπορίου. Ήταν υπάλληλος εκεί σε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων κι όταν ήρθε εδώ έκανε δουλειές του ποδαριού.
Πότε και πώς μπήκε η υποκριτική στη ζωή σας;
Πολύ αργότερα από την πρώτη φορά που ανέβηκα στη σκηνή. Ήδη είχα κάνει τρεις ταινίες, δυο σειρές και παίξει αρκετά χρόνια στο θέατρο, όταν τελικά αποφάσισα ότι αυτό που ήθελα να κάνω είναι απλώς να παίζω.
Πιτσιρικάς ήθελα να γίνω τραγουδιστής, ροκάς. Έπαιζα κιθάρα. Μετά, άρχισα να βλέπω πολλές ταινίες, πήγαινα πέντε-έξι φορές την εβδομάδα σινεμά. Ήταν μια πολύ ζωντανή εποχή τότε, που περιμέναμε να βγει η καινούργια ταινία του Μπέργκμαν, του Φελίνι, αγγλικές ταινίες με ιστορίες που αφορούσαν τους νέους κλπ. Θυμάμαι, είχα δει μια ταινία του Όρσον Γουέλς, τους “Υπέροχους Άμπερσονς” και είπα πως αυτό θέλω να γίνω, σαν αυτόν τον σκηνοθέτη. Δεν ήξερα τότε ότι ο Όρσον Γουέλς είναι ο Όρσον Γουέλς. Μου άρεσε αυτό το σινεμά, αυτό το ύφος, αυτό το στυλ. Θέατρο πήγαινα πολύ λίγο. Έχω δει μερικές πολύ ωραίες παραστάσεις στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Ομολογώ όμως ότι τώρα το επίπεδο έχει ανέβει. Έβλεπες πολύ θεατρίλα τότε. Στο Υπόγειο όμως είχε έναν περίεργο ρεαλισμό με στοιχεία εσωτερικού βάθους. Αυτό είναι πια πολύ πιο διαδεδομένο σήμερα.
Είχα δει την Παξινού στο “Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα”. Καταλάβαινα ότι αυτή η γυναίκα έχει μια ενέργεια, μια δύναμη, ότι εκφράζει πολύ καλά το κείμενο, ότι ξέρει τι λέει. Αλλά από την άλλη, ο τρόπος της με σόκαρε επειδή ήμουν συνηθισμένος από τις ερμηνείες του σινεμά. Όταν, μετά, την είδα στις ταινίες, κατάλαβα ότι μπορεί να παίζει όπως θέλει.
Είχα στο μυαλό μου να σπουδάσω σινεμά και πήγα ως παρατηρητής-επισκέπτης στο κινηματογραφικό τμήμα της Σχολής Σταυράκου. Δεν μου άρεσε το κλίμα όμως, ήταν πολύ θεωρητικό και είπα να το προσεγγίσω από την πλευρά του ηθοποιού. Γιατί είχα στο νου μου τον Όρσον Γουέλς, που ήταν και ηθοποιός αλλά δεν είχα όνειρο να γίνω ηθοποιός ως τότε. Τελείωσα το θεατρικό τμήμα της Σχολής, που ενδιαμέσως αποσχίστηκε από του Σταυράκου και το ανέλαβε η Ευγενία Χατζίκου, η διευθύντριά του.
Η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά ήταν με την Έλλη Λαμπέτη. Πριν είχα δουλέψει λίγο στο Ανοιχτό Θέατρο του Γιώργου Μιχαηλίδη. Είχα μια σχέση τότε με μια ηθοποιό του Θεάτρου Τέχνης και ο Μιχαηλίδης με προσέλαβε για ταμείο και φώτα. Μόλις έκλεινα το ταμείο ανέβαινα στο ηλεκτρολογείο να φωτίσω την παράσταση. Μια μέρα ήρθαν η Σοφία Σπυράτου και ο Γιώργος Μιχαηλίδης και μου είπαν ότι έφυγε ένας ηθοποιός και ότι “έχουμε παράσταση σε δέκα λεπτά… και κατέβα”. Και κατέβηκα… Δεν ήταν τίποτα, αλλά μου άρεσε η εμπειρία. Φαίνεται όμως ότι κάτι είδαν σε μένα, και η Σπυράτου μου πρότεινε να πάω σε σχολή. Μετά, μαθητής στην σχολή πια, έπαιξα και σε μια παράσταση του Μιχαηλίδη. Ήταν ένα δικό του έργο, “Η δίκη των έξι”, με τον Σοφοκλή Πέππα, τον Λευτέρη Βογιατζή, την Μαρίκα Τζιραλίδου, τον Τάσο Υφάντη, τη Σοφία Σπυράτου.
Στην Λαμπέτη πήγα με κάτι σαν οντισιόν γιατί με εξαπάτησε λίγο η Όλια Λαζαρίδου. Ήταν φίλη με τον Γιάννη τον Διαμαντόπουλο που ήταν βοηθός του σκηνοθέτη Μάουρο Μπολονίνι που ανέβαζε την “Φιλουμένα Μαρτουράνο”. Μου μιλούσε για την παράσταση η Όλια, έπαιζε κι εκείνη και η Κατερίνα Γώγου και μου έλεγε συνέχεια να πάω. Ο Μπολονίνι ήταν του σινεμά και η Λαμπέτη μου άρεσε πολύ, είχα καταγοητευθεί. Μια μέρα με πήρε η Όλια να πάμε ως την Αγίου Μελετίου. Χτυπάει ένα κουδούνι, ανοίγει ο Διαμαντόπουλος και του λέει “αυτός είναι, δες τον”. Κατάλαβα ότι ήταν οντισιόν. Με έβαλε ο Μπολονίνι να διαβάσω εφημερίδα, μια είδηση. Με ρώτησε αν μπορώ να ψαλιδίσω λίγο το μουστάκι μου, ήταν σταλινικού τύπου, για να δει πως δείχνω. Έγινα ένας από τους τρεις γιους της Φιλουμένα –οι άλλοι δύο ήταν ο Πάνος Μιχαλόπουλος και ο Σάββας Αξιώτης.
Η Λαμπέτη, πολύ ευγενής ως άνθρωπος, ήταν πολύ σκληρή και απόλυτη με την δουλειά της, δεν σήκωνε κουβέντα όταν επρόκειτο για την παράσταση. Την γνώρισα πολύ καλά την Λαμπέτη, ήμασταν αρκετά κοντά, με συμπαθούσε. Γενικά ήταν φιλική με τους ανθρώπους. Ήταν μια ωραία εμπειρία.
Tην ίδια χρονιά ήρθαν ο Διαγόρας Χρονόπουλος με τον Ηρακλή Παπαδάκη για την “Αστροφεγγιά”. Με είχαν δει στην Λαμπέτη και με φώναξαν για την σειρά αυτήν στην ΕΡΤ. Άφησα την δουλειά του ηχολήπτη και πήγα. Δεν περίμενα καθόλου την επιτυχία του σήριαλ. Νομίζω ότι ήταν εξαιρετική η διανομή και η εικονοποίηση. Μοντάζ στον αέρα έκανε ο Τάκης Γιαννόπουλος, με ωραίο ρυθμό. Το βιβλίο αναφερόταν στην εθνική ιδέα, ήταν χαμηλών τόνων, με μια υποβόσκουσα ιδεολογία. Έπαιζαν Κιμούλης, Βαλτινός, Άρης Ρέτσος αλλά και Ράνια Οικονομίδου, Αριέττα Μουτούση. Εξαιρετικός ο Σταύρος Ξενίδης, η Νέλλη Αγγελίδου.
Εμείς δεν είχαμε τηλεόραση στο σπίτι, το έβλεπα περιστασιακά. Θυμάμαι έμπαινα στο λεωφορείο, με κοιτούσαν λίγο, έλεγαν κάτι μεταξύ τους, και μου ΄λεγαν κι εμένα μια καλή κουβέντα. Ήρθε κι ένας παραγωγός μετά να μου κάνει πρόταση για περιοδεία το καλοκαίρι –ακόμα το λέει ότι του αρνήθηκα.(γελάει)
Σας ζάλισε η επιτυχία;
Ήμουν ήδη 29 χρόνων στην σειρά. Δεν ήμουν ο εικοσάχρονος που ξαφνικά τον χτύπησε η επιτυχία. Εκεί που αισθάνθηκα ότι μπήκα ακόμα πιο πολύ στα σπίτια των πάντων ήταν με “Το Μινόρε της Αυγής”. Ενώ με τον Άγγελο Γιαννούζη της “Αστροφεγγιάς” μου πήρε κανά-δυό χρόνια για να αρνηθώ όλους τους ρόλους που μου προτείναν του ρομαντικού φυματικού νέου, με τον ρεμπέτη μου πήρε πολύ παραπάνω. Ενώ άκουγα ρεμπέτικα, τα είχα ανακαλύψει λίγα χρόνια πριν από το “Μινόρε”, δεν ήμουν ο τύπος του ρεμπέτη, ούτε μου άρεσε αυτή η ζωή. Μόνο τα ακούσματα, η μουσική.
Τι εύχεστε να αλλάξει κάποια στιγμή στο Θέατρο και τι δεν θέλετε να αλλάξει ποτέ;
Θα ευχόμουν πολλά που αφορούν τα διαδικαστικά και τις κρατικές παρεμβάσεις, τα κλειστά συστήματα που καταντούν μέρος του κρατικοδίαιτου – η περίοδος του «κρατικοδίαιτου» υπήρξε ολέθρια για το ελληνικό σινεμά, ελπίζω ότι μάθαμε κατι απο εκείνον τον Αρμαγεδώνα. Από την άλλη, το θέατρο δεν θα πεθάνει ποτέ, όσο κρατάει τη μοναδικότητα του βασικού συστατικού του: τη ζωντανή ανά-Παράσταση. Δεν είναι ευχή, είναι κατάρα!
Ποια είναι η γνώμη σας για το Προεδρικό Διάταγμα 85, που έβγαλε στους δρόμους τον καλλιτεχνικό κόσμο;
Ναι, είναι ένα χρόνιο ζήτημα, που έμπαινε κάτω από χαλί συνέχεια. Για ένα διάστημα είχαμε δικαίωμα να πάμε να πιστοποιήσουμε τα πτυχία μας, μετά έληξε. Κάποιοι πρόλαβαν – όσοι ενδιαφερόντουσαν. Άνθρωποι επέλεξαν να πάνε να γίνουν ηθοποιοί χορευτές, μουσικοί κ.λ.π. Με κάποιο τρόπο εδώ υπάρχει ένα ηθικό ζήτημα κι ένα νομικό, αυτό που κάναν αυτοί οι άνθρωποι να πιστοποιηθεί και να αναγνωριστεί. Τόσο απλά. Δεν γίνεται να είναι στον αέρα. Και η Ακαδημία που ανήγγειλε η κυβέρνηση δεν θα λύσει το πρόβλημα.
Για ποιον λόγο;
Θα κάνουν εισαγωγικές και θα παίρνουν 20-50 ανθρώπους. Δεν είναι αυτό το κλίμα του ελληνικού θεάτρου. Το κλίμα είναι ότι υπάρχουν δεκάδες σχολές, εκ των οποίων μερικές αξιολογούνται, και ως εκ τούτου είναι αξιόλογες, γιατί προσέχουν τον εαυτό τους, και υπάρχουν και μερικές άλλες δραματικές σχολές που είναι για τα μπάζα. Κι αυτό το πράγμα είναι αρρύθμιστο. Αλλά αυτές οι σχολές βγάζουν τους ηθοποιούς στην Ελλάδα. Δεν είναι η σχολή του Εθνικού Θεάτρου, που βγάζει μια μειοψηφία. Επομένως, υπάρχει μια βαθιά παθογένεια στον χώρο της θεατρικής εκπαίδευσης. Πρόσεξε, δεν λέω να μη γίνει μια Ακαδημία. Οφείλει να κάνει η κυβέρνηση Ακαδημία. Υπάρχει όμως ένας γόρδιος δεσμός εδώ. Αυτό που οφείλει να κάνει το Κράτος είναι να καταργήσει τον περιορισμό που υπάρχει στο άρθρο 16 για τη μη ύπαρξη ανώτερων μη κρατικών σπουδών. Όταν τακτοποιηθεί αυτό, τα υπόλοιπα είναι θέματα που ρυθμίζονται. Με το υπάρχον πλαίσιο, εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να διδάξω σε μια τριτοβάθμια σχολή γιατί δεν είμαι πτυχιούχος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Και αυτό είναι ηθικό ζήτημα. Δεν είναι άδικο. Είναι ανήθικο. Γιατί εγώ θεωρώ τον εαυτό μου άξιο να διδάξει νέους ηθοποιούς. Αλλά το βασικό πρόβλημα που πιέζει σήμερα είναι ότι οι σχολές είναι αδιαβάθμητες. Το Κράτος, με το άρθρο 16, οφείλει να προστατεύει τη γνώση, να δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες του να αυτοβελτιωθούν. Αλλά αυτές τις σχολές θεάτρου, χορού, μουσικών σπουδών, δεν τις έχει κατατάξει πουθενά! Αυτό πρέπει προηγουμένως να λυθεί.
Αυτό γιατί δεν το λύνει μια κι έξω η κυβέρνηση;
Γιατί είναι όλοι εγκλωβισμένοι σε μια ιδεοληπτική στάση «ή όλα ή τίποτα». Θα ιδρύσουν και Ακαδημία, τελικά. Την οποία θα την καταλάβει το πανεπιστημιακό κατεστημένο. Εδώ είμαι κι εδώ είσαι και στο περιγράφω! Δηλαδή, κάποιος φιλόλογος θα είναι ο πρύτανης κι ο κοσμήτωρ της Ακαδημίας Θεάτρου. Στο μεταξύ, όλες οι καταλήψεις στις σχολές και το Εθνικό Θέατρο θα κρατάνε μέχρι να τις εγκαταλείψουν τα κόμματα.
Δεν ήταν αυθόρμητη αντίδραση των σπουδαστών; Είναι υποκινούμενη από τα κόμματα;
Όχι, ήταν μια κίνηση που ξεκίνησε από τα κάτω, από τους σπουδαστές, από τους καλλιτέχνες, γιατί δεν είναι μόνο οι ηθοποιοί, είναι και οι χορευτές κ.λπ. Αιχμή του δόρατος είναι οι σπουδαστές, οι οποίοι μέχρι ενός σημείου είχαν την υποστήριξη των κομμάτων. Όταν τραβήξουν το χαλί τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, τα παιδιά θα γυρίσουνε ταπεινωμένα πίσω. Αυτό είναι κάτι που το κάνουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης επαγγελματικά εδώ και δεκαετίες. Τα ελληνικά κόμματα -και όχι μόνο- έχουν αναπτύξει συνείδηση συμμορίας. Ομερτά, και να είναι καλά η φαμίλια! Όποιος συγκρουστεί με αυτές τις υπαρξιακές βασικές αρχές τους -με αυτές υπάρχουν- θα φάει πόρτα.
Έχετε διδάξει σε σχολές;
Όχι. Πήγα σε μια σχολή να διδάξω. Μου είπαν «θα σε βάλω και στα 5 τμήματα από μια ώρα, όλη τη βδομάδα, γιατί πρέπει να σε δούνε όλα τα παιδιά, τόσα λεφτά δίνουνε». Και είπα «ευχαριστώ πολύ» κι έφυγα. Δεν δίδαξα ποτέ. Έχω κάνει μόνο περιορισμένου αριθμού σεμινάρια.
Έχει συμβεί να βρεθείτε σε κάποια συνεργασία και να νιώσετε ότι δυσφορείτε;
Βέβαια, είναι κάτι το οποίο συμβαίνει όλα αυτά τα χρόνια. Συνέβαινε και θα συμβαίνει. Υπάρχουν φορές που δεν ταιριάζεις με τους ανθρώπους, κάποιες φορές φταίνε όλοι, άλλες φορές κάποιος ή κάτι, αλλά είναι κάτι συνηθισμένο.
Πώς αντιμετωπίζετε αυτές τις περιπτώσεις;
Συνήθως σαν Βούδας, αλλά τσακώνομαι κιόλας καμιά φορά. Υπάρχουν φορές που υποφέρεις από μία δουλειά, δεν είναι το μέσο που αγιάζει τα πράγματα, είναι ο συνδυασμός πραγμάτων: τι ακριβώς κάνεις, με ποιους το κάνεις, γιατί το κάνεις. Ας πούμε έχουν υπάρξει ταινίες, οι οποίες θεωρούνται ελίτ σε σχέση με την τηλεόραση, που υπέφερα πραγματικά γιατί ήταν όλα ψεύτικα και ανόητα.
Ποια είναι η πιο επαναστατική πράξη που έχετε κάνει στη ζωή σας;
Καμία, σου φαίνομαι για επαναστάτης;(γελάει)
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Τα γνωστά: ο θάνατος, η απώλεια, το μέλλον της ανθρωπότητας.
Είστε φανατικός φίλος της επιστήμης, παρουσιάσατε την εξαιρετική εκπομπή “Εύρηκα” ενώ συμμετείχατε στην κριτική επιτροπή του διαγωνισμού Famelab για την ανάδειξη ταλέντων στην επικοινωνία της επιστήμης. Από που πηγάζει αυτή η ιδιαίτερη αγάπη σας για τις επιστήμες;
Από την απεριόριστη αγάπη προς τον ορθολογισμό. Η επιστήμη κάνει καλό στις κοινωνίες και βοηθάει τα άτομα να έχουν αυτογνωσία. Η επιστήμη είναι συναρπαστική και αποκαλύπτει νέες διαστάσεις και επίπεδα ομορφιάς.
Έχετε πρωταγωνιστήσει στην επίκαιρη ταινία “Ακαδημία Πλάτωνος” που θίγει το θέμα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού αναδεικνύοντας τη λυτρωτική σημασία της αποδοχής του Άλλου για την αποδοχή εν τέλει του Εαυτού μας. Στις μέρες μας με την έξαρση των μεταναστευτικών ροών ανακινείται πάλι το ζήτημα. Πόσο δύσκολο είναι αυτό; Τι μας φοβίζει και αδυνατούμε να αποδεχθούμε το διαφορετικό;
Δεν είναι περίεργο που έχουμε ενστικτώδη φόβο απέναντι στο «ξένο» και το διαφορετικό καθώς είμαστε απόγονοι φυλετικών κοινωνιών. Αλλά τα ένστικτα δεν ειναι ο σωστός δρόμος. Υπάρχει πάνω απ΄ ολα η ικανότητα μας να σκεφτόμαστε ορθολογιστικά και να σχολιάζουμε την ανθρώπινη ιδιότητα. Η δημοκρατία και τα δικαιώματα δε γεννήθηκαν ενστικτωδώς, είναι προϊόντα ώριμης σκέψης και τέκνα της ανάγκης.
Θεωρείτε τη δημοκρατία τη σπουδαιότερη επινόηση του ανθρώπου. Αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι δημοκρατία; Είναι υπερβολικοί όσοι θεωρούν πως ζούμε μια επίφασή της;
Η δημοκρατία είναι και θα είναι πάντα ατελής. Έτσι είναι η φύση της. Για παράδειγμα στην αρχαία Αθήνα, όταν επινοήθηκε, εξαιρούσε τις γυναίκες και τους πολυπληθείς δούλους. Αυτή γέννησε και γεννά συνεχώς τα δικαιώματα. Θα είναι πάντα θανάσιμη η μάχη ανάμεσα σε ιδέες και δυνάμεις που επιδιώκουν τη διεύρυνσή της και αυτές που θέλουν να την περιορίσουν – κάποιες που επιδιώκουν μάλιστα τον εκμηδενισμό της. Η γενιά μου, που βίωσε χούντα, θα ήταν αδιανόητο να πει πως σήμερα δεν έχουμε δημοκρατία.
Με αφορμή την ταινία του Φίλιππου Τσίτου “Άδικος κόσμος” με την οποία κερδίσατε το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν- είναι δυνατόν να υπάρξει δικαιοσύνη μέσα στον γεμάτο ατομισμό, υστεροβουλία και υποκρισία, άδικο κόσμο που μας περιβάλλει;
Φυσικά και είναι. Απλώς δεν είναι αυτόματη διαδικασία. Ούτε στατική. Κάθε μέρα και ώρα πρέπει να αγωνίζεται κανείς -κατ’ αρχην ατομικά- για να διατηρεί τη δικαιοσύνη ενάντια στη φθορά και την οπισθοδρόμηση. Δε συμφωνώ καθόλου με το τσουβάλιασμα. Ο ατομισμός είναι το ένα απο τα δύο βασικά συστατικά της ανθρώπινης ιδιότητας. Το άλλο είναι η κοινωνικότητα. Βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση στον καθένα και την καθεμία από μας. Κανείς δεν μπορεί να πετύχει σε ερημονήσι μόνος. Αυτή η αντίφαση γέννησε τους κοινωνικούς κανόνες, που έφεραν τους νόμους και εν τέλει τη δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα. Σήμερα έχουμε κάνει μεγάλη πρόοδο εντάσσοντας τα δικαιώματα στη δημοκρατία.
Ποια στοιχεία καθιστούν έναν ηθοποιό σπουδαίο; Ποιους θεωρείτε σπουδαίους και ποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του καθενός ξεχωρίζετε;
Η προσωπική μου φιλοσοφία απαιτεί από τους ηθοποιούς να μην «παίζουν». Προσπαθώ να εξαπατήσω το κοινό να πιστέψει, έστω και για λίγο, ότι το πρόσωπο που βλέπει να «υποκρίνομαι» είναι πραγματικό. Σε ένα παράλληλο, ίσως, σύμπαν αλλά πραγματικό.
Η “Αστροφεγγιά” ήταν μια τηλεοπτική σειρά-σταθμός, μεταξύ άλλων και διότι εμφάνισε μια γενιά νέων ηθοποιών που αποτίναξαν τον παλιό βέκκιο τρόπο παιξίματος. Πώς έγινε αυτό; Σε τι συνίσταται η νέα υποκριτική προσέγγιση;
Στον κινηματογράφο που βλέπαμε με μανία και στη διάθεσή μας να δώσουμε μια νέα πνοή στα πράγματα και ίσως να διαφοροποιηθούμε απ΄τους παλιούς. Ήμασταν αυτοδίδακτοι.
Είχατε την τύχη να πρωτοπαίξετε στον κινηματογράφο στην ταινία “Παραγγελιά”, ενσαρκώνοντας τον αδερφό του Νίκου Κοεμτζή. Τι έχετε να θυμάστε από την ατμόσφαιρα εκείνης της περιόδου;
Την Κατερίνα Γώγου.
Ο “Ακάλυπτος” αντιπροσωπεύει τον χαρακτηριολογικό τύπο του απατεώνα “αεριτζή”, που παρασιτεί εις βάρος των άλλων, που απατά συνεχώς τη γυναίκα του, την οποία ζηλεύει παθολογικά και αναίτια αλλά ταυτόχρονα διαθέτει μια καθηλωτική λαϊκή θυμοσοφία και ένα χιούμορ που τον καθιστά συμπαθή και του δίνει σχεδόν το ακαταλόγιστο στη συνείδηση του κοινού. Πώς το καταφέρατε αυτό; Ποιες ομοιότητες διακρίνετε με τον Νεοέλληνα εκείνης της εποχής ή της σημερινής;
Βαθυστόχαστη ανάλυση αλλά θεωρώ ότι τα πράγματα είναι πιο απλά. Ο «Ακάλυπτος» είναι πρόσωπο της κωμωδίας. Δεν είναι αντιπροσωπευτικός. Είναι παιδί μιας εποχής αλλά ταυτόχρονα αιώνιος. Κάτι σαν τον Καραγκιόζη.
Πιστεύετε ότι υπήρχαν θετικές συνέπειες από τον εγκλεισμό λόγω της πανδημίας σε προσωπικό ή κοινωνικό επίπεδο; Τι αποκομίσατε;
Θετικό είναι ότι κουτσά-στραβά η ανθρωπότητα τη γλίτωσε σχετικά φτηνά. Ότι έγινε ενα άλμα στη φιλοσοφία και την τεχνολογία παραγωγής εμβολίων. Ο εγκλεισμός ηταν αρνητικός αλλα πρέπει να δεχθούμε οτι περιόρισε κάπως τις καταστροφές τύπου Μπέργκαμο. Νομίζω οτι θα θυμόμαστε αυτή την πανδημία για χρόνια. Ευτυχώς πολλοί επιστήμονες, πολλών κλάδων, ασχολούνται και θα ασχολούνται και τα συμπεράσματα θα είναι πρωτοφανή. Οφείλω να σημειώσω οτι ο επιθετικός πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία μετέθεσε κάπως την προσοχή μας – πώς θα γινόταν αλλιώς; – αλλά η πανδημία και κυρίως οι μακρόχρονες συνέπειες της δεν έχουν τελειώσει.
“Δεν έχω καταφέρει να συζητήσω σοβαρά με κανέναν πολιτικό παρά μόνο στο ασανσέρ φεύγοντας” έχετε πει. Σχολιάστε μου την κατάπτωση των πολιτικών που νοιάζονται μόνο για το πολιτικό κόστος;
Προφανώς δε φταίνε οι άνθρωποι. Είναι που η δημοκρατία χρειάζεται μια γερή αναβάθμιση. Το λένε όλοι σε κατ΄ιδίαν συζητήσεις και κανένας δεν τολμά να το πει δημόσια. Σήμερα, υποχρεώνει ακόμα και τους έντιμους, να σκέφτονται με ορίζοντα την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, είναι ένα περιβάλλον το οποίο ο οπορτουνιστής βρίσκει παραδεισένιο. Έχει δημιουργήσει πολιτικά κόμματα με χαρακτηριστικά συμμοριών της μαφίας: Ομερτά-αποφυγή ευθυνών-κυριαρχία. Μια καλή και γενναία αρχή θα ήταν να αναδεικνύουμε σε όλες τις αιρετές θέσεις ένα 20% κληρωτών. Ειδικά στην Ελλάδα θα πρέπει να περιοριστούν δραστικά οι υπερεξουσίες του πρωθυπουργού και να κοπεί οριστικά η επικυριαρχία της κυβέρνησης στη δημόσια διοίκηση και η επιρροή στη Δικαιοσύνη.
“Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά” είχε πει ο Οδυσσέας Ελύτης. Αρκούν αυτοί οι λίγοι πεισματάρηδες για να γίνει ο κόσμος καλύτερος;
Και βέβαια όχι. Νομίζω ότι ο ο ποιητής το εννοούσε ως απαραίτητη μίνιμουμ συνθήκη, ως μια καλή μαγιά.
Αν η ζωή ήταν ταινία ή θεατρικό έργο ποιον τίτλο θα της δίνατε;
«Εγωισμός».
Πρόσφατα εγκαινιάστηκε το καινούργιο γήπεδο της ομάδας μας. Τι σηματοδοτεί αυτό για την ΑΕΚ;
Πολλά, αλλά θα αρκεστώ στο εξής: Είμαστε πρωταθλητές και τα αποτελέσματα μιλούν μόνα τους!
===================================
Αγαπημένα
Βιβλίο: «Σολάρις», Στάνισλαβ Λεμ
Tαινία: «Οι καμπάνες του μεσονυκτίου», Όρσον Γουέλς
Συγγραφέας: Κουρτ Βόνεγκατ
Ηθοποιός: Έλλη Λαμπέτη
Σκηνοθέτης: Όρσον Γουέλς/Φεντερίκο Φελίνι
Φιλόσοφος: Ένας επιστήμονας: Κάρολος Δαρβίνος
…………………………………………………