Αφιέρωμα στο Έπος του ’40 / Το Ξυπόλυτο Τάγμα: “Για τα παιδιά που βρέθηκαν στους δρόμους, ανέστια, ρακένδυτα, ανυπόδητα”
Η ιστορία του Ξυπόλυτου Τάγματος της Κατοχής, ελάχιστα ερευνημένη και μελετημένη, είναι μια αφορμή να σκεφτούμε πάνω στο τραύμα των παιδιών, τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη στον σύγχρονο κόσμο.
Ένα σπάνιο παράδειγμα αυτοοργάνωσης
«Ξυπόλυτο Τάγμα» ήταν το όνομα μιας ομάδας περίπου 160 παιδιών, εφήβων και νέων (αγοριών), 6 έως 26 χρονών, που τον Απρίλιο του 1941 εκδιώχθηκαν από το Παπάφειο ίδρυμα της κατοχικής Θεσσαλονίκης, ίσως και από άλλα ορφανοτροφεία, γιατί επιτάχθηκαν τα κτίρια από τους Ναζί.
Τα παιδιά βρέθηκαν στους δρόμους, ανέστια, ρακένδυτα, ανυπόδητα. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τα έκαμε να ανασυνταχθούν και να οργανωθούν σε μια ηρωική «συμμορία»· ήδη αυτό το ένστικτο τα καθοδηγούσε στη ζωή τους, με επιτυχία, αφού είχαν επιβιώσει μετά από μεγάλες απώλειες και μες στις κάθε λογής τραυματικές συνθήκες του ιδρύματος. Η ομάδα τους αποτελεί ένα σπάνιο παράδειγμα προσαρμογής και αυτοοργάνωσης παιδιών και εφήβων όταν απουσιάζει η λειτουργία της οικογένειας, και συνιστά πράξη Αντίστασης. Από τις ελάχιστες μαρτυρίες και ιστορικές καταγραφές που διαθέτουμε, γνωρίζουμε ότι τα παιδιά βρήκαν καταφύγιο στα ερείπια του βομβαρδισμένου 424 Στρατιωτικού Νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης και ότι έδρασαν κυρίως στην Άνω Πόλη.
Ήταν παιδιά ορφανά, πεντάρφανα, ή ζωνταρφανά, από τα χιλιάδες που υπήρχαν τότε στην Ελλάδα. Έκθετα της βρεφοδόχου, ορφανά του πολέμου της Αλβανίας, παιδιά πάμπτωχων γονέων ή με όποιαν άλλη στον ήλιο μοίρα τούς είχε ορίσει ο καιρός τους. Για πολλά από αυτά, η ομαδική ζωή ήταν η μόνη μορφή ζωής που είχαν γνωρίσει. Κι έγιναν σαλταδόροι, όπως πολλοί συνομήλικοί τους «μάγκες» τον ίδιο καιρό, σε άλλες πόλεις, κυρίως στην Αθήνα. Φρόντιζαν να μαθαίνουν τις κινήσεις των Γερμανών, σάλταραν στα καμιόνια τους και άρπαζαν τρόφιμα (κουραμάνες) και διάφορα υλικά. Το ίδιο έκαναν και σε αποθήκες όπου έκρυβαν αγαθά οι μαυραγορίτες και οι δωσίλογοι. Προέβαιναν στο παράπτωμα της κλοπής, σε μια περίοδο κατά την οποία η νομιμότητα και οι ηθικές αξίες εν γένει είχαν πάρει άλλες μορφές και διαστάσεις. Με τις δράσεις τους αυτές, τα παιδιά όχι μόνο αυτοσυντηρούνταν, αλλά και με αλτρουισμό μοίραζαν σαν άλλοι Ρομπέν των Δασών τα λάφυρά τους σε συνανθρώπους τους που λιμοκτονούσαν, στις γύρω περιοχές. Πολεμούσαν με πείσμα τον φόβο και τον θάνατο.
Όπως γίνεται με τους θρύλους, από στόμα σε στόμα πέρασε ότι το Ξυπόλυτο Τάγμα έκανε Αντίσταση με διάφορους τρόπους, ότι βοηθούσαν στη φυγάδευση στη Μέση Ανατολή Ελλήνων και συμμάχων. Λέγεται ακόμη ότι κάποια από τα παιδιά αυτά βρέθηκαν αργότερα στην οργανωμένη Αντίσταση. Μετά το τέλος του πολέμου, αρκετά φαίνεται να επέστρεψαν στο Παπάφειο, όπου έμαθαν διάφορες τέχνες και συνέχισαν το καθένα τη δική του ζωή. Εκείνο όμως που δεν λέγεται συχνά είναι ότι κάποια από τα παιδιά εκτελέστηκαν από τους Ναζί, επί τόπου. Ποια να ήταν και πόσα, δεν θα μάθουμε μάλλον ποτέ. Οι μικροί ήρωες μένουν ανώνυμοι, ριγμένοι, μαζί με πλήθος άλλων ανθρώπων, στη χοάνη της Ιστορίας.
Ξυπόλυτο Τάγμα: όνομα και πράγμα
Πώς πήραν το όνομα «Ξυπόλυτο Τάγμα»; Δεν γνωρίζουμε ακριβώς. Μάλλον είναι το όνομα που τους έδωσε ο λαός. Άλλωστε, η ύπαρξη του Τάγματος ήταν κοινό μυστικό στους Έλληνες και σιγά σιγά έγινε γνωστό και στους Γερμανούς. Το όνομα αναδύθηκε από το συλλογικό ασυνείδητο, από τις εικόνες, τις μνήμες, τις φαντασιώσεις, τα σύμβολα των Ελλήνων, του ανθρώπου εν γένει. Με το σημαίνον (τη φράση «Ξυπόλυτο Τάγμα»), τα χαμένα παιδιά των πέντε δρόμων εισήχθησαν στη συμβολική τάξη, εγγράφηκαν σε αυτήν. Ήταν παιδιά που είχαν βιώσει σοβαρές απώλειες πριν ή και μετά την εισαγωγή τους στο ίδρυμα. Και, συνήθως, οι σοβαρές απώλειες που συμβαίνουν στα πρώτα χρόνια της ζωής αφήνουν κενά, «τρύπες» στον ψυχισμό των παιδιών και δεν τους επιτρέπουν να συμβολοποιήσουν τις εμπειρίες τους.
Η ονομασία τους, λοιπόν, θα είχε μιαν αναπόδραστη συνέχεια: τα παιδιά θα υποτάσσονταν στη συμβολική τάξη και δεν θα μπορούσαν παρά να είναι μέλη της συλλογικότητας με αυτό το όνομα. Ο πόλεμος και ο χαμός της ιδρυματικής στέγης είχαν έρθει να προστεθούν ως δύο ακόμη δραματικές απώλειες στο επιβαρυμένο ιστορικό τους. Θα μπορούσαν να είχαν οδηγηθεί σε ψυχοσωματική κατάρρευση, μαρασμό, θάνατο. Αντ’ αυτού, τα ίδια και ο περίγυρός τους, στον οποίο βρέθηκαν ριγμένα ξαφνικά, συν-δημιούργησαν ένα σημαίνον που έγινε η ταυτότητά τους. Ταυτότητα διυποκειμενική ως προς την προέλευση και ως προς το νόημά της. Με αυτήν, τα παιδιά αντάλλαξαν την όποια αλλοτρίωση τούς προκάλεσε η υποταγή τους σε ένα όνομα, με ένα κέρδος: να γίνουν ή να παραμείνουν ζωντανά και δρώντα υποκείμενα, μέλη μιας συλλογικότητας.
«Ξυπόλυτο». Γιατί φυσικά τα παιδιά ήταν κατά κυριολεξία ξυπόλυτα, πάμπτωχα και απροστάτευτα, με τα κορμιά τους βρόμικα και εκτεθειμένα στις κακουχίες. Για να σταθούν όρθια, δεν είχαν τίποτε άλλο παρά τα δυο γυμνά πόδια τους. Μ’ αυτά βάδιζαν, σαν τα ξυπόλυτα και ρακένδυτα παιδιά των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, στ’ αγκάθια ή στα κάρβουνα, στους χιονισμένους και στους πυρακτωμένους δρόμους. Έπρεπε να είναι παντός καιρού. «Τὸν δὲ ἄνθρωπον γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ ἄστρωτον καὶ ἄοπλον», λέει ο Πρωταγόρας του Πλάτωνα για την ανήμπορη φύση μας από την αρχή της ζωής μας, από όπου όμως πηγάζει πλήθος δυνάμεων. Τα πέλματα των παιδιών σκίζονταν και μάτωναν, ενώ την ίδια στιγμή γίνονταν πιο σκληρά και ανθεκτικά.
Τα ξυπόλυτα παιδιά γύρισαν μέσα-έξω τη ντροπή για τη γύμνια τους και αντέδρασαν με το αντίθετο: Ήταν αυτή, η γύμνια, που ένωνε τα μέλη της νεανικής αδελφότητας και τα διέκρινε από όσους ήταν εκτός. Ένα σήμα κατατεθέν, που τα έκανε αναγνωρίσιμα, ίσως και υπερήφανα επειδή το κατείχαν. Άλλωστε, πολλές μεγάλες μορφές (Σωκράτης, Χριστός, Γκάντι…) βάδισαν τη ζωή τους με τρόπο ανυπόδητο, ασκητικό, ακέραιο. Η γείωση, η ταχύτητα, η ελευθερία που προσφέρουν τα γυμνά πέλματα τέθηκαν στην υπηρεσία της επιβίωσης και της προσφοράς.
«Τάγμα». Η λέξη αυτή παραπέμπει σε στρατό και θρησκεία. Αποδίδει τη συσπείρωση των παιδιών σε μια ομάδα-μονάδα, με συγκεκριμένη, κοινή ιδεολογία, αρχές και κανόνες. Στην απρόβλεπτη, αγωνιώδη, θανατερή καθημερινότητα, η ομάδα έχει μια ζωοδότρα αποστολή: να μάχεται με θάρρος. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, μια εκδήλωση του οποίου είναι η αιώνια πάλη με την πείνα, έχει μεγαλύτερη σχέση με την εγγενή καταστροφικότητα του ανθρώπου, παρά με την ερωτική του ενόρμηση, που τον συνδέει με τον κόσμο. Γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος που πεινά και διακυβεύεται η επιβίωσή του είναι ικανός για την πιο φριχτή πράξη (π.χ. μια μάνα να τρώει το φαγητό του παιδιού της, κανιβαλισμός κ.ά.) ή έστω αποκτηνώνεται (π.χ. «Σώπα σώπα, σώπα σώπα,/ δε μου το ‘πες δε σου το ‘πα/ πάψε πάψε, πάψε πάψε/ κι ό,τι βρεις μπροστά σου χάψε…», όπως έγραφε ο Γκάτσος για τα παιδιά του πολέμου). Όταν όμως αυτά τα ξυπόλυτα παιδιά εξαπολύονταν από το λημέρι τους, ως άοπλες ομάδες κρούσης (η ισχύς εν τη ενώσει), για να αρπάξουν με τη βία, είχαν ήδη τάξει και υποτάξει τον εαυτό τους σε έναν αλληλέγγυο σκοπό: η επιβίωσή μου εξυπηρετεί τη δική σου επιβίωση, είτε είσαι μέλος της ομάδας μου, είτε είσαι ένας άνθρωπος που, όμοια με μένα, κινδυνεύει να πεθάνει αν δεν δράσω για λογαριασμό σου.
Κόντρα στην ανημπόρια, στο «ανυπόδητο» του ανθρώπου, τα παιδιά του Ξυπόλυτου Τάγματος δρούσαν σαν μικροί Προμηθείς, που μηχανεύονταν τρόπους να κλέβουν από τους ισχυρούς και προνοούσαν μη χαθεί το ανθρώπινο γένος, για να θυμηθούμε πάλι τον Πλάτωνα. Ή τον ορισμό του Έρωτα, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, που τον θέλει να είναι σκληρός, ανυπόδητος, άοικος, χαμαιπετής, άστρωτος, συγκάτοικος με την ένδεια (από την πλευρά της μητέρας του), αλλά και, ταυτόχρονα, αντρειωμένος, απόκοτος, δραστήριος, κυνηγός και πολυμήχανος (από την πλευρά του πατέρα του).
Εικάζουμε ότι στην ομάδα θα υπήρχε ιεραρχία, καταμερισμός εργασίας και μαθητεία. Τα μεγαλύτερα παιδιά θα δίδασκαν τα μικρότερα. Άλλωστε, το σχολείο φαίνεται ότι δεν ήταν μέρος της ζωής τους. Και, λόγω της διαφοράς ηλικίας των παιδιών, πιθανόν θα είχαν αναδειχθεί αρχηγοί, μορφές που επιτελούσαν την πατρική λειτουργία, εκφραστές του συλλογικού Υπερεγώ (νόμου, ηθικής συνείδησης) της ομάδας, οι οποίοι θα επέβαλαν την απαραίτητη τάξη και την πειθαρχία, αλλά και μορφές που θα επιτελούσαν τη μητρική, φροντιστική λειτουργία.
Όπως κάθε παιδί στη θέση τους, έτσι και τα παιδιά του Ξυπόλυτου Τάγματος ήταν αναπόφευκτο να κατακλύζονται από την ενόρμηση του θανάτου. Λόγω των συνεχών τραυματισμών, τα παιδιά αυτά ήταν αβοήθητα απέναντι στους εσωτερικούς εχθρούς που έχει ο άνθρωπος, δηλαδή στις πρωτόγονες αγωνίες, τα αδιανόητα και ακατονόμαστα αρχαϊκά άγχη (π.χ. άγχος κατακερματισμού, καταβροχθισμού κ.ά.), τον υπαρξιακό τρόμο, τα άγχη ευνουχισμού και ακρωτηριασμού – εχθρούς που ένα επαρκές περιβάλλον, όταν υπάρχει, μεταβολίζει, αποτοξινώνει και διευκολύνει τα παιδιά να αντιμετωπίσουν, από την αρχή της ζωής τους. Και, ακόμη, κάθε νέος τραυματισμός θα θύμιζε και θα αναζωπύρωνε προγενέστερους τραυματισμούς, εγκλωβίζοντας τα παιδιά στον καταναγκασμό της επανάληψης. Για τα παιδιά του Ξυπόλυτου Τάγματος, οι ανεξέλεγκτοι εσωτερικοί εχθροί, όπως συνήθως γίνεται στις εμπόλεμες και σε άλλες ακραίες καταστάσεις ή κρίσεις, βρήκαν μια εξωτερική, χειροπιαστή έκφραση: ο έλεγχος της πραγματικότητας τούς πληροφορεί ότι ο εχθρός είναι απέναντι, όχι εντός του ψυχικού κόσμου. Η εσωτερική πάλη εξωτερικεύεται, την ίδια στιγμή που ήδη υπάρχουν ή/και ανευρίσκονται αξιόπιστοι συνομήλικοι σύμμαχοι με κοινή μοίρα και, έτσι, η πάλη γίνεται διαχειρίσιμη. Τα παιδιά δικτυώνονται, σχεδιάζουν, εκτελούν, προφυλάσσονται (βλ. τσιλιαδόροι), υπαναχωρούν, για να ξαναεπιτεθούν. Η αντίδραση «μάχη/πάλη ή φυγή» (fight or flight) για τη διαχείριση του κινδύνου, σε όλο της το μεγαλείο!
Στην επίθεσή τους, θα μπορούσαμε να δούμε τη βία που κατ’ ανάγκην πρέπει να υιοθετήσουν τα παιδιά για να επιβιώσουν, δηλαδή τον γνωστό μηχανισμό άμυνας που λέγεται «ταύτιση με τον επιτιθέμενο». Έχοντας δεχθεί τα ίδια επιθέσεις κάθε είδους, ίσως από την αρχή της ζωής τους, με τελευταία την εκδίωξή τους από το ίδρυμα, για να αντιμετωπίσουν το άγχος της τιμωρίας και την ενοχή, ταυτίζονται ασυνείδητα με τους όποιους επιτιθέμενους και εκδηλώνουν και αυτά τον σαδισμό που χρειάζεται για να κρατηθούν στη ζωή: συνωμοτούν, υφαρπάζουν ό,τι τους στερούν, ξεγελούν, κοροϊδεύουν και ό,τι άλλο τους προσφέρει αίσθηση ελέγχου και κυριαρχίας.
Πάνω απ’ όλα όμως, τα παιδιά αυτά, με την αυτοοργάνωση, την εμπιστοσύνη, την αλληλεγγύη, τον σχεδιασμό και την πειθαρχία τους, αντιμάχονταν αυτό ακριβώς που εφάρμοζαν οι κατακτητές (και κάθε κατακτητής) για να τσακίσουν το ηθικό των θυμάτων τους, όπως πολύ εύστοχα αναλύεται σε ένα σημαντικό ελληνικό βιβλίο για την ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο: την παθητική αγχώδη αναμονή που βίωναν οι κατακτημένοι, το άγχος τους για έναν κίνδυνο που διαρκώς επίκειται, είναι άγνωστος και δεν τον ελέγχουν (δεν ξέρουν τι και από πού θα τους έρθει, περπατούν σε μια λεπτή κλωστή), την τρομοκρατία. Στις προσπάθειες για απο-ανθρωποποίηση, τα παιδιά απάντησαν με την εξανθρωπιστική δράση τους. Και, τέλος, οι εσωτερικοί και οι εξωτερικοί εχθροί αντιμετωπίστηκαν με γενναιότητα, ακόμη και τον θάνατο μπόρεσαν να κοιτάξουν κατάματα, γιατί δεν ήταν μόνα, εγκαταλελειμμένα, συντριμμένα από το άγχος και διωγμένα από την ενοχή, αλλά ανήκαν σε μια ομάδα με κοινό ιδεώδες του εγώ (ιδανικά) και οι πράξεις τους ήταν σύμφωνες με το συλλογικό υπερεγώ της, με το οποίο ταυτίζονταν. Όλοι οι ήρωες της Ιστορίας, που αποδέχθηκαν με αυταπάρνηση τον θυσιαστικό θάνατό τους, είχαν με το μέρος τους τους συντρόφους και τις ιδέες τους.
Η ταινία του Γκρεγκ Τάλας και οι μαρτυρίες
Η μνήμη του Ξυπόλυτου Τάγματος διασώθηκε κυρίως χάρη στην ομώνυμη ταινία του Ελληνοαμερικανού (με προέλευση από το Χόλυγουντ) Γκρεγκ Τάλας (Gregg Tallas, Γρηγόρη Θαλασσινού) το 1953-1954, με παραγωγό τον ομογενή Πήτερ Βουδούρη, σενάριο του ηθοποιού Νίκου Κατσιώτη, διεύθυνση φωτογραφίας του Μιχάλη Γαζιάδη και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. H ταινία εντάσσεται στο ρεύμα του νεορεαλισμού και στέκεται ισάξια δίπλα στην Ανοχύρωτη Πόλη του Rossellini και τον Κλέφτη Ποδηλάτων του De Sica, από τις οποίες και είχε επηρεαστεί. Το 1955 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο, τη «Χρυσή Δάφνη», στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Εδιμβούργου.
Το έναυσμα για την ταινία δόθηκε όταν ο Νίκος Κατσιώτης πρόσεξε και ανέφερε στον Τάλας ότι στη διάρκεια της διαδήλωσης κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον ΕΛΑΣ στις 30 Οκτωβρίου του 1944, υπήρχε μια ομάδα παιδιών και εφήβων ντυμένων με κουρέλια, που κρατούσαν ένα χαρτόνι με τις λέξεις «Ξυπόλυτο Τάγμα», γεγονός που έδειχνε την πίστη τους ότι συνέβαλαν στην αντίσταση και την απελευθέρωση. Τα παιδιά που παίζουν στην ταινία είναι κι εκείνα ορφανά παιδιά. Τα επέλεξε ο Τάλας από το Παπάφειο Ίδρυμα (Θεσσαλονίκη) και το Δημοτικό Βρεφοκομείο (Αθήνα). Βρισκόμαστε στην Ελλάδα των αρχών του ’50, μια χώρα καθημαγμένη από τον παγκόσμιο και τον εμφύλιο πόλεμο. Οι περισσότερες σκηνές διαδραματίζονται στους φυσικούς χώρους της Θεσσαλονίκης και λιγότερες στην Αθήνα (περιοχή φυλακών Αβέρωφ, Αμπελόκηποι), κάτι που δίνει στην ταινία μια χροιά ντοκιμαντέρ. Εκτός όμως από τα ορφανά παιδιά των ιδρυμάτων, στην ταινία συμμετέχουν, στη σκηνή του συσσιτίου, και μαθήτριες και μαθητές της Σεβαστοπουλείου Εργατικής Σχολής των Αθηνών, που ήταν κυρίως πρόσφυγες (σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός από αυτά, σε εργασία που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του 56ου Γυμνασίου Αθηνών).
Από τους κριτικούς του κινηματογράφου, η ταινία έχει επαινεθεί για τον ποιητικό ρεαλισμό της, ένα μίγμα συμβολισμού και ρομαντισμού. Το χιούμορ, σε κάποια σημεία της, όπως εκφράζεται κυρίως από τα παιδιά, διώχνει κάπως την καταχνιά. Έχει γραφεί πως η εξωτερική γύμνια του τοπίου και τα ερείπια συνηχούν με την πείνα, τις κακουχίες, τον φόβο των λιπόσαρκων και ρακένδυτων χαρακτήρων. Η θαμπή, ελαφρά μη εστιασμένη κάμερα και ο χαμηλός φωτισμός (με παλαιά και λιτά τεχνικά μέσα υλοποιήθηκε, άλλωστε) πλάθουν μια γεμάτη σκιές ατμόσφαιρα, ονειρική, κάποιες στιγμές μαγική. Οι κριτικοί μιλούν για μετέωρη χρονικότητα και τη συνδέουν με το ασυνείδητο. Πράγματι, ανέκαθεν οι περιπέτειες της παιδικής και εφηβικής ηλικίας συμβαίνουν σε ένα μαγεμένο τοπίο λίγο έξω από τον χρόνο, στις παρυφές του ονείρου.
Η ταινία ανυψώνεται με την επικο-λυρική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη (η πρώτη φορά που συνέθετε για τον κινηματογράφο), που εκτελεί η Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών υπό τη διεύθυνσή του. Είναι μουσική με ηρωικό χαρακτήρα, αλλά και με τον λυρισμό της ελληνικής δημοτικής παράδοσης. Οι γρήγορες εναλλαγές των πνευστών, των εγχόρδων και των κρουστών, που θυμίζουν όπερα, κάνουν μια μίξη εκρηκτική. Η μουσική αποδίδει την ανάμνηση και τη νοσταλγία, αλλά και το κατεπείγον, την καχυποψία, την αγωνία, τον φόβο. Εύστοχα έχει γραφεί ότι η αντίστιξη ήχου και εικόνας είναι εξαιρετική.
Υπάρχει βάσιμη κριτική για την ταινία (σύγχρονη με αυτήν και πρόσφατη), κριτική που αφορά τις αναπαραστάσεις και άλλων κινηματογραφιστών της ίδιας χρονικής περιόδου για τα γεγονότα του πολέμου και του εμφυλίου, καθώς και για την παιδική ηλικία στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Αν και αναγνωρίζεται στον Τάλας η γνήσια πίστη του στην αξία της Αντίστασης και της συλλογικότητας, την οποία κατάφερε να αναδείξει, ωστόσο επικρίνεται η «ελληνοαμερικανική» οπτική του, όπως είναι εμφανής στην παρουσία του Αμερικανού στην ταινία, στην απεικόνιση του ιδρύματος ως ενός ιδανικού πλαισίου για την επανένταξη και προκοπή των παιδιών, στην αποφυγή οποιασδήποτε νύξης για τον εμφύλιο (ενώ οι ηθοποιοί της ταινίας ήταν παιδιά ακριβώς αυτής της περιόδου), στην εξωραϊσμένη και «ενοποιημένη» παρουσίαση της Ελλάδας, στην περιγραφή του πολέμου ως μιας κατάστασης που αποτελούσε πλέον οριστικό παρελθόν κ.λπ.
Παρά την κριτική, η αξία της ταινίας είναι αδιαμφισβήτητη. Και μόνο ότι διασώζει την ιστορία του πραγματικού Ξυπόλυτου Τάγματος αρκεί. Ας μην ξεχνούμε ότι ανάμεσα στους θεατές της ήταν και τα παιδιά και οι έφηβοι της Κατοχής και του εμφυλίου. Ήταν τόση η επίδρασή της, ώστε επί δεκαετίες, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, έγινε παροιμιώδης η φράση «Ξυπόλυτο Τάγμα», που χρησιμοποιούνταν συχνά για να ονομαστούν όσα παιδιά ήταν ξυπόλυτα για διάφορους λόγους ή ίσως και για άλλα θέματα…
Ποια ήταν τα παιδιά του Ξυπόλυτου Τάγματος και πώς διαφέρουν από τα παιδιά της ταινίας; Οι σύγχρονοι θεατές της ταινίας δεν είμαστε βέβαιοι. Μόνο μία δεκαετία χωρίζει αυτές τις δύο «γενιές», που οι αναπτυξιακοί ψυχολόγοι αποκαλούμε «κοόρτεις». Οι ομοιότητες μεταξύ τους είναι τόσες, ώστε οι σύγχρονοι θεατές αυτής της ταινίας να τις μπλέκουμε γλυκά στον νου μας. Αυτή η αναπόφευκτη σύγχυση ανάμεσα στο πραγματικό Ξυπόλυτο Τάγμα και στην κινηματογραφική αφήγηση για αυτό χαρακτηρίζει σε κάποια σημεία και τον λόγο των ερευνητών και μελετητών της παιδικής ηλικίας στα χρόνια του παγκόσμιου πολέμου και του εμφυλίου στην Ελλάδα, όταν αναφέρονται σε αυτό το θέμα.
Φυσικά, εδώ βρίσκεται η μεγάλη επιτυχία της ταινίας. Τα παιδιά-ηθοποιοί ίσως ένιωσαν να ταυτίζονται με τα παιδιά του Ξυπόλυτου Τάγματος της Θεσσαλονίκης. Με έναν σχεδόν πρωτόγονο τρόπο, σαν «άγραφοι χάρτες», έκαναν αυτά που τους ζητούσαν να κάνουν, πολύ εύκολα, σαν παιχνίδι. Ήταν κι εκείνα παιδιά των ιδρυμάτων (το ένα μάλιστα, το Παπάφειο, ήταν το ίδιο ίδρυμα). Στα τραυματισμένα παιδιά συναντά κανείς μια τραγική αντίφαση. Από τη μια, αφού χάνονται τα πρόσωπα που τα φροντίζουν και δεν υπάρχει ένα επαρκές μητρικό ή πατρικό υποκατάστατο, παρατηρείται ανεπάρκεια της διέγερσης, με την έννοια ότι δεν υπάρχει κανείς για να ξυπνήσει και να ζωογονήσει την ψυχοσωματική τους ύπαρξη. Από την άλλη, υπάρχει υπέρμετρη διέγερση, καθώς πλήθος αδιάφορων, ασυγκίνητων, παρεμβατικών ή κακοποιητικών προσώπων παρελαύνουν, με φανερή ή καλυμμένη βία, από τη ζωή τους. Βέβαια, το κάθε τραυματισμένο παιδί έχει διαφορετικό ιστορικό παρουσίας και απουσίας των πρωταρχικών προσώπων της ζωής του, καθώς και ποιότητας της μητρικής και πατρικής φροντίδας, επομένως έχουν διαφορές και ομοιότητες ως προς τα μνημονικά ίχνη που άφησαν οι πρώιμοι τραυματισμοί και ως προς την εσωτερική αναπαράσταση των πρωταρχικών προσώπων και της πρωταρχικής έλλειψης.
Στα γυρίσματα της ταινίας, τα παιδιά-ηθοποιοί έπαιξαν, σε ένα προστατευμένο από τους ενηλίκους, τροφοδοτικό στην κυριολεξία, περιβάλλον, τις ατομικές και συλλογικές μικρές τραγωδίες τους. Οι μεγάλοι τα οριοθέτησαν και σκηνοθέτησαν έναν χώρο μιας κάποιας εκτόνωσης και ψυχικής επεξεργασίας του τραύματος. Άραγε, έγιναν, έστω για λίγο, αυτοί οι μεγάλοι η προστατευτική ασπίδα των παιδιών, ώστε να μην περονιάζουν τις ξυπόλυτες ψυχές τους οι ερεθισμοί; Πόσο η συμμετοχή τους σε ένα έργο τέχνης τα ευεργέτησε, πόσο απάλυνε κάποιες πληγές ή, με τη σύντομη διάρκειά της, άνοιξε άλλες, μάλλον θα το εικάζουμε μόνο. Ένας από τους εφήβους αυτούς, που έπαιζε τον αρχηγό των σαλταδόρων και είναι ο έφηβος της αφίσας της ταινίας, ο Αντώνης Βούλγαρης, έγινε ηθοποιός. Τι απέγιναν όμως όλα αυτά τα φουκαριάρικα παιδιά, που «χρησιμοποιήθηκαν» για να κάνουν «θελήματα» των μεγάλων, αυτό δεν φαίνεται να το θίγει κανείς…
Από τις λίγες, δυστυχώς, μαρτυρίες που μπορέσαμε να εντοπίσουμε, είναι αυτές δύο ορφανών παιδιών των Αθηνών και ηθοποιών της ταινίας, του Νίκου Σωτηρίου και του Κώστα Πετροπουλάκη. Καταγράφηκαν μετά από τις σύγχρονες προβολές της ταινίας στον κινηματογράφο Φιλίπ, στις συνεντεύξεις που τους πήραν ο Νίκος Θεοδοσίου (σκηνοθέτης και συγγραφέας) και ο Δημήτρης Σπύρου (σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους, στο οποίο αναδείχθηκε η ταινία), καθώς και στο αφιέρωμα του δημοσιογράφου Νίκου Ασλανίδη.
Ο Νίκος Σωτηρίου μιλά για το ψυχωσικό άγχος μιας παγωμένης νύχτας στο ίδρυμα, που τον οδήγησε στον «εξορκισμό» του από ιερέα, για τη συνεχή κακοποίηση και τον σαδισμό που υπέμενε σε αυτό («ήμασταν πειραματόζωα», «είχα τέτοιο μίσος…»), για την πείνα, τη στοματική αποστέρηση και τη στοματική λαχτάρα (φαγητά που πρόσφεραν στα γυρίσματα και δεν χόρτασε, χρήματα-αμοιβή για τη συμμετοχή στην ταινία που δεν πήρε ποτέ, ρούχα καινούργια που του έσκισαν για να φαίνεται ότι φορά κουρέλια), για το κουκούλι όπου είχε κλειστεί για να σωθεί… Ακούγοντάς τον, νιώθουμε ότι γύρω από αυτές τις εμπειρίες οργανώθηκε μια για πάντα ο ψυχισμός του. Τα ξυπόλυτα παιδιά-ηθοποιοί, όταν έφυγαν από το ίδρυμα και από το αυταρχικό σχολείο για λίγους μήνες για να πάρουν μέρος στα γυρίσματα της ταινίας, ένιωσαν, όπως λέει, ότι «είμαστε μια οικογένεια, με μεγάλους να μας προστατεύουν, να μας συμβουλεύουνε». Και προσθέτει: «Όταν φύγαμε, ήμαστε πάλι μόνοι μας. Αυτό μου στοίχισε. Η ζωή εκεί ήταν σαν παραμύθι, σαν όνειρο. Κι όταν πήγαμε μέσα [στο ίδρυμα], ήταν σα να ξυπνήσαμε από το όνειρο».
Ο Κώστας Πετροπουλάκης, έκθετο βρέφος, που η πάμπτωχη μητέρα του είχε αφήσει στη βρεφοδόχο, καρφιτσώνοντας επάνω του ένα σημείωμα απόγνωσης, καλλιτέχνης και μέλος του συλλόγου ρακοσυλλεκτών(!) Αττικής, είναι ο μικρός πρωταγωνιστής της ταινίας. Φυσιογνωμία συνταρακτική, στην οποία συναντιούνται η αθωότητα και το πείσμα του παιδιού με μια πρώιμη σκληράδα. Ο άνθρωπος αυτός μαρτυρά ότι η συμμετοχή στην ταινία ήταν «ένα παιχνίδι» για όλα τα παιδιά, που, ιδίως εκείνη την εποχή, όπως λέει, «δεν προσποιούνταν», μα έπαιζαν «με την ψυχή τους».
Μνήμη κόντρα στη διαγραφή
Μια ταινία διέσωσε τη μνήμη του Ξυπόλυτου Τάγματος και πρόσφερε στα παιδιά της ηρωικής ομάδας, αλλά και στα παιδιά-ηθοποιούς μια θέση στην Ιστορία της Ελλάδας. Η ταινία για χρόνια δεν προβαλλόταν, γιατί το «αρνητικό» της είχε χαθεί και χάρη στις προσπάθειες του Διευθυντή της Ταινιοθήκης της Ελλάδας Θόδωρου Αδαμόπουλου, βρέθηκαν δύο κόπιες στην Ελλάδα και τις Η.Π.Α., με αγγλικούς υπότιτλους, με βάση τις οποίες έγινε σχετικά πρόσφατα η αποκατάσταση. Η κινηματογραφική εγγραφή και στη συνέχεια η αποκατάσταση του αρνητικού της ταινίας διέλυσαν την αρνητική ψευδαίσθηση, τη διεργασία εκείνη που λαμβάνει χώρα ασυνείδητα στο εσωτερικό του ψυχισμού μας, για να αποφύγουμε την ανάδυση του τραυματικού περιεχομένου, και καταλήγουμε να το σβήνουμε, σα να μην έχει συμβεί – μια λευκή οθόνη όπου τίποτα δεν προβάλλεται…
Το flashback στο οποίο στηρίζεται η ταινία –ο πρωταγωνιστής της αφηγείται σε ένα παιδί-κλεφτρόνι του ’50 την ιστορία του ως μέλους του Ξυπόλυτου Τάγματος, με σκοπό να του αλλάξει την πορεία της ζωής του– δείχνει ανάγλυφα πώς η υποκειμενική μνήμη μετατρέπεται σε Ιστορία, πώς η ατομική και ομαδική ταυτότητα συμπλέκονται με την εθνική ταυτότητα. Ή πώς το παιδί και ο έφηβος μπορούν να συν-γράψουν και να συν-υφάνουν την προσωπική τους ιστορία ενηλικίωσης με τις επιταγές του καιρού τους. Σήμερα, πολλοί εκπαιδευτικοί ασχολούνται με την ταινία, οργανώνουν ομαδικές προβολές και συζητήσεις για αυτή, δημιουργούν σχετικό εκπαιδευτικό υλικό. Τα παιδιά και οι έφηβοι τη «διδάσκονται» στα σχολεία. Το πρόσφατο, βραβευμένο βιβλίο της Αλεξάνδρας Μητσιάλη «Ξυπόλυτοι Ήρωες» (2016) αποτελεί μέχρι σήμερα το μοναδικό λογοτεχνικό έργο που περιλαμβάνει και το θέμα αυτό.
Οι μελλοντικές γενιές ας εμπνέονται από τα τα ανώνυμα παιδιά του Ξυπόλυτου Τάγματος και ας τα μνημονεύουν με αναγνώριση, σεβασμό και ευγνωμοσύνη.
Σχετικές δημοσιεύσεις
Ασλανίδης, N. «Το Παπάφειο και το Ξυπόλητο Τάγμα». Θεσσαλονικέων Πόλις, 55, 64-65, 2016.
Βερβενιώτη, T. «The Barefoot Bataillon. Από τη «θερμή δεκαετία του 40 στην ψυχροπολεμική μεταπολεμική κοινωνία». Στον συλλογικό τόμο Βάσω Θεοδώρου, Μαρία Μουμουλίδου & Αναστασία Οικονομίδου (Επιμ.), «Πιάσε με αν μπορείς…». Η παιδική ηλικία και οι αναπαραστάσεις της στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο Αθήνα: Αιγόκερως, 2006.
Karalis, V. A history of Greek cinema, New York, Continuum, 2012.
Karalis, V. Realism in Greek cinema. From the post-war period to the present. London/New York: I.B. Tauris.
Κόλλια, K. «Το εγχείρημα της νεωτερικής γραφής και η αναπαράσταση των παιδιών στο Ξυπόλητο Τάγμα». Στον συλλογικό τόμο Βάσω Θεοδώρου, Μαρία Μουμουλίδου & Αναστασία Οικονομίδου (Επιμ.), «Πιάσε με αν μπορείς…». Η παιδική ηλικία και οι αναπαραστάσεις της στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο Αθήνα: Αιγόκερως, 2006.
Nikolic, S. M. Μνήμη και αφήγηση του πολέμου στο Ξυπόλητο Τάγμα και την Προδοσία. Modern Greek Studies (Australia and New Zealand), 19, 149-166, 2018.
Σπύρου, Δ. «Η παρουσία των παιδιών και των νέων στον Ελληνικό Κινηματογράφο». Εισαγωγή στο Το παιδί στον Ελληνικό Κινηματογράφο – Κινηματογραφικές αφίσες. Νεανικό Πλάνο – Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους, 2001.
Σκούρας, Φ., Χατζηδήμος, Α., Καλούτσης, Α., & Παπαδημητρίου. Γ. Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους. Αθήνα: Οδυσσέας / Τρίαψις Λόγος, 1991.Νεανικό Πλάνο
Euforia
Ολόκληρη η ταινία εδώ.
*Η Ευαγγελία Γαλανάκη είναι Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών.