“Πάνω στ’ αλώνια και στα πετραλώνια. Αναμνήσεις…” / γράφει ο Γιώργης Έξαρχος
Πόσες και πόσες φορές δεν με έχουν πιέσει οι συνομήλικοι συγχωριανοί μου –«εσύ τα θυμάσαι καλά!»– να τους αφηγηθώ ιστορίες της σχολικής μας περιόδου, για τους δασκάλους και τις δασκάλες που μας δίδαξαν τα ελληνικά γράμματα, και που προσπάθησαν από… κούτσουρα και ξύλα απελέκυτα που ήμασταν, να μας κάνουν ανθρώπους, όπως ορισμένοι από αυτούς ισχυρίζονταν, κομπάζοντας για το… σπουδαίο έργο που επιτελούσαν.
Στο χωριό υπήρχαν δύο οικήματα – εκπαιδευτήρια για στέγαση του διθέσιου Δημοτικού Σχολείου. Το ένα ήταν κτίσμα δωρεάς Ανδρέα Συγγρού, απέναντι από την εκκλησία του Ιωάννη του Προδρόμου, στον μαχαλά των Ζιωγαίων –υπάρχει έως και σήμερα ως παραδοσιακό διατηρητέο οίκημα, στο οποίο στεγάζεται ο Μορφωτικός Εκπολιτιστικός Σύλλογος – ΜΕΣ Καλοχωρίου–, και το άλλο ήταν το κτίσμα του Κοινοτικού Γραφείου, στο μεσοχώρι και στην πιο κεντρική πλατεία του χωριού, ακριβώς απέναντι από το πατρικό μου σπίτι.
Το οίκημα δωρεάς Συγγρού ήταν και είναι ένα πανύψηλο παραλληλεπίπεδο με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, με πρόσοψη δυτικού προσανατολισμού και αίθουσα ανατολικού προσανατολισμού, με κεραμιδοσκεπή, ανυψωμένο ισόγειο δάπεδο και ξύλινο πάτωμα και από κάτω μικρού βάθους υπόγειο και κεντρική είσοδο από δυτικά προς την κεντρική οδό του χωριού. Καθώς εισερχόμαστε στο οίκημα, από την κεντρική είσοδο, υπάρχει μικρή σάλα – χολ, και δεξιά και αριστερά αυτής υπάρχουν δυο στενόμακρα δωμάτια, το ένα για υπνοδωμάτιο των δασκάλων και το άλλο για γραφείο και βιβλιοθήκη του Σχολείου.
Από το χολ, δίφυλλη πόρτα οδηγούσε στην αίθουσα διδασκαλίας, όπου συστεγάζονταν τρεις τάξεις, η Α’, η Γ’ και η Δ’, σε σχήμα κεφαλαίου Π, με το άνοιγμα προς τον νότιο τοίχο, όπου ήταν στο κέντρο ο μεγάλος μαυροπίνακας και δεξιά και αριστερά του καρφωμένοι στον τοίχο ένας γεωφυσικός χάρτης της Ελλάδας και ένας παγκόσμιος χάρτης, και δεξιά από τον πίνακα ήταν το γραφείο – τραπέζι του δάσκαλου ή της δασκάλας, σε νοτιοδυτική θέση, δίπλα σε ένα μεγάλο ανοιχτό χάσμα στον δυτικό τοίχο, σαν ντουλάπι χωρίς ντουλαπόφυλλα, στο «πρέκι» του οποίου ήταν αποθετημένα κουτάκια με κιμωλίες και διάφορα όργανα χρήσιμα για τη διδασκαλία των μαθηματικών, της φυσικής, της γεωγραφίας, όπως λ.χ. η υδρό-γειος σφαίρα κ.ά.
Οι τέσσερις τοίχοι είχαν μεγάλα «κάδρα» με πρόσωπα της Ελληνικής Παλιγγενεσίας και του Διαφωτισμού: Ρήγας, Θόδωρος Κολοκοτρώνης, Μάρκος Μπότσαρης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Κωνσταντίνος Κανάρης, Ανδρέας Μιαούλης, Γεωργάκης Ολύμπιος, Αλέξανδρος Υψηλάντης, Αδαμάντιος Κορα-ής, Νεόφυτος Δούκας. Τα παράθυρα, όλα πανύψηλα και στενόμακρα, βρίσκονταν στον ανατολικό τοίχο, όπου στα νότιά του ήταν πόρτα έξοδος/είσοδος για το προαύλιο του σχολείου. Το δάπεδο – ξύλινο πάτωμα, είχε γκλαβανή δίπλα στην ανατολική έξοδο, για το υπόγειο, στο οποίο πολλάκις οι δάσκαλοι έκλειναν εκεί για τομωρία απείθαρχους ή κακούς μαθητές, για να τους συνετίσουν!
Το προαύλιο περιστοιχιζόταν από ψηλό μαντρότοιχο, που είχε στον βόρειο τοίχο στα δεξιά του οίκημα αποχωρητηρίου για τα αγόρια με ξεχωριστή κουκέτα για τα κορίτσια, «οθωμανικού τύπου», στον ανατολικό τοίχο επί του εδάφους κήπο με ποικίλα είδη λουλουδιών –παρόμοιος κήπος υπήρχε και στον ανατολικό τοίχο του οικήματος του σχολείου–, και στον νότιο τοίχο του προαυλίου υπήρχε ψηλό κεραμιδοσκεπές στέγαστρο, στο οποίο κατέφευγαν οι μαθητές και οι μαθήτριες στα διαλείμματα κατά τις βροχερές ή τις χιονώδεις μέρες του χειμώνα και κατά τις πολύ ζεστές με ηλιοφά-νεια μέρες του καλοκαιριού ή και των άλλων εποχών. Το στέ-γαστρο ήταν και χώρος στον οποίο στήνονταν τα σκηνικά για τις σχολικές γιορτές 28ης Οκτωβρίου και 25ης Μαρτίου.
Η γιορτή για το κλείσμο της σχολικής χρονιάς γινόταν στον χώρο με τα πανύψηλα καβάκια, στο πηγάδι ή στην τουλούμπα, στον Παραφορέικο μαχαλά. Επίσης, οι γυμναστικές επιδείξεις γίνονταν στον προαύλιο χώρο του Κοινοτικού Γραφείου, απέναντι από το πατρικό μου σπίτι, ή στην τεράστια πλα-τεία από την οποία περνάει ο δρόμος για το νεκροταφείο, και που από αυτήν ό,τι σώθηκε από τις καταπατήσεις είναι ο δρόμος και ένα τμήμα περιφραγμένο ως «παιδική χαρά»· ακόμα οι γυμναστικές επιδείξεις γίνονταν και στο γήπεδο του χω-ριού, στον μαχαλά των Ναραίων.
Στον νότιο τοίχο του οικήματος, εξωτερικά, υπήρχε άνοιγμα, ένα μέτρο μήκος και 80 εκατοστά ύψος, για να αερίζεται το υπόγειο, καγκελόφρακτο, από το οποίο πολλές φορές έβγαιναν από εκεί ποντίκια ή και φίδια, που φώλιαζαν στο υπόγειο!
Για το υψωμένο ισόγειο του οικήματος έπρεπε να ανεβεί κάποιος 8-10 σκαλοπάτια, στις δύο εισόδους, ανατολική και δυτική, σκαλοπάτια που ήταν κτισμένα από μεγάλους πέτρινους ογκόλιθους σχήματος ανάποδου Π, από το έδαφος και προς τη μεριά των τοίχων, και κατέληγαν σε μικρά κατώφλια πριν τις πόρτες – εισόδους.
Ακριβώς απέναντι από τον νότιο τοίχο του οικήματος του σχολείου βρισκόταν ο μαντρότοιχος προς τους Ζιωγαίους, και στο ενδιάμεσο ένα πανύψηλο χιλιόχρονο και πάνω κυπαρίσσι, το οποίο… έκοψαν, και χάθηκε έτσι μέρος της ιστορίας του χω-ριού, γιατί έλεγαν οι παππούδες ότι στη θέση του σχολείου βρισκόταν παλαιά ναός της Αγίας Παρασκευής… Υπήρχε εκεί ο ναός και γκρεμίστηκε στα χρόνια του Αλή πασά των Ιωαννίνων, ή ίσως και στα χρόνια του Αγιο-Κοσμά, τότε που πέρασε από το χωριό, λίγες δεκαετίες νωρίτερα, και είπε στους συγ-χωριανούς να μη μιλάνε βλάχικα, μα μόνο ρωμέικα! Οι γέροι που αφηγούνταν αυτό το περιστατικό, για να είναι πειστικοί επαναλάμβαναν –σχεδόν όλοι– την εξής φράση:
–Ακσhί νâ τζâτσεά Κούσhλου άλου Ράφτου, ιου σhτιά γρά-ματι, σhι εαρά σhι όμου μούλτου μâλâγάρου!
Το Κοινοτικό Γραφείο στεγαζόταν σε οίκημα στο πιο κεντρικό σημείο του χωριού, κυριολεκτικά στο μεσοχώρι, και ως κτίσμα ήταν ένα πετρόκτιστο οικοδόμημα, τετράγωνο, υπερυψωμένο από το έδαφος, κεραμιδοσκεπές, χωρισμένο σχεδόν σε τέσσερα τετράγωνα:
α) Το νοτιοδυτικό, που ήταν ακάλυπτο, κάτι σαν μπαλκόνι ή βεράντα, στο οποίο ανέβαινε κανείς από τα 6-8 σκαλιά από την δυτική πλευρά, για να εισέλθει στην ευθεία από την πόρτα στο νοτιοδυτικό τετράγωνο – κλειστό χώρο γραφείο του Γραμματέα και του Προέδρου της Κοινότητας, και το οποίο είχε μεγάλο τετράγωνο παράθυρο προς τον νότο. Σε αυτόν τον χώρο από τη Δευτέρα έως το Σάββατο, συχνά και την Κυριακή, τις πρωινές εργάσιμες ώρες αλλά και πολλάκις και σε απογευματινές ώρες, εργαζόταν ο Γραμματέας της Κοι-νότητας Μιχάλης Σαμπάνης από το Σουφλάρι. Μετά τη συνταξιοδότητησή του γραμματέας έγινε η Ελένη Εμμανουήλ Παραφόρου από το Τόιβασι, και μετά τη συνταξιοδότησή της ως γραμματέας διορίστηκε η Φραγκίτσα Τάκη Σεβδαλή από το Σουφλάρι – σύζυγος του Τακούλα Παράφορα, από το Τόιβασι.
Ο χώρος του γραφείου είχε γύρω – γύρω πλάι στους τοίχους ψηλές ξύλινες ντουλάπες, βιβλιοθήκες και φορεαμούς, στα ράφια των οποίων εναποθέτονταν τα Βιβλία της Κοινότητας, π.χ. Μητρώα, Βιβλία Πρωτοκόλλων και τα συναφή. Δέσποζε στον χώρο το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, με την ογκώδη γραφομηχανή, τα μελανοδοχεία, τα στιπόχαρτα και οι κονδυλοφόροι, και διάφορα λευκά χαρτιά και κόλλες αναφοράς, και βιβλιαράκια ποικίλων μεγεθών με τα προς εφαρμογήν νομο-θετήματα κ.λπ. Γύρω – γύρω από το τραπέζι υπήρχαν καρέ-κλες από ξύλο καρυδιάς, για τον πρόεδρο και τους κοινοτικούς συμβούλους αλλά και για πιθανούς επισκέπτες. Απέναντι ακριβώς από την είσοδο στο γραφείο ήταν μια εικόνα με τη μορφή του Χριστού και δίπλα της κορνιζομένη η φωτογραφία του βασιλιά Παύλου, αργότερα του βασιλιά Κωνσταντίνου, και πιο μετά ο αναγεννώμενος από την τέφρα Φοίνικας, γνωστό ως «το πουλί της δικτατορίας». Ίσως υπήρχαν και κάποια κάδρα με ήρωες του 1821, σαν αυτούς που ήταν κρεμασμένοι στους τοίχους του Δημοτικού Σχολείου, στο οίκημα δωρεάς Ανδρέα Συγγρού.
β) Το βόρειο και βορειοανατολικό τετράγωνο αποτελούσε ενιαίο χώρο, ήτοι μια ενιαία επιμήκη αίθουσα, με ένα παράθυρο δυτικό, τέσσερα παράθυρα βόρεια, είσοδο από τη μεριά του μπαλκονιού – βεράντας, μια πόρτα έξοδο από την ανατολική πλευρά. Τούτη η αίθουσα χρησιμοποιούνταν ως αί-θουσα συνεδριάσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου, των μελών του Γεωργοκτηνοτροφικού Συνεταιρισμού, των φιλάθλων και οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας (Πρόδρομος και αργότερα Απόλλων Τοϊβασίου, μετά Αναγέννηση Καλοχωρίου), και πρωτίστως ως αίθουσα διδασκαλίας για τις τάξεις Β’, Ε’ και ΣΤ’ του Δημοτικού Σχολείου του χωριού. Τα θρανία ήταν στοιχτισμένα σε τρεις παράλληληλες σειρές, καθώς μπαίναμε από την είσοδο της βεράντας, δεξιά για τους μαθητές της Β’ τάξης, στη μέση για τους μαθητές της Ε’ τάξης, και αριστερά και βόρεια για τους μαθητές της ΣΤ’ τάξης. Και στα μεν πρώτα θρα-νία κάθονταν τα κορίτσια, στα δε πίσω τα αγόρια. Ο πρασινο-πίνακας εδώ και το τραπέζι – γραφείο του δάσκαλου ήταν στον ανατολικό τοίχο, ενώ στον δυτικό τοίχο υπήρχε παράθυρο προς τη μεριά του πατρικού μου σπιτιού, και ξύλινο ντουλάπι – βιβλιοθήκη, με διάφορα έγγραφα και βιβλία της Κοινότητας.
Η δυτική πλευρά του οικήματος αυτού ήταν ακριβώς απέναντι από τη φάτσα – πρόσοψη του πατρικού μου σπιτιού, και ο δάσκαλος ή η δασκάλα που έκανε μάθημα στους μαθητές, επόπτευε μεν τα παιδιά αλλά συνάμα από το δυτικό παράθυρο της αίθουσας έβλεπε σε ευθεία γραμμή το κατώφλι και την κύρια είσοδο του σπιτιού μας. Όταν τα καλοκάιρια οι δάσκαλοι έκαναν μάθημα και δίδασκαν, είχαν ανοικτά τα παράθυρα να αερίζεται και δροσίζεται η αίθουσα, ακούγονταν μέχρι το σπίτι μας το τι δίδασκαν στους μαθητές. Πολλές φορές «έστηνα αυτί» σε αυτά που δίδασκαν για τη Β’ τάξη ή όταν εξετάζονταν μαθητές αυτής της τάξης, και έτσι «έκλεβα» από τα… γράμματα και τα μαθήματα που δίδασκαν, σε αυτή την τάξη, ως συστηματικός λαθραίος ακροατής!
Σε αυτά τα δύο οικήματα-εκπαιδευτήρια μαθήτευσα τα έξι χρόνια στο Δημοτικό Σχολείο, ξεκινώντας το Φθινόπωρο του 1958, την πρώτη τάξη, από το οίκημα δωρεάς Συγγρού.
Το 1958 ήρθε ως δασκάλα στο χωριό «η κυρία Γεωργία» (αν δεν κάνω λάθος στο όνομά της, γιατί ούτε και το επώνυμό της θυμάται κανείς), για τις τάξεις Α’, Γ’ και Δ’, αλλά και γι’ αυτό το «μικρό όνομα» πάλι δεν είμαι σίγουρος. Ίσως να μην την έλεγαν Γεωργία! Ήταν μια ωραία ξανθιά κυρία, κάτι λίγο πιο πάνω ή πιο κάτω από την ηλικία των 30 ετών. Είχε κομμένα τα μαλλιά της, σε περίοδο που στο χωριό ήταν αδιανόητο να κόβουν οι γυναίκες τα μαλλιά τους, όταν νέες, μεσήλικες, γριές, παντρεμένες και ανύπαντρες φορούσαν στο κεφάλι μαντίλες και τσεμπέρια: πολύχρωμα οι νέες, μονόχρωμα οι μεσήλικες (συνήθως άσπρα, κίτρινα, σμαραγδένια), και μαύρα οι γριές ή γενικά οι πάνω των 50 ετών γυναίκες.
Η κυρία Γεωργία, η δασκάλα, όμως, διέφερε από τις γυναίκες του χωριού: πέρα από κοντά κομμένα μαλλιά είχε έντονα κόκκινα βαμμένα χείλια, φορούσε φουστάνια έως το γόνατο (όταν στο χωριό οι γυναίκες φορούσαν φουστάνια ως τον αστράγαλο ή και μια παλάμη πιο πάνω), και κάπνιζε τσιγάρα δημόσια! Μάρκα; Άσσος φίλ-τρο κασετίνα! Δηλ. τσιγάρα που ήταν σε ένα κουτάκι – πακέτο από σκληρό χαρτόνι, σε σχήμα σχεδόν τετράγωνο. Τέτοια άδεια κουτάκια – πακέτα μας χάριζε η δασκάλα της Α’ τάξης, για να τα έχουμε σαν κασετίνα να βάζουμε μέσα τα μικρά μολυβάκια, μαύρα ή χρωματιστά, και το ξυραφάκι με το οποίο «ξύναμε» τις μύτες των μολυβιών, γιατί τότε δεν ξέραμε τίποτα από ξύστρες και γομολάστιχες, αφού για να σβήσουμε τα λάθη στα τετράδιά μας χρησιμοποιούσαμε μια γωνίτσα κόρα ψωμιού με λίγη ψίχα πάνω της, κι έτσι κάναμε τις όποιες διορ-θώσεις των λαθών! Η κυρία Γεωργία, έμεινε δεν έμεινε για δυο μήνες στο σχολείο μας κι είναι σαν ακούω και τώρα την βραχνή –από το κάπνισμα– φωνή της, να μας περιγράφει το λιμάνι του Πειραιά, τη θάλασσα, τα βαπόρια κι άλλα παρόμοια ενός κόσμου που ουδέποτε είχα φανταστεί ότι μπορεί κάπου να υπάρχει.
Κάποια μέρα, σε σε ένα από τα μαθήματά της η κυρία Γεωργία, με την άσπρη κιμωλία ζωγράφισε στον μαυροπίνακα ένα σπίτι, ένα μήλο, ένα πουλί, και έναν κάδο, και ζήτησε να πούμε «όλοι με μια φωνή» το τι είχε ζωγραφήσει, όταν η ίδια θα μας έδειχνε κάποια από τις ζωγραφιές της, με τον μακρύ και χοντρό μαύρο χάρακα που κρατούσε στα χέρια της. Ήταν το μάθημα για την Α’ τάξη. Με το που άρχισε να δείχνει τις ζωγραφιές με τον χάρακα, εμείς, οι της Α’ τάξης, με κραυγές ουρανομήκεις απαντήσαμε:
–Κάσâââ, μέρουουου, πούλjιουουου, γκâλεάτεεε!…
Οι μαθητές των τάξεων Γ’ και Δ’ έβγαλαν ηχηρά γέλια, για την απάντησή μας. Το ίδιο και η κυρία Γεωργία! Και πολύ έξυ-πνα, μετά το γέλιο της, έκανε μια ωραία… ντρίπλα, και είπε σε όλους μας:
–Όποιο παιδάκι θα απαντάει σωστά και όχι λάθος, όπως τώρα, θα του δίνω χρωματιστό μολυβάκι και μια κασετίνα (και έδειχνε με το χέρι της το πακέτο των τσιγάρων της)!
Το γέλιο που έκανε η δασκάλα μας στις απαντήσεις μας, όταν ήταν στα βλάχικα, ήταν απερίγραπτο, και μετά γλυκά και όμορφα μας διόρθωνε και μας έλεγε (νεοελληνιστί) τη σω-στή λέξη, εκεί που κάπιος από μας πιο πριν είχε κάνει χρήση της βλάχικης – αρμάνικης μητρικής μας γλώσσας.
Όταν μάθαμε ότι έφυγε από το σχολείο μας κι ότι θα ήταν δασκάλα σε κάποιο σχολείο της Αθήνας, στεναχωρηθήκαμε όλα τα παιδιά (αγόρια και κορίτσια) της Α’ τάξης. Είπαμε πως θα είναι τυχερά τα παιδιά του σχολείου στο οποίο τώρα θα εί-χαν δασκάλα την κυρία Γεωργία, γιατί θα έπαιρναν αυτά για δώρο τις κασετίνες της, ενώ εμείς θα ρίχναμε χύμα στην τσάντα μας (τροβαδάκι υφασμένο στον αργαλείο και κεντημένο από τις μανάδες μας) τα μολύβια μας, δίπλα στα βιβλία.
Ο νέος δάσκαλος που τον έστειλε το κράτος για να διδάξει στις τάξεις Α’, Γ’ και Δ’, ήταν ένας εύχαρις, χαμογελαστός και νέος σε ηλικία κύριος, γύρω στα 30, που –στο πρώτο μάθημα– σαν μπήκε στην αίθουσα συστήθηκε «Μπλαντής Νικόλαος εκ Τρικάλων», καθότι είχε καταγωγή σπό χωριό των Χασίων που ανήκε στον νομό Τρικάλων. Φαινόταν ορεξάτος για δουλειά και ότι αγαπούσε τα παιδιά σαν αληθινός παιδαγωγός, γι’ αυτό και είπε πως δεν πρόκειται να μας τιμωρήσει δέρνοντάς μας με τη βέργα, όπως έκαναν οι πιο πολλοί δάσκαλοι και δασκάλες, αλλά σε λάθη και σε αταξίες μας η τιμωρία του θα ήταν να μας τραβάει από το αυτί (από τον λωβό του αυτιού), ή θα έκανε κύκλο στο πάτωμα της αίθουσας και θα μας έβαζε εκεί για κάμποση ώρα να στεκόμαστε όρθιοι στο ένα πόδι, και δη στο πόδι που ο καθένας νομίζει ότι έχει μεγάλη αντοχή!
Στον δάσκαλο Μπλαντή χρωστάω το ότι αγάπησα πολύ τα γράμματα και την ελληνική λογοτεχνία, γιατί μας διάβαζε συχνά από παλαιότερα αναγνωστικά ωραίες ιστορίες που είχαν γράψει σπουδαίοι λογοτέχνες μας. Έμαθε σε όλους τους μαθητές –των τριών τάξεων, στο ενιαίο μάθημα της Ωδικής– δεκάδες τραγούδια και χορούς, και με τον δάσκαλο που δίδασκε στις άλλες τρείς τάξεις (Β’, Ε’, ΣΤ’), τον Τσιτόπουλο, διοργάνωσαν και μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις, για τις οποίες έλεγαν οι γονείς μας και οι παππούδες μας ότι δεν είχαν ματαδεί στο χωριό μας.
Ουσιαστικά βρισκόμαστε 10 χρόνια μετά τον Εμφύλιο πόλεμο –ή τον Συμμοριτοπόλεμο, όπως τον έλεγαν οι πιο πολλοί– και με μια εφαρμοζόμενη κρατική πολιτική τότε, η οποία για πάρα πολλούς μετέτρεψε τα έτη του βίου τους σε πέτρινα χρόνια. Διότι τα φιλοβασιλικά και τα αντικομμουνιστικά αι-σθήματα δεν ήταν μια προσωπική – ιδιωτική υπόθεση αλλά επίσημη κρατική πολιτική, μη επιδεχόμενη αμφισβητήσεις και κριτικές, και με νωπά τα τραύματα από άγριους θανάτους, εξορίες, φυλακίσεις, διωγμούς.
Τα μικρού σχήματος βιβλιαράκια των εκδόσεων «Ζωή» και «Σωτήρ», όπως Το τραίνο που δεν σταματούσε, και άλλα με πα-ρόμοιο περιεχόμενο, αποτελούσαν την εξωσχολική πνευματική τροφή. Ευτυχώς που την ίδια περίοδο εκδίδονταν και τα Κλασσικά Εικονογραφημένα (Μικρά και Μεγάλα), ο Μικρός Ήρωας, ο Μικρός Σερίφης, ο Καραγκιόζης, το Γκαούρ Ταρζάν κι άλλα συναφή, περιοδικά από τα οποία οι ήρωές τους (Γιώργος Θαλάσσης, Τζίμ Άνταμς, Καραγκιόζης, Ταρζάν) έδιναν την… τρίτη και τέταρτη διάσταση των πραγμάτων, από την οποία είχε ανάγκη η παιδική και η εφηβική ηλικία. Αλλά η αναζήτηση της αλήθειας μέσα από τις σελίδες αυτών των περιοδικών δεν ήταν υπόθεση των δασκάλων ή των γονιών, γι’ αυτό και και ουδέποτε έτυχαν επίσημης αποδοχής, αλλά υπήρξαν αυτά τα περιοδικά ο κατεξοχήν δούρειος ίππος στην κρατική και παιδαγωγική ραστώνη.
Από τα τραγούδια που μας έμαθε ο Νικόλαος Μπλαντής, θα αντιγράψω εδώ μόνο κάποιους στίχους από αυτά που και τώρα θυμούμαι, και θαρρώ ότι είναι ενδεικτικά του όλου παιδαγωγικού και ηθικοπλαστικού κλίματος εκείνης της εποχής:
1. Πάνω στ’ αλώνια και στα πετραλώνια
παίζει ο βασιλιάς με τον γιο τ’ μαζί…
2. Έχω μια αδελφή, κουκλίτσα αληθινή,
τη λένε Βόρειο Ήπειρο την αγαπώ πολύ…
3. Μακεδονία ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα
που έδιωξες τους Βούλγαρους κι ελεύθερη ’σαι τώρα…
4. Όλη δόξα όλη χάρη, άγια μέρα ξημερώνει
και στη μνήμη σου το έθνος, χαιρετά γονατιστό…
5. Ξημερώνει η αυγή δροσάτη με το πρώτο της πουλί
λες και κράζει τον εργάτη στη φιλόπονη ζωή…
6. Εις το βουνό ψηλά εκεί, είν’ εκκλησιά ερημική
το σήμαντρό της δεν χτυπά, δεν έχει ψάλτη ούτε παπά…
7. Ένα πεύκος μες στον κάμπο γέρασ’ ο φτωχός,
στέκει εκεί πρωί και βράδυ μοναχός…
8. Όλα τα πουλιά, μ’ εύθυμη λαλιά
τραγουδούν στον λόγγο, στον λόγγο·
Μόν’ ένα πουλί, θλιβερά λαλεί
με καημό και βόγγο, και βόγγο·
Τραλαλαλάλαλα, τραλαλαλάλαλα…
9. Βγαίν’ η βαρκούλα, βγαίν’ η βαρκούλα του ψαρά
από το περιγιάλι, βαρκούλα, βαρκούλα,
από το περιγιάλι, βαρκούλα του ψαρά…
10. Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι (δις)
κάτω στο γιαλό κοντή, νεραντζούλα φουντωτή (δις)…
Αρκούμαι σε αυτά τα δέκα τραγούδια, που έμαθα στην Α’ Δημοτικού από τον Νικόλαο Μπλαντή, και δεν μπαίνω στον πειρασμό να αναφέρω και στίχους από δημοτικά τραγούδια που μας έμαθε, και που τα χόρεψαν οι μαθητές της Ε’ και ΣΤ’ τάξης το απόγευμα της 25ης Μαρτίου του 1959, και στη γιορτή κλεισίματος του Σχολείου για τις καλοκαιρινές διακοπές, την ίδια μέρα (Κυριακή) με τις γυμναστικές επιδείξεις.
Το σημαντικότερο γεγονός της δασκαλικής θητείας του Νικόλαου Μπλαντή στο χωριό μας ήταν ο για πρώτη φορά στολισμός χριστουγεννιάτικου δέντρου στο Σχολείο, και η διοργάνωση χριστουγεννιάτικης σχολικής γιορτής κατά τα Χριστούγεννα του 1958, κάτι που δεν είχε συμβεί σε προηγούμενα έτη από άλλους δασκάλους, και που σαν έθιμο δεν το είχε ποτέ η μικρή κοινωνία του χωριού μας.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1958, το πρωί, οι μαθητές Γεώργιος Φυ-σίκας, Τάκης Τσιώμος, Βασίλης Δάκτυλας και άλλοι πέντε ή έξι, στάλθηκαν προς αναζήτηση «χριστουγεννιάτικου δεντρου» από τους διδασκάλους Τσιτόπουλο και Μπλαντή, στο βουνό του χωριού μας, το Κιτσιντάου, το γνωστό ως όρος Μόψιον κατά την αρχαιότητα. Στάλθηκαν να βρουν και να φέρουν ένα καλό δεντρί, κέδρο ή πουρνάρι, να το κόψουν και να το φέρουν στο Σχολείο, να το στολίσουν ως χριστουγεννιάικο δέντρο. Η μέρα κύλησε, έφτασε το βράδυ, και μετά νύχτωσε αλλά οι μαθητές που πήγαν στο βουνό… δεν έχουν επιστρέψει με κάποιο δέντρο στο σχολείο. Γύρω στις 10 η ώρα τη νύχτα, μαζεύτηκαν στο «μεγάλο Σχολείο» (δωρεάς Συγγρού), οι μαθητές όλων των τάξεων και πολλοί γονείς μαθητών, μα και νεά παλικάρια του χωριού, ενώ οι δύο δάσκαλοι τα είχαν εντελώς χαμένα για το τι μπορεί να συνέβηκε στους απεσταλμένους μαθητές και δεν είχαν επιστρέψει μέχρι εκείνη την ώρα. Εκφράστηκε ο φόβος μη τυχόν έπεσαν σε κανέναν γκρεμό ή σε καμιά απότομη χαράδρα, και τότε αντί για γιορτινά Χριστούγεννα θα κάναμε στο χωριό μαύρα Χριστούγεννα, με θανάτους και κηδείες! Τέτοια συζητούσαν οι μεγάλοι, που ήταν συγκεντρωμένοι στο Σχολείο, και οι μικροί τα ακούγαμε με τρόμο.
Συγκροτήθηκαν ομάδες – συνεργεία από παλικάρια των 5-6 προσώπων, που έφεραν μαζί τους φακούς, τσεκούρια, τσάπες, αξίνες, σχοινιά, ή ό,τι άλλο θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο, και κίνησαν προς αναζήτηση των μαθητών που είχαν σταλεί να φέρουν χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μία ομάδα κινήθηκε από το Γκιντίκι προς τη μεριά του Ντιντίντι· άλλη ομάδα προς τη μεριά Γκρουπίκα αλ Νασhιάκα· τρίτη ομάδα προς τη μεριά Γικάτσιλjι ντι του Κιάρι· τέταρτη προς τη μεριά Αγινjίτσιλι ντι λα Τζjιουμί· μια πέμπτη ομάδα τράβηξε για την Χασάμπαλη· έτσι από όλες αυτές τις μεριές θα ανηφόριζαν προς το βουνό, καλύπτοντας τη συνολική έκτασή του. Η συνεννόηση των ομάδων θα γινόταν με τα φώτα των φακών τους και τις φωνές και τους αλλαλαγμούς τους μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά.
Όταν η ώρα πλησίασε 12.00’ τα μεσάνυχτα, η ομάδα των σταλθέντων μαθητών μπήκε στην αυλή του σχολείου με ένα τεράστιο πουρναρόδεντρο, ύψους τεσσάρων και κάτι μέτρων! Όλος ο συγκεντρωμένος κόσμος χάρηκε, και θαύμαζε που οι συγκεκριμένοι μαθητές βρήκαν ένα τόσο μεγάλο δέντρο και το έφεραν για… χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οι δάσκαλοι, χαρούμενοι κι αυτοί, μάλωσαν γλυκά και ήπια τους μαθητές, και αμέσως στάλθηκαν άλλοι νέοι (παλικάρια έφηβα) ώστε να ειδοποιήσουν τους «διασώστες» να επιστρέψουν στο χωριό, διότι οι μαθητές έφεραν το δέντρο στο σχολείο.
Οι σταλθέντες μαθητές αφηγήθηκαν για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν για να κόψουν το πουρναρόδεντρο από το χείλος ενός γκρεμού, του Ζάλα – λα Παντέρα, και πως λόγω του μεγέθους και του βάρους, τους πήρε πολύ χρόνο να το κόψουν, να το μεταφέρουν σε ίσιωμα και να το κουβαλήσουν.
Την άλλη μέρα, έστησαν το πουρναρόδεντρο στη ΒΔ γωνία της αίθουσας στο μεγάλο Σχολείο, το κάλυψαν με λευκό βαμβάκι – για χιόνι, κρέμασαν πάνω του στολίδια που είχαν κάνει οι μαθητές των μεγάλων τάξεων, με χαρτόνια τυλιγμένα με κόλλες από έγχρωμα μπριστόλ, όπως τα έλεγαν: κύβοι, σφαίρες, απομιμήσεις γεωργικών εργαλείων ή παραγωγικών ζώ-ων, και άλλα τέτοια δώρα, σε ένα αληθινό χριστουγεννιάτικο δέντρο, που για πρώτη φορά μάθαιναν μαθητές και χωριανοί ότι έτσι γιόρταζαν τα Χριστούγεννα στις πόλεις!
Την επόμενη έγινε η Χριστουγεννιάτικη γιορτή, με «σκετς», «διαλόγους», ποιήματα και τραγούδια, όλα σχετικά με το θέμα της γιορτής. Για πρώτη φορά, έμαθαν και στο χωριό μας τραγούδια και κάλαντα που έως τότε δεν τα γνώριζαν:
1. Καλήν ημέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να ειπώ στ’ αρχοντικό σας…
2. Αχ έλατο, αχ έλατο, μ’ αρέσεις πώς μ’ αρέσεις!
Τι ωραία την πρωτοχρονιά, μας φέρνεις δώρα στα κλαδιά…
3. Άγια νύχτα σε προσμένουν με χαρά οι Χριστιανοί
και με πίστη ανυμνούμε, το Θεό δοξολογούμε…
4. Η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει
και η γγ το σπήλαιον, τω απροσίτω προσάγει·…
5. Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος…
Στο χωριό μας, φαίνεται ότι οι συγχωριανοί μέχρι τότε δεν τα είχαν ακούσει αυτά, και ως Αρμάνοι – Βλάχοι που ήταν είχαν έθιμα της δικής τους κτηνοτροφικής παράδοσης, τα οποία δεν είχαν καμιά σχέση με τούτα που οι δάσκαλοι τους δίδα-σκαν. Αναφέρω τον Κâρτσhιούνου, λέξη που σημαίνει βλα-χιστί Χριστούγεννα, μα και το μεγάλο κούτσουρο που έβαζαν στο τζάκι στις 23 του Δεκέμβρη να καίει όλο το Δωδεκαήμερο, για να μην πλησιάσουν τα παγανά (πâγκấνjιλjι) στο σπίτι, ή και στους ανθρώπους του σπιτιού. Τα καινούρια που φέρνανε οι δάσκαλοι ήταν καλοδεχούμενα και μοντέρνα, νεοτερισμοί που η υιοθέτησή τους σήμαινε… ξεφεύγουμε από τη βλαχιά!…
Οι δάσκαλοι Μπλαντής και Τσιτόπουλος έφεραν τρεις ακόμα… καινοτομίες, στα ήθη κι έθιμα της μικρής μας κοινωνίας:
Πρώτη: Κατά τον εορτασμό της Εθνεγερσίας του 1821: Την παραμονή της 25ης Μαρτίου, ενόψει της γιορτής της Παλιγγενεσίας, μετά τις 10.00’ η ώρα τη νύχτα, γίνεται λαμπαδηφορία στους δρόμους και τις πλατείες του χωριού. Ανήμερα της 25ης Μαρτίου, μετά τον εκκλησιασμό γίνεται σχολική γιορτή με «σκετς», «διαλόγους», ποιήματα, τραγούδια και μοίρασμα λουκουμιών σε μαθητές και θεατές των σχολικών δρώμενων. Το απόγευμα γίνονται χοροί με τους μαθητές ντυμένους τοπικές παραδοσιακές φορεσιές (φουστανέλες, τσιπούνια, σαλβάρια, κ.λπ.). Τα τραγούδια τα έπαιζε με το ακορντεόν του ο Μεγαλο-Κισερλιώτης από τη Σπηλιά, και μάστορας – χτίστης στο χωριό μας, Στέργιος Πράπας. Φωτογράφος των δρώμενων ήταν ο Νίκος Πράπας, αδερφός του Στέργιου, με το αριστερό χέρι του κομμένο πιο πάνω από τον αγκώνα, και που ήταν αρχηγός κομπανίας κτιστών – μαστόρων, πατέρας του Σωτήρη Πράπα, γνωστού καρδιοχειρουργού και συμμαθητή μου στο εξατάξιο Γυμνάσιο Συκουρίου, κατά δυο τάξεις νεότερος.
Δεύτερη: Διοργάνωση γυμναστικών επιδείξεων κατά τη λή-ξη του σχολικού έτους. Για πρώτη φορά διοργανώθηκαν γυμναστικές επιδείξεις, στην κεντρική πλατεία του χωριού, δίπλα στο οίκημα του Κοινοτικού Γραφείου και απέναντι από το σπίτι μας. Με συμμετοχή των μαθητών και μαθητριών των δύο μεγάλων τάξεων, Ε’ και ΣΤ’, καλοκαίρι του 1959, και οι μαθητές και οι μαθήτριες φορούσαν σορτς, αθλητική μπλούζα και «πάνινα παπούτσια». Πολλοί γονείς κοριτσιών αρνήθηκαν να φορέσουν οι κόρες τους σορτς, και να εκθέσουν σε δημόσια θέα τα μπούτια –Τσι βρε; Βα λι σκοάτâ φεάτιλι ντισπουλjιάτι;– οπότε δεν τα επέτρεψαν να πάρουν μέρος στις γυμναστικές επιδείξεις, γεγονός που είχε ως συνέπεια ορισμένα κορίτσια της Ε’ τάξης, αλλά και της τότε ΣΤ’ τάξης, να μη συνεχίσουν το Δημοτικό και να μη πάρουν ποτέ το σχετικό απολυτήριο, και ας ήταν σε όλα τους τα χρόνια άριστες μαθήτριες!
Τρίτη: Η διοργάνωση της γιορτής λήξης του σχολικού έτους από τον χώρο του Σχολείου μεταφέρεται στα καβάκια, όπου και τα πηγάδια με το γλυκό νερό. Όι μαθητές όλων των τάξεων συμμετέχουν στα δρώμενα, «σκετς», «διάλογοι», τραγούδια, ποιήματα κ.λπ., με πάνδημη συμμετοχή στο ακροατήριο., για να καμαρώσουν τέκνα, εγγόνια, ανίψια, «δικά μας παιδιά». Το ποίημα που ο Μπλαντής μου είχε αναθέσει να απαγγείλω ήταν του ποιητή Γεωργίου Σουρή:
Δεν έχω κέφι για δουλειά
πάλι με δέρνει τεμπελιά
και κάθομαι στο στρώμα.
Βρίσκω το σώμα μου βαρύ
και όλη η γη δε με χωρεί
και ο ουρανός ακόμα.
Κακά νομίζω τα καλά
και βλέπω μια στα χαμηλά
και μια κοιτώ απάνω.
Σε αυτό τον κόσμο τον χαζό
ας ημπορούσα να μη ζω
μα δίχως ν’ αποθάνω.
Τώρα που ξαναφέρνω στη μνήμη μου αυτούς τους στίχους, μπορώ να το ξαναπώ ότι χρωστάω πολλά για την αγάπη μου στα γράμματα στον Νικόλαο Μπλαντή, και ακόμα ανακαλώ στη μνήμη μίαν άλλη στερεότυπη φράση του της οποίας το νόημα συνειδητοποίησα πολλά χρόνια αργότερα:
–Εμείς οι Χασιώτες και εσείς οι Βλάχοι είμαστε μια ράτσα! Με τον Βλαχάβα, οι Χασιώτες Βλάχοι προηγήθηκαν στους αγώ-νες κατά των Τούρκων και ετοίμασαν την Επανάσταση του 1821!
Τη Β’ τάξη του δημοτικού την έκανα στην αίθουσα του Κοινοτικού Γραφείου, με συνύπαρξη των τάξεων Β’, Ε’ και ΣΤ’, και έχοντας ως δάσκαλο τον Θωμά Θεοδοσίου.
Ήταν καλός δάσκαλος, μα πολύ πολύ αυστηρός, και κά-ποιες φορές και βίαιος με τους μαθητές. Δυο συμμαθητές μου της Β’ τάξης, τους έστειλε ξανά στην Α’ τάξη, λέγοντας ότι κακώς βρέθηκαν στη Δευτέρα τάξη, αφού δεν γνώριζαν καλή ανάγνωση και αριθμητική! Τώρα, θα πείτε, ποιος του έδινε τέ-τοιο δικαίωμα, και πόσο τηρούσε τους νόμους, κι αν αυτό ήταν νόμιμο και δίκαιο… Δεν ξέρω τι να πω…
Να καταθέσω, όμως, ένα από τα τραγούδια που μας έμαθε:
Πάρε σπίρτα, πάρε σπίρτα,
για ν’ ανάψεις τη φωτιά,
δεν μπορείς ποτέ να μένεις
μες στη σκοτεινιά!
Πώς να κάνει η κοπελιά
δίχως σπίρτα μια δουλειά,
για να βράσει το τσουκάλι,
τη φωτιά ποιος θα τη βάλει,
σπίρτα αν δεν κρατά;
………………………….
Ένα άλλο ενδιαφέρον τραγουδάκι, το λέγαμε τότε στην Β’ τάξη, είναι και τούτο, για την βασίλισσα Φρειδερίκη!
Γαλανόλευκα ντυμένη
κι όμορφη σαν Παναγιά,
Φρειδερίκη της Ελλάδος
η βασίλισσα γλυκειά,
Φρειδερίκη της Ελλάδος
η βασίλισσα γλυκειά!
Τα βουνά παραμερίζει
και στη Θράκη σταματά,
για να σώσει τα παιδιά της
απ’ τα βουλγάρικα σκυλιά,
για να σώσει τα παιδιά της
απ’ τα βουλγάρικα σκυλιά!
……………………………….
Εκείνα τα χρόνια υπήρχε η «υποχρέωση» των μαθητών, να ταΐζουν τους δασκάλους τους, φέρνοντάς τους φαγητό, για μεσημεριανό και δείπνο! Στη φροντίδα των επιμελητών της κάθε τάξης ανά εβδομάδα ήταν να ειδοποιούν από την προηγούμενη τον μαθητή ή την μαθήτρια που την επόμενη μέρα έπρεπε να φέρει φαγητό στον δάσκαλο.
Κάποια μέρα του Μαΐου, του 1960, όταν ήρθε η δική μου σειρά γι’ αυτήν την «υποχρέωση», με ειδοποίησαν οι επιμελητές ώστε την επόμενη να φέρω φαγητό στον δάσκαλο. Οι μέρες του Μαΐου για τους αγρότες ήταν από τις πιο δύσκολες, διότι πήγαιναν για εργασίες τους στους αγρούς από τα άγρια χαράματα και επέστρεφαν στα σπίτια τους μετά τη δύση του ήλιου, όταν πια είχε νυχτώσει για τα καλά και είχε σκοτινιάσει. Το ίδιο έκαναν και οι γονείς μου, και πολλές φορές όταν γύριζαν τα βράδια –από τα χωράφια– στο σπιτικό, με έβρισκαν να έχω πέσει για ύπνο και να κοιμάμαι, όντας κουρασμένος από τα διαβάσματα και από τα παιχνίδια. Όταν οι γονείς μου γύριζαν από τις αγροτικές εργασίες τους –πήγαιναν στα χωράφια περπατώντας και επέστρεφαν πάλι περπατώντας, απόσταση των 2 μέχρι και 12 χιλιομέτρων, ανάλογα με το χωράφι–, αμέσως η μάνα, μες στη νύχτα, ετοίμαζε το φαγητό της επόμενης μέρας για εμάς τα παιδιά (η αδελφή μου Ε’ Δημοτικού και ο αδελφός μου Α’ Γυμνασίου), και το φαΐ που θα έπαιρνε με τον πατέρα μου στα χωράφια, ή θα έπαιρνε η ίδια για εκεί που ξενοδούλευε μαζί με άλλες γυναίκες του χωριού, στα κτήματα – τσιφλίκια του Δημοσθένη Λύτρα, ή του Καλαρρυτινού Φασούλα, ή των αδελφών Τζιάτζιου, ή και του Δημητρίου.
Τη μέρα, λοιπόν, που οι επιμελητές με «ειδοποίησαν» ότι την επόμενη ήταν η σειρά μου να φέρω φαγητό στον δάσκαλο, εγώ δεν το είπα στη μητέρα μου, γιατί την ώρα που αυτή και ο πατέρας μου γύρισαν στο σπίτι από το χωράφι, ήταν νύχτα, κι εγώ ήδη είχα ξαπλώσει για ύπνο και κοιμόμουν. Η μάνα δούλευε τότε στα τσιφλίκια του Λύτρα, στη Χασάμπαλη ή στον Πλατύκαμπο και στη Νέχαλη, κι ο πατέρας μου μαζί με άλλους συγχωριανούς αργάτες – αγρότες, ως «συνεργείο» που είχαν συγκροτήσει, «τραβούσαν κόσα» σε τριφύλλια και βίκο σε καμποχώραφα του Πλατύκαμπου και στο Μιτισιλί.
Ξημέρωσε η Τετάρτη, που ήταν η μέρα μου να φέρω φα-γητό στον δάσκαλο, και οι γονείς μου από τα άγρια χαράματα, όταν εγώ κοιμόμουν ακόμα, είχαν φύγει από το σπίτι για τις εργασίες τους, και έτσι την ευθύνη για το ξύπνημα και για το πρωινό φαγητό μας την είχε ο αδελφός μου, ο οποίος ετοιμα-ζόταν και αυτός να φύγει, για να πάει πεζοπορώντας 6-7 χλμ. για το Μεγάλο Κισερλί, καθότι πήγαινε στην Α’ τάξη του Γυμνασίου Συκουρίου. Εγώ με την αδελφή μου θα πηγαίναμε για το Σχολείο μας, στο οίκημα του Κοινοτικού Γραφείου. Περιττό να το εξηγήσω πιο αναλυτικά, εκείνη την Τετάρτη δεν έφερα φαγητό στον δάσκαλο! Ούτε μεσημεριανό, ούτε για δείπνο…
Την άλλη μέρα, Πέμπτη, το μεσημέρι, την ώρα του μαθή-ματος, ο δάσκαλος ρώτησε τους δύο επιμελητές:
–Ποιος ήταν –χθές– να μου φέρει φαγητό;
Και οι δύο απάντησαν με μία φωνή:
–Ο Γιώργος, κύριε, και με έδειξαν με τον δείκτη του δεξιού χεριού τους, για να διώξουν από πάνω τους την όποια ευθύνη.
–Έλα εδώ Γιωργάκη!
Σηκώθηκα από το θρανίο μου και πήγα στο γραφείο του, δίπλα στον πρασινοπίνακα, ενώ αυτός κρατούσε στα χέρια του τον μακρί μαύρο και χοντρό χάρακα.
–Γιωργάκη, γιατί δεν φέραμε –χτες– φαΐ στον κύριο;
–Ξέχασα, κύριε, να το πω στη μαμά μου.
–Γιατί, Γιωργάκη, ξέχασες να το πεις στη μαμά σου;
–Γιατί, κύριε, χτες, όταν η μαμά μου γύρισε στο σπίτι από τη δουλειά, ήταν νύχτα, κι εγώ είχα κοιμηθεί. Το πρωΐ, που έφυγε πάλι η μαμά για τη δουλειά, ήταν νύχτα κι εγώ πάλι κοιμόμουν… Πώς να το πω στη μαμά μου;…
–Έτσι, Γιωργάκη, άφησες τον κύριο νηστικό…
–Και γιατί, κύριε νηστικό; Κάθε μήνα, παίρνεις μισθό από το κράτος. Γιατί δεν πήγες στο καφενείο του Στέργιου, να σου κάνει η γιαγιά Σουλτάνα πατάτες τηγανητές και δυο αυγά μά-τια και μια σαλάτα; Ουου, να φας και να παραχορτάσεις.
–Γιωργάκη είσαι αυθάδης. Αυθαδέστατος, θα έλεγα. Για έλα πιο εδώ…
Τον πλησίασα. Μου φούσκωσε αναπάντεχα δυο χαστούκια, από ένα στο κάθε μάγουλο, και μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι. Δάγκωσα τα χείλια μου, σφίχτηκα να μην κλάψω, και ετοιμαζόμουν να πάω στο θρανίο μου.
–Δεν τελειώσαμε ακόμα, Γιωργάκη, είπε, και πήρε τον μαύρο χάρακα που πριν είχε αφήσει στην επιφάνεια του γραφείου του, και με καντρεχή χαμογελαστή φωνή με διατάζει:
–Δυο σφαλιαρίτσες στα μάγουλα και δεν κλαις! Για άπλωσε τώρα τα χέρια σου, άνοιξε τις παλάμες σου, και… για να δούμε τις αντοχές σου!…
Έκανα όπως με διέταξε και άρχισα να μετράω τις «ξυλιές» με τον χάρακα. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις… εβδομήντα! Τριάντα πέντε σε κάθε παλάμη. Είχα δαγκώσει και πάλι τα χείλια και σφιγγόμουν να μην κλάψω… Και δεν έκλαψα…
Ο «κύριος Θωμάς», μετά τις εβδομήντα «ξυλιές», σταμάτησε να με δέρνει με τον χάρακα, όταν η αδελφή μου κλαίγοντας του φώναξε δυνατά:
–Κρίμα, κύριε! Κρίμα! Σταμάτα να τον χτυπάς! Είναι ένα παιδάκι, δεν το λυπάσαι, κύριε;!
Σταμάτησε ο δάσκαλος να με δέρνει, ενώ εγώ δεν έβγαλα ούτε ένα δάκρυ ή ωχ, έμαθα δε μια καινούρια λέξη: αυθάδης.
Το απόγευμα δεν πήγα στο σχολείο για μάθημα. Και όχι μόνο το απόγευμα εκείνης της Πέμπτης, του Μαΐου 1960, αλλά για μια ολόκληρη βδομάδα! Το βράδυ που επέστρεψαν οι γονείς μου από τις δουλειές τους, με βρήκαν να έχω τα μαύρα μου τα χάλια από τις «ξυλιές» που μου έδωσε ο δάσκαλος, έβαλαν σε μια μεγάλη αλουμινένια λεκάνη –του ούνâ λένι– πετρέλαιο από αυτό που υπήρχε στο σπίτι σε «γκαζοτενεκέ» για τη γκαζόλαμπά μας, και μετά τοποθέτησαν μέσα τις πρησμένες και μελανιασμένες παλάμες μου –σ’ τρεάκâ ντόρλου σhι σ’ντισούμφλâ– και απαιτήθηκε χρόνος μιας βδομάδας για να ξεμελανιάσουν και να ξεπρηστούν.
Εκείνη τη χρονιά, στη σχολική γιορτή για το κλείσιμο του σχολικού έτους, η αδελφή μου και εγώ είχαμε τις πιο πολλές συμμετοχές στα σχολικά δρώμενα, με σκετς, ποιήματα κ.λπ., σε σχέση με τους συμμαθητές μας, γεγονός που συζήτησαν πολλοί γονείς δυσμενώς τούτη την τακτική του δάσκαλου, αλλά αυτός, θαρρώ πως ήταν δίκαιος, διότι μας αντάμειψε και εμένα και την αδελφή μου ως καλούς μαθητές, και βάζοντας στο ενδεικτικό μας τον βαθμό Άριστα Δέκα.
Αυστηρός πολύ ο «κύριος Θωμάς», αλλά δίκαιος δάσκαλος.
Το επόμενο σχολικό έτος, 1960-1961, είμαι μαθητής της Γ’ τάξης, και είναι στην τάξη μου δάσκαλός μας ο Βασίλειος Παπαλεξίου, νέος κάτω των 30 ετών, ψηλός και λυγερόκορμος, με ροδοκόκκινη φάτσα και «πρέκνα», με κατακόκκινα μαλλιά στο κεφάλι, γεγονός που μας οδήγησε από την πρώτη κιόλας μέρα εμφάνισής του να του δώσουμε το προσωνύμιο Αρόσhλου ή Ρόσhλου, ήτοι Ο Κόκκινος. Μας δήλωσε πως καταγόταν από κάποιο ορεινό χωριό της Καρδίτσας, δίπλα στο Μουζάκι.
Ο Κόκκινος έμεινε για δυο-τρεις μήνες στο σχολείο μας και μετά έφυγε, και στη θέση του ήρθε ο Φώτης Ευαγγέλου, από τον Πυργετό, χωριό του γνωστού σε όλους κλαριντζή Βάιου Μαλλιάρα, όπως έλεγαν τότε οι μεγάλοι σε ηλικία συγχωριανοί. Γιατί εκείνα τα χρόνια ο Βάιος Μαλλιάρας ανήκε στους πιο μεγάλους λαϊκούς κλαριντζήδες της χώρας μας, και στους πιο σημαντικούς πρακτικούς οργανοπαίχτες δημοτικών τραγουδιών, παρόντα πολύ συχνά στο χωριό μας σε γάμους και πανηγύρια, επικεφαλής δημώδους ορχήστρας.
Ο Αρόσιος, στην ολιγόμηνη παρουσία του ως δάσκαλός μας, διδάσκοντας στις τάξεις Γ’, Δ’ και Α’, έδειξε πως είναι καλός δάσκαλος, αυστηρός, απαιτητικός. Μας έλεγε πως πρέπει να μάθουμε όλοι πολύ καλά τους γραμματικούς κανόνες, ορθογραφία και μαθηματικά, γιατί «χωρίς αυτά όλοι σας θα γίνετε μόνο γεωργοί και τσοπαναραίοι»! Ανάλογα με τις επιδόσεις όλων μας στα μαθήματα «κολλούσε» και παρατσούκλι, που ορισμένοι το κουβαλούν μέχρι και σήμερα. Αναφέρω το Κουδούνας, διότι είναι εκ μητρός μου συγγενής κι ο καλύτερος φίλος των παιδικών μου χρόνων, συμμαθητής στην ίδια τάξη.
Είχε ζωγραφίσει, ο Αρόσιος, στον πίνακα έναν κύβο, και σήκωσε τον Παύλο, ζητώντας του να βρει την επιφάνεια και τον όγκο αυτού του κύβου, αν η διάσταση της πλευράς του ήταν ένα μέτρο. Ο Παύλος απάντησε:
–Ο όγκος είναι 1 x 1 x 1 ίσον ένα κυβικό μέτρο, και η επιφάνεια είναι 1 x 1 x 100 ίσον 100 τετραγωνικά μέτρα!
–Καλά ο όγκος, αλλά το 100 στην επιφάνεια πώς σου προέκυψε, παιδάκι μου;
–Κύριε, 1 x 1 είναι η βάση, το ύψος που είναι ένα μέτρο, άμα το κόψουμε κάθε ένα πόντο και το απλώσουμε, τότε θα είναι 1 x 1 x 100, θα ισούται με 100 τετραγωνικά μέτρα.
–Τι λες ρε κουδούνα; Αντί να πολλαπλασιάσεις με τις έξι επιφάνειες για να βρεις τη συνολική επιφάνεια του κύβου, εσύ πολλαπλασιάζεις επί 100 εκατοστά; Και γιατί επί 100 εκατοστά και όχι επί 1.000 χιλιοστά; Είσαι εντελώς κουδούνας!…
Από εκείνη την ώρα το όνομα Παύλος έσβησε και έμεινε το Κουδούνας, που αμέσως υιοθετήσαμε όλοι οι συμμαθητές, και το φέρνει μέχρι σήμερα ο Παύλος, για τη μικρή μας κοινωνία.
Ένα άλλο πολύ σοβαρό ερώτημα που μας έθεσε κάποια φορά σε ένα μάθημα γραμματικής, είχε μια πολύ απίθανη εξέλιξη, αφού πρώτα μας είπε τον κανόνα:
«Κατά τον τόνον τον οποίον λαμβάνει η συλλαβή τινός λέξεως, λέγεται και η λέξις εκείνη Οξύτονος, Βαρύτονος, Περισπωμένη, ή Προπερισπωμένη. Εάν λαμβάνη την οξείαν, λέγεται οξύτονος· εάν την βαρείαν, βαρύτονος· περισπωμένη δε λέγεται, εάν η λήγουσα λαμβάνη τον τόνον “περισπωμένη”· προπερισπωμένη, εάν λαμβάνη αυτόν η παραλήγουσα… Η περισπωμένη δεν βάλλεται ποτέ επάνω εις την προπαραλήγουσαν.»
–Ακούσατε τον κανόνα; Τον καταλάβατε;…
–Ναιαιααιαιαι…, ήταν η ουρανομήκης απάντησή μας.
–Τότε, να μου πείτε, όταν βάλουμε περισπωμένη στην τρίτη από το τέλος συλλαβή, πώς ονομάζεται αυτή η λέξη;!
Μες στην αίθουσα απλώθηκε άκρα του τάφου σιωπή, και κοιταζόμασταν μεταξύ μας όλοι με απορία, πώς ονομάζεται αυτή η λέξη. Παγωμάρα στην αίθουσα. Τι λέει αυτός; Μπαίνει ποτέ στην τρίτη από το τέλος συλλαβή περισπωμένη; Μόνον οξεία μπαίνει…
–Δεν βλέπω χέρια να σηκώνονται… Τι, δεν το ξέρουμε;…
–Εγώ κύριε, εγώ κύριε, εγώ κύριε…
–Πρόσεξε Κωστάκη τι θα πεις, μην πεις καμιά βλακεία.
–Όχι κύριε… Εγώ κύριε, εγώ κύριε…
–Λέγε Κωστάκη.
–Πα-ρα-πρό-περι-σπώ-με-νη, κύριε.
–Κωστάκη είσαι βλάξ! Γιατί, βρε, οι άλλοι δεν σήκωσαν το χέρι; Ήθελες να δείξεις ότι είσαι ο πιο έξυπνος, ή ο πιο βλαξ; Για έλα εδώ στην έδρα και γράψε στον πίνακα με κεφαλαία γράμματα: ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΣΥΛΛΑΒΗ ΜΠΑΙΝΕΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΜΟΝΟΝ ΟΞΕΙΑ ΚΑΙ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ, ΚΑΙ Η ΛΕΞΗ ΛΕΓΕΤΑΙ ΠΡΟΠΑΡΟΞΥΤΟΝΗ. Κατάλαβες, Κωστάκη; Για έλα αμέσως…
Το παρατσούκλι Παραπρόπερισπώμενος δεν άντεξε στον χρόνο, ήταν δυσκολότερο από το Κωστάκης.
Ο άλλος δάσκαλος, ο Φώτης Ευαγγέλου, ήταν ήπιος και καλοσυνάτος, καλός παιδαγωγός, και ανάλογα με τις επιδόσεις μας, δήλωνε «προφητικά» τι θα γίνει ο καθένας μας όταν μεγαλώσουμε. Σε μένα είχε πεί:
–Ή γιατρός θα γίνεις, ή καθηγητής.
Δεν έπεσε έξω! Ετοιμαζόμουν στις εισαγωγικές εξετάσεις για την ιατρική, όμως τελικά επέλεξα τα οικονομικά και εν συνεχεία έγινα καθηγητής Α.Ε.Ι. οικονομικών μαθημάτων!
Στον «κύριο Φώτη» χρωστάω την αγάπη μου στην ιστορία και στη γεωγραφία, γιατί και τα δυο μαθήματα τα δίδασκε σαν ένας καλός εγκυκλοπαιδιστής, και μας οδηγούσε στον χρόνο και στον χώρο σε κόσμους παραμυθένιους.
Την άνοιξη του 1961, για πρώτη φορά το σχολείο μας θα κάνει μεγάλη εκδρομή, με λεωφορείο, και επίσκεψη σε κάποια πόλη! Πήγαμε, λοιπόν, με πούλμαν, στον Βόλο.
Οι δάσκαλοι είχαν προγραμματίσει μια ενδιάμεση στάση στον Βελεστίνο, για να ιδούμε το σπίτι του Ρήγα Βελεστινλή. Το σπίτι του Ρήγα βρίσκεται στον Βλαχομαχαλά του οικισμού, για τον λόγο ότι ο Ρήγας ανήκε στους Αρμάνους – Βλάχους κατοίκους αυτού του χωριού – κωμόπολης, που είχαν ως χειμαδιό τον Βελεστίνο και ως τόπο παραθερισμού το Περιβόλι Γρεβενών, κατά πως αναφέρει και ένα βλάχικο δημοτικό τραγούδι του Μετσόβου. «Ρίγα άλ’ Περιβολjιάτου».
Με την Αγγελικούλα, πρωτοξαδέρφη του πατέρα μου και συνομήλικη της αδερφής μου, η οποία ήταν «ακροάτρια» στην ΣΤ’ τάξη του Δημοτικού, για να δώσει εκ νέου εξετάσεις στο Γυμνάσιο Συκουρίου, μετά από μια αποτυχία, πήγαμε στη θεία Ζωίτσα του Καλόγερου, μηλαδελφή εκ μητρός του πατέρα της Αγγελικούλας, του Μήτρη, μηλαδελφός εκ πατρός του πατέρα του πατέρα μου, του παππού μου Θανάση, η οποία μας δέχτηκε με αγκαλιές και φιλιά και μας χαρτζιλίκωσε με το ίδιο μεγάλο νόμισμα την Αγγελικούλα και εμένα. Μας είπε δε αυθόρμητα, βλαχιστί:
–Βâ ντουτσέτσι λα Ρίγα; Ι μάρι όμου, ντι ανόστρου.
Επισκεφθήκαμε και την Υπέρεια πηγή στον Βελεστίνο, που είχε πάρα πάρα πολύ νερό και μου θύμισε τον δικό μας Ίζβορ-λου ντι Χασάμπαλι – Ίζβορο της Χασάμπαλης, που ήταν αληθινά και οι δυο αυτές ανάβρες σαν νερομάνες παραμυθιών που τις φύλαγαν δράκοι, και που τις νύχτες λούζονταν σε αυτές νεράιδες κι εξωτικές κοπέλες.
Στον Βόλο είδαμε τα πιο πολλά παιδιά για πρώτη φορά θά-λασσα, τι σημαίνει θάλασσα κι απέραντο γαλάζιο νερό, γιατί έως τότε τις θάλασσες τις ξέραμε μόνο από περιγραφές άλλων και μέσα από τις ασπρόμαυρες κινηματογραφικές ταινίες, που προβάλλονταν στο χωριό από το Βασιλικό Ίδρυμα και την Βασιλική Πρόνοια, την Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, και από τη Διεύθυνση Γεωργικών Προγραμμάτων της Νομαρχίας, και από τον «κινητό κινηματογράφο “Κένταυρος”», των κοντο-χωριανών Σάκια από το Τζαμί και Βάπελα από το Σουφλάρι, γαμπρό και πεθερό αντίστοιχα σε αυτήν την επιχείρηση.
Στον Βόλο επισκεφθήκαμε την Παιδόπολη, όπου μας ξενάγησαν κάποιες κυρίες με κάτι περίεργες χρωματιστές στολές και ειδικά καπελάκια στο κεφάλι, μας πήγαν σε διάφορα δωμάτια και χώρους, στην κουζίνα, στην τραπεζαρία, και στην αίθουσα εκδηλώσεων. Στην κουζίνα, όπου μας πρόσφεραν και από ένα χορταστικό σάντουϊτς, είδαμε όλα τα παιδιά για πρώτη φορά ηλεκτρικό φούρνο, ηλεκτρικό ψυγείο, άλλα ηλεκτρικά σκεύη, αφού στο χωριό δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, κι όλα αυτά τα σκεύη και τ’ αντικείμενα ήταν έξω απ’ τη φαντασία μας.
Θαρρώ πως εκεί πρέπει να βρήκαμε και κάποιον συγχωριανό μας, ορφανό από πατέρα από τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου, και πρέπει να μάθαινε εκεί την τέχνη του μαραγκού.
Μετά οι δάσκαλοι μας έφεραν σε ένα μεγάλου όγκου οίκημα, στο καπνεργοστάσιο Ματσάγγος, στο κέντρο της πόλης, μας ξενάγησε ένας μηχανικός που φορούσε στο κεφάλι του κίτρινο κράνος, και μας έδειξε όλη την παραγωγική διαδικασία, πώς τα καπνόφυλλα γίνονται τσιγάρα και πώς πακετάρονται, και την ώρα που είχε τελειώσει η ξενάγηση και ήμασταν έτοιμοι να βγούμε έξω από το εργοστάσιο, ακούστηκε δυνατή η φωνή ενός κυρίου που φορούσε μπλε φόρμα:
–Όσοι έχετε γονείς και παππούδες που καπνίζουν, περάστε από εδώ να σας δώσουμε κι από ένα πακέτο τσιγάρα, για τον καθένα.
Η Αγγελικούλα με τράβηξε από το χέρι και μου είπε:
–Πάμε, και θα πεις πως καπνίζει ο μπαμπάς σου, ο παππούς σου κι ο αδερφός σου…
Έτσι και έγινε! Πήρα κι εγώ τρία πακέτα τσιγάρα, μάρκας Ελαφρά Ματσάγγου, σε πακέτα κασετίνες – τετράγωνα, και όταν βγήκαμε έξω από το εργοστάσιο τα έδωσα στην Αγγελικούλα, για τον μπαμπά της, τον πάπλου Μίτρι, που ήταν όν-τως καπνιστής, γιατί ούτε ο πατέρας μου, ούτε ο παππούς μου από τη μάνα μου, κι ούτε κανείς… αδελφός μου κάπνιζε!
Αργότερα, το απόγευμα, οι δάσκαλοι μας έφεραν σε ένα σημείο του λιμανιού για να μπούμε σε βάρκες, και να πάμε από εκεί βαρκάδα, απέναντι στα Πευκάκια, σε μικρή απόσταση από εκεί που θα επιβιβαζόμαστε στις βάρκες, όπου υπήεχε ένα ωραίο εξοχικό κατάστημα – είδος αναψυκτηρίου, με μπόλι-κη πρασινάδα και δέντρα στην αυλή, ώστε εκεί να μπορούμε κάτι να φάμε και να παίξουμε αμέριμνα. Την ώρα που επιβιβαστήκαμε στη βάρκα και καθόμασταν σε πάγκους γύρω – γύρω δίπλα στην καρίνα της, δεν ξέρω πώς και γιατί, σηκώθη-κε ένα τεράστιο κύμα και η βάρκα άρχισε να γέρνει δεξιά και αριστερά, πάνω – κάτω, και μας έκανε όλους να τρομάξουμε πολύ, γιατί φοβηθήκαμε μη τουμπάρει και βουλιάξει και πνιγούμε όλοι!… Και τώρα που μου έρχεται εκείνη η εικόνα, ανεβαίνει το χτυποκάρδι μου! Πώς δεν τούμπαρε η βάρκα, και πώς τη γλυτώσαμε και δεν πνιγήκαμε! Τέτοια μεγάλη λαχτάρα την περάσαμε όλα τα παιδιά στη βάρκα, και την κουβεντιάζαμε για πολλές μέρες στο χωριό, μετά την επιστροφή μας από την εκδρομή.
Στη διάρκεια της μέρας, πήγαμε και μέχρι τον Άνω Βόλο, επισκεφθήκαμε το σπίτι Κόντου, όπου εκεί είδαμε στους τοίχους ωραίες ζωγραφιές του ζωγράφου Θεόφιλου! Κάπου εκεί πρέπει να είχε μια βρύση με τρεχούμενο νερό από μαρμάρινο κεφάλι λεονταριού, κι ήπιαμε σχεδόν όλοι κατάκοποι από την ανηφόρα που περπατήσαμε, μένοντας πολύ εντυπωσιασμένοι από αυτή τη βρύση. Το σπίτι του Κόντου το επισκέφτηκα αργότερα και άλλες φορές, και τώρα νομίζω πως το έχει αγοράσει κάποια συγχωριανή μας, παντρεμένη εδώ και χρόνια με έναν Γερμανό πολίτη.
Είχε νυχτώσει για τα καλά, όταν ξαναμπήκαμε στο λεωφορείο για να επιστρέψουμε από τον Βόλο για το χωριό μας, και όλοι χαρούμενοι εκδηλώναμε τη χαρά μας προς τους δασκάλους μας:
«Ίπι – ίπι – ούμε, σας – ευχα – ριστούμε!»
Δύο τραγούδια κυριάρχησαν κατά την επιστροφή, τα οποία τα είπαμε και τα ξαναείπαμε, εκδηλώνοντας τη χαρά και την ευχαρίστησή μας γι’ αυτή την εκδρομή:
1. Ήταν ένα μικρό καράβι – που ήταν αταξίδευτο…
2. Γκαβός βελόνα γύρευε – μέσα σε αχυρώνα…
Λογαριάζω πως και σήμερα θα τα τραγουδούν οι μαθητές.
Το 1961-1962, στην Δ’ τάξη, διευθύντρια του σχολείου είχαμε την κυρία Ιφιγένεια Χαρίση, η οποία κατά το προηγούμενο σχολικό έτος ήταν δασκάλα –όπως έλεγε– στο χωριό Αιγάνη της Λάρισας, μετά τα Τέμπη και τον Πυργετό, και καταγόταν –αν θυμάμαι καλά– από τον γειτονικό μας Πλατύκαμπο ή Το-πουσλάρι. Είχε τις τάξεις Β’, Ε’ και ΣΤ’, ενώ τη δική μου τάξη, καθώς και την Α’ και τη Γ’, είχε η κυρία Γεωργία Διάκου, με καταγωγή από το νησί Πόρος.
Ανέφερα πρώτη την Πλατυκαμπιώτισσα δασκάλα, γιατί ήταν δραστήριο μέλος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, και κάποια μέρα μας μίλησε και για τον Ερρίκο Ντυνάν, τον ιδρυτή της διεθνούς οργάνωσης του Ερυθρού Σταυρού, ενώ μας δίδαξε και μάθαμε το σχετικό τραγούδι:
Της νιότης ο Ερυθρός Σταυρός
σαν παπαρούνα του Μαγιού,
τους στοχασμούς τους πένθιμους
μας διώχνει τώρα από τον νου,
τους στοχασμούς τους πένθιμους
μας διώχνει τώρα από τον νου…
Η «κυρία Ιφιγένεια», μας μοίραζε κάθε μήνα το περιοδικό «Ερυθρός Σταυρός», και μας ενέγραψε συνδρομητές του, τους μαθητές που φέραμε τα χρήματα για την ετήσια συνδρομή. Στη διεύθυνση αυτού του περιοδικού έστειλα –κρυφά από τους γονείς μου και τα αδέλφια μου– τις πρώτες λογοτεχνικές γραφές μου και ανησυχίες, και ορισμένα σκίτσα και ζωγραφιές, αλλά με ψευδώνυμο, φοβούμενος μη το μάθουν οι γονείς και φάω κανένα σκατόξυλο από τον πατέρα μου, που θα μου έλε-γε (δικαιολογημένα – κατά τους συγχωριανούς):
–Βρε, για μάθε γράμματα κι άσε αυτές τις αηδίες!…
Τα αδέλφια μου και οι συνομήλικοί μου, αν διάβαζαν τις καλλιτεχνικές μου αναζητήσεις σε λογοτεχνία και ζωγραφική, ή αν μάθαιναν γι’ αυτές, θα με έβαζαν στο στόχαστρο και θα με κορόιδευαν για τις χαζομάρες που κάνω…
Τα Χριστούγεννα του 1961, τη μέρα της σχολικής γιορτής στη μεγάλη αίθουσα του οικήματος Συγγρού, την ώρα που λέγαμε τα ποιήματα, τα σκετς και τα τραγούδια, μπήκε στον χώρο ο συγχωριανός μας, φοιτητής στο Ε.Μ.Π., Τσιμπούκης Σιού-λας (Σhιούλα άλ’ Μίτου), με μια ογκώδη τσάντα-βαλίτσα! Μί-λησε με τις δύο δασκάλες, και μετά άνοιξε την τσάντα του και έβγαλε από αυτήν διάφορα «δώρα» και τα μοίρασε σε όλα τα παιδιά: κασετίνα με χρωματιστά μολύβια, γομολάστιχα, ξύστρα, και από ένα τεύχος του περιοδικού Ζωή του Παιδιού και του περιοδικού Προς τη Νίκη!
Θεέ μου, τι ευτυχία! Κανείς δεν μου είχε κάνει ποτέ, κανένα δώρο!… Κρυφά από τους γονείς μου –και με χρήματα που είχα εξοικονομήσει από τα κάλαντα– γράφτηκα συνδρομητής σε αυτά τα δύο περιοδικά, από τις ιστορίες των οποίων η πιο ωραία ήταν του Λευτέρη Ξεφτέρη! Σε αυτά τα περιοδικά, με ψευδώνυμο, στέλνω και… συνεργασίες (κείμενα, ζωγραφιές).
Ο Σιούλας Τσιμπούκης ήταν τότε φοιτητής στο Ε.Μ.Π., στο Τμήμα Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων. Το σπίτι του με το πατρικό μου απέχουν μεταξύ τους γύρω στα 50-60 μέτρα, και το επισκεπτόμουν συχνά για να παίξω με τον ανεψιό του, γιο του αδελφού του, κατά τρία χρόνια νεότερό μου, τον Παυλάκη, με παρατσούκλι Μπόντε και Λόλο. Ανακάλυψα πως το σπίτι διέθετε βιβλιοθήκη, δηλ. ένα ξύλινο έπιπλο με ράφια γεμάτα με βιβλία, στο βορειοανατολικό δωμάτιο του ορόφου! Παρακάλεσα τη μάνα του Παυλάκη, την Μαριγάκη (γραικιστί Μαρικάκι), να μου να δανείζει κάποια από αυτά τα βιβλία, τα οποία αφού θα τα διάβαζα, θα τα επέστρεφα. Εκείνη καλόκαρδα μου δάνειζε, με την επισήμανση:
–Λjια ίτσι τι αρâσιάσhτι, μα σâ-ου τόρνjι νâπόι!, και έτσι έπραξα για όλα τα βιβλία όλες τις φορές που δανειζόμουν. Τα επέστρεφα μετά την ανάγνωσή τους.
Τότε διάβασα τα ογκώδη έργα του Ουγκώ, του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι, του Σολόχοφ, του Καζαντζάκη και άλλων, μα και ποικίλα μικρού σχήματος και όγκου, με ηθικοπλαστικό και χριστιανικό περιεχόμενο, εκδόσεων Ζωής, και το πολύ ωραίο και σημαντικό περιοδικό Εποχές, με διευθυντή τον Τερζάκη.
Χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη στη Μαριγάκη για την καλοσύνη της να μου δανείζει τα βιβλία του κουνιάδου της, τα οποία επέστρεφα πάντοτε με πολλές ευχαριστίες.
Τα μικρού σχήματος και μεγέθους βιβλιαράκια –σχήματος τσέπης–, όπως Το τραίνο που δεν σταματούσε, με εθνικό και θρησκευτικό περιεχόμενο, κάποια και με σαφές αντικομμουνιστικό περιεχόμενο, τα διάβαζα τις νύχτες του χειμώνα με δυνατή φωνή για να τα ακούει κι η μάνα μου την ώρα που έπλεκε κάτι ή όταν μπάλωνε κάτι, ξέροντας η ίδια γράμματα τρίτης Δημοτικού και έχοντας φιλομάθεια, ενώ ήταν ένα ζωντανό και πολύτιμο αρχείο του τοπικού προφορικού μας πολιτισμού και των εν γένει τοπικών βλάχικων παραδόσεών μας.
Παρόμοια χαρά με αυτή των Χριστουγέννων πήρα –όπως και οι συμμαθητές μου– το Πάσχα του 1962, όταν με φροντίδα της διευθύντριας του Σχολείου μας «κυρίας Ιφιγένειας», μέσω του Ερυθρού Σταυρού, πήραμε και πάλι μολύβια, κασετίνες, γομολάστιχες και μικρά παιχνιδάκια, ως δώρα απεσταλμένα από μαθητές ενός σχολείου του Καναδά! Εκείνη την εποχή δεν είχαμε στυλό διαρκείας και γράφαμε με κονδυλοφόρο, με πέννα που τη βουτούσαμε στο μελάνι μικρών γυάλινων μελανοδοχείων, κυβοειδούς σχήματος και με μελάνι μαύρο ή μπλε, διαδικασία που κράτησε σε όλα μου τα χρόνια που ήμουν μα-θητής του Δημοτικού Σχολείου.
Η δασκάλα μας Γεωργία Διάκου, μας εντυπωσίαζε με το επώνυμό της, και τη θεωρήσαμε στην αρχή ότι είναι της ίδιας οικογένειας με τον εθνικό μας ήρωα Αθανάσιο Διάκο, της Επανάστασης του 1821.
–Όχι, παιδιά! Δεν έχω καμιά σχέση με τον Αθανάσιο Διάκο, και να σας πω ότι υπάρχει ένας ακόμα ήρωας με το επώνυμο αυτό, ο Αλέξανδρος Διάκος, από την Ρόδο, αξιωματικός του ελληνικού στρατού, που έπεσε μαχόμενος το 1940, πολεμώντας κατά των Ιταλών, στην Ήπειρο. Ούτε κι αυτός ήταν συγ-γενής μου. Εγώ είμαι από το νησί Πόρος, δίπλα στην Πελοπόννησο, και πάρα πολλοί από αυτό το νησί πήραν μέρος στην Επανάσταση του 1821.
Και πρόσθετε:
–Στον Πόρο ζουν Αρβανίτες. Να ξέρετε ότι οι Αρβανίτες της νότιας Ελλάδας, όπως και εσείς οι Βλάχοι της Ελλάδας, είμαστε οι δυο ελληνικές φυλές που κάναμε τα περισσότερα για να απελευθερωθεί η Ελλάδα από τους Τούρκους.
Η «κυρία Γεωργία», ήπια και χαμογελαστή, μας προκάλεσε μεγάλη εντύπωση με αυτά που μας είπε για τους Βλάχους, και για το ότι ήταν Αρβανίτισσα! Και μας είπε ότι δεν είναι κακό να μιλάμε με τους γονείς μας κι έξω από το σχολείο τα βλάχικά μας, αλλά να διαβάζουμε πολύ και να πάμε και στο Πανεπιστήμιο, άμα θέλουμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας. Ήταν εντυπωσιακά όλα αυτά που μας έλεγε, ιδίως όταν μας περιέγραφε το πώς ήταν ο κόσμος στην Αθήνα και στον Πειραιά, ή το πώς ζούσαν εκεί οι άνθρωποι. Ούτε που φανταζόμασταν…
Το 1962-1963, στην Ε’ τάξη του δημοτικού, δάσκαλος της τάξης μου, όπως και στην Β’ και στην ΣΤ’, ήταν ο Αργύριος Παπαλε-ξίου, αδελφός του Αρόσιου που τον είχαμε για λίγο δάσκαλο στη Γ’ τάξη, ίδιας κοψιάς άνθρωπος με τον αδελφό του, με ίδια κόκκινα χρώματα σε πρόσωπο και μαλλιά, με πρέκνα, μα και πάντα χαμογελαστός.
Και κατά το 1963-1964, στην ΣΤ’ τάξη, δάσκαλος ήταν πάλι ο ίδιος, αλλά ως αίθουσα διδασκαλίας δεν ήταν πια εκείνη του Κοινοτικού Γραφείου, μα η επέκταση στο οίκημα Συγγρού, η οποία κτίστηκε το 1959-1960 ως επέκταση και ενιαίο κτήριο με το παλαιό ψηλό σχολείο.
Στον Αργύρη Παπαλεξίου, τον χαμογελαστό και αυστηρό δάσκαλο, χρωστώ εγώ –και πολλές «σειρές» μετέπειτα μαθητών του χωριού μου– τη… χάρη, ότι συνέχισα τον δρόμο για τα γράμματα σε Γυμνάσιο, Α.Ε.Ι. κ.λπ. Υπήρξε άριστος παιδαγωγός, καλός «συντοπίτης» μας αφού για όλα τα χρόνια που ερ-γάστηκες ως δάσκαλος στο σχολείο μας εγκατστάθηκε στο χωριό μας, πρωταγωνιστώντας στην ίδρυση της ποδοσφαιρικής ομάδας του χωριού, στη λειτουργία νυχτερινού σχολείου στο οποίο οι αγράμματοι γονείς μας –οι άντρες μόνο!– πήγαν και έμαθαν γράμματα και τις πράξεις της αριθμητικής, στη βελτίωσης της καλής οργάνωσης και λειτουργίας του Γεωργικού και Κτηνοτροφικού συνεταιρισμού και άλλα.
Εκείνα τα χρόνια για την έκδοση διπλώματος οδήγησης των γεωργικών ελκυστήρων και άλλων γεωργικών μηχανημάτων απαιτούνταν απολυτήριο Δημοτικού Σχολείου, το οποίο οι περισσότεροι ενήλικες συγχωριανοί δεν το είχαν, καθότι δεν είχαν πάει καθόλου στο Δημοτικό ή είχαν κάνει μόνο κάποιες τάξεις του. Η εξέταση αυτών των μαθητών για να πάρουν το απολυτήριο, γινόταν από το διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου Συκουρίου, για να είναι η κρίση πιο αντικειμενική, ή ίσως γιατί τέτοια ήταν η εντολή της ελληνικής πολιτείας.
Στο νέο σχολικό οίκημα, στην εξωτερική βόρεια πλευρά του, αυτή που βλέπει προς τον ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, κάποιο φθινοπωριάτικο απόγευμα του 1961, ένα κλιμάκιο στρατιωτών από το γειτονικό μας στράπεδο –γνωστό ως Στρατόπεδο Συκουρίου– άσπρισε μια λωρίδα του τοίχου, κι έγραψε σε αυτήν με κεφαλαία κόκκινα γράμματα: ΚΚΕ = ΑΙΜΑ. Στο αέτωμα δε της εισόδου στο προαύλιο προς τους Ζιωγαίους, προς τη μεριά όπου και το γηραιό κυπαρίσσι, έγραψαν ΕΔΑ = ΠΡΟΔΟΣΙΑ. Και τα δύο αυτά επίσημα – κρατικά «γραφήματα» ήταν δείγματα της ηθικοπλαστικής παρέμβασης της πολιτείας τόσο προς τους μαθητές όσο και προς τους άλλους συγχωριανούς πολίτες, για να μην έχει κανείς καμιά ψευδαίσθηση σε ποια χώρα ζει και υπό ποίο αντικομμουνιστικό καθεστώς…
Από τα χρόνια της «διδασκαλικής θητείας» του Αργύρη Παπαλεξίου, ανασύρω από τη μνήμη κάποια γεγονότα και εικόνες που συνέβησαν στο σχολείο ή στην κοινωνία μας.
Τότε που ήμουν μαθητής της Ε’ τάξης, ζητήσαμε κάποια φορά οι μαθητές της Ε’ και ΣΤ’ τάξης από τον δάσκαλό μας να μας πάει μακρινή εκδρομή στον Αγι’-Αντώνη στο Σουφλάρί, γιατί είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία εκδρομή μας. Ο δάσκαλος ήταν αρνητικός στο αίτημά μας και σαφής:
–Εκδρομή θα πάμε όταν μάθαιτε όλοι σας όλους τους γραμματικούς κανόνες που διδαχτήκατε μέχρι σήμερα κι όταν θα ξέρετε όλοι σας τις πρωτεύουσες όλων των κρατών της γης.
Με τέτοιες προϋποθέσεις δεν θα πηγαίναμε ποτέ εκδρομή! Πώς μπορούσαν να μάθουν όλοι οι μαθητές όλα αυτά τα πράγματα, όταν στις τάξεις μας είχαμε συμμαθητές που είχαν μείνει στην ίδια τάξη έως και τρεις χρονιές, και ήταν κατά τρία χρόνια μεγαλύτεροί μας; Έμεναν επί τόσα χρόνια στην ίδια τάξη, γιατί δεν μπορούσαν να μάθουν αυτά που ο δάσκαλος ζητούσε ή δεν απαντούσαν σωστά και σε πιο απλές ερωτήσεις! Έναν τέτοιο μαθητή ρώτησε μια μέρα ο «κύριος Αργύρης»:
–Για πες μας, Βαγγελάκη, πότε έχουμε Χριστούγεννα;
–Το Πάσχα, κύριε…
Με τέτοιες απαντήσεις, δεν θα μας πήγαινε ποτέ εκδρομή ο δάσκαλος. Έτσι, ένα πρωινό, πέταξα την ιδέα, πριν ακόμα χτυπήσει το κουδούνι να μπούμε στις αίθουσες για μάθημα:
–Αφού δεν μας πάει ο δάσκαλος εκδρομή, ας πάμε μόνοι…
Ήταν μέρα Σάββατο, και όπως κάθε Σάββατο είχαμε μά-θημα μόνον το πρωί –όχι όπως τις άλλες μέρες πρωί και από-γευμα μάθημα–, γιατί το απόγευμα του Σαββάτου, οι επιμελητές της βδομάδας είχαν φροντίδα για την καθαριότητα της αίθουσας, με σκούπισμα, πλύσιμο κ.λπ. δαπέδου και θρανίων, για την εβδομάδα που επίκειτο, αλλά και περιποίηση των κηπαρίων, πλάι στον τοίχο περιφράξης και στους τοίχους του σχολικού οικήματος.
Το πρωινό, λοιπόν, εκείνου του Σαββάτου, τα αγόρια της Ε’ και ΣΤ’ τάξης, αποφασίσαμε να μη μπούμε στην αίθουσα για μάθημα μα να πάμε μόνοι μας εκδρομή! Κινήσαμε ως μεγάλη ομάδα πεζοπορώντας για το Σhιόπουτλου ντι λα Ντιντίντι – Βρύση πίσω από το Βουνό, απόσταση πέντε χιλιομέτρων από το χωριό. Και σε αυτή τη μαθητική ανταρσία, μας ακολούθησαν και τρεις μαθητές από μικρότερες τάξεις, παρ’ όλο που τους απειλήσαμε ότι θα τους δείρουμε αν μας ακολουθούσαν, και τους συστήναμε να πάνε στις αίθουσές τους για μάθημα! Αλλά αυτοί μας είχαν πάρει στο κατόπιν σε απόσταση ασφα-λείας 100 μέτρων! Τελικά, ήρθαν και αυτοί στη Βρύση, τόπο με πολλά και πλούσια νερά, σκιερά πλατάνια, και πεδινή έκταση να μπορούμε να παίξουμε μπάλα κι άλλα ομαδικά παιχνίδια. Τα νερά της Βρύσης έπεφταν σε μια μικρή λιμνούλα, και από εκεί κυλούσαν σε ρέμα που ήταν γεμάτο βούρλα, καλάμια, βάτους, και άλλα υδρόφυλα φυτά, όπου πλήθος πανέμορφων πουλιών πάνω τους είχε συναυλία με τα ωραία κελαϊδίσματά τους. Τα νερά της βρύσης από εκεί, κυλούσαν στο ασμάκι, έχοντας κάτω από τις πέτρες καβούρια και στη ροή τους μικρά ψαράκια, και βατράχια και γυρίνους, αλλά και κάτι περίεργα ζωύφια, τις «μουρμουρίτσες», για τις οποίες έλεγαν πως όποιος έπινε έστω μία από αυτές, θα πέθαινε, γιατί αυτές έτρωγαν από μέσα τα σωθικά των ανθρώπων!
Η απειλή προς τους τρεις μικρούς συμμαθητές, δεν εκτελέστηκε, οπότε και αυτοί συμμετείχαν σε όλες τις δράσεις.
Αρχηγός αυτής της ανταρσίας ήταν η αφεντιά μου, όντας μαθητής της Ε’ τάξης, ως καλός μαθητής, και ως καλός και δυνατός στην πάλη και στα αγωνίσματα που τότε παίρναμε μέρος κατά τα διάφορα παιχνίδια μας. Ήμουν στα πιο πολλά ο καλύτερος, από πολλούς συνομιλήκους: στην πάλη, στο τρέ-ξιμο, στο πήδημα, στα άλματα, στο σκαρφάλωμα στα δέντρα και στην αναρρίχηση στους βράχους, και δεν φοβόμουν φίδια, ζουλάπια κ.λπ., αλλά μόνο τα σκυλιά, που τα φοβάμε και τώρα! Οπότε, δικαιολογημένα με έχρισαν αρχηγό τους.
Από το σύνολο των αγοριών της Ε’ και ΣΤ’ τάξης, δεν ήρθε στην εκδρομή μόνο ένας, ο Νάιντος, γείτονας και κολλητός μου – και καλύτερος μαθητής της τάξης μας. Αυτός έμεινε στο σχολείο, μαζί με τα κορίτσια, φοβούμενος τις συνέπειες της τιμωρίας, αλλά και για να μη χάσει την πρωτειά που είχε, ως «ο καλύτερος μαθητής» όλα τα χρόνια. Εκείνο το Σάββατο ο «κύριος Αργύρης» έβαλε για την επικείμενη Δευτέρα ως μάθημα ένα ποίημα, το οποίο θα έπρεπε να το μάθουν και να το πουν «νεράκι, από έξω» όλοι οι μαθητές κι οι μαθήτριες. Όμως κλείδωσε μέσα στην αίθουσα τις σάκκες μας –«όλων των αν-ταρτών εκδρομέων»–, κι έδωσε αυστηρή εντολή στα κορίτσια και στον Νάιντο να μη δανείσουν τα βιβλία σε κανέναν «αντάρτη» μαθητή, ούτε και το Αναγνωστικό με το ποίημα που έπρεπε να ξέρουμε όλοι «απέξω» την επικείμενη Δευτέρα.
Έφτασε η Δευτέρα, και μετά την πρωινή προσευχή ο δά-σκαλός μας με στεντόρεια φωνή διέταξε:
–Όσοι το Σάββατο δεν… πήγαν εκδρομή, να μπουν αμέσως στην αίθουσα. Όσοι έκαναν… ανταρσία, να παραμείνουν στις γραμμές, στοιχισμένοι και ζυγισμένοι…
Όταν έλεγε αυτά τα λόγια, έπαιζε στα χέρια του τη λεπτή και μακριά βέργα του από κλαδί λυγαριάς, κι έτσι ουσιαστικά ειδοποιώντας τους… αντάρτες τι τους περιμένει.
–Ποιος είχε την ιδέα και την πρωτοβουλία της εκδρομής;
–Εγώ κύριε, φώναξα αμέσως και σήκωσα το δεξιό χέρι μου.
–Γιωργάκη, ρώτησα ποιος είχε ιδέα και την πρωτοβουλία για την εκδρομή. Δεν ρώτησα ποιος πήγε… εκδρομή.
Προφανώς ο δάσακλος δεν θα πίστευε ότι εγώ είχα την ιδέα και την πρωτοβουλία αυτής της… ανταρσίας, μιας και με τον Νάιντο ήμουν ο καλύτερος μαθητής στην τάξη. Ο Νάιντος πήρε σε όλες τις τάξεις δέκα, κι εγώ από την Α’ μέχρι την ΣΤ’ τάξη εναλλάξ: 9, 10, 9, 10, 9, 9, ενώ οι άλλοι συμμαθητές μας είχαν βαθμούς από 8 και κάτω, σε όλες τις τάξεις.
–Εγώ, κύριε! Τι, δεν με πιστεύεις;
–Τότε, έλα εδώ Γιωργάκη! Σε πιστεύω. Άνοιξε τις παλάμες σου… Δέκα βεργιές στο κάθε χέρι, για να χαρείς και άλλο την εκδρομή σου… Αν δεν σου φτάνουν, μου του λες να συνεχίσω.
Δεν είπα τίποτα. Στάθηκα μπροστά του, άνοιξα τις παλάμες των χεριών μου, και άρχισα να μετράω τις βεργιές:
–Μία, δύο, τρεις… δεκαοκτώ, δεκαενιά, είκοσι.
–Πήγαινε τώρα στη γραμμή σου… Οι υπόλοιποι, με τη σειρά, θα μπαίνετε μέσα στην αίθουσα ένας ένας, περνώντας από μπροστά μου με τις παλάμες των χεριών ανοιχτές, και θα μετράτε δυνατά τις 20 βεργιές… Κατανοητό;…
Έτσι και έγινε, αλλά εγώ έφαγα και άλλες 20 βεργιές!
Στην αίθουσα η διάταξη των θρανίων ήταν σε σχήμα κεφαλαίου Π, με το άνοιγμα προς τη μεριά του πρασινοπίνακα –φαίνεται να είχαν καταργηθεί οι μαυροπίνακες από τα σχολειά–, και ο δάσκαλος όπως μας κοιτούσε από το γραφείο του, έβλεπε από αριστερά τη διάταξη των κοριτσιών και από δεξιά των αγοριών, ενώ η απέναντι του διάταξη των θρανίων είχε πάλι αριστερά μαθήτριες και δεξιά μαθητές. Η θέση μου ήταν σε αυτή την τελευταία διάταξη, τέταρτος στη σειρά, μετά από τρεις συμμαθητές μου που ήταν πιο κοντά στη διάταξη των κοριτσιών.
Δευτέρα, λοιπόν, μετά την εκδρομή – ανταρσία του Σαββάτου, που έγινε «βουρκωμένη Δευτέρα» για τους πιο πολλούς συμμαθητές μου. Ο «κύριος Αργύρης» κάθησε στο γραφείο και άρχισε να εξετάζει το μάθημα από τα κορίτσια, λέγοντας με πολύ αυστηρό ύφος:
–Αν θυμάμαι καλά, το Σάββατο βάλαμε για σημερινό μάθημα από το αναγνωστικό ένα ποίημα, το οποίο πρέπει να το ξέρετε όλοι νεράκι. Όποιος δεν το ξέρει, θα υποστεί τις συνέπειες… Αρχίζει η Μαρία. Λέγε.
Η Μαρία αρχίζει το ποίημα, και το λέει… νεράκι:
Ε! σεις, όπου σκορπίζετε τα πλούτη στον αέρα,
το χέρι σας το άπονο και άσωτο απλώστε
και δώστε και στον άρρωστο και στην πτωχή μητέρα…
Ελεημοσύνη, χριστιανοί, ελεημοσύνη δώστε!
Ποιος λέει, ποιος, πως όλ’ αυτά που τώρα σεις πετάτε,
είναι δικά σας;… Δύστυχοι, αυτό που περισσεύει
είναι της χήρας, τ’ ορφανού και μην το σπαταλάτε.
Όποιος τα πλούτη του σκορπά, απ’ τους πτωχούς
τα κλέβει.
Ελεημοσύνη, χριστιανοί· αδέλφια, ελεημοσύνη·
πολλά χαρίζει ο θεός σ’ εκείνον, όπου δίνει.
Μετά τη Μαρία ακολούθησαν οι άλλες συμμαθήτριες, και είπαν το ποίημα νεράκι, και εγώ μετά τις 5-6 πρώτες απαγγελίες ήδη το είχα μάθει… νεράκι, απέξω! Όταν ήρθε η σειρά μου, το είπα κι εγώ γρήγορα με μιαν ανάσα, αυτό το ποίημα του Αχιλλέα Παράσχου.
Ε! σεις, όπου σκορπίζετε τα πλούτη στον αέρα,
………………………………………………………….
Όποιος τα πλούτη του σκορπά, απ’ τους πτωχούς
τα κλέβει.
Ελεημοσύνη, χριστιανοί· αδέλφια, ελεημοσύνη·
πολλά χαρίζει ο θεός σ’ εκείνον, όπου δίνει.
Οι πριν και μετά από μένα –πλην Νάιντου– συμμαθητές μου δεν το ήξεραν το ποίημα, οπότε υπέστησαν τις συνέπειες, με άλλες δέκα βεργιές ανά παλάμη.
Ωραία χρόνια, φτωχά χρόνια, βίαια χρόνια, άδολα χρόνια! Ξυπόλυτοι, με μπαλωμένα ρούχα, με στομάχι όχι πάντοτε γε-μάτο και χορτάτο, με μια κοινωνία ακόμα κτηνοτροφική, με διάθεση των κατοίκων να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα, με ανθρώπους στις πιο ακραίες υπερβολές στα καλά τους και στα κακά τους… Χρόνια της πιο άδολης και πιο ωραίας ευτυ-χίας και νοσταλγίας! Χρόνια παιδικά και ανέμελα…
Ως μαθητής της Ε’ τάξης, πήρα τον κουμπαρά του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, γράφοντας τότε την καλύτερη έκθεση για την αποταμίευση, με δημόσιο έπαινο του δάσκαλού μου, στη σχολική γιορτή κατά το κλείσμο του σχολικού έτους 1962-1963, και το επόμενο έτος η επιβράβευσή μου ήταν να μου αναθέσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο σπουδαίο έργο Ο θρίαμβος της αρετής, που κυκλοφορούσε και σαν μυθιστόρημα.
Τον κουμπαρά τον έχω ακόμα στο πατρικό μου, ενώ τις σκηνοθετικές οδηγίες του δάσκαλου τις φέρνω ακόμα στον νου, που με πολλή μαεστρία και σοφία άνοιξαν τον δρόμο της αγάπης μου για το θέατρο.
Στον Αργύρη Παπαλεξίου χρωστάω πολλά ως μαθητής, όπως και άλλοι συμμαθητές μου και συγχωριανοί μου, γιατί υπήρξε αυστηρός, σοφός και καλός καθοδηγητής και εκπαιδευτικός, γιατί έγινε άνθρωπος της μικρής κοινωνίας μας, γιατί βοήθησε όλους μας να κάνουμε πολλά βήματα μπροστά.
Στο θεατρικό έργο Ο Κατσαντώνης, που ανέβασε κάποτε στο χωριό, με ηθοποιούς συγχωριανούς αγρότες και ποιμένες, έδειξε το σκηνοθετικό του ταλέντο, τον εκπαιδευτικό του ρόλο, και αποτέλεσε αντικείμενο πολυήμερων συζητήσεων και στα γειτονικά χωριά της περιοχής Συκουρίου, αφού πολλοί κάτοικοι αυτών ήρθαν στο χωριό μας να ιδούν την παράσταση, και έλεγαν μετά με μαγάλο θαυμασμό:
–Ρε, τι ’νι τούτοι οι Βλάχοι! Α ρε, πού τούνε βρήκανι τέτοιουν καλόν δάσκαλου; Α ρε, οι κιρατάδις οι Βλάχοι, πώς τα παίρνουν έτσι τα γράμματα; Α ρε, μι την πρώτη… Μπάμ κι κάτου… Είν’ τους, ου Αργύρ’ς, πουλύ καλός δάσκαλους…
Ο «κύριος Αργύρης», το καλοκαίρι του 1967, όταν πια θα πήγαινα από την Γ’ Γυμνασίου για την Α’ Λυκείου (αλλά που το φθινόπωρο το καθεστώς της Δικτατορίας του Απρίλη του 1967 επανέφερε την Δ’ τάξη και το εξατάξιο Γυμνάσιο), ήταν ο αρχηγός της κατασκήνωσης εφήβων της Εργατικής Εστίας Νο-μού Λάρισας στο Τσάγεζι – νυν Στόμιο, χωριό στον Ανατολικό Κίσσαβο, και πήρε εμένα και τον Νάιντο για ομαδάρχες, και τον κολλητό μας τον Ματάκια ως «φιλοξενούμενο». Οι έφηβοι ήταν στην πλειονότητά εργαζόμενοι και μαθητές νυχτερινών σχολείων της Λάρισας, οι οποίοι μάθαιναν διάφορες «τέχνες» (ηλεκτρολόγοι, μηχανικοί κ.λπ.), στην πλειονότητα μαγκάκια και «περπατημένα» παιδιά, ενώ εγώ με τον Νάιντο ήμασταν βλαχάκια χωριατόπαιδα, ικανοί όμως ομαδάρχες στις 10μελείς σκηνές μας, καθότι ήμασταν καλοί μαθητές και επιδέξιοι στο να χειριστούμε έξυπνα και τα… μαγκάκια. Τότε γνώρισα εκεί τον Βασίλη Αγγλόπουλο, γνωστό φωτογράφο – καλλιτέχνη τώ-ρα στη Λάρισα, με τον οποίο ξανασυναντήθηκα το 1978 στην ίδια πόλη, και από τότε είναι φίλος και αδελφός, και το φωτογραφείο του είναι το μοναδικό στέκι στο οποίο περνώ για λίγο στη Λάρισα, για να τα πούμε με τον φίλο. Και κάτι ακόμα για τον Αργύρη, που στα 1968-1969 ήταν διευθυντής στο Δημοτικό Σχολείο Συκουρίου, και εκείνη την περίοδο, τις Παρασκευές που έχει παζάρι στο Κισερλί, τον επισκέπτονταν στο γραφείο του πολλοί συγχωριανοί να τον δούν, να τον συμβουλευτούν, γιατί έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπό του. Κάποια φορά πέρασε κι ο πατέρας μου, έχοντας πάρει τους βαθμούς μου του Β’ εξαμήνου από το Γυμνάσιο, να του ζητήσει τη γνώμη αν πρέπει να συνεχίσω ή αν είναι καλύτερα να με κόψει από το Γυμνάσιο, και διημήφθη ο εξής διάλογος μεταξύ τους:
–Λέω Αργύρη, να τον κόψω τον Γιώργη από το Γυμνάσιο, να αγοράσω ένα τρακτέρ Βόλβο, σουηδικό και δυνατό, και να τον έχω στα μπαμπάκια, λογαριάζοντας σε τρία τέσσερα χρόνια, να πάω καλά και τα 45 στρέμματα που έχω να τα κάνω πάνω από 100, με τις οικονομίες και τη δουλειά. Ο Κόλες, κράτησε τον Βαγγελάκη από τα γράμματα, πήρε ένα Χάνομακ και μια πρέσα, και έχει αγοράσει ένα σωρό χωράφια. Φτάνουν όσα γράμματα έμαθε μέχρι τώρα, γιατί ο Γιώργης μπορεί να γίνει πολύ καλός γεωργός.
Όση ώρα μιλούσε ο πατέρας μου, ο δάσκαλος, ο Αργύρης, κοίταζε τη βαθμολογία μου, του Β’ τριμήνου, της Δ’ τάξης του Γυμνασίου Συκουρίου, όπου μαθήτευα. Μόλις τέλειωσε ο πατέρας μου, ο Αργύρης του είπε σε τόνο αυστηρό:
–Ε, Σταύρο! Δεν πήρες χαμπάρι πού ζουμε! Έχουμε στρατιωτικό καθεστώς, και δεν μπορεί να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει να κάνει! Αν με αυτούς τους βαθμούς κόψεις τον Γιωργάκη από το Γυμνάσιο και το μάθει το καθεστώς –θα το μάθει Σταύ-ρο, θες δεν θες θα το μάθει– και θα σου πει, «ποιος είσαι συ ρε, που δεν το αφήνεις το παιδί να πάει μπροστά;» Θα σε πιάσουν και θα σε μπουζουριάζουν μέσα! Κατάλαβες; Γίνονται τέτοια πράγματα;
–Λες, Αργύρη, να γίνει τέτοιο πράγμα;…
–Όπως με βλέπεις και σε βλέπω Σταύρο…
Το περιστατικό μού το αφηγήθηκε ο ίδιος ο Αργύρης, όταν πήγα με τον Νάσιο τον Παράφορα του Γρηγόρη, να τον δω από κοντά, σε κτήμα του στο Μιτισιλί – νυν Μελισσοχώρι Λάρισας, δίπλα στον Πλατύκαμπο, το καλοκαίρι του 1998. Και φορές φορές, ο Νάσιος μου το θυμίζει ακόμα, όταν βρισκόμαστε στο χωριό, τότε που το επισκέπτομαι:
–Νιποάτε, κα σ’νου εαρά Αργίρι, βα τι κουρμά Στάβουρ-λου ντι λα Γιμνάσιου, σhι βάι αρμâνεάι κου νόι ν-χoάρâ…
Για να μη το μακραίνω το θέμα, να πω ότι τον καιρό που ήμουν στο Δημοτικό Σχολείο, κάναμε κι άλλες δύο μεγάλες εκδρομές, με πούλμαν, τη μια στα μοναστήρια των Μετεώρων και τα Τρίκαλα, την άλλη στον Πλαταμώνα. Δεν είναι όμως του παρόντος να επεκταθώ στο τι είδαμε στα μοναστήρια, κυρίως στη μονή Βαρλαάμ, για την οποία κατέγραφα από τότε τα δημοτικά τραγούδια που τραγουδούσαν στο χωριό μου γι’ αυτήν, στα τραγούδια της τάβλας στους γάμους («… / και του Βαρλάμη το κελλί / δεν μπόρ’σε να πατήσει / …»). Ούτε όταν εκεί στον Ληθαίο ποταμό της πόλης των Τρικάλων, σε μια πλατεία μας έδειξαν κάποιο μπαλκόνι ξενοδοχείου από το οποίο κάποτε μίλησε ο καπετάνιος και αρχηγός των ανταρτών του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού – ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης, και κάπου εκεί παραδίπλα μας έδειξαν κι έναν φανοστάτη, πάνω στον οποίο κρέμασαν αργότερα τα σφαγμένα κεφάλια του Άρη και του σύντροφού του Τζαβέλα. Ούτε είναι ώρα να μιλήσω για τις ολοστρόγγυλες πάλλευκες αυγοειδείς πέτρες, σαν αυγά στρουθοκαμήλου, της παραλίας του Πλαταμώνα, ούτε τις επισκέψεις μας στην πηγή των Μουσών και στο Κάστρο, στο οποίο κάποιοι τζαναμπέτηδες από μας ετοιμάζονταν να μπουν σε μια τρύπα – στοά, για την οποία έλεγαν ότι οδηγεί πολύ μακριά, έξω από τα τείχη του κάστρου προς τον Όλυμπο, και την οποία χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι όταν κινδύνευαν από τους πειρατές…
Εικόνες και στιγμιότυπα ενός μακρινού παρελθόντος, που ακόμα ρουφούν το αίμα της μνήμης μου, διεκδικώντας το δικαίωμα παρουσίας τους στον παρόντα και μέλλοντα χρόνο!
Φρονώ πως είναι καλό να δώσω κάποια στιγμιότυπα ακόμα από τη ζωή του σχολείου και των μαθητών που είχαν έναν διαχρονικό βίο, και τα οποία ολοκληρώνουν το θέμα «μαθητική περίοδος», για όσους μεταπολεμικά πήγανε στο δημοτικό.
•Αγόρια και κορίτσια πήγαιναν στο σχολείο –σχεδόν στο σύνολό τους– ξυπόλυτα, ως και τα παιδιά των πιο πλούσιων οικογενειών, κατά τους μήνες Σεπτέμβρη έως μέσα Νοέμβρη, ή τότε που άρχιζαν οι συνεχιζόμενες βροχές, οι παγετοί και οι πάχνες, οπότε μετά αναγκαστικά έπρεπε να φορέσουν όλοι υποδήματα, «παλιοπάπουτσα» και «γαλότσες». Ξυπόλητοι δε και κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο, με τη λήξη του σχολικού έτους. Οι κοπέλες φορούσαν στα πόδια τα «ναλόνια», ένα είδος από σχετικά ψηλά τσόκαρα, φτιαγμένα από «μασίβ ξύλο», το οποίο είχε μπροστά ένα είδος «πέτσινης ταινίας» από γουρονόδερμα κάτω από το οποίο έμπαιναν τα δάχτυλα των ποδιών.
•Τα αγόρια σε όλες τις τάξεις φορούσαν κοντά παντελόνια με τιράντες, με ψηλές κάλτσες στα πόδια –κατά τους μήνες του χειμώνα–, που δένονταν με μακρύ λεπτό αυτοσχέδιο σχετικό σχοινί, από το ίδιο νήμα με το οποίο είχαν πλέξει οι μάνες ή οι γιαγιές τις κάλτσες, λίγο πιο κάτω από το γόνατα. Παρό-μοιες κάλτσες φορούσαν και οι μαθήτριες, των οποίων τα φουστάνια είχαν μήκος μέχρι λίγο πιο κάτω από τα γόνατα.
•Τα αγόρια ήταν κουρεμένα με την ψιλή, «γουλί», αλλά εί-χαν στο μπροστινό μέρος του μετώπου τους ένα τσουλούφι σε σχήμα λιγάκι τριγωνικό, που το ονόμαζαν «πέρτσhια». Μετά το κούρεμα έπρεπε τα αγόρια να δεχτούν μια δυνατή σφαλιάρα στον σβέρκο, μια «σβερκιά», από όποιον συγγενή ή συγχω-ριανό τους συναντούσε, με την ευχή «με’γειά το κούρεμα», βλαχιστί δε «τουντιάρια κου σâνâτάτι»! Τα κορίτσια έπλεκαν συνήθως τα μαλλιά τους σε δύο κοτσίδες στο πίσω μέρος της καφαλής τους, ή τα έδεναν σε «αλογουρά» πίσω, ή σε τσουλούφι στο μπροστινό δεξιό ή αριστρερό μέρος της κεφαλής, ίδίως τα κορίτσια των μικρών τάξεων, ή τα χτένιζαν προς τα πίσω και τοποθετούσαν σε διάφορα σημεία της κεφαλής τους «κοκαλάκια», δηλ. τσιμπιδάκια που είχαν πάνω τους και παραστάσεις από κοκαλένιες πεταλούδες, πασχαλίτσες, χρυσόμυγες, μαργαρίτες, τριαντάφυλλα κσι άλλα παρόμοια σχέδια.
•Το πρωί, πριν την είσοδο των μαθητών στις αίθουσες διδασκαλίας, οι μαθητές ανά τάξη και ανά φύλο, έμπαιναν σε γραμμές και ήταν στοιχισμένοι και ζυγισμένοι και έκαναν την προσευχή σε «στάση προσοχής», που απήγγειλε κάποιο αγόρι ή κορίτσι (συνήθως καλοί μαθητές). Καθημερινά λεγόταν το Πάτερ ημών…, αφού πρώτα όλοι έκαναν τον σταυρό τους τρεις φορές, με το δεξιό τους χέρι και λέγοντας: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Κατόπιν έπαιτο το:
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς,
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου.
Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου.
Γενηθήτω τὸ θέλημά σου,
ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς.
Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον.
Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν,
ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν.
Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν,
ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ,
ἀμὴν.
Τις μέρες μετά το Πάσχα, δηλ. μετά του Θωμά, στο σχολείο λεγόταν άλλη προσευχή, με διαφορετικό περιεχόμενο, και το σταυροκόπημα γινόταν τρεις φορές με το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, / θανάτω θάνατον πατήσας / και τοις εν τοις μνήμασιν, / ζωήν χαρισάμενος»! Κατόπιν έπαιτο το:
Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι,
προσκυνήσωμεν Άγιον Κύριον Ιησούν
τον μόνον αναμάρτητον.
Τον Σταυρόν Σου Χριστέ προσκυνούμεν,
και την Αγίαν Σου Ανάστασιν, υμνούμεν και δοξάζομεν·
Συ γαρ ει Θεός ημών,
εκτός Σου άλλον ουκ οίδαμεν,
το όνομά Σου ονομάζομεν.
Δεύτε πάντες οι πιστοί προσκυνήσωμεν
την του Χριστού Αγίαν Ανάστασιν·
ιδού γαρ ήλθε διά του Σταυρού,
χαρά εν όλω τω κόσμω.
Διά παντός ευλογούντες τον Κύριον,
υμνούμεν την Ανάστασιν Αυτού.
Σταυρόν γαρ υπομείνας δι’ ημάς,
θανάτω θάνατον ώλεσεν.
Όλες οι προσευχές έκλειναν πάντοτε με σταυροκόπημα και τα εξής λόγια: «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν».
Μεταξύ των μαθητών και μαθητριών γίνονταν μάχες για το ποιος θα πει στους Χαιρετισμούς τα «Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμ-φευτε», και τον «Ακάθιστο Ύμνο». Οι χαιρετισμοί στην Πανα-γία είναι υμνωδία που λέγεται την μεγάλη Τεσσαρακοστή και κάθε Παρασκευή, για πέντε συναπτές βδομάδες.
Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια,
ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια,
αναγράφω Σοι η Πόλις Σου, Θεοτόκε.
Αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον,
ίνα κράζω Σοι:
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Μετά την πρωινή προσευχή, το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967, καθιέρωσε στα σχολεία την έπαρση της σημαίας και τραγούδισμα του Εθνικού Ύμνου, ενώ η υποστολή της σημαίας γινόταν το απόγευμα από τους επιμελητές των τάξεων. Αυτό το «βιολί» είχε τελετουργικό χαρακτήρα μόνο τα πρωινά και μετά την προσευχή:
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετρά τη γη.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
•Στις σχολικές αίθουσες οι αναρτημένοι πίνακες με τις ζωγραφιές των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης, ήταν μονόχρωμοι, σε λαδί απόχρωση όλοι τους και όχι έγχρωμοι. Ανάμεσα τους υπήρχαν κρεμάσμένα και καδράκια με «σοφά λόγια», είτε από αρχαία γνωμικά είτε από παροιμιώδεις λαϊ-κές εκφράσεις: «Είς οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης», «Πάντων χρημάτων μέτρον έστιν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ εστίν», «Σκιάς όναρ άνθρωπος», «Μάθε ότι αι συμφοραί των ανθρώπων άρχουσι και ουχί άνθρωποι των συμφορέων», «Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι», «Κάνε το καλό και ρίξε το στο γιαλό»… και άλλα τέτοια παρόμοια. Πάνω από τον μεγάλο μαυροπίνακα ή τον πρσινοπίνακα, στις δύο αίθουσες, υπήρχε το εικόνισμα του Ιησού Χριστού, δηλ. μόνο το κεφάλι του γερμένο με ακάνθινο στεφάνι ματωμένο, και το αίμα να ρέει στο μέτωπό του, στα πλάγια… Στο γραφείο των δασκάλων, στον τοίχο πίσω από την πλάτη τους ήταν αναρτημένη φωτογραφία με τις κεφαλές των δύο βασιλέων (βασιλιά και βασίλισσας), να έχουν κορώνα, δηλ. το βασιλικό στέμμα. Πρώτα ήταν το ζεύγος «Βασιλεύς Παύλος, Βασίλισσα Φρειδερικη», αργότερα το ζεύγος έγινε «Βασιλεύς Κωνσταντίνος, Βασίλισσα Άννα Μαρία», και πιο μετά στη θέση τους τοποθετήθηκε πίνακας με το πουλί φοίνικας να αναγεννιέται από πυρακτωμένη στάχτη και φλόγες, και από κάτω να γράφει: «Επανάσταις 21 ης Απριλίου 1967».
•Τον χειμώνα όλοι οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να φέρνουν στο σχολείο από ένα μικρό ξύλο ή πουρναρόριζα ή πελεκούδι, ώστε να τα ρίχνουμε στη σόμπα για να ζεσταίνεται η αίθουσα. Υποχρέωση υπήρχε και στο να φέρνουν μεσημέρι και βράδυ οι μαθητές φαγητό στους δασκάλους τους.
•Τα βιβλία και τα τετράδια για όλα τα μαθήματα οι μαθη-τές τα αγόραζαν από τα βιβλιοπωλεία του Τουφεξή ή του Ζάγουρα από τη Λάρισα, ή από το βιβλιοπωλείο του Σαρλικιώτη Αντώνη Νταφούλη από το Μεγάλο Κισερλί, και τα οποία δεν ήταν καθόλου φθηνά με βάση τις τότε μηνιάτικες αμοιβές των εργαζόμενων, ή με βάση τα μεροκάματα που έπαιρναν οι γονείς μας από τους τσιφλικάδες της περιοχής, στα χωράφια των οποίων εργάζονταν «για ένα κομμάτι ψωμί». Και δεν μπορούσε κανείς να αγοράζει βιβλία μεταχειρισμένα, γιατί με την αλλαγή των δασκάλων κάθε χρόνο άλλαζαν και τα διδασκόμενα βιβλία που οι ίδιοι πρότειναν! Και που τη μια ήταν του πρώτου έτους συνδιδασκαλίας, την άλλη ήταν του δευτέρου έτους συνδιδασκαλίας, ή τη μια ήταν των εκδόσεων Ι. Καμπανάς, την άλλη των εκδόσεων Ατλαντίς, ή άλλων εκδοτών κι εκδόσεων. Τούτος ο βραχνάς σταμάτησε το 1963, με την εκλογή της κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, τον Νοέμβριο του 1963 και επανεκλογή τον Φεβρουάριο του 1964, με την καθιέρωση της «δωρεάν παιδείας» σε όλες τις βαθμίδες, και τη χορήγηση δωρεάν βιβλίων σε όλους. Από το 1964-1965 άρχισαν και τα δωρεάν συσσίτια σε όλους τους μαθητές των Δημοτικών, ψωμί, γάλα, μέλι, μαρμελάδα, βούτυρο το πρωί, και το μεσημέρι κανονικό γεύμα! Πόσων παιδιών τα στομάχια χόρτασαν τότε, όταν επί σειρά ετών ούτε το ψωμί δεν είχαν στην καθημερινότητά τους…
•Τα τραγούδια των χορών των εθνικών εορτών και εκείνα των εκδρομών ή του μαθήματος της ωδικής, έχουν ενδιαφέρον για τον λόγο ότι πολλά προέρχονταν από τη δημοτική μας παράδοση, σε περίοδο που τα ραδιοφωνάκια «τρανζίστορ» είχαν μπει σε όλα σχεδόν τα σπίτια, και στα ερτζιανά εκπέμπονταν από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Μακεδονίας, από τη Θεσσαλονίκη, δημοτικά τραγούδια σε απογευματινή εκπομπή του Τάκη Σαμαρά, με την ορχήστρα του Μανώλη Παπαγεωργίου, και τις εξαίσιες φωνές των Νίτσας Τσίτρα, Ξανθίππης Καραθανάση, Τάκη Σαμαρά, Κώστα Κουφογιάγκου και άλλων! Τα απογεύματα από το ραδιόφωνο γίνονταν και θρησκευτικά κηρύγματα από τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, και κοινωνιολογικές αναλύσεις από τον καθηγητή της Βιομηχανικής Ιωάννη Ξηροτύρη. Πέρα από τα δημοτικά τραγούδια, πολλά από αυτά που λέγαμε μας τα μάθαιναν οι δάσκαλοι την ώρα του μαθήματος της Ωδικής, και ήταν μελοποιημένη ποίηση ή επί τούτου γραμμένα παιδικά τραγούδια. Να αναφέρω ορισμένα, που τούτη τη στιγμή περνούν στον νου μου:
1. Κάτω στου Βάλτου τα χωριά
και στα πέντε βιλαέτια
φάτε, πιείτε, μώρ’ αδέλφια…
2. Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή,
κι εσύ δύστυχη πατρίδα, έχε γεια παντοτινή.
Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες.
Έχετε γεια βρυσούλες, κι εσείς Σουλιωτοπούλες…
4. Μάνα μου τα κλεφτόπουλα,
δεν τρων, δεν τραγουδάνε,
ούτε πίνουν ούτε γλεντάνε…
3. Εδώ σ’ αυτήν τη γειτονιά στην παραπάνω ρούγα,
τη φωλιά της έχτισε μια πέρδικα μικρούλα.
Πώς ήθελα πολύ να την πλανέψω,
με λουλούδια του Μγιού στεφάνια να της πλέξω…
5. Κίνησε η Γερακίνα για νερό, ορέ κρύο να φέρει
ντούμου, ντούμου, ντούμου ντούμου, ντούμ’,
ορέ τα βραχιόλια της βροντούν…
7. Μισεύω και τα μάτια μου δακρύζουν λυπημένα! (Δις)
Αχ, πατρίδα μου γλυκιά, βραδιάζει ξημερώνει,
αχ, πατρίδα μου γλυκιά, πόσο σ’ αγαπώ βαθιά.
Στη ξενιτιά με στεναγμούς βραδιάζει ξημερώνει! (Δις)
Αχ, πατρίδα μου γλυκιά, βραδιάζει ξημερώνει,
αχ, πατρίδα μου γλυκιά, πόσο σ’ αγαπώ βαθιά.
Έχετε για ψηλά βουνά και κάμπη με τα δάση! (Δις)
Αχ, πατρίδα μου γλυκιά και κάμπη με τα δάση,
αχ, πατρίδα μου γλυκιά, πόσο σ’ αγαπώ βαθιά.
Θα σ’ αγαπώ, θα σ’ αγαπώ, ώσπου να ξεψυχήσω! (Δις)
Αχ, πατρίδα μου γλυκιά, ώσπου να ξεψυχήσω,
αχ, πατρίδα μου γλυκιά, πόσο σ’ αγαπώ βαθιά.
(Το καταχωρίζω ολόκληρο, γιατί μ’ αρέσει ακόμα πολύ.)
8. Άιντε Καραγκού-, -γκούνα Καραγκούνα
άιντε σένα πρέ-, σου πρέπουν τα σεγκούνια.
Κι αμ μπόσντα, κι αμ πίσντα, στο παραθύρι σ’ είδα!
Κι αμ μπόσντα, κι αμ πίσντα, την προκοπή σου είδα.
Άιντε θα πουλή-, πουλήσω και την στάνη
άιντε να σου πά-, σου πάρω ένα φουστάνι.
Κι αμ μπόσντα, κι αμ πίσντα, σε γέλασα σε πήρα!
Κι αμ μπόσντα, κι αμ πίσντα, κάνα καλό δεν είδα.
Άιντε θα πουλή-, πουλήσω τα κατσίκια
άιντε να σου πά-, σου πάρω σκουλαρίκια.
Κι αμ μπόσντα, κι αμ πίσντα, στο παραθύρι σ’ είδα!
Κι αμ μπόσντα, κι αμ πίσντα, την προκοπή σου είδα.
Άιντε θα πουλή-, πουλήσω και τα γίδια
άιντε να σου πά-, σου πάρω και στολίδια.
Κι αμ μπόσντα, κι αμ πίσντα, σε γέλασα σε πήρα!
Κι αμ μπόσντα, κι αμ πίσντα, κάνα καλό δεν είδα.
Άιντε πέρασε ένα καλοκαίρι
άιντε και δε μου, δεν μου ’στειλες χαμπέρι.
Κι αμ μπόσντα, κι αμ πίσντα, στο παραθύρι σ’ είδα!
Κι αμ μπόσντα, κι αμ πίσντα, την προκοπή σου είδα.
(Οι ανόητοι γράφουν σήμερα το άνευ νοήματος «αμ’ πως ‘δα αμ’ πις ‘δα», διότι αγνοούν ότι η πρώτη λ. είναι «μπόσντα» και βλαχιστί σημαίνει «πόζα», και η δεύτερη λ. είναι «πίσντα» και βλαχιστί σημαίνει «αιδοίον, μουνί»! Έτσι αποκτά ολοκλη-ρωμένο νόημα το άσμα, και αποδεικνύει περίτρανα ότι οι λε-γόμενοι Καραγκούνηδες ήταν βλαχόγλωσσοι Αρμάνοι, και δη Αρβανιτόβλαχοι! Όλα αυτά τα έχω αναπτύξη στα ήδη εκδοθέντα βλαχολογικά μου βιβλία).
9. Στη γωνιά μας κόκκινο, τ’ αναμμένο τζάκι,
τούφες χιόνια πέφτουνε στο παραθυράκι,
όλο απόψε ξάγρυπνο μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα στο καμπαναριό…
(Αυτό είναι ποίημα του Στέλιου Σπεράντζα μελοποιημένο.)
10. Ο Μενούσης κι ο Μπιρμπίλης κι ο Μεχμετ αγάς, (Δις)
στο κρασοπουλειό πηγαίναν για να φαν, να πιουν.
Κει που τρώγαν, κει που πίναν και που γλένταγαν (Δις)
κάπως πιάσανε κουβέντα για τις έμορφες…
Δεν συνεχίζω με άλλα τραγούδια, δημώδη ή έντεχνα, και αρκούμαι σε τούτα, γιατί τα θεωρώ ως τα πιο χαρακτηριστικά και πιο αγαπημένα των μαθητών εκείνων των χρόνων.
•Στα αγαπημένα θεατρικά έργα, ειδικά εκείνα που παρουσιάζονταν στις εθνικές γιορτές, ήταν ο Κατσιαντώνης, ο Χορός του Ζαλόγγου, ο Αθανάσιος Διάκος στην Αλαμάνα, οι Σουλιώ-τες, το Όχι!, ο Τραυματίας, το Κορόιδο Μουσολίνι και άλλα, ενώ ποιήματα απαγγέλονταν του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, από τις διάφορες συλλογές του, θυμούμαι δε τα ποιήματα Ο Σαμουήλ και Ο βράχος και το κύμα:
1. Καλόγερε, τι καρτερείς κλεισμένος μες στο Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σόμειναν – κ’ εκείνοι λαβωμένοι!
Κ’ είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ’ έχουνε ζωσμένον!
Έλα να δώσης τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσης,
κι αφέντης ο Βελήπασας δεσπότη θα σε κάμη!
Έτζι ψηλά από το βουνό φωνάζει ο Πήλιο Γκούσης…
Κλεισμένος μες στην εκκλησά βρίσκετ’ ο Σαμουήλης,
κι αγέρας παίρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη.
Χωρίς ψαλμούς καί θυμιατά, χωρίς φωτοχυσία,
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρος στην Ωραία Πύλη,
πέντε Σουλιώτες στέκονται με το κεφάλι κάτου.
…………………………………………………………
(Είναι το ποίημα Ο Σαμουήλ, πολύστιχο, και το οποίο αναφέρει τον Πήλιο Γούση ως προδότη των Σουλιωτών, ενώ οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ως προδότη των Σουλιωτών τον Γε-ώργιο Μπότσαρη –παππού του Μάρκου Μπότσαρη, και γαμ-πρό από αδελφή του Πήλιου Γούση– και τον γαμπρό του από αδελφή Παλάσκα! Ο μεν Γεώργιος Μπότσαρης αυτοκτόνησε όταν συνειδητοποίησε το κακό διέπραξε, ο δε Παλάσκας εκτελέστηκε από τον Αλή πασά όταν του ζήτησε τα… αργύρια της προδοσίας. Από αυτό το ποίημα έμεινε η… ρετσινιά του προδότη για τον Πήλιο Γούση, ο οποίος συγκαταλέγεται στους σπουδαίους αγωνιστές του πολιορκούμενου Μεσολογγιού κατά το 1825-1826.)
2. «Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! μες στα στήθη μου, που ‘σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που ‘πε τώρα:
«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σο ‘γλυφα και σο ‘πλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ’ εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά-κρυφά, εκεί που σε φιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο που ‘θε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα ‘φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό…Εξύπνησα λιοντάρι…»
………………………………………………………
(Και αυτό το ποίημα είναι πολύ μεγάλο, αλλά το πλήθος των θεατών το συγκινούσε, και οι απαγγέλοντες εισέπραταν πολλά και ηχηρά χειροκροτήματα. Και τα δύο έχουν απαγγελθεί από την αδελφή μου και τον αδελφό μου σε γιορτασμό της 25ης Μαρτίου. Ως και η αγράμματη μάνα μου τα είχε μάθει, τότε που τα αδέλφια μου «κάνανε πρόβες» στο σπίτι.)
•Τα κουστούμια για όλες τις σχολικές εκδηλώσεις: φουστα-νέλες, μκριές τοπικές γυναικείες φορεσιές από στόφες και κατιφέδες κόκκινους, πράσινους, γαλάζιους κ.λπ., αλλά και για άλλες εκδηλώσεις (Χριστουγέννων, Αποκριάς) ράβονταν από τις μάνες των παιδιών, οι οποίες ήταν άριστες νοικοκυρές και στα αλήθεια χρυσοχέρες!
•Τις πιο βάρβαρες τιμωρίες: κλείσιμο στο υπόγειο, ορθο-στασία στο ένα πόδι, τράβηγμα αυτιών, σφαλιάρες στα μάγουλα, σβερκιές, βεργιές και ξυλιές στις παλάμες και στα πόδια, πολλάκις με ξύλινους χάρακες που είχαν μεταλλικές ακίδες (!), τις δέχονταν οι… κακοί μαθητές, δηλ. οι μαθητές με όχι καλές επιδόσεις, που «δεν τα έπαιρναν τα γράμματα», και από αυτούς πολλάκις όσοι ήταν ορφανοί από πατέρα! Θυμούμαι και μαθητή –μεγαλύτερο κατά τεσσερις τάξεις– που για κάποια αταξία του, ο δάσκαλος της τάξης του τον έδεσε με σύρμα στον κορμό μιας ακακίας και τον έδερνε επί μισή ώρα με έναν χοντρό χάρακα! Τα πόδια του είχαν πληγιάσει και μα-τώσει, αλλά αυτός καρτερικά δεν έβγαλε τσιμουδιά. Σαν μεγάλωσε κι έγινε έφηβος, έφυγε για την Αθήνα, εκεί έμαθε τέχνη, παρκετοποιός, νυμφεύτηκε μια όμορφη νησιωτοπούλα, και στο χωριό δεν ξαναπάτησε. Έριξε –δικαιολογημένα– μαύρη πέτρα! Το Καλοχώρι ήταν γι’ αυτόν, μάλλον, ένα Κωλοχώρι…
•Κάτι ακόμα από τη σχολική ζωή: Οι δάσκαλοι έλεγχαν κάθε Δευτέρα, το πρωί, την καθαριότητα των μαθητών, και τα νύχια τους, αν τα έχουν ή όχι κομμένα! Αν οι μαθητές είχαν βρώμικα πόδια, ή βρώμικα χέρια, ή βρώμικο κορμί, οι δάσκαλοι τα πήγαιναν στο Πηγάδι ή στην Τουλούμπα, εκεί στα ψηλά Καβάκια, και με σαπούνι κι ένα κεραμίδι –αντί για σφουγγάρι– τα έτριβαν «να φύγει η βρώμα και η λέρα», τα δε νύχια τα έκοβαν με ψαλίδι!
•Και ένα τελευταίο: Μετά την επίδοση των Ενδεικτικών και των Απολυτηρίων, από τους δασκάλους στους μαθητές, δηλ. μετά το κλείσιμο του Σχολείου, μαθητές και μαθήτριες σημάδευαν με τα μελανοδοχεία τους τα τζάμια στα παράθυρα των αιθουσών και τους τοίχους των αιθουσών, και τα πετούσαν με δύναμη πάνω τους! Θρυμματίζονταν τα τζάμια στα παράθυρα, όπως και τα γυάλινα μελανοδοχεία, ενώ οι επιφάνειες των τοίχων… τραυματίζονταν, και έρρεε από κάτω τους μαύρο ή μπλε μελάνι! Όταν οι δάσκαλοι αναχωρούσαν πεζή για τη στάση του υπεραστικού λεωφορίου στο Τζαμί, από Συκούριο για Λάρισα, ομάδες μαθητών (συνήθως κακών μαθητών) τους … αποχαιρετούσε με πετροβόλημα και βρισιές, και με αυτοσχέδια… υβριστικά τραγούδια στην αρμάνικη:
Δάσκαλε, πουρδάσκαλε,
τίντι μấνα, λjια μπισhίνα…
και άλλες παρόμοιες βαρβαρότητες.
Αν κάτι μου έχει διαφύγει από τη ζωή στο σχολείο, ευελπιστώ να μου το επισημάνει κάποιος συγχωριανός αναγνώστης ή ίσως άλλος αναγνώστης από άλλη περιοχή, που, ίσως, και στον δικό του κοινωνικό χώρο υπήρξαν παρόμοιες συνθήκες ή διαδικασίες διαπαιδαγώγησης των νέων – μαθητών.
Κάπως έτσι… έμαθα ή… έκλεψα τα γράμματα που ξέρω!…
Πριν κλείσω τούτο το κεφάλαιο, ο ποιητικός οίστρος με πονοκεφαλιάζει με στιχοπλοκίες, που τις καταθέτω, μήπως και ηρεμήσω από… τα ταξίδια της μνήμης στην Α’ τάξη Δημοτικού:
Πρώτη μέρα στο σχολειό…
Θυμούμαι το… Πενήντα Οχτώ, του φθινοπώρου μέρα,
ξυπόλυτα κι όλα γουλί, κοντοπαντελονάτα,
μες στου Σχολείου την αυλή και ζυγοστοιχισμένα
στεκόμασταν, κι η μάθηση έφταν’ η… γουρλωμάτα!
Ξυπόλυτες κι οι κοπελιές, οι συνομήλικές μας,
με τις κοτσίδες τις μακριές και τα απλά φουστάνια,
προσεχτικές σε δυο σειρές, κοιτούσαν οι γλυκές μας
το ποιοι καρποί ευδοκιμούν στα σχολειαρομποστάνια!
Και σαν ταμπούρλα οι καρδιές χτυπούσαν και σαν τσίγκοι
τότε που πέφτει η βροχή μαζί μ’ αστραποβρόντι,
κι άρχιζε το χαμόγελο να φεύγει και να σφίγγει
και η παιδική ανεμελιά να χάνεται τωόντι!
Κι ενώ ήταν όλα σοβαρά, ξάφνου με πιάσαν γέλια,
μου φάνηκαν οι δάσκαλοι σαν μπούφοι και σαν λύκοι,
που θέλανε των μαθητών να κλέψουνε τα… μέλια,
κι ό,τι στην παιδική ζωή απόλυτα ανήκει!
Δάσκαλε και δασκάλα…
Δάσκαλε και δασκάλα μου, της μάθησης λεβέντες,
η γνώση που κατέχετε σας έκανε αφέντες,
αλλά να μη νομίζετε ότι πάντα το δίκιο
το έχετε εξ ορισμού, αφού με τρόπο ανοίκειο
συχνά συμπεριφέρεσθε, σαν… κάτοχοι αλήθειας,
και είναι αυτό απότοκο μιας σκέψης σας ηλίθιας…
Γι’ αυτό ν’ ακούς όταν μιλάς – κι εμάς σαν σου μιλάμε,
δεν είναι γνώση, πάντοτε, να… σ’ τ’ αναμασουλάμε!...
Έχω ακόμα την απορία, ποιος δάσκαλος ή ποια δασκάλα μας έμαθε ένα πανέμορφο ροδίτικο τραγούδι, που το χόρευαν τα κορίτσια, σε κύκλο, πιασμένα από τα χέρια τους σταυρωτά:
Γαϊτάνι ν-είχα στο πλεχτρί
και τσόχαν εις τον ράφτη,
και τσόχαν εις τον ράφτη,
και ξένον εις την ξενιτιά
και καρτερώ τον να ’ρθει,
και καρτερώ τον να ’ρθει.
–Γαϊτανάκι μου πλεγμένο,
στην ανέμη τυλιγμένο. (Δις)
Ροδίτικο ’ναι το νερό,
ροδίτικια κι η βρύση,
Ροδίτισσα κι η κοπελιά
που πάει για να γεμίσει.
–Γαϊτανάκι μου πλεγμένο,
στην ανέμη τυλιγμένο. (Δις)
Ροδίτικο ’ναι το πανί,
ροδίτικο το χτένι,
Ροδίτισσα κι η κοπελιά
που κάθεται και υφαίνει.
–Γαϊτανάκι και μπιρσίμι
μου ’στειλαν από τη Σύμη
για να ράψουν οι κοπέλες
των αντρών τους τις φανέλες.
Κάποια χρονιά, σε σχολική γιορτή, χόρεψε πρώτη αυτό το τραγούδι – χορό, η αδελφή μου, ντυμένη –όπως κι όλα τα άλλα κορίτσια – μαθήτριες– την «τοπική ενδυμασία», δηλ. ντυμένη το γαλάζιο λουλουδάτο νυφικό φουστάνι της γιαγιάς μας της Φραγκίτσας, φορώντας δε στο κεφάλι της μιαν όμορφη τεράστια μαντίλα, χρώματος κεραμιδιού με πολύχρωμη μπορντούρα, λογιών – λογιών άνθη, φτιαγμένη από τα εργαστήρια μαντιλιών της Μπίτουλιας (Μοναστηρίου νυν πΓΔΜ) και από εκεί αγορασμένη. Διότι ένα τμήμα συγχωριανών, όπως και το σόι της μάνας μου, παραθέριζε στο Τόιβασι Ιστόκ, λα Κâλίβι, στο όρος Περιστέρι, βόρεια της λίμνης Πρέσπα προς την Αχρίδα, και είχε πάσης μορφής και φύσεως παρεδώσε με τη Ρέσανη, την Μπίτολια, την Μπεάλα, το Κρούσιοβο, το Τύρνοβο, τη Μαγκάροβα κι άλλα βλαχοχώρια ή βλαχοπολιτείες, τώρα ανήκουσες στην πΓΔΜ.
–Ο λια σόρâ, ο λάι φράτε, τσι νjι αντούκου ντι αμίντι!…