Απόψεις Ιστορία

Γιώργης Έξαρχος: Διαδρομές… αυτογνωσίας… 8 / Το Χρονικόν της Μονεμβασίας

——-

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ… 8

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ (τέλη 10ου – αρχές 11ου αι.) ΚΑΙ ΟΙ ΑΒΑΡΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΤΩΝ ΣΘΛΑΒΙΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ  …

«Τοίνυν οι Άβαροι κατασχόντες την Πελοπόννησονδιήκαισαν επί χρόνοις σιη΄ [218] μήτε των Ρωμαίων βασιλείων, μήτε ετέρω υποκείμενοι, ήγουν από του ΄ςουρουςου (ςhς) [6106] έτους της του κόσμου κατασκευής, όπερ ην έκτον έτος της βασιλείας Μαυρικίου και μέχρι του ΄ςου τριακοστού τρειςκαιδεκάτου [6313] έτους όπερ ην δον έτος της βασιλείας Νικηφόρου του παλαιού του έχοντον υιόν Σταυράκιον.»

Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…

——————————————

    Θα παρουσιάσουμε στο παρόν δημοσίευμα ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα που σχετίζονται με την παρουσία των Αβάρων στην Πελοπόννησο κ.λπ. ήτοι το «Χρονικόν Μονεμβασίας», και θα αποπειραθούμε να βρούμε την αλήθεια που μας αφηγείται.

Πηγή: ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ (τέλη 10ου – αρχές 11ου αι.) – Chronicon Monembasiae – Περί κτίσεως Μονεμβασίας (Ανωνύμου – Χρονικόν περί κτίσεως Μονεμβασίας).

«1 Ἐν ἔτει τῷ ΄ςξδ΄ [6.064 = 559 μ.Χ.] τῆς τοῦ κόσμου κατασκευής,

2 ὅπερ ἥν ἔτος λβ΄ [32] τῆς βασιλείας Ἰουστινιανοῦ τοῦ μεγάλου, εἰσῆλθεν ἐν Κωνσταντινουπόλει πρέσβεις ἔθνους παραδόξου, τῶν Ἀβάρων λεγομένων καί συνέτρεχε πᾶσα ἡ πόλις εἰς τήν θέαν αὐτῶν ὡς μηδέποτε ἐωρακότες ἔθνος τοιοῦτον.

3 Εἷχον γάρ τάς κόμας μακράς πάνυ δεδεμένας πρανδίοις καί πεπλεμένας. ἡ δέ λοιπή φορεσία αὐτῶν ὁμοία τῶν λοιπῶν Οὔνων.

4 Οὗτοι,

5 καθῶς ὁ Εὐάγριος λέγει ἐν τῷ πέμπτῳ αὐτοῦ λόγῳ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας,

6 ἔθνος ὄντες τῶν ἁμαξοβίων τῶν ὑπέρ τόν Καύκασον τά ἐπέκεινα πεδία νεμόμενοι, ἐπεί κακῶς πεπόνθασι παρά τῶν γειτνιώντων αὐτοῖς Τούρκων, ταύτους φεύγοντες, τῆς ἰδίας ἀπαναστάντες χώρας καί τόν αἰγιαλόν τοῦ Εὐξείνου διαβάντες ἀφίκοντο εἰς Βόσπορον.

7 Ἐκεῖθεν δέ ἀπάραντες διήλθον τόπους πολλῶν ἐθνὼν, τοῖς παρατυγχάνουσιν αὐτοῖς βαρβάροις ἀνταγωνιζόμενοι μέχρις οὗ τάς ὄχθας τοῦ Ἴστρου κατάλήφασι καί πρός Ἰουστινιανόν ἐπρεσβεύσαντο, αἰτοῦντες δεχθήναι αὐτούς.

8 Τοῦ δέ βασιλέως φιλανθρώπως αὐτούς προσδεξαμένου, ἔλαχον παρ’ αὐτοῦ ἔχειν την κατοίκησιν ἐν χώρᾳ Μυσίας ἐν πόλει Δωροστόλῳ τῆ νύν καλουμένῃ Δρίστρα.

9 Καί ἐξ ἀπόρων εὔποροι γενόμενοι καί εἰς πλῆθος ἐκτεθέντες καί ἀμνήμονες καί ἀχάριστοι εὑρεθέντες ἥκον Ρωμαίους καταστρεψάμενοι, Θράκας καί Μακεδόνας αἰχμαλωτίζοντες καί αὐτήν τήν βασιλίδα κατατρέχοντες, καί τά περί αὐτήν ἀφειδώς λῃιζόμενοι.

10 Παρέλαβον δέ καί τό Σίρμιον, πόλιν τῆς εὐρώπης ἐπίσημον, ἥτις ἐν Βουλγαρίᾳ οὗσα νῦν καλεῖται Στρίωμος, πρώην μέν ὑπό Γηπαίδων κρατουμένην, Ἰουστίνῳ δέ τῷ βασιλεῖ παραδοθείσαν παρ’ αὐτῶν.

11 Διά ταῦτα οὗν συνθῆκαι ἐπονείδιστοι ὑπό Ρωμαίων γεγόνασι πρός αὐτούς, ὑποσχομένους παρέχειν αὐτοῖς φόρον ἐτήσιον χρυσοῦ χιλιάδας π΄ [80.000]. Καί ἐπί τούτοις ἐπηγγείλαντο οἱ Ἀβαρεις ἡσυχάζειν.

12 Τοῦ δέ Μαυρικίου τῶν σκήπτρων ἐπειλλημένων κατά τό ἐξάκις χιλιοστῷ [οε]΄ [6075 = 571 μ.Χ.] ἔτος

13 πρεσβεύουσιν οἱ Ἀβαρεις πρός αὐτόν αξιοῦντες ταῖς π΄ χιλιάσι [80.000] τοῦ χρυσοῦ ἅς ἐλάμβανον παρά Ρωμαίων προςτεθῆναι ἄλλας εἴκοσι [20.000].

14 Ὁ δε βασιλεύς της ειρήνης εφιέμενος κατεδέξατο τούτο. Αλλά ουδέ ήρκησε ο της συνθήκης λόγος περαιτέρω δύο ενιαυτών.

15 Χαγάνος γαρ ο αυτών ηγεμών άλλοτε άλλην πρόφασιν ποιούμενος εις το ευρείν αφορμήν πολέμου και αιτών υπέρογκα ως εν τινι παρηκούσθη λύειν τας συνθήκας και εξαπιναίως Σιγγιδόνα παραλαμβάνει, πόλιν της Θράκης, αφύλακτον ταύτην ευρών, προς δε και Αυγούστας και το Βιμινάκιον· νήσος δε εστι τούτο μεγάλη του Ίστρου.

16 Παρέλαβε δε και την Αχίαλον την νυν μεσίνην της Μακεδονίας, και πολλάς ετέρας πόλεις εχειρώσατο τας υπό το Ιλλυρικόν τελούσας.

17 Ήλεν δε και μέχρι των του Βυζαντίου προαστείων τα πάντα ληιζόμενος.

18 Ηπείλει δε και τα Μακρά τείχη καταστρέψαι.

19 Ολίγοι δε τινες αυτών τον πορθμόν της Αβύδου διαβάντες και τα της Ασίας χωρία ληϊσάμενοι αύθις ανέστρεψαν.

20 Ο δε βασιλεύς πρέσβεις παρά τον Χαγάνον εξαπέστειλεν Ελπίδιον πατρίκιον συν Κομμεντιόλω προςθήκην των πάκτων ποιούμενος, και επί τούτω ειρήνην άγειν ο βάρβαρος καθωμολόγησε.

21 Μικρόν δε ησυχάσας πάλιν τας σπονδάς διαλύει και καταπολεμεί δεινών την τε Σκυθίαν χώραν και την Μυσίαν, καταστρέψας δε φρούρια πάμπολλα.

22 Εν ετέρα δε ειςβολή

23 εχειρώσατο πάσαν την Θεσσαλίαν και την Ελλάδα πάσαν την τε παλαιάν Ήπειρον και Αττικήν και εύοιαν·

24 οι δη και εν Πελοποννήσω εφορμήσαντες πολέμω ταύτην είλον

25 και εκβαλόντες τα ευγενή και ελληνικά έθνη και καταφθείραντες κατώκησαν αυτοί εν αυτῆ.

26 Οι δε τας μιαιφόνους αυτών χείρας δυνηθέντες εκφυγείν, άλλος αλλαχή διεσπάρησαν.

27 Και η μεν των Πατρών πόλις μετωκίσθη εν τη των Καλαυρών χώρα του Ριγίου,

28 οι δε Αργείοι εν τη νύσω τη καλουμένη Ορόβη, οι δε Κορίνθιοι εν τη νήσω τη καλουμένη Αιγίνη μετώκησαν.

29 Τότε δη και οι Λάκωνες το πατρώον έδαφος καταλιπόντες οι μεν εν τη νήσω Σικελίας εξέπλευσαν, οι και εις έτι εισίν εν αυτή εν τόπω καλουμένω Δέμεννα και Δεμενίται αντί Λακεδαιμονιτών κατονομαζόμενοι και την ιδίαν των Λακώνων διάλεκτον διασώζοντες.

30 Οι δε δύσβατον τόπον παρά τον της θαλάσσης αιγιαλόν ευρόντες και πόλιν οχυράν οικοδομήσαντες και Μονεμβασίαν ταύτην ονομάσαντες διά το μίαν έχειν των εν αυτώ ειςπορευομένων την είςοδον εν αυτή τη πόλει κατώκησαν μετά και του ιδίου αυτών επισκόπου.

31 Οι δε των θρεμμάτων νομείς και αγροικικοί κατωκίσθησαν εν τοις παρακειμένοις εκείσε τραχανοίς τόποις, οι και επ’ εσχάτων Τζακονίαι επωνομάσθησαν.

32 Ούτως οι Άβαροι την Πελοπόννησον κατασχόντες και κατοικήσαντες εν αυτή διήρκεσαν επί χρόνοις διακοσίοις οκτωκαίδεκα [218] μήτε των Ρωμαίων βασιλεί μήτε ετέρω υποκείμενοι, ήγουν από του ΄ςρς΄ [6106] έτους της του κόσμου κατασκευής όπερ ην έκτον έτος της βασιλείας Μαυρικίου και μέχρι του ςουτιγ΄ [6313] έτους όπερ ην τέταρτον έτος της βασιλείας Νικηφόρου του παλαιού του έχοντος Σταυράκιον.

33 Μόνου δε του ανατολικού μέρους της Πελοποννήσου από Κορίνθου και μέχρι Μαλαίου του Σθλαβινού έθνους διά το τραχύ και δύσβατον καθαρεύοντος, στρατηγός Πελοποννήσου εν τω αυτώ τω μέρει υπό του Ρωμαίων βασιλέως κατεπέμπετο.

34 Εἶς δέ τῶν ὑπό τοιούτον στρατηγών ορμώμενος μεν από της μικράς Αρμενίας, φατριάς δε των επονομαζομένων Σκληρών συμβαλών το Σθλαβινώ έθνει πολεμικώς ειλέ τε και ηφάνισε εις τέλος και τοις αρχήθεν οικήτορσι αποκαταστήναι τα οικεία παρέσχεν.

35 Τούτο μαθών ο προειρημένος βασιλεύς Νικηφόρος και χαράς πλησθείς διά φροντίδος έθετο το και τας εκείσε πόλεις ανακαινίσαι και ας οι βάρβαροι ηδάφησαν εκκλησίας ανακαινίσαι και αυτούς τους βαρβάρους Χριστιανούς ποιήσαι. Διό και αναμαθών την δε μετοικίαν ου διατρίβουσι οι Πατρείς κελεύσει αυτού τούτους τω εξ αρχής εδάφη απεκατέστησε μετά του ιδίου αυτών ποιμένος ος ην το τηνικαύτα Αθανάσιος τούνομα

36 και μητροπόλεως δίκαια ταις Πάτραις παρέσχετο, αρχιεπισκοπής προ τούτου χρηματιζούσης.

37 Ανωκοδόμησέ τε εκ βάθρων και την πόλιν αυτών και τας του θεού αγίας εκκλησίας,

38 πατριαρχούντος έτι Ταρασίου [πατριάρχης 784-806] του εν αγίοις πατρός ημών.

39 Την δε Λακεδαίμονα πόλιν εκ βάθρων και αυτήν ανεγείρας και ενοικίσας εν αυτή λαόν σύμμικτον Καφήρους τε και Θρακησίους και Αρμενίους και λοιπούς από διαφόρων τόπων τε και πόλεων επισυναχθέντες επισκοπήν.

40 και αύθις ταύτην κατέστησε και υποκείμενη τη των Πατρών μητροπόλει εθέσπισεν, προςαφιερώσας και δύο ετέρας επισκοπάς την τε Μεθώνην και την Κορώνην.

41 Διό και οι βάρβαροι τῆ τοῦ θεοῦ βοηθείᾳ και χάριτι κατηχηθέντες εβαπτίσθησαν και τη των Χριστιανών προςετέθησαν πίστει,

42 εις δόξαν και ευχαριστίαν του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος νυν και αεί και εις τους αιώνας αμήν.»

(Γεώργιος Ιωαννίδης – http://users.sch.gr/geioanni/selpolitismos/sel/LO

GOTEXNIA_ISTORIA1/1/9.htm).

Εικόνα από την Μονεμβασία

Το ανωτέρω Χρονικό είναι από τον Κώδικα 239 Ιβήρων, δημοσιευμένο από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο το 1910. Το επόμενο είναι από τον Κώδικα 220 φ.194a-196b Κουτλομουσίου.

     «1 Εις την ημέραν των Αβάρων άχρι την σήμερον ΄ςε΄ῳ [6804]

2 Γένος οι Άβαρες έθνος Ουνικόν και Βουλγαρικόν

3 είχον γαρ τας κόμας μακράς πάνου δεδεμένας πρανδϊοίς και πεπλεμένας, η δέ λοιπή φορεσία αυτών ομοία των λοιπών Ούνων.

4 Ούτος

5 υπήρχον έθνος των αμαξοβίων των υπό τον Καύκασον τα επείκεινα παιδία νεμόμενοι. Επεί επικακώς πεπόνθασι παρά των γειτνιών-των αυτοίς Τούρκων, τούτο φεύγοντες δε ιδίας απαναστάντες χώρας και τον αιγιαλόν του Ευξείνου διαβάντες αφίκοντο επί τον Βόσπορον

6 Εκείθεν δε απάραντες διήλθον τόπους πολλών εθνών. Τούτοις παρατυγχάνουσιν ανταγωνιζόμενοι μέχρις ου τας όχθας του Ίστρου κατειλήφασι και προς Ιουστινιανόν επρεσβεύσαντο, αιτούντες δεχθήναι αυτούς.

7 Του δε βασιλέως φιλανθρώπως αυτούς δεξαμένον έλαχον παρ’ αυτού έχειν την κατοίκησιν εν χώρα Μασίας [Μοισίας] εν πόλει Δωροστόλω την νυν καλουμένην Δρίστρα.

8 Και εξ απόρων εύποροι γενόμενοι και εις πλήθος εκταθέντες και αμνήμονες και αχάριστοι ευρεθέντες οίκον Ρωμαίους καταστρεψόμενοι, Θράκας και Μακεδoνίαν αιχμαλωτίζοντες και αυτήν την βασιλίδα κατατρέχοντες.

9 Του Μαυρικίου των σκήπτωρ [σκήπτρων] επιλημένου κατά το εξακιςχιλιοστώ εβδομηκοστόν ε΄ [6075] έτος,

10 δε χαμνός λύει τας πονδάς [σπουδάς] αιτών υπέρογκα

11 και εχειρώσατο Θετταλίαν, Ελλάδα, Αττικήν και Εύβοια

12 και Πελοπόνησον.

13 και καταφθείραντες τα γένη κατώκησαν αυτοί εν αυτή.

14 Οι δε δυνηθέντες εκφυγείν διεσπάρησαν,

15 και η μεν των Πατρών πόλις κατοικίσθη εν τη των Καλαύρων χώρα του Ρυγίου [Ρηγίου],

16 οι δε Άργιοι [Αργίοι] εν τη Ορόβι [Ορόβη], οι δε Κορίνθιοι εν τη Αιγίνη μετώκησαν.

17 Τότε και οι Λάκωνες το πατρώον έδαφος καταλιπόντες εν τη Σικελία εξέπλευσαν κατοικούντες εν τόπω καλούμενον Δέμενα και αντί Λακεδαιμονιτών Δεμαινίται κατονομάζονται.

18 Οι δε λοιποί δύσβατον τόπον παρά τον της θαλάσσης αιγιαλόν ευρόντες και πόλιν οχυράν οικοδομήσαντες και Μονεμβασίαν ταύτην ονομάσαντες διά το μίαν έχει των εν αυτώ ειςπορευομένων την είςοδον εν αυτή τη πόλει κατώκησαν μετά του ιδίου αυτών επισκόπου,

19 οι δε έτεροι των θρεμμάτων νομής και άγροικοι κατωκίσθησαν εν τοις παρακειμένοις εκείσε τραχυνοίς τόποις οι και επ’ εσχάτων Τζακωνίαι επωνομάσθησαν διάτη και αυτούς τους Λάκωνας Τζάκωνας μετονομασθήναι.

20 Τοίνυν οι Άβαροι κατασχόντες την Πελοπόννησον διήκαισαν επί χρόνοις σιη΄ [218] μήτε των Ρωμαίων βασιλείων, μήτε ετέρω υποκείμενοι, ήγουν από του ΄ςουρουςου (ςhς) [6106] έτους της του κόσμου κατασκευής, όπερ ην έκτον έτος της βασιλείας Μαυρικίου και μέχρι του ΄ςου τριακοστού τρειςκαιδεκάτου [6313] έτους όπερ ην δον έτος της βασιλείας Νικηφόρου του παλαιού του έχοντον υιόν Σταυράκιον.

21 Μόνου δε του ανατολικού μέρους της Πελοποννήσου από Κορίνθου και μέχρι Μαλαίου του θλαβινού [Σθλαβινού] έθνους διά το τραχεί και δύσβατον καθαρεύοντος στρατηγός Πελοποννήσου εν τω αυτώ το μέρει υπό του Ρωμαίων βασιλέως κατεπέμπετο.

22 Εις δε των τοιούτον στρατηγών, ορμώμενος μεν από της μικράς Αρμενίας, φατριάς δε των επονομαζομένων Σκληρών, συμβαλών τω Σθλαβινώ έθνει πολεμικώς ειλέ τε και ηφάνισεν εις τέλος, και τοις αρχήθεν οικήτορσιν αποκαταστείναι τα οικεία παρέσχεν.

23 Τούτο μαθών ο προειρημένος βασιλεύς Νικηφόρος και χαράς πλησθείς διαφροντίδος έθετο τας πόλεις ανακαινίσαι. και ας οι βάρβαροι κατηδάφεισαν εκκλησίας ανοικοδομήσαι, και αυτούς τους βαρβάρους Χριστιανούς ποιήσαι, την δε μετοκίαν των Πατρών αναλαθών τω εδάφει των Πατρών αυτούς απεκατέστησε μετά του ιδίου αυτών ποιμένος, ος ην Αθανάσιος τούνομα,

24 αρχιεπισκοπή δε τυγχάνουσα πρότερον ετιμήθη εις μητρόπολιν,

25 παρά του αυτού Νικηφόρου.

26 Πατριαρχεύοντος δε Ταρασίου

27 εδόθη προς αυτήν κατ’ επίδοσιν, και η αγιωτάτη επισκοπή Λακεδαιμονίας και η Μεθώνη και η Κορώνη.

28 Από δε της βασιλείας κυρ Αλεξίου του Κομνηνού πατριαρχούντος κυρ Ευστρατίου ετιμήθη η αγιωτάτη επισκοπή Λακεδαιμονίας εις μητρόπολιν, επισκοπούντος κυρ Θεοδοσίου.»

Στις 7 Μαρτίου του 961, ο Νικηφόρος Φωκάς συγκρότησε μεγάλη αρμάδα, κι έβαλε πλώρη και κατάφερε να απελευθερώσει την Κρήτη από την αραβική κυριαρχία

Λίγες αναγκαίες εξηγήσεις:

«Το 1749 ο Ιταλός παλαιογράφος Giouseppe Pasini βρήκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Τορίνου έναν ελληνικό κώδικα γραμμένο, του 16ου αιώνα. Στον κώδικα μεταξύ άλλων, υπάρχει ένα κείμενο με την επιγραφή «ΠΕΡΙ ΚΤΙΣΕΩΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ», που αναφέρεται σε γεγονότα του 6ου – 8ου αιώνα. Το 1884 ο καθηγητής Σπυρίδων Λάμπρος βρήκε σε μονές του Αγίου Όρους δύο χειρόγραφα με παρόμοιο περιεχόμενο. Το πρώτο, της Μονής Ιβήρων (Ιβηριτικός κώδικας 329) ο Σπυρίδων Λάμπρος το δημοσίευσε στον Νέο Ελληνομνήμονα με τίτλο «ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΗΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ». Το δεύτερο της Μονής Κουτλουμουσίου (κώδικας 220) το δημοσίευσε με τίτλο «ΤΟΝ ΚΑΙΡΟΝ ΟΠΟΥ ΟΙΚΗΣΕΝ Η ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΩΣ». Αργότερα (το 1909), ο Νικόλαος Βέης αναδημοσίευσε το κείμενο του Ιβηριτικού Κώδικα διατηρώντας τον τίτλο με τον οποίο το δημοσίευσε ο Σ. Λάμπρος. Να σημειωθεί ότι στο «Collegio Greco» της Ρώμης ο κώδικας με την Εκκλησιαστική Ιστορία της Λακεδαίμονος, αντιγράφει αυτολεξεί την παράγραφο 42 του Ιβηριτικού Κώδικα. Από τη μελέτη των χειρογράφων φαίνεται ότι αντιγράφουν το ίδιο πρωτόγραφο, ενώ το κείμενο που παραδίδουν δεν είναι αρχαιότερο του 963 μ.Χ., αφού αναφέρεται στον «βασιλέα Νικηφόρο τον Παλαιό» (άρα είναι γνωστός στον συγγραφέα ο [νεώτερος] Νικηφόρος Β΄, που βασίλευσε μεταξύ 963-969).

Ο Karl Hopf, ο Gustav Hertzberg και ο Νίκος Βέης χρονολογούν τη σύνταξη του κειμένου στον 16ο αιώνα (δηλ. θεωρούν ότι ο συντάκτης του κώδικα του Τορίνου είναι και συγγραφέας της διηγήσεως). Σωστότερη φαίνεται η τοποθέτηση του ΧΡΟΝΙΚΟΥ στα χρόνια του Νικηφόρου Β΄ Φωκά [912-969, βασ. 963-969], αφού η πόλη Δεμενά (Ιβήρων 29) στη ΒΔ Σικελία (που αναφέρεται στο ΧΡΟΝΙΚΟ) έπαψε να υπάρχει στα τέλη του 10ου αιώνα.» (Ό.π., Γ. Ιωαννίδης).

Το Χρονικό της Μονεμβασιάς αντλεί τις πληροφορίες από τα έργα των Μένανδρου, Ευάγριου, Θεοφύλακτου Σιμοκάττη και Θεοφάνη, και ουσιαστικά είναι μία από τις πηγές που αναφέρεται σε… κάθοδο “Σλάβων” στην Πελοπόννησο! Πρόκειται, ασφαλώς, για παρανόηση των πηγών, όταν επώνυμοι αξιωματούχοι του Βυζαντίου, εγγράμματοι συγγραφείς κ.ά. ορίζουν με σαφήνεια τους όρους Βούλγαροι και Ούννοι, εκείνων των χρόνων, όταν γράφουν ότι: «Και τότε πάντες συν ναυσίν ήλθον εις την Αυλίδα, / και Αχιλεύς δε συν αυτοίς, υιός ων του Πηλέως / και Θέτιδος της θυγατρός Χείρωνος φιλοσόφου, / Ούννων Βουλγάρων στράτευμα και Μυρμιδόνων άγων / πεντακοσίους αριθμού μετά και δυσχιλίων /…»! – «Και απήλθε μετά των Ατρειδών ο αυτός Αχιλλεύς, έχων ίδιον στρατόν των λεγομένων Μυρμιδόνων τότε, νυνί δε λεγομένων Βουλγάρων, τριών χιλιάδων»! – Ο Αχιλλέας είχε Ούννους Βουλγάρους και Μυρμιδόνες μαζί του στην Τροία!

     Τα γεγονότα καθόδου των Αβάρων στην Πελοπόννησο, σύμφωνα με αυτά τα Χρονικά, είναι των ετών 560-580 μ.Χ., είναι δε «οι Άβαρες έθνος Ουννικόν και Βουλγαρικόν»! Όμως, οι Ούννοι του Αττίλα [406-453, βασ. 434-453] κατήλθαν στις Ελληνικές Χώρες επί Θεοδοσίου Β΄ [401-450, βασ. 408-450], αλλά μόνο σε Μυσία, Θράκη, Μακεδονία, το 434. Οι Βούλγαροι του Ασπαρούχ [640-701, βασ. 681-701] διέβησαν τον Δούναβη και εισήλθαν στις Ελληνικές Χώρες το 689 μ.Χ. – Βλ. Cronaca di Monemvasia, Introducione, Testo Critico, Traduzione e note a cura di Ivan Dujcev, Palermo 1976. (Instituto Siciliano di Stydi Bizantini e Neoellenici, Testi 12).

Οι δύο αναπαραγόμενες (εδώ) παραλλαγές του Χρονικού της Μονεμβασίας μιλούν για Αβάρους και Βουλγάρους που είναι Σθλαβίνοι (μήπως Σκλαβηνοί ή Σκλαβίνοι ή Γήπαιδες;). Κατά τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη και τον πατριάρχη Φώτιο, και άλλες πηγές, όπως γράψαμε σε προηγούμενα κείμενα, ήταν Γέτες, ήτοι ομόφυλοι και ομόγλωσσοι των Δακών, ήτοι «ελληνολατινόγλωσσοι» και όχι σλαβόγλωσσοι. – Βλ. περιοδ. «Βυζαντίς», Ι, 1909, σ. 37-105, και Επαμεινώνδα Χρυσανθοπούλου, Περί του «Χρονικού της Μονεμβασίας», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, έτος ΚΑ’ (1951), σ. 238-253, στο οποίο αποκρούει την άποψη περί καθόδου Σλάβων στην Πελοπόννησο, με βάση το πολύ γνωστό Ιβηριτικό Χρονικό «Περί κτίσεως Μονεμβασίας», ενώ αναφέρεται και στα κείμενα των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου.

Από την Ιστορία του Ευάγριου Σχολαστικού (536 – 594)

Όμως, το «Χρονικόν της Μονεμβασίας» του Κώδικα Ιβήρων, πρωτοδημοσιεύτηκε με την ακόλουθη διατύπωση:

«Γένος οι Άβαρες έθνος Ουνικόν και Βουλγάριον· είχον γαρ τας κόμας μακράς πάνυ δεδεμένας πρανδίοις και πεπλεμμένας, η δε λοιπή φορεσία αυτών ομοία των λοιπών Ούνων. ούτοι υπήρχον έθνος των αμαξοβίων των υπό τον Καύκασον τα επέκεινα πεδία νεμόμενοι επεί επικακών πεπόνθασι παρά των γαιτυιότων αυτοίς Τουρκών τούτο φεύγοντες ιδίας απαναστάντες χώρας και τον αιγιαλόν του Ευξείνου διαβάντες αφίκοντο επί τον Βόσπορον. εκείθεν δε απάραντες διήλθον τόπους πολλούς εθνών. τούτους παρατυγχάνουσιν ανταγωνιζόμενοι μέχρις ου τας όχθας του Ίστρου κατελήφασι και προς Ιουστινιανόν επρεσβεύσαντο αιτούντες δεχθήναι αυτούς. του δε βασιλέως φιλανθρώπως αυτούς δεξαμένους έλαχον παρ’ αυτού έχειν την κα[τ]οίκησιν εν χώρα Μοισίας εν πόλει Δωροστύλω την νυν καλουμένην Δρίστρα. και εξ απόρων εύποροι γενόμενοι και εις πλήθος εκταθέντες, και αμνήμονες και αχάριστοι ευρεθέντες. οίκον Ρωμαίους καταστρεψόμενοι. Θράκας και Μακεδόνας αιχμαλωτίζοντες. και αυτήν την βασιλίδα κατατρέχοντες.

Του δε Μαυρικίου των σκήπτρων επιλημμένου κατά το εξακισχιλιοστόν εβδομηκοστόν ε’ έτος [567 τότε δε εβασίλευε ο Ιουστίνος Β’], ο δε Χαμνός [Χαγάνος], λύει τας σπονδάς αιτών υπέρογκα και εχειρώσατο Θετταλίαν Ελλάδα Αττικήν και Έβοιαν και Πελοπόννησον. και καταφθείραντες τα γένη κατώκησαν αυτοί εν αυτή. οι δε δυνηθέντες εκφυγείν, διεσπάρησαν. και η μεν των Πατρών πόλις κατωκίσθη εν τη των Καλάβρων χώρα του Ρηγίου. οι δε Αργίοι εν τη Ορόβη. οι δε Κορίνθιοι εν τη Αιγίνη μετώκησαν. τότε και οι Λάκωνες, το πατρώον έδαφος καταλιπόντες εν τη Σικελία εξέπλευσαν κατοικούντες εν τόπω καλουμένω Δέμαινα και αντί Λακαιδεμονιτών Δεμαινίται κατονομάζονται. οι δε λοιποί εκ των επισήμων δύσβατον τόπον παρά τον της θαλάσσης αιγιαλόν ευρόντες και πόλιν ισχυράν οικοδομήσαντες και Μονεμβασίαν ταύτην ονομάσαντες. διά το μίαν έχει των εν αυτώ εισπορευσμένων την είσοδον. εν αυτή τη πόλει κατώκησαν μετά του ιδίου επισκόπου. οι δε έτεροι των επισήμων μετά των θερμάτων νομής και αγροικικών κατωκήθησαν εν τοις παρακειμένοις εκείσε τραχινοίς τόποις. οι και επεσχάτων Τζακωνίας επονομάσθησαν. διά το και αυτούς τους Λάκωνας Τζάκωνας μετονομασθήναι. τοίνυν οι Άβαροι κατασχόντες την Πελοπόννησον διώκησαν επί χρόνους σιη [218]. μήτε τω Ρωμαίων βασιλεί, μήτε ετέρω υποκείμενοι, ήγουν από του ,ςϞς [6096] έτους εις του κόσμου κατασκευής όπερ ην έκτον έτος της βασιλείας Μαυρικίου [6313/588-589 μ.Χ.] και μέχρι του ,ς’ τριακουστού τρεις και δεκάτου έτους όπερ ην έτος δ της βασιλείας Νικηφόρου του Παλαιού, του έχοντος υιού Σταυρακίου. μόνου δε του ανατολικού μέρους της Πελοπονήσου από Κορίνθου και μέχρι Μαλαίου του Σθλαβινού έθνους. διά το τραχές και δύσβατον καθαρεύοντος στρατηγός Πελοπονήσου εν τω αυτώ μέρει υπό των Ρωμαίων βασιλέως κατεπέμπετο. είς δε των τοιούτων στρατη-γών ορμώμενος μεν από της μικράς Αρμενίας. Φατριάς δε των επονομαζομένων Σεληρών, συμβαλών τω Σθλαβιανών έθνει πολεμικώς είλε τε και ηφάνισεν εις τέλος, και τοις αρχήθεν οικήτορσιν, αποκαταστήναι τα οικεία παρέσχεν. τούτο μαθών ο προειρημένος βασιλεύς Νικηφόρος, και χαράς πλησθείς διά φροντίδας έθετο τας πόλεις ανακαινίσαι. και ας οι Βάρβαροι κατηδάφθησαν, εκκλησίας ανοικοδομήσαι, και αυτούς τους Βαρβάρους Χριστιανούς· ποιήσαι την δε μετοχίαν των Πατέρων αναλαθών τω εδάφει των Πατέρων αυτούς απεκατέστησε μετά του ιδίου αυτών ποιμένος, ος ην Αθανάσιος το όνομα. αρχιεπισκοπή τυγχάνουσα πρότερον. ετιμήθη εις μητρόπολιν παρά του αυτού. Νικηφόρου, πατριαρχούντος Ταρασίου [784-806] εδόθη προς αυτήν κατ’ επίδοσιν, και η αγιωτάτη επισκοπή Λακεδαιμονίας και η Μεθώνη και η Κορώνη. Από δε της βασιλείας κυρού Αλεξίου του Κομνηνού πατριαρχούντος κυρού Ευστρατίου ετιμήθη η αγιωτάτη επισκοπή Λακεδαιμονίας εις μητρόπο-λιν επισκοπούντος κυρού Θεοδοσίου εν έτει 6595 [1087 μ.Χ.].

Μετά το υποταγήναι τον ενταύθα τόπον ευδοκία Θεού, και υπό την χείραν των κραταιών και αγίων ημών αυθεντών και βασιλέων πρώτος κατέλαβεν ο αρχιερεύς ο της αγιωτάτης μητροπόλεως Μονεμβασίας κυρός Γρηγόριος Έξαρχος ων δε και τα εκκλησιαστικά δίκαια έχων πάσης Πελοπονήσου. Εχειροτόνησεν εις το Αμήκλιν Νικηφόρον των διακών και εις την επισκοπήν του Έλους τον κυρόν Μάρκον· έτι εχειροτόνησεν επί την αγιωτάτην μητρόπολιν Λακεδαιμονίας εις Σκευοφύλακα τον Παρασακουντινόν, και τον Μαλώταρα σακελάριον και χαρτοφύλακα τον Ευγένιον. μετά δε ταύτα προεδρεύσαντος της μητροπόλεως του πανιερωτάτου μητροπολίτου Κρήτης εχειροτόνησε και αυτός εις το Αμήκλιν τον Καψοβάδα και μετά την τελευτήν αυτού τον Ευάρεστον, ο δε Βούτους Γρηγόριος τον Ευγένιον. Ερωτηθείς δε Αθανάσιος ιερεύς ο Κοντοκότζης κληρικός Λακεδαιμονίας γηραιοί πάνυ. εξείπε ότι εγώ εδούλευον τον Εξερού επίσκοπον κυρόν Βασίλειον τον ανατολικόν. επί τη προεδρία Κρήτης. τότε δε ην ο μητροπολίτης Μονεμβασίας κυρός Νικόλαος όστις ηθέλησεν επί ταις υπ’ αυτόν αγιωτάταις επισκοπαίς Έλους και Μαΐνης χειροτονήσαι επισκόπους, προσκαλεσάμενος ουν και τον Κρήτην πρόεδρον Λακεδαιμονίας επί την τούτων χειροτονίαν. εγένετο δε φιλονικία μέσοι αυτών ως αντιποιουμένων του Μονεμβασίας την αγιωτάτην επισκοπήν Αμηκλήου άτε και της των παλαιών Πατρών μητροπόλεως εγκρατής ων. επιγούν ταις φιλονεικίαις ταύτα ανεφάνη από πολλών μαρτύρων ότι τη της Λακεδαιμονίας υπόκειται διό και τω νικίσαι ο Κρήτης απέλαβε. εγώ ο ταπεινός μητροπολίτης Κρήτης και πρόεδρος Λακεδαιμονίας Νικηφόρος ωκοδόμησα τον ναόν του αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ανήγειρά τε εκ βάθρων αυτών μύλωνας, αυτήν Μαγούλαν. και εφύτευσα δε ελαιώνας και περιβόλαια εν αυτή και και την λάσπην αμπελώνα εφυτευτικώς ηγόρασά τε δε τα συνεγκύς της εκκλησίας οσπήτια του Χαρτοφύλακος Ευγενίου.

Έτους 6820 [1112 μ.Χ.] ινδ. ι, μετά τον Νικηφόρον, ορισμός του βασιλέως απεστάλη. πρόεδρος Λακεδαιμονίας μητροπολίτης Σουγδαίας ο Λουκάς και επρόσμεινε καμπόσον καιρόν έτους 6838 [1130 μ.Χ.] ινδ. ιγ, και μετ’ αυτόν ήλθε γνήσιος αρχιερεύς Νείλος Λακεδαιμονίας και έστησε την εκκλησίαν· έτους 6 . . . μηνί Μαΐω ινδ. ζ και εκ των προσόδων αυτών φωταγωγείν αυτήν προσηκόντως και δαψιλώς. τυπώσαντες ανάπτεσθαι καθεκάστην ημέραν απάσης της δοξολογίας κανδήλας λη, εξ ων ακοιμήτους και μηδέποτε σβενουμένας κανδήλας θ, και κηρούς καθεκάστην ημέραν ζ. εν δε ταις αγίαις κυριακαίς ιε, τυπούμεν δε και εκ των δεσπωτικών μεγάλων εορτών τινας λαμπράς και ολοφώτους τας φωναψίας έντε ελαίω δε κηρώ τας πέντε ταύτας την τε αγίαν του Χρι-στού γέννησιν και τα άγια θεοφάνια και το άγιον πάσχα, και την αγίαν κοίμησιν της υπεραγίας θεοτόκου, και των αγίων ύψωσιν του τιμίου σταυρού. ταύτα ημών η αναξιότης σκοπίσασα και λυσιτελή κρίνασα ετύπωσε και εξέθετο. ει δε τοις μεθ’ ημάς αγιωτάτοις δεσπόταις ουκ άλογα ταύτα ούτε δίκαια δόξει, το κρείτον και το δοκούν αυτοίς γνώμην συμφέρον οικονομείτωσαν. λογιζόμεθα γαρ ως ει ου αρεστά αυτοίς ταύτα φανή. Μείζωνα πάντως δε αξιεπαινέστερα βουλεύονται. ει δε λυσιτελή ταύτα δε αυτοίς δόξη παρακαλούμεν δε στέρξαι και επικυρώσαι αυτά.» (Codices Manuscripti Bibliothecae Regii Taurinensis Athenaei, Per Linguas Digesti, & Binas In Partes Distributi, In Quarum Prima Hebraei, & Graeci, In Altera Latini, Italici, & Gallici… Josephus Pasinus, Regia Consiliis Bibliothecae Praeses, et Moderator, Antonius Rivautelia, & Franciscus Berta, Ejusdem Bibliothecae Custodes . . . Taurini, MDCCXLIX [1749], Ex Typographia Regia Superiorum Permissu, σ. 417-418).

Ο Επαμεινώνδας Χρυσανθόπουλος μελετώντας το «Χρονικό της Μονεμβασίας» έφτασε στην εκτίμηση ότι: «Εν συμπεράσματι δέον ν’ αποκρουσθή η άποψις περί απολύτου ιστορικής ακρίβειας των ειδήσεων του χρονικού, και μάλιστα της πληροφορίας περί της επί διακόσια δεκαοχτώ έτη βαρβαρικής κατοχής, άποψις την οποίαν υπεστήριξεν, ως είδομεν, πρό τινων ετών ο Ελληνοαμερικανός καθηγητής Πέτρος Χαρανής και να εξετασθή μόνον το ενδεχόμενον επί μέρους ακρίβειας ωρισμένων εκ των ειδήσεων αυτών και ιδίως των σχετικών με την επί Νικηφόρου του Α’ ήταν των Σλάβων και την εις Πελοπόννησον επιστροφήν των φυγαδευθέντων παλαιών κατοίκων αυτής.

Ο ως άνω καθηγητής εις την μελέτην του την δημοσιευθείσαν εις τα Byzantino – Slavica προσκομίζει εις υποστήριξιν της εκτεθείσης ανωτέρω απόψεώς του, τα αποτελέσματα ανασκαφών γενομένων πρό ετών εν Κορίνθω, καθ’ ας ανευρέθησαν τάφοι περιέχοντες ευρήματα όμοια προς ανάλογα της Κεντρικής Ευρώπης και χρονολογούμενα από του 7ου αιώνος, καθώς επίσης και το διαπιστωθέν κενόν εις τα νομισματικά ευρήματα της βυζαντινής εποχής της περιοχής Κορίνθου από της ανόδου του Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (668) μέχρι της ανόδου του Νικηφόρου του Α’ (802). Αμφότερα τα προσκομιζόμενα στοιχεία δεν επιβεβαιούν την άποψιν περί της επί διακόσια δεκαοκτώ έτη βαρβαρικής κατοχής, από του Μαυρίκιου μέχρι του Νικηφόρου.

Νικηφόρος Β’ Φωκάς

Τα ευρήματα της Κορίνθου, αναγόμενα εις τον 7ον αιώνα —εάν η χρονολόγησις είναι ορθή— δεν είναι δυνατόν να συσχετισθούν προς επιδρομήν του 6ου, την υποτιθεμένην ότι έλαβε χώραν επί Μαυρίκιου. Θα ήτο συμφωνότερον προς τα πράγματα εάν ήθελε συσχετισθή προς επιδρομήν τινα επί Ηρακλείου, σύμβασαν προ του 626, ότε απεχώρησαν οριστικώς οι Άβαροι εξ Ανατολής. Ωσαύτως το σημειούμενον κενόν εις τα νομισματικά ευρήματα μεταξύ 668 και 802 δεν συνηγορεί υπέρ της διακοπής της βυζαντι-νής κυριαρχίας επί της Πελοποννήσου από των χρόνων του Μαυρίκιου. Πάντως, και εάν ήθελε τυχόν γίνει δεκτή η επί Μαυρίκιου επιδρομή —ασχέτως προς οίανδήποτε συνάφειαν προς τα ευρήματα των άνασκαφών— δεν συνεπάγεται αυτή κατ’ ανάγκην την εγκατάστασιν των επιδρομέων. Απλαί ληστρικαί επιχειρήσεις είναι σύνηθες φαινόμενον και επαναλαμβάνονται πολλάκις προ της οριστικής εγκαθιδρύσεως των βαρβάρων επί ωρισμένου εδάφους. Δυνατόν να έχωνται ακρίβειας ή επί Μαυρίκιου επιδρομή και η επί Νικηφόρου του Α’ ήττα των Σλάβων, ασφαλώς όμως είναι αυθαίρετος ο μεταξύ των δύο ανεξαρτήτων τούτων γεγονότων σύνδεσμος, εκ του οποίου προέκυψε, πιθανώς, η εΐδησις περί της επί διακόσια δεκαοκτώ έτη βαρβαρικής κατοχής. Η εις Πελοπόννησον μεμαρτυρημένη ύπαρξις των Σλάβων προϋποθέτει βεβαίως επιδρομήν τινα ή ενδεχομένως ειρηνικόν εποικισμόν, η κάθοδός των όμως πρέπει να συνέβη μετά την ύποτιθεμένην επί Μαυρίκιου επιδρομήν. Η από του Ηρακλείου αρξαμένη συστηματική εγκατάστασις των Σλάβων εις την Βαλκανικήν αποτελεί χρονικόν όριον προ του οποίου δεν είναι δυνατόν πάντως να τεθή η εις Πελοπόννησον εγκατάστασίς των.» (Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, Έτος ΚΑ’, 1951, σ. 238-253).

Διευκρινίζω εδώ ότι ο δυτικός άγιος Βιλιβάλδος, σύγχρονος του Ιωάννου Δαμασκηνού (676-749), επίσκοπος της Eichstaedt την περίοδο 741-786, στην πορεία του προς τους Αγίους Τόπους κατά τα έτη 723-728, μετά από 20ήμερη διαμονή στη Σικελία πέρασε την Αδριατική βρέθηκε στην Πελοπόννησο, στη Σκλαβινική χώρα της Μονεμβασιάς, και παρατηρεί:

«Et inde navigantes, venerunt ultra mare Adri[atic]um ad urbem Manafasiam, in Sclavinica terra. Et inde navigantes in insulam nomine Chio, dimit-tebant Corinthios in sinistra parte. Et inde navigantes in insulam Samo. Et inde navigantes in Asiam, ad urbem Ephesum, secus mare unum milliarium.» (Acta Sanctorum Julii Ex Latinis et Graecis, aliarumque gentium Monumentis, servata primigenia veterum Scriptorum phrase, Collecta, Digesta, Commentariisque & Observationibus illustrate A Conrado Janningo, Joanne Bapt. Sollerio, Joanne Pinio, E Societate Jesu Presbyteris Theologis, Tomus II, Quo dies quartus, quintus, sextus, septi-mus, octavus & nonus continentur. Venetiis MDCCXLVII [1747]… – Vita S. Willibaldi Episcopi, σ. 504).

Τούτο σημαίνει πως οι Άβαροι και οι Σκλαβηνοί ήταν εγκατεστημένοι κατά τον 7ο και 8ο μ.Χ. αιώνα στον Μοριά, και ότι τα σχετικά αναφερόμενα Χρονικά αναφέρουν αυτή την ιστορική πραγματικότητα. Μόνο που η λαθροχειρία των σύγχρονων ιστορικών άλλαξε και μετάλλαξε το «Sclavinica» σε «Slavinica» και τους Σκλαβίνους σε… Σλάβους!

Η Μονεμβασιά βρισκόταν, κατά το 725, στη Χώρα των Σκλαβηνών/Σκλαβίνων, όπως επιβεβαιώνει τούτη η λατινόγλωσση πηγή.

Με βάση, όμως, τα όσα γράφουν οι «πηγές», ας βάλουμε τα γεγονότα σε χρονολογική σειρά, και να δούμε πότε, ποιοι και πού κατήλθαν –μέσες άκρες– μέχρι και την Πελοπόννησο:

(i) Έτος 577, κατά το Ιωάννη τον Εφέσου, Σκλαβηνοί κυριεύουν τις ελληνικές χώρες Θεσσαλία, Μακεδονία, φτάνοντας έως και τη μέση και νότια Ελλάδα, τις οποίες εποικίζουν, και κατοικούν σε αυτές μέχρι που «ο Θεός τους έδιωξε»· η κατοίκησή τους στις «ρωμαϊκές επαρχίες» (ελληνικές χώρες) κράτησε έως το 584, πλουτίζοντας δε από τις αρπαγές. Επιβεβαιώνεται το γεγονός και από τον Μένανδρο.

(ii) Έτος 584, κατά τον Σιμοκάττη, εισβάλλουν οι Σκλαβηνοί εκ νέου, αλλά αποκρούονται από τον στρατηγό Κομεντίολο.

(iii) Έτος 584, από τον Ίστρο κατήλθαν νοτιότερα Σκλαβηνοί, στις ελληνικές χώρες· αντιμετωπίστηκαν το έτος 593 από τους «Βυζαντινούς» και διώχτηκαν σε περιοχές άνωθεν του Ίστρου· τούτοι οι Σκλαβηνοί, μετά το 597, νίκησαν εκ νέου τον στρατό της Ρωμανίας, κατήλθαν σε περιοχές της νότιας Ελλάδας και εγκαταστάθηκαν εκ νέου σε ελληνικές χώρες.

(iv) Έτος 588, κατά τον Σιμοκάττη, οι Άβαροι και οι Σκλαβηνοί, που είχαν εισβάλει ήδη από το 583 και 586 σε ελληνικές χώρες, είχαν κυριεύσει ολόκληρη την Ελλάδα. Μαρτυρείται και από τον Ευάγριο.

(v) Έτος 600, οι Άβαροι των ελληνικών χωρών, πληρώθηκαν με μεγάλα χρηματικά ποσά από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο και αποχώρησαν διασκορπιζόμενοι σε περιοχές άνωθεν του Ίστρου, κυρίως σε περιοχές της Ίστριας και στις Δαλματικές ακτές.

(vi) Έτος 619, οι Άβαροι κατέρχονται εκ νέου από άνωθεν του Ίστρου περιοχές, φτάνουν ως την ΚΠολη και σε ελληνικές χώρες, στις οποίες εγκαθίστανται, και μετά από χρηματισμό τους αποχώρησαν πάλι, για να υποταχτούν, σιγά σιγά, στους τότε λεγόμενους Βούλγαρους, οι οποίοι ουδεμία σχέση είχαν με τους Βούλγαρους του Ασπαρούχ, όντας τούτοι οι Βούλγαροι –ίσως– τμήμα των Σκλαβηνών.

(vii) Έτος 657, οι Σκλαβηνοί των ελληνικών χωρών, επί Κώνστα Β’ του Πωγωνάτου (630-668, βασ. 641-668) εγκαταστάθηκαν πέριξ της Θεσσαλονίκης, δίπλα στον ποταμό Στρυμόνα, όντας οργανωμένοι σε Σκλαβηνίες, και διακρινόμενοι σε διάφορες φυλές. Δες γι’ αυτούς στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου.

(viii) Έτη 675-681, οι Σκλαβηνοί (των οποίων οι φυλές αναφέρονται στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου), εγκαθίστανται σε Θεσσαλία, Μακεδονία και στην Ήπειρο· κατά τα έτη 679-680 κάνουν εμφάνιση, με αρχηγό τον Ασπαρούχ, περνώντας τον Ίστρο και εγκαταστάντες στην Προποντίδα, οι (κατεξοχήν) Βούλγαροι.

Δηλαδή, Άβαροι και Σκλαβηνοί/Σκλαβίνοι –με τις διάφορες φυλές τους– είναι εγκατεστημένοι στις ελληνικές χώρες ήδη από το έτος 577 και ιδίως από την περίοδο των ετών 584-597.

(ix) Έτος 727, εκδηλώνεται η «Επανάσταση των Ελλαδικών», ήτοι εξέγερση Εικονοφίλων ή Εικονόδουλων, με κατοίκους των Κυκλάδων, κατά του αυτοκράτορα Λέοντος Γ’ του Ίσαυρου (685-741, βασ. 717-741) και των Εικονοκλαστών ή Εικονομάχων· το τέλος της Εικονομαχίας επήλθε το 842, αμέσως μετά τον θάνατο του Θεόφιλου (813-842, βασ. 829-842), με ενέργειες της χήρας του Θεοδώρας (815-867), που ασκούσε εξουσία επ’ ονόματι του ανηλίκου Μιχαήλ Γ’ (840-867, βασ. 842-867). – Θυμίζω ότι 400 έτη αργότερα ο Ιωάννης Τζέτζης ονομάζει Ελλαδικούς ή Σικυώνιους μόνο τους Βλάχους των ελληνικών χωρών.

(x) Έτη 746-747, μέγας λοιμός αποδεκάτισε τον πληθυσμό στις ελληνικές χώρες, και στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, ενώ έλαβαν χώρα πλήθος μετακινήσεων και μεταναστεύσεων πληθυσμών της Ρωμανίας στις περιοχές της Ελλάδας.

(xi) Έτη 746-747, λόγω του λοιμού, η Πελοπόννησος εποικίζεται από Σκλαβήνους άλλων ελληνικών περιοχών.

(xii) Έτος 755, έποικοι από τις ελληνικές χώρες –και δη έποικοι Σκλαβήνοι– εγκαθίστανται στην ΚΠολη, να καλύψουν κενό που προέκυψε από τη μείωση του πληθυσμού της βασιλεύουσας.

(xiii) Έτος 758, οι Βούλγαροι του Ασπαρούχ –που είχαν διαβεί τον Ίστρο στα 679/680– κατέρχονται ακόμα νοτιότερα από περιοχές του Εύξεινου Πόντου προς τις ελληνικές χώρες, σε περίοδο κατά την οπόια οι Σκλαβήνοι του Στρυμόνα  εφορμούν κατά της Θεσσαλονίκης.

(xiv) Έτος 799, οι Σκλαβηνοί του Βελεστίνου, με τον Ακαμίρ, εγείρονται κατά της αυτοκράτειρας Ειρήνης, συζύγου του Λέοντα Δ’ του Χάζαρου (750-780, βασ. 775-780), μαζί με τα αδέλφια του Λέοντα Δ’, αλλά η εξέγερση – στάση κατεστάλη άμεσα.

(xv) Έτος 783, επί αυτοκράτειρας Ειρήνης (752-803, βασ. 780-802), ο Λογοθέτης και πατρίκιος Σταυράκιος υποδουλώνει τους Σκλαβήνους της Θεσσαλίας και της μέσης Ελλάδας, χωρίς να μπορέσει να υποτάξει τους Σκλαβήνους της Πελοποννήσου.

(xvi) Έτος 807, οι Σκλαβήνοι της Πελοποννήσου εξεγείρονται κατά της αυτοκρατορίας και πολιορκούν την Πάτρα, επί βασιλείας Νικηφόρου Α’ του Λογοθέτη (;-811, βασ. 802-811)· όταν αργότερα ηττώνται, το 898 και το 912, επί Λέοντος Σοφού (866-912, βασ. 886-912) έγιναν φόρου υποτελείς στην ΚΠολη, όπως και μετέπειτα επί Νικηφόρου Β’ Φωκά (912-969, βασ. 963-969).

(xvii) Έτος 810, οι ελληνικές χώρες εποικίζονται από μετακινούμενους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, και μεταξύ αυτών οι Σκλαβήνοι.

Με βάση, λοιπόν, το Χρονικόν της Μονεμβασίας, οι Άβαροι και οι Σκλαβήνοι είχαν απόλυτη κυριαρχία στην Πελοπόννησο την περίοδο 589-807, ήτοι για 218 έτη. Οι Πρίσκος και Κομεντίολος στα έτη 580-600 πολεμούν εναντίον Αβάρων και Σκλαβήνων.

Σύμφωνα με υπολογισμούς του Χοπφ η Σκλαβηνοκρατία στην Πελοπόννησο και στις ελληνικές χώρες κράτησε την περίοδο 750-807. (Βλ. Καρόλου Χοπφ, Οι Σλάβοι εν Ελλάδι. Ανασκευή των θεωριών Φαλμεράυρ, μεταφρασθείσα εκ του Γερμανικού υπό Φραγκίσκου Ζαμβαλδή, καθηγητού εν Βενετία, Εν Βενετία, Εκ του Τυπογραφείου «Il Tempo», 1872. Και Ιστορία της πόλεως Πατρών από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1821, υπό Στεφάνου Ν. Θωμοπούλου, Διδάκτορος της Νομικής και Δικηγόρου, Εν Αθήναις, Εκ της Βασιλικής Τυπογραφίας Νικολάου Γ. Ιγγλέση, 1888, σ. 222-238).

Τους –κατά τις πηγές– Σκλαβήνους ή Σκλαβηνούς ή Σκλάβους ή Σκλαβησιάνους, οι σύγχρονοι ιστορικοί τους μετάλλαξαν και τους μεταμόρφωσαν… από Γέτες (που ήταν) σε Σλάβους (που δεν ήταν)! Οι πηγές λένε πως οι Σκλαβήνοι ήταν Γέτες! – Βλ. και Paul Lemerle, La Chronique improprement dite de Monemvasie: le contexte historique et légendaire, Revue des études byzantines, Année 1963, Volume 21, Numéro 1, σ. 5-49.

Αναδημοσιεύω ένα ακόμα σημαντικό παλαιό σχετικό κείμενο:

Ο οικισμός της Μονεμβασιάς σήμερα

«Επί του καλουμένου χρονικού “Περί της κτίσεως της Μονεμβα-σίας”. […] “Επιτραπήτω μοι ν’ ανακοινώσω διά του Νέου Ελληνομνήμονος το κατωτέρω σχόλιον, το οποίον ρίπτει νέον φως επί της ερεύνης των πηγών και της συγκροτήσεως του “Περί της κτίσεως της Μονεμβασίας” καλουμένου χρονικού. Το σχόλιον είναι του περιφήμου επισκόπου Καισαρείας Αρέθα [850-932], γραφέν ιδιοχείρως υπ’ αυτού εν τη ώα του κώδικος της Δρέσδης Da 12 φ. 6α1 του περιέχοντος “χρονογράφιον καθώς οι εβδομήκοντα παραδεδώκασι ερμηνευταί και οι λοιποί εξηγηταί”. Είναι γεγραμμένον εν τη συνήθει εις τον Αρέθαν κεφαλαιώδει γραφή, αρχόμενον ακριβώς απέναντι των λέξεων του κειμένου: Νικηφόρος έτη η και μήνας θ (De Boor σ. 101). Παραπλεύρως του αμέσως ακολουθούντως σχολίου, το οποίον εκδίδω εξ αντιγράφου μου ληφθέντος εν Δρέσδη τω 1905, έκρινα καλόν να τυπώσω μέρος της εν τω Ιβηριτικώ κώδικη (Ι) παραδοθείσης παραλλαγής του χρονικού, προς ην πληρέστατα συμφωνεί το σχόλιον.

Ο παρατηρών την συμφωνίαν και την καθόλου σχέσιν του σχολίου προς την Ιβηριτικήν παράδοσιν του χρονικού (Ι) άγεται εις την υπόθεσιν, ότι ο Αρέθας το περί της γενετείρας αυτού πόλεως Πατρών σχόλιον ήντλησεν απ’ ευθείας εκ της παραλλαγής Ι. Αλλ’ επειδή, ως θα δειχθή κατωτέρω, η Ι παραλλαγή είνε νεωτέρα του περί το 932 γραφέντος σχολίου, παρουσιάζει δε και διαφοράς τινας, δεν απομένει παρά η μόνη ορθή εκδοχή, καθ’ ην αμφότεροι, ό τε Αρέθας και ο συντάκτης της Ι παραλλαγής, ήντλησαν εκ μιάς και της αυτής πηγής. Τα δε συστα-τικά στοιχεία της πηγής ταύτης ηρευνήθησαν και επαρκώς καθωρίσθησαν υπό του Σπυρ. Π. Λάμπρου.

Διά δε του σχολίου του Αρέθα τεκμηριούται μεν η γνώμη του Λάμπρου, καθ’ ην η αποτελούσα την βάσιν του πρώτου μέρους του χρονικού (κώδ. Τ και Κ) παραλλαγή Ι δέον να θεωρηθή παλαιά, αναιρείται δ’ όμως η άλλη, ήτις και παρ’ απάντων των περί του πράγματος διαλαβόντων εγένετο δεκτή, καθ’ ην τα περί εξοικισμού και διασποράς των Πελοποννησίων επί Μαυρικίου και επανόδου αυτών επί Νικηφόρου εν τω χρονικώ αναφερόμενα εθεωρήθησαν μυθεύματα και προσθήκαι πλασταί μεταγενεστέρων. Ως εκ του σχολίου αποδεικνύεται, οι περί ερημώσεως και ανακατοικίσεως της Πελοποννήσου θρύλοι περιείχοντο εν τη παλαιά ιστορική πηγή, εξ ης ήντλησαν ο Αρέθας, ο συντάκτης της Ι παραλλαγής, ίσως δ’ εν μέρει και αυτός ο Πορφυρογέννητος.

Αλλ’ είναι όντως χρονικόν το κείμενον της Ιβηριτικής παραλλαγής; Ο πρώτος εκδότης ευστόχως διέκρινεν εν αυτώ εκκλησιαστικόν χαρακτήρα, προσαγαγών και αποδείξεις, ων το κύρος και η πειστικότης ουδόλως εμειώθη υπό των ασθενώς αντειπόντων. Και δη ο αναγινώσκων τας τρεις παραλλαγάς του χρονικού πείθεται, ότι η Ι διαφέρει ουσιωδώς των δύο άλλων, παρουσιάζουσα εν τε τω συνόλω και ταις λεπτομερείαις της διατάξεως αυτής μορφήν ψυχωφελούς ιστορικής διηγήσεως, συγγενούς προς τας εν τοις συναξαρίοις απαντώσας παραδοξογραφικάς διηγήσεις. Ευλόγως μεν ελέχθη, ότι ίσως θ’ ανεγινώσκετο απ’ εκκλησίας, αλλ’ όμως ουχί κατά την επώνυμον ημέραν του αγίου Ταρασίου, ου το όνομα άπαξ μόνον και εν παρόδω αναφέρεται. Εν τω κειμένω της Ι παραλλαγής γίνεται λόγος απ’ αρχής μέχρι τέλους σχεδόν αποκλειστικώς περί των Αβάρων, περί της εμφανίσεως και προελεύσεως, του χαρακτήρος, των εχθρικών προς το Βυζαντιακόν κράτος επιχειρήσεων και του εκχριστιανισμού αυτών. Τοιαύτη δε ψυχωφελούς και διδακτικής ομιλίας περί Αβάρων η ανάγνωσις ουδαμού αλλαχού θα είχε την προσήκουσαν θέσιν ή εν τη ολονυκτίω δεήσει, ήτις εψάλλετο εις μνήμην της από των Αβάρων σωτηρίας της πόλεως (626). Ότι δ’ εψάλλετο τοιαύτη δέησις, μαρτυρεί απόσπασμα παλαιού Μηνολογίου, όπερ εξέδωκεν εσχάτως ο J. L. Heiberg εκ του εν τη επαρχιακή πόλει Horsens της Δανίας αποκειμένου ελληνικού Ευαγγελίου. Εκεί αναγινώ-σκομεν: Ιουνίου ε, εις την λιτήν του κάμπου διά την επέλευσιν των Αβάρων εν μεν τω Τριβουναλίω λέγει (γρ. λέγεται) ευαγγ. Εκ του κατά Ματθ. εις δε τον ναόν του αγίου Βαβύλα αναγινώσκεται ευαγγ. τούτο. Ύστερον δε προσγενομένης και της από των Περσών (677) και της από των Αράβων (718) σωτηρίας, απετελέσθη και διά τα τρία ιστορικά γεγονότα κοινή ευχαριστήριος δέησις, καθ’ ην εψάλλετο και η μέχρι του νυν διατηρουμένη ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου. Αι δε πηγαί της παραλλαγής Ι, αποτελούσαι μωσαϊκόν εκ χωρίων διαφόρων ιστορικών και χρονογράφων (Ευαγρίου, Θεοφάνους, Θεοφυλάκτου, Γενεσίου, Μενάνδρου κ.τ.λ.), προσεπιμαρτυρούσι τον χαρακτήρα συναξαριστικού έργου, το οποίον συγκροτούμενον εξ ανθολογήσεως διαφόρων πολλαχού εγκατεσπαρμένων ειδήσεων αποβαίνει πολλάκις πολύτιμος ιστορική πηγή. Και η διάσωσις δε του Ι κειμένου εν τη συλλογή εκκλησιαστικών και πατερικών συγγραφών, οία η του κώδ. 329 των Ιβήρων (ίδε Κατάλογον Λάμπρου Τόμ. Β’ σ. 84 κ.ε.), προσεπικυροί την εκκλησιαστικήν του κειμένου τούτου προέλευσιν.

Ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Αρέθας (860 Πάτρα – 939 Καισάρεια Καππαδοκίας)

Περί δε του χρόνου, καθ’ ον συνετάχθη η παραλλαγή Ι, δυνάμεθα, νομίζω, να εξάγωμεν πιθανώτατα συμπεράσματα εκ του επιθέτου του συνοδεύοντος το όνομα του αυτοκράτορος Νικηφόρου. Ενώ ο Αρέθας γράφων ασφαλώς το σχόλιον αυτού περί το 932 λέγει απλώς “δ’ έτους Νικηφόρου”, ο συντάκτης του Ιβηριτικού κειμένου λέγει “Νικηφόρου του παλαιού του έχοντος υιόν Σταυράκιον”. Διά να γράψη ο συντάκτης της Ι παραλλαγής “Νικηφόρου του παλαιού” (τ.έ. Νικηφόρου του Α’, 802-811), θα υπήρχε και άλλος βασιλεύς Νικηφόρος, νέος· ούτος δε είναι Νικηφόρος ο Β’, ο Φωκάς (963-969). Τούτου δε του Νικηφόρου του Β’ ίσως ήτο σύγχρονος ο συντάξας το Ι κείμενον, διότι, αν λάβωμεν υπ’ όψιν, ότι κατά τους χρόνους Νικηφόρου του Β’ συνετελέσθησαν αι μεγάλαι συναξαριστικαί εργασίαι του Συμεών, δυνάμεθα ουχί άνευ πιθανότητος να εικάσωμεν, ότι και η προκειμένη ομιλία Ι, πηγάζουσα εξ άλλης παλαιοτέρας και εκτενεστέρας, ην είχεν υπόψη ο Αρέθας εν τω περί Πατρών σχολίω αυτού, ανήκει εις την ερανιστικήν εργασίαν των συναξαρίων της περιόδου ταύτης. Άλλως δε και η μνεία περί της επονομασίας των Τζακωνιών ως περί προσφάτου γεγονότος (“εν τοις παρακειμένοις τραχυνοίς τόποις οι και επ’ εσχάτων Τζακωνίαι επωνομάσθησαν”) δεικνύει, ότι η συγγραφή δεν απομακρύνεται πολύ των χρόνων Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου, παρ’ ω το πρώτον απαντά το όνομα Τσάκωνες. Ο καταρτίσας το εν τοις χειρογράφοις του Ταυρίνου (Τ) και του Κουτλουμουσίου (Κ) παραδοθέν χρονικόν, όστις ήτο προφανώς κληρικός, απεδείχθη χρησιμοποιήσας αποκλειστικώς εκκλησιαστικάς πηγάς. Ως λοιπόν διά το δεύτερον μέρος του χρονικού αυτού ανέτρεξεν εις τα τακτικά, τας επιγραφάς των ναών και τα τυπικά, ούτω και διά το πρώτον ήντλησεν εκ βιβλίου εκκλησιαστικού, οίον ήτο το Συναξάριον.

Κατά τ’ ανωτέρω το εν τω Ιβηριτικώ χειρογράφω παραδοθέν κείμενον ουδόλως πρέπει να ταυτίζηται προς το χρονικόν και να χαρακτηρίζηται ως παραλλαγή αυτού, όπως εγένετο μέχρι τούδε, αλλά να θεωρήται ως εντελώς χωριστή συγγραφή χρησιμεύσασα μόνον ως πηγή ωρισμένου τμήματος του χρονικού.

Περί του πλήρους χρονικού του παραδοθέντος εν τοις απογράφοις Τ και Κ πιστεύεται κοινώς, ότι συνετάχθη εν Μονεμβασία, και δη υπό μέλους της λογίας και ιερατικής οικογενείας των Λικινίων. Τους υποστηρίξαντας την γνώμην ταύτην παρέσυρεν ίσως και η επιγραφή του χρονικού “Περί της κτίσεως της Μονεμβασίας”. Αλλά προσεκτικωτέρα μελέτη του χρονικού θα πείση, ότι η εκδοχή αύτη δεν είναι αληθής. Διότι τούτο δεν πραγματεύεται περί Μονεμβασίας ει μη εν παρόδω, και δη εν μεν τω α’ μέρει ως υπό των Λακώνων κτισθείσης, εν δε τω β’ ως της μητροπόλεως αυτής αντιποιουμένης δικαιώματα της επισκοπής Λακεδαιμονίας. Κυρίως δε ο λόγος εν τω χρονικώ είναι περί Λακεδαιμονίας. Το μεν πρώτον μέρος παρελήφθη όπως ιστορήση προ πάντων τα του εξοικισμού των Λακώνων και της καταφυγής αυτών εις Σικελίαν, Μονεμβασίαν και Τζακωνίας. Εν δε τω δευτέρω μέρει μέχρι τέλους του χρονικού περί ουδενός άλλου γίνεται λόγος, ει μη μόνον αποκλειστικώς περί της επισκοπής Λακεδαιμονίας. Ο γράφων είναι αφωσιομένος εις την μητρόπολιν της Λακεδαιμονίας. Είναι δε καταφανής η προσπάθεια αυτού όχι μόνον να εξιστορήση απλώς, αλλά και να εξάρη τα εις αυτήν αφορώντα γεγονότα, υποστηρίζων τα δικαιώματα της Λακεδαιμονίας και μεροληπτών υπέρ αυτής. Ονομάζων την επισκοπήν Λακεδαιμονίας πάντοτε αγιωτάτην, τας άλλας αναφέρει απλώς “η Μεθώνη και η Κορώνη”, παραλείπων την λέξιν “επισκοπή”, ην επίσης και διά τας τρεις αναγράφει το κείμενον Ι, εξ ου παραλαμβάνει. Ομιλών περί της υπαγωγής της επισκοπής Λακεδαίμονος εις την μητρόπολιν των Πατρών δεν μεταχειρίζεται ως συνήθως τας λέξεις της πηγής αυτού Ι “υποκείσθαι τη των Πατρών μητροπόλει”, αλλά μεταβάλλει ταύτας επί το συμφερώτερον ως εξής: “εδόθη προς αυτήν (την Πατρών) κατ’ επίδοσιν και η αγιωτάτη επισκοπή Λακεδαιμονίας”. Η παράλειψις της περικοπής του Ι, εν η γίνεται λόγος περί ανοικοδομήσεως της Λακεδαιμονίας και ενοικήσεως εν αυτή συμμίκτου λαού, δεν γίνεται “κατ’ ανεξήγητον τρό-πον”, αλλά σκοπίμως, διότι δεν επιθυμεί διά της αναγραφής της ειδήσεως να χαρακτηρίση τους συγχρόνους αυτώ Λακεδαιμονίους ως απογόνους “Καφήρων τε και Θρακησίων και Αρμενίων”. Εκθέτων δε τα της φιλονεικίας, ήτις ανεφύη μεταξύ των μητροπόλεων Λακεδαιμονίας και Μονεμβασίας διά την επισκοπήν του Αμυκλίου φαίνεται τασσόμενος υπέρ της πρώτης διά των λέξεων “Επί γουν ταις φιλονεικίαις ταύτα ανεφάνη υπό πολλών μαρτυριών ότι τη της Λακεδαιμονίας υπόκειται”. Ότι δε το παρόν χρονικόν συνετάχθη εν Μυστρά, και δη υπό ανδρός ανήκον-τος εις την επισκοπήν Λακεδαιμονίας, μαρτυρεί η εν τω χρονικώ παρεμβολή σειράς όλης επιγραφών, ας ξηράς και επί λέξει αντέγραψεν εκ των κιόνων του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Δημητρίου εν Μυστρά ο συντάκτης του χρονικού. Ουδ’ είναι δυνατόν να πιστευθή, ότι επιγραφαί ξέναι παντελώς προς την Μονεμβασίαν μετηνέχθησαν εκεί εκ Μυστρά, αντιγραφείσαι όπως χρησιμοποιηθώσιν εις την σύνταξιν χρονικού της Μονεμβασίας, εν τω οποίω ουδεμίαν είχον θέσιν τα επιγραφικά ταύτα μνημεία.

Τα πράγματα λαλούσι, νομίζω, αφ’ εαυτών. Το εν λόγω χρονικόν, το οποίον συνετάχθη εν Μυστρά, δεν είναι “Περί της κτίσεως της Μονεμβασίας” αλλά “της επισκοπής Λακεδαιμονίας”, διότι εις την επισκοπήν ταύτην αφορώσιν άπασαι αι εν αυτώ αναγραφόμεναι ειδήσεις. Επειδή δ’ εν αυτώ εγίνετο ενιαχού λόγος και περί της μητροπόλεως Μονεμβασίας, φυσικόν ήτο να επισύρη την προσοχήν και το ενδιαφέρον του κλήρου αυτής και αντιγραφέν να εύρη θέσιν εν τω οικογενειακώ βιβλίω του ιερατικού και φιλίστορος οίκου των εν Μονεμβασία Λικινίων. Εκεί δ’ εν Μονεμβασία το χρονικόν της επισκοπής Λακεδαιμονίας έλαβε την αστόχως παραδοθείσαν επιγραφήν, ήτις βεβαίως προήλθεν εκ του ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος το οποίον εγέννα εις τον Μονεμβασιώτην αντιγραφέα η εν τω χρονικώ περιεχομένη είδησις “περί της κτίσεως της Μονεμβασίας”.»  (Σ. Κουγέας, Νέος Ελληνομνήμων 9, 1912, σ. 473-480).

Όλες τούτες οι χρήσιμες πληροφορίες, δεν αναιρούν το γεγονός ότι οι Άβαροι και οι Σκλαβήνοι κατέλαβαν την Πελοπόννησο, και το ότι αυτοί ήταν Γέτες και δεν ήταν Σλάβοι, όπως οι παλαιότερες πηγές αναφέρουν. Όπως γράφει το Χρονικόν του Νέστορος (1111/1113), γραμμένο από τον ρώσο μοναχό Νέστορα, «οι Άβαροι πολεμούσαν κατά των Σλάβων»!

[Για όσους αναζητούν περισσότερες λεπτομέρειες, γι’ αυτό το θέμα, ή επιθυμούν να ιδούν και «καλπάζουσες φαντασιώσεις» ας ρίξουν μια ματιά στην ακόλουθη βιβλιογραφία: 1) Άμαντου Κωνσταντίνου, Οι Σλάβοι εις την Ελλάδα, Byzantinish – Neugriechische Jahrbucher, Athen 1944. 2) Άμαντου Κωνσταντίνου, Σλάβοι και Σλαβόφωνοι εις τας ελληνικάς χώρας, Πρακτικά της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας, Αθήναι 1946. 3) Βέη Νίκου, Το περί της κτίσεως της Μονεμβασίας χρονικόν, ΒΥΖΑΝΤΙΣ, 1 (1909). 4) Διομήδη Αλεξάνδρου, Βυζαντιναί μελέται – Αι σλαβικαί επιδρομαί εις την Ελλάδα και η πολιτική του Βυζαντίου, Αθήναι 1946. 5) Ζακυθυνού Διονυσίου, Οι Σλάβοι εν Ελλάδι – Συμβολαί εις την ιστορίαν του μεσαιωνικού Ελληνισμού, Αθήναι 1945. 6) Κεραμοπούλλου Αντωνίου, Οι Έλληνες και οι βόρειοι γείτονες, Αθήναι 1945. 7) Κορδώση Μιχαήλ, Συμβολή στην ιστορία και τοπογραφία της περιοχής Κορίνθου στους μέσους χρόνους, Αθήνα 1981. 8) Κυριακίδου Στίλπωνος, Βυζαντιναί Μελέται – Οι Σλάβοι εν Πελοποννήσω, Θεσσαλονίκη 1947. 9) Λάμπρου Σπυρίδωνος, Ιστορικά Μελετήματα, Αθήναι 1884. 10) Λάμπρου Σπυρίδωνος, Δύο αναφοραί μητροπολίτου Μονεμβασίας προς τον πατριάρχην, Νέος Ελληνομνήμων, 9 (1912). 11) Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου Μαρία, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη μεσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα 1995. 12) Παγουλάτου Σπυρίδωνος, Οι Τσάκωνες και το περί κτίσεως της Μονεμβασίας χρονικόν, Αθήναι 1947. 13) Παπαρρηγοπούλου Κωνσταντίνου, Περί της εποικήσεως Σλαβικών τινών φυλών εις την Πελοπόννησον, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Εμμανουήλ Αντωνιάδου, 1843. 14) Ιακώβου Φιλίππου Φαλμεράυερ, Περί καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μτφρ. Κωνσταντίνου Ρωμανού, Αθήνα 1984. 15) Χέρτσμπεργκ Γ., Ιστορία της Ελλάδος από της λήξεως του αρχαίου βίου έως σήμερον, μτφρ. Παναγιώτου Καρολίδου, τόμος Α΄, Αθήναι 1906. 16) Χοπφ Καρόλου, Οι Σλάβοι εν Ελλάδι – Ανασκευή των θεωριών του Φαλμεράυερ, μτρφ. Εκ του Γερμανικού Φραγκίσκου Ζαμβάλδη, Βενετία, Εκ του Τυπογραφείου “Il Tempo”, 1872. 17) Charanis Peter, The Chronicle of Monemvasia and the Question of the Slavonic Settlements in Greece, Dumbarton Oaks Papers, V (1950)]. Βλ. και ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ΄ ΚΥΡΔΙΝΙΑΤΗΣ ή ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ (πατριαρχία 1084-1111), Ελληνική Πατρολογία, Τόμος 127.

Νομίζω πως η «θέαση» του «ΧΡΟΝΙΚΟΥ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ», από την πλευρά διακεκριμένων ιστορικών ερευνητών και ακαδημαϊκών δασκάλων, από πολλές οπτικές γωνίες, βοηθού τον αναγνώστη στο να μυηθεί στην αλήθεια των πηγών, και όχι στα σχόλια και στις εκτιμήσεις των ερμηνευτών, με τον «βομβαρδισμό» παραπομπών και υποσημειώσεων, για να θολώνουν τα νερά και για να προπαγανδίσουν έτσι τα ιδεολογήματά τους…

Η συνέχεια σε επόμενεςΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ…, για το θέμα: ΣΚΛΑΒΟΙ, ΣΚΛΑΒΗΝΟΙ ή ΣΚΛΑΒΙΝΟΙ – Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…, αφού οι Σκλαβίνοι/Σκλαβηνοί ή Σκλάβοι (κι οι πολυώνυμες φυλές τους) ήταν Γ έ τ ε ς, οι οποίοι κατά τις παλαιές πηγές ήταν Έλληνες!… Εν αναμονή λοιπόν…

—————–

*Γιώργης Σ. Έξαρχος /  Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό – Κάνετε κλικ

———————

Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ

—————————-

banner-article

Ροη ειδήσεων