Μητσοτάκης – Ερντογάν: Επικοινωνία και εντυπώσεις πάνω απ’ την άβυσσο των προβλημάτων / γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας
Με βασικό ερώτημα το κατά πόσο –και για πόσο χρονικό διάστημα– μπορεί να συντηρηθεί το ήπιο κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεδομένων των σαφών τουρκικών απαιτήσεων/ διεκδικήσεων ταξιδεύει στην Τουρκία ο Κυριάκος Μητσοτάκης για μια ακόμη συνάντηση (13 Μαΐου) με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν.
Οι προσδοκίες της ελληνικής κυβέρνησης έχουν επενδυθεί στην λεγόμενη θετική ατζέντα με την ενίσχυση των οικονομικών δοσοληψιών των δύο χωρών η οποία μακροπρόθεσμα, σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, θα αμβλύνει τις διαφωνίες για τα μείζονα ζητήματα που προκύπτουν από τις πάγιες τουρκικές αξιώσεις επί θεμάτων που άπτονται της κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.
ΔΕΝ είναι η οικονομία, ηλίθιε…
Αυτή η προσέγγιση, ωστόσο, της ελληνικής κυβέρνησης, δηλαδή ότι η οικονομία και η ενίσχυση των οικονομικών δεσμών των δύο χωρών τελικά θα «εξαφανίσουν» τα σοβαρά ζητήματα που η τουρκική πλευρά εδώ και δεκαετίες έχει καταφέρει συστηματικά και επίμονα να τοποθετήσει στο τραπέζι του ελληνοτουρκικού διαλόγου, μοιάζει περισσότερο με ευσεβή πόθο παρά με ρεαλιστική προσέγγιση της κατάστασης.Προφανώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη αγνοεί τα διδάγματα της ιστορίας:
« Ανάμεσα στα 1900 και στα 1914, (έγραφε ο Π. Κονδύλης (Θεωρία Πολέμου, Θεμέλιο 1997) το γαλλογερμανικό εμπόριο αυξήθηκε κατά 137%, το γερμανορωσικό κατά 121% και το γερμανοβρετανικό κατά 100%, ενώ περισσότερα από τα τοτινά διεθνή καρτέλ παραγωγής αποτελούσαν κοινή γερμανοβρετανική ιδιοκτησία (ένα από αυτά μάλιστα παρήγε εκρηκτικές ύλες). Όλοι αυτοί οι εντυπωσιακοί ανοδικοί δείκτες δεν εμπόδισαν τις παραπάνω χώρες να εμπλακούν σε έναν από τους φονικότερους πολέμους από καταβολής κόσμου».
«Η οικονομική συνεργασία» – συνεχίζει ο Κονδύλης – «γεννιέται καθ’ εαυτήν από οικονομικές ανάγκες και αναγκαιότητες που δεν έχουν αναγκαστική σχέση με φιλικές ή εχθρικές προθέσεις από πολιτική άποψη. Συνιστά ένδειξη καλών πολιτικών σχέσεων μόνο υπό την προϋπόθεση ότι έχουν λυθεί οι τυχόν γεωπολιτικές εκκρεμότητες, δηλαδή το ζήτημα ποιος δικαιούται να εκδιπλώνεται κυρίαρχα πάνω σε ποιον χώρο».
Η Τουρκία ζητά «πακέτο»
Αυτά που αγνοεί ή θέλει αν ξεχνά η ελληνική κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητοστάκης φαίνεται ότι τα έχει κατά νου, σαφή και ξεκάθαρα, ο Ταγίπ Ερντογάν και τα υπενθύμισε σε συνέντευξη που έδωσε στην Καθημερινή:
«Δεν πρέπει, είπε ο Τούρκος πρόεδρος , να αγνοούμε άλλα αμφιλεγόμενα σημεία εστιάζοντας σε μία και μόνο (σ.σ. το μόνο ανοιχτό ζήτημα σύμφωνα με την επίσημη ελληνική θέση είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας) διαφορά. Οταν λέμε ότι καταλήξαμε σε μια συνολική λύση, δεν πρέπει να μεταφέρουμε προστριβές στις μελλοντικές γενιές. (…). Το εκφράζουμε ξεκάθαρα σε κάθε περίσταση. Αρκεί να μη λέμε «να λύσουμε αυτό το πρόβλημα κι ας μείνουν άλυτα τα άλλα» και ας αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα μαζί».
Με αυτές τις διατυπώσεις ο Ερντογάν υπενθυμίζει το αυτονόητο, αλλά και την παγίδα μέσα στην οποία εδώ και δεκαετίες βρίσκονται οι ελληνικές κυβερνήσεις που έχουν αποδεχτεί (από την κρίση των Ιμίων (1996) και έπειτα έναν ελληνοτουρκικό διάλογο και για ζητήματα που άπτονται της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας). Κι αυτό γιατί δεν είναι δυνατό να γίνει οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας αν προηγουμένως δεν ξεκαθαριστεί σε ποιον ανήκουν βράχοι, βραχονησίδες και νησιά στο Αιγαίο τα οποία η τουρκική διπλωματία ευφυώς τα έχει εγγράψει στις γκρίζες ζώνες και τα έχει τοποθετήσει στο τραπέζι του ελληνοτουρκικού διαλόγου.
Ταυτόχρονα η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προϋποθέτει την οριστική απόφαση για το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων. Θα ασκήσει η ελληνική κυβέρνηση των δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια ή τελικά θα επικρατήσει ο φόβος της τουρκικής απειλής πολέμου και τα νησιά στο ανατολικό Αιγαίο απλώς θα επικάθονται στην τουρκική υφαλοκρηπίδα με θαλάσσια δικαιώματα μόνο στα 6 μίλι πέριξ των ακτών τους;
Η Τουρκική επιμονή, άλλωστε, για την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών στην ελληνοτουρκική θαλάσσια μεθόριο είναι αποκαλυπτικές των μακροπρόθεσμων στόχων της Άγκυρας, καθώς τα δικαιώματα που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο υπάρχουν όταν μια χώρα μπορεί να τα προασπιστεί…
Όλα αυτά περιγράφουν τον πυρήνα των ελληνοτουρκικών διαφορών και σίγουρα δεν θα αποτελέσουν αντικείμενο των επίσημων δηλώσεων που θα κάνουν μετά τη συνάντησή τους οι δύο ηγέτες, οι οποίοι θα περιοριστούν στις επικοινωνιακές κοινοτυπίες, τύπου «καζάν- καζάν» . Τα μείζονα ζητήματα εξάλλου, αποτελούν το αντικείμενο των απολύτως μυστικών συνομιλιών που διεξάγουν οι εντεταλμένοι που έχει ορίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης …
Συνοψίζοντας, ο Έλληνας πρωθυπουργός γνωρίζει τις ανυπέρβλητες πολιτικές δυσκολίες που συνεπάγονται οι συμβιβασμοί (εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων) που απαιτεί η Τουρκία καθώς και την αδυναμία του να τις εμφανίσει σε μια ελληνοτουρκική συμφωνία τουλάχιστον σε αυτήν τη συγκυρία. Ως εκ τούτου ο στόχος των συναντήσεων που έχει με τον Ερντογάν είναι η αποτροπή της ανάφλεξης και η αγορά χρόνου, καθώς θεωρεί ότι το επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων (το καλύτερο που έχει υπάρξει ποτέ, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις Ελλήνων και Αμερικανών κυβερνητικών παραγόντων) βάζει φρένο στους πειρασμούς της Άγκυρας.
Προφανώς (και) η κυβέρνηση Μητσοτάκη αγνοεί ή υποτιμά την επιβεβαιωμένη πια «πρόβλεψη» που έχει διατυπώσει από το 1997 ο Π. Κονδύλης:
«Όποια τροπή και να πάρουν τα πράγματα σε καμιά περίπτωση η Τουρκία δε συμπορεύεται στην παρούσα φάση ούτε θα συμπορευθεί στο μέλλον με τις ΗΠΑ ως άβουλος εντολοδόχος τους. Ακόμη και αν αναλάμβανε ρόλο περιφερειακού τοποτηρητή, το κάνει για να προωθήσει τις δικές της θέσεις και τα δικά της συμφέροντα, για να έχει πρόσβαση στην υπερσύγχρονη στρατιωτική τεχνολογία και να βρίσκεται κοντά σε κέντρα λήψεως κρίσιμων αποφάσεων»…