Απόψεις Ιστορία

“Το Βυζάντιο στη δίνη των αιρέσεων”(10ο / τελευταίο) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Κουμπελίδικη, Καστοριά

Η θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄ (518 – 527): Οι διωγμοί εναντίον των αιρετικών στη διάρκεια της βασιλείας του

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Η περίοδος των δύο πρώτων χρόνων της βασιλείας του Ιουστίνου σημαίνεται από σκληρά μέτρα και βίαιες εκπαραθυρώσεις των αιρετικών. Στο στόχαστρο της ορθόδοξης πολιτικής ηγεσίας τέθηκαν ασφαλώς οι μονοφυσιτικές, ανατολικές επαρχίες του κράτους και κυρίως η Συρία και η Παλαιστίνη. Η Αίγυπτος χάρη στην τεράστια οικονομική της σημασία για την αυτοκρατορία – ως ο μεγαλύτερος σιτοβολώνας – απολάμβανε της ανοχής αν όχι της εύνοιας του κράτους[1]. Η πρώτη αυτή φάση της θρησκευτικής πολιτικής του Ιουστίνου[2] εκτείνεται χρονικά από την άνοδό του στο θρόνο έως και τη δολοφονία του Βιταλιανού, τον Ιούλιο του 520. Διέπεται από σαφή χαρακτηριστικά :

  • Οι κυριότερες πηγές της της περιόδου απηχούν το μονοφυσιτικό πνεύμα. Ωστόσο είναι ενδιαφέρουσες και αξιόπιστες οι μαρτυρίες που παρέχουν. Οι περισσότερες σώζονται σε αραβικές, μεταγενέστερες, μεταφράσεις.

  • Ο Βιταλιανός, ως θεματοφύλακας της ορθοδοξίας, ασκεί ισχυρή – προπαντός πολιτική – επιρροή και εξωθεί τα πράγματα σε ακρότητες και οξύτατες αντιπαραθέσεις.

  • Σε ορισμένες περιπτώσεις ο Ιουστίνος φάνηκε πιο ήπιος απέναντι στους αιρετικούς, παρά το γενικευμένο κλίμα κατακραυγής εναντίον της. Πιθανόν σε αυτές του τις εκδηλώσεις συμπάθειας να δέχτηκε την επίδραση από άτομα του συγγενικού του περιβάλλοντος, τα οποία και απέστεργαν τον άκαμπτο δογματισμό και συνδέονταν με μονοφυσιτικούς κύκλους.

Παραπορτιανή, Μύκονος

Ασφαλώς η πιο μισητή παρουσία για της οπαδούς του δόγματος της Χαλκηδόνας ήταν εκείνη του Σεβήρου, του πατριάρχη της Αντιόχειας. Ο Σεβήρος υπήρξε ο λαμπρότερος εκφραστής και υποκινητής της μονοφυσιτικής αντίστασης κατά της ορθοδοξίας. Ασκούσε ισχυρή επιρροή σε όλους της επισκόπους της Συρίας, που υπάγονταν στην εκκλησιαστική του δικαιοδοσία. Οι αναφορές των μονοφυσιτικών πηγών στο πρόσωπό του είναι εγκωμιαστικές[3]. Το εκτενές διαφωτιστικό του έργο, τα πύρινα κηρύγματά του εξαγρίωσαν της ορθοδόξους. Όπως μας πληροφορεί ο Ευάγριος, κάτω από την πίεση των συνθηκών που προκάλεσαν οι βίαιες αντιδράσεις του ορθόδοξου κλήρου και λαού, ο Σεβήρος αναγκάστηκε να διαφύγει κρυφά στη Σελεύκεια Πιερία και από εκεί στην Αλεξάνδρεια. Ομολογείται μάλιστα ότι ο της ο Βιταλιανός είχε ζητήσει να του κόψουν τη γλώσσα, επειδή «ὕβριζεν ἐν τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις ὁ Σευῆρος»[4].

Μία από της εξέχουσες μορφές της μονοφυσιτικής παράδοσης υπήρξε και ο Φιλόξενος (στα συριακά Aksenaya), επίσκοπος της Ιεράπολης (Mabbogh) στην ανατολική Συρία. Ο Φιλόξενος εξορίστηκε αρχικά στη Φιλιππούπολη της Θράκης, κατόπιν μετέβηκε στην ΄Εδεσσα της Συρίας και τελικά μεταφέρθηκε στη μακρινή πόλη Gangra της Παφλαγονίας, όπου και βρήκε μαρτυρικό θάνατο το 525[5].

Παναξιώτισσα, Ναυπακτία

Τα δεινά και τις ταπεινώσεις της εξορίας υπέστησαν και άλλοι επίσκοποι των ανατολικών επαρχιών – οι περισσότεροι αναγράφονται στον κατάλογο των εκδιωχθέντων επισκόπων, που συνέταξε ο ίδιος ο αυτοκράτορας – οι οποίοι μετά από αδιάκοπες περιπλανήσεις κατέφευγαν της περισσότερες φορές με το ποίμνιό της στην Αίγυπτο. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του Ιουλιανού, επισκόπου της Αλικαρνασσού, που ήταν και από τους πλέον φανατικούς πολέμιους της ορθοδοξίας και είχε ακολουθήσει το Σεβήρο στην εξορία του στην Αλεξάνδρεια. Αργότερα συγκρούστηκε με τον καταδιωκόμενο πατριάρχη της Αντιόχειας, επειδή ανέκυψαν ριζικές διαφωνίες στις δογματικές τους πεποιθήσεις[6].

Ταξιάρχης, Μάνη

Η αδιαλλαξία του Ιουστίνου στην εφαρμογή της θρησκευτικής του πολιτικής οδήγησε σε έκρυθμες καταστάσεις στην Εγγύς Ανατολή. Τα περιστατικά, που προαναφέρθηκαν, αποτελούν ενδεικτικές μαρτυρίες. Στα δύο πρώτα έτη της διακυβέρνησής του οι ανατολικές επαρχίες του κράτους είχαν μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Το μένος της ορθόδοξης βυζαντινής κυβέρνησης στράφηκε και κατά των αιρετικών μοναχών[7]. Επηρέαζαν τις απαίδευτες μάζες του χριστιανικού πληθυσμού στην Ανατολή διεγείροντας το φανατισμό της εναντίον των ορθοδόξων. Σε επαρχίες απομακρυσμένες, όπως η Καππαδοκία, με της πόλεις Άμιδα, Τέλλα και Sarug, όπου άκμαζε ο μοναχικός βίος, η επέμβαση των αρχών ήταν πιο χαλαρή. Υπέβοσκε πάντοτε ο φόβος της αντίδρασης των εξαγριωμένων μονοφυσιτών. Αντιθέτως στη Συρία και την Παλαιστίνη οι διώξεις εντάθηκαν και ο κυβερνητικός έλεγχος ήταν αυστηρότερος. Το κράτος συχνά προέβαινε σε επίδειξη ισχύος.

Γκρατσάνιτσα, Σερβία

Ωστόσο υπήρξαν και περιπτώσεις σχετικής ανεκτικότητας, όπου οι αιρετικοί αντιμετωπίστηκαν με μεγαλύτερη επιείκεια από το αυτοκρατορικό περιβάλλον. Αντιπροσωπευτικά είναι τα παραδείγματα των μονοφυσιτών επισκόπων Ιωάννη της πόλης Κωνσταντίνας (Τέλλα) και Ιακώβου του Sarug , οι οποίοι κατέλαβαν νόμιμα της επισκοπικές της έδρες αμέσως μετά την έναρξη των διωγμών. Αξιοσημείωτη είναι και η μαρτυρία που παραδίδει ο Ιωάννης Εφέσου[8] σχετικά με το Mara, επίσκοπο της Άμιδας. Ο τελευταίος ήταν εξόριστος μαζί με τρεις συντρόφους του στην Πέτρα και έστειλε στην Κωνσταντινούπολη ως αντιπρόσωπό του το διάκονο Στέφανο με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να του εξασφαλίσει τη μετάβαση σε κάποιο άλλο, περισσότερο φιλόξενο μέρος της αυτοκρατορίας. Τελικά με τη μεσολάβηση της Θεοδώρας[9], συζύγου του κόμητα των δομεστίκων («στρατηλάτη») Ιουστινιανού, ο Mara μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια.

Μονή Υψώσεως Τιμίου Σταυρού, Δολιανά Ασπροποτάμου

Ένα ακόμη περιστατικό, το οποίο σημειώθηκε στην ΄Εδεσσα το Νοέμβριο του 519, επιβεβαιώνει την πολιτική συμβιβασμού και ηπιότητας που επιχείρησε σε ορισμένες περιπτώσεις να εφαρμόσει ο Ιουστινιανός. Ο επίσκοπος της της πόλης Παύλος, καθώς αρνήθηκε να αποδεχτεί τις αποφάσεις της Χαλκηδόνιας Συνόδου και υπό την πίεση του κυβερνητικού απεσταλμένου Πατρικίου, απελάθηκε στη Σελεύκεια. Ο Ιουστίνος τον επανέφερε στον επισκοπικό του θρόνο, όπου και παρέμεινε έως τα τέλη Ιουλίου του 522. Μόνο τότε, τον εξόρισε στην Ευχαϊτία του Πόντου, εξαιτίας της πεισματικής του άρνησης να συμμορφωθεί στην αυτοκρατορική διαταγή[10].

Οι περιπτώσεις που αναφέρθηκαν αφορούν στο σύνολό της σε μονοφυσίτες επισκόπους των ανατολικών επαρχιών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίδραση των αιρετικών πληθυσμών απέναντι της διορισμένους από το κράτος επισκόπους των ευαίσθητων αυτών περιοχών.

Οι διάδοχοι του Σεβήρου στον επισκοπικό θρόνο της Αντιόχειας, Παύλος – ο επονομαζόμενος «Εβραίος» και «Ξενοδόχος του Ευβούλου»[11] – Ευφράσιος των Ιεροσολύμων[12] και Εφραίμ της ΄Αμιδας[13], ακραιφνείς οπαδοί της Ορθοδοξίας, προσπάθησαν να επιβάλουν το δόγμα της Χαλκηδόνας σε όλη την επικράτεια της εκκλησιαστικής τους αρμοδιότητας. Κατέφυγαν σε πρωτοφανείς βαναυσότητες, γεγονός που κορύφωσε την αγανάκτηση των αιρετικών αλλά και ενίσχυσε την αγωνιστικότητά τους. Παρόμοια στάση τήρησε και ο Ασκληπιός, διάδοχος του επισκόπου Παύλου στην ΄Εδεσσα της Συρίας, με συνέπεια να εξεγερθούν οι εκεί χριστιανικοί πληθυσμοί και να τον εκπαραθυρώσουν[14]. Τελικά στην επισκοπή της ΄Εδεσσας επανήλθε ο προκάτοχός του Παύλος, όπου και παρέμεινε έως το θάνατό του στις 30 Οκτωβρίου του 526[15].

Αγία Τριάδα, Αργολίδα

Τέλος, στην περίοδο αυτή, ο Νεστοριανισμός βρίσκεται σε ύφεση και γενικά η επιρροή του είναι ασήμαντη. Ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, οι οπαδοί του είχαν καταφύγει στην Περσία. Αναφέρεται μόνο ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο, που σημειώθηκε στην Κύρο της Ευφρατησίας, όπου η παράδοση του επισκόπου και λαμπρού θεολόγου Θεοδώρητου παρέμενε ακμαία. Συγκεκριμένα δύο κληρικοί της πόλης, ο πρεσβύτερος Ανδρόνικος και ο διάκονος Γεώργιος, καθώς και ο επίσκοπος Σέργιος ήλθαν σε ρήξη με της τοπικές αρχές, όταν επιχείρησαν να τιμήσουν τη μνήμη του στυλοβάτη της εκκλησίας της. Το γεγονός αυτό στοίχισε στο Σέργιο τον επισκοπικό του θρόνο. Ταυτόχρονα ο Θεοδώρητος αποκηρύχτηκε από την επίσημη εκκλησία με το χαρακτηρισμό «undique inculpator propter fidei errorem».

Χοζοβιώτισσα, Αμοργός

Ο στόχος της εκκλησιαστικής πολιτικής του Ιουστίνου ήταν διττός: αφενός αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τη Δύση. Αφετέρου στην επαναφορά της θρησκευτικής ομαλότητας και της πολιτικής ισορροπίας στο εσωτερικό[16]. Άμεσο επακόλουθο αυτών των επιλογών ήταν και η επιβολή των διωγμών εναντίον των αιρετικών – κυρίως των μονοφυσιτών. Τόσο για τον Ιουστίνο, όσο και για τον Ιουστινιανό, που κατηύθυνε ουσιαστικά την κυβερνητική πολιτική a secretis, η εκλογή αυτής της στάσης προβαλλόταν ως αναγκαία και θεμιτή. Παρά τη βαναυσότητά της. Στις αυτοκρατορίες, στους παντοειδείς ολοκληρωτισμούς, οι ανάλγητες μεθοδεύσεις δεν είναι ασυνήθεις. Αντιθέτως! Είναι σαρωτικές, αδιαπραγμάτευτες, επιβάλλονται αμετάκλητα. Εντασσόταν, λοιπόν, στο πεδίο ενεργειών που θα επέτρεπαν την απρόσκοπτη υλοποίηση του οράματος της reconquista, με όλα τα συμφραζόμενα της μακραίωνης ιδεολογικής παράδοσης που την ταυτοποιούσε. Συνεπώς η τακτική των διωγμών ενάντια στους αιρετικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, που υιοθετήθηκε από τον Ιουστίνο Α΄, κρίνεται, τηρουμένων των αναλογιών,  ως ρεαλιστική πολιτική επιλογή.

Πόρτα Παναγιά, Πύλη Τρικάλων

Οι ευπαθείς ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας  πριν από την αραβική κατάκτηση

———————————

 Σημείωση Φαρέτρας: Το 1ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

                                           Το 2ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε  ΕΔΩ

                                           Το 3ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

                                           Το 4ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

                                           Το 5ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

                                           Το 6ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

                                           Το 7ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

                                           Το 8ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

                                          Το 9ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

=================================

 Βραχυγραφίες

  1. Πηγές
  • Collectio Avellana

Avellana quae dicitur collectio, Μέρος 1ο: Epistulae imperatorum pontificorum aliorum, εκδ. Otto Guenther: Corpus scriptorum ecclesiasticorum Latinorum, τόμος 35, Pragae – Vindobonnae – Lipsiae 1885

  • C J

Codex Justinianus, εκδ. Crueger : Corpus Juris civilis, τόμος Ζ, Berolini 1959

  • Ευάγριος

Evagrius, Ecclesiastical history, εκδ. J. Bidez – L. Parmentier, London 1898 (ανατύπωση Amsterdam 1964)

  • Ιωάννης Εφέσου

John of Ephessus, Lives of the eastern saints, Αγγλική μετάφραση υπό E. Brooks, Patrologia orientalis, 1923

  • Μαλάλας

Ioannis Malalae Chronographia, εκδ. L. Dindorf (Corpus scriptorum historiae

byzantinae), Bonnae 1831

  • Μιχαήλ ο Σύρος

J B Chabot, Chronique de Michel le Syrien, Τόμος ΙΙ, Paris 1901

  • Θεοφάνης

Theophanis Chronographia, εκδ. de Boor, Lipsiae 1883 (ανατύπωση Hildesheim 1963)

  • Ζαχαρίας Μυτιλήνης

F J Hamilton – E W Brooks, The Syriac chronicle known as that of Zachariah of Mytilene, London 1889 (ανατύπωση 1979)

Β. Βιβλιογραφία

  • Αρβελέρ

Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Αργώ, Αθήνα 1977

  • Bury

J B Bury, A history of later roman emrire (395 to 800 AD), τόμοι Ι και ΙΙ, ανατύπωση Amsterdam 1966

  • Cambridge MV

The Cambridge medieval history, τόμος ΙΙ, Cambridge 1967

  • Χριστοφιλοπούλου

Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ιστορία, Αθήναι 1975

  • Frend WHC

Frend, The rise of the monorhysite movement, Cambridge University Press, 1972

  • Καραγιαννόπουλος

Γιάννης Καραγιαννόπουλος, To Βυζαντινό κράτος, Εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985

  • Λουγγής

Τηλέμαχος Λουγγής , Το ανατολικό χριστιανικό κράτος (395 – 518), Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, τόμος Ζ’, Εκδοτική Αθηνών, Χ

  • Ostrogorsky

Georg Ostrogorsky, Ιστορία του βυζαντινού κράτους, εκδ. Στεφ. Βασιλόπουλου, Αθήνα 1978

  • Παπαρρηγόπουλος

Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος Β, μέρος Β, «Από του Αυγούστου μέχρι του οίκου του Ιουστινιανού», εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήναι

  • Θεοχαρίδης

Γεώργιος Ι. Θεοχαρίδης, Ιστορία των μέσων χρόνων, τόμος Β, Θεσσαλονίκη, 1975

  • Vasiliev , Ιστορία

ΑΑ Vasiliev, Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδ. Μπεργαδή, Αθήνα.

  • Vasiliev, Justin I

AA Vasiliev, Justin the first, Cambridge Massachussets, 1950

  • Ζακυθηνός

Διονύσιος Α. Ζακυθηνός, Η βυζαντινή αυτοκρατορία, τόμος Α, εν Αθήναις 1969, ανατύπωση 1976

 

[1]              Η Αίγυπτος των Χριστιανών Κοπτών ήταν ανέκαθεν το προπύργιο της μονοφυσιτικής διδασκαλίας και παράδοσης. Τελούσε υπό καθεστώς σχετικής αυτονομίας στη θρησκευτική ζωή και συνακόλουθα υπήρξε το ασφαλές καταφύγιο για όλους τους καταδιωκόμενους αιρετικούς. Ο Vasiliev, Justin I, σ. 231 αναφέρει σχετικά : «Alexandria…was at that time a heaven for refugees and not under Justins’ control».

[2]              Σύμφωνα με το Vasiliev, Justin I, σσ 221-226, η πολιτική του Ιουστίνου στα θρησκευτικά ζητήματα διέρχεται από τρία στάδια. Μολονότι ο χρονικός τους διαχωρισμός είναι δυσδιάκριτος και έχει προκαλέσει εύλογα τις διχογνωμίες νεότερων ερευνητών, εντούτοις η υιοθέτηση αυτής της διάκρισης επιβάλλεται με γνώμονα κριτήρια συστηματικά και μεθοδολογικά.

Η πρώτη φάση, η οποία μελετάται εδώ πιο διεξοδικά, παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, επειδή ακριβώς τότε πραγματοποιούνται οι πιο ανελέητοι διωγμοί εναντίον των αιρετικών.

Κατά το δεύτερο στάδιο, το οποίο και καλύπτει χρονικά το μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας του Ιουστίνου (520-527), επιχειρείται μια πιο διαλλακτική αντιμετώπιση των ετερόδοξων αιρετικών. Δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια τα αίτια, που οδήγησαν σε αυτήν την ολοκληρωτική μεταστροφή των επίσημων κυβερνητικών θέσεων. Πιθανότατα διαπιστώθηκε έγκαιρα η ανεπάρκεια και αναποτελεσματικότητα της τακτικής των διωγμών, που προηγήθηκε. Είναι γεγονός ότι όχι μόνο δεν αποσοβήθηκε η μαχητικότητα των μονοφυσιτών αλλά αντιθέτως τονώθηκε το αγωνιστικό τους φρόνημα και η θρησκευτική τους παρρησία. Άλλωστε η εμμονή στη βιαιότητα έθετε σε κίνδυνο τα ζωτικά συμφέροντα της αυτοκρατορίας στην εγγύς ανατολή, όπου υπήρχαν σημαντικά οικονομικά και πολιτικά ερείσματα. Σύμφωνα με τις παραπειστικές εικασίες των πηγών, η αλλαγή της θρησκευτικής πολιτικής οφείλεται στην εξαφάνιση του Βιταλιανού από το προσκήνιο, μετά τη δολοφονία του τον Ιούλιο του 520. Σε επιστολή του προς τον Ορμίσδα, γραμμένη το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Ιουστινιανός επισημαίνει : «…finire dignetur inventeratum certamen de ceterorum nominibus questione sopita, ut redimatis plebem de sanguine, quam deus noster regendam commisit, ac non persecutionibus et cruore sed patientia sacerdotali populum domino nostro concilietis, ne, dum volumus animas lucrari, et corpora multorum perdamus et animas et enim diucturos lenitate clementiaque convenit emendari, praeciquae quia vestrae beatitudinis praecessores saepissime voluerunt rei publicae nostrae autistites ad suam revocare communionem si tantum modo tacereretur.» (Exemplum epistolae Iustiniani illustris, Collectio Avellana, No 196, σσ 655-656. Επίσης βλ. Migne, Patrologia Latina, Τόμος 33, σελ. 496). Βέβαια φαίνεται το λιγότερο παράδοξο να συνιστά ο Ιουστινιανός «patientia», «lenitas» και «clementia», όταν είναι γνωστό ότι και ο ίδιος στη θρησκευτική του πολιτική αργότερα δεν ενστερνίστηκε αυτές τις αρχές. Πρόκειται για ιδεολογική επένδυση πολιτικών επιλογών, οι οποίες εφαρμόζονται και καθιερώνονται κατά περίπτωση. Πάντως οι επιστολές, που αντηλλάγησαν ανάμεσα στον πάπα Ορμίσδα και τους αξιωματούχους της Κωνσταντινούπολης συνιστούν πολύτιμη μαρτυρία για το κλίμα της εποχής.

Στο τρίτο στάδιο, κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, ο Ιουστίνος επανέφερε το καθεστώς των εκδιώξεων και της κυβερνητικής τρομοκρατίας ενάντια στους αιρετικούς. Προφανώς το κεφάλαιο αυτό παρέμενε ανοιχτό για το κράτος και απαιτούσε σκληρότερα μέτρα. Ήδη έχει διαπιστωθεί ότι η τακτική της βυζαντινής κυβέρνησης ήταν απολυταρχική, με σαφώς ολοκληρωτικό χαρακτήρα. Η επισφράγιση των τελεσίδικων κυβερνητικών θέσεων διαγράφεται με το διάταγμα των συναυτοκρατόρων Ιουστίνου και Ιουστινιανού, το οποίο εξέδωσαν από κοινού το 527. Βλ. σχετικά Frend, σσ 247-249 και Vasiliev, Justin I, σσ 241-242.

[3]              Βλ. σχετικά Vasiliev, Justin I, s. 227, όπου αναφέρεται σε έναν ύμνο που συνετέθη προς τιμή του Σεβήρου από έναν Αλεξανδρινό ποιητή, ο οποίος αποκαλεί το μονοφυσίτη πατριάρχη «μεγάλο στυλοβάτη της εκκλησίας και αληθινό δάσκαλο ολόκληρης της οικουμένης» (Severus, Une hymne sur Severe qui a été composée, diton par un poète dAlexandrie”, Patrologia Orientalis, II, 330/246). Πρβ επίσης την εγκωμιαστική κρίση του Ζαχαρία Μυτιλήνης, ΙΧ,24 «The rock of the Christ and guardian of pure faith». Ο Vasiliev, Justin I, σσ 227-228 προβαίνει σε εύστοχες παρατηρήσεις για την προσωπικότητα και το κύρος του Σεβήρου : «It was unforunate for Justin and his new religious orientation that energetic and talented theologians, who could effectively defend the Chaledonian creed, were entirely lacking. Not only were there non equal to Severus but there were not even any to approach him in talent or energy».

[4]              Την είδηση όπως και το γεγονός της φυγάδευσης του Σεβήρου στη Σελεύκεια Πιερία, αποδίδει με χαρακτηριστική παραστατικότητα ο Ευάγριος,IV,4: «Τὸν δὲ γε Σευῆρον, ὅς τῆς Ἀντιόχου ἐκεχειροτόνητο, καθ τὰ φθάσαντα διηγήσαντο, ἐπί τὴν ἐν Καλχηδόνι σύνοδον ἀφ ἑκάστης ἀναθέματι περιβάλλων οὐκ ἐπαύσατο, καὶ μάλιστα γε ἐν ταῖς καλουμέναις ἐνθρονιστικαῖς συλλαβαῖς, καὶ ταῖς τούτων ἀμοιβαίαις ἃς διεπέμψατο τοῖς ἑκασταχοῦ πατριάρχαιςἐδέχθησαν δε μόνον ανὰ τὴν Ἀλεξάνδρου πόλιν πρὸς Ἰωάννου τοῦ μετὰ τὸν πρότερον Ἰωάννην Διοσκόρου τε αὖ καὶ Τιμοθέουαἱ καὶ μέχρις ἡμῶν διασώζονται, πολλαὶ τε ἐντεῦθεν κατὰ τῆς ἐκκλησίας ἐπανέστησαν ἔριδες καὶ πιστότατος διῃρέθη λεώς, κελεύει Ἰουστῖνος τῷ πρώτῳ τῆς αὐτοῦ βασιλείας ἔτει συσχεθέντα τὸν Σευῆρον ποινάς εἰσπραχθῆναι τῆς γλώσσης διατεμνομένης, ὡς ἐνίοις διατεθρύληται Εἰρηναίου τὴν πράξιν ἐγχειρισθέντος ὃς ἀφειστήκει τῇ ἐώᾳ τῶν ἀρχῶν ἀνὰ τὴν Ἀντιόχου. Πιστοῦται δε τὰ περὶ τὰς καθἑαυτόν ἐποχῆς τὸν Εἰρηναῖον ἐγχειρισθῆναι πρὸς ἐνίους τῶν Ἀντιοχέων γράφων τὸν τρόπον δε της φυγῆς διηγούμενος ἔνθα μεγίσταις τιμωρίαις τὸν Εἰρηναῖον βάλλει, ὡς πᾶσαν αὐτῷ φυλακὴν ἀκριβῆ περιθέντα μὴ διαδράναι τῆς Ἀντιόχου. Εἰσί δε οἱ φασί ὡς Βιταλιανός τῇ γλώσσᾳ ἐξῃτήσατο τοῦ Σευήρου εἰσέτι παρὰ τοῦ Ἰουστίνου τὰ πρώτιστα δοκῶν φέρειν, διότι γε εἰς αὐτόν ὓβριζεν ἐν τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις Σευῆρος. Φεύγει δε οὖν τὸν οἰκεῖον χρόνον ἀνὰ τὸν Γορπιαῖον μῆνα, ὃν Σεπτέμβριον Ρωμαίων λέγει φωνή ἓβδομον καὶ ἐξηκοστὸν καὶ πεντηκοσιοστὸν ἒτος χρηματιζούσης της Ἀντιόχου». Πρβ. επίσης Μαλάλα, σ. 411.

[5]              Βλ. σχετικά και Ζαχαρία Μυτιλήνης VIII,5 όπου «now the bishops of the east and especially those in juridiction of the learned Severus somewhere banished; and others withdrewed to Alexandria and various others countries walking on the footsteps of the chief priest, Severus the doctor. And Akhsenaya of Hierapolis had been sent into exile at Gangra; and he was imprisoned into the kitchen of the hospital («ξενοδοχείον») there, and was suffocated by the smoke as he states in the epistle; and at last he died». Πρβ επίσης και το Μιχαήλ Σύρο IX, 13: «Philoxenus de Mabbough, qui fut envoyé a Gangres on l’ enferma au-dessus des cuisines du xenodochion, et il y fut étouffe par la fumme».

[6]              Ο Ιουλιανός της Αλικαρνασσού υπήρξε ο εισηγητής της αίρεσης του λεγόμενου «αφθαρτοδοκητισμού». Σύμφωνα με τις αρχές του δόγματος αυτού το σώμα του Χριστού κατέστη άφθαρτο από τη στιγμή που έγινε αποδεκτό από το λόγο. Πρβ τη διεξοδική ερμηνεία και ανάλυση των εκφάνσεων της αίρεσης από το Μίλτωνα ΄Αναστο στην ΙΕΕ της Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. Ζ΄, σσ 418-419.

[7]              Βλ.Vasiliev, Justin I, σ. 229, όπου αναφέρεται στη δυναμική δραστηριότητα που ανέπτυξαν οι μοναχοί της ΄Αμιδας, συμβάλλοντας με τη στάση τους αυτή στην έξαρση των θρησκευτικών παθών. Η περιγραφή του Ζαχαρία Μυτιλήνης στο «Χρονικό» του, VIII,5, σχετικά με τη ζωή των μοναχών της ερήμου είναι συγκινητική : «And so the desert was at peace and abudantly supplied with a population of believers who lived in it and fresh ones who were every day added to them and aided in swelling the numbers of their brethen some from the desire to visit their brethen out of Christian love and others again because they were being driven from country by the bishops in the cities. And there grew up, as it were a commonwealth of illustrius and believing priests and a tranquil brotherhood with them; and they were united in love and abounded in mutual affection; and they were beloved and acceptable in the sight of everyone».

[8]              Patrologia Orientalis, XVII (1923).

[9]              Η Θεοδώρα στη διάρκεια του πολυτάραχου βίου της, προτού συνδεθεί με τον Ιουστινιανό, είχε συγχρωτισθεί με πολλούς μονοφυσίτες ιδίως κατά την παραμονή της στην Αίγυπτο. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω κατά πόσο ο Vasiliev – που αναφέρει το γεγονός αυτό στη μονογραφία του για τον Ιουστίνο (σσ 230-231) – το εντάσσει στο πρώτο στάδιο της θρησκευτικής πολιτικής του αυτοκράτορα (518-520). Διότι, αν ισχύει αυτός ο διαχωρισμός, παρατηρείται μία χρονική αντίφαση, νομίζω, εφόσον ο Ιουστινιανός νυμφεύτηκε τη Θεοδώρα το 525.

[10]             Το επεισόδιο αυτό συμπεριλαμβάνεται στο «Χρονικόν τῆς Ἐδέσσης», όπου ενυπάρχει μία επιστολή του Ιακώβου του Sarug προς τον Παύλο της Έδεσσας , στην οποία διατυπώνονται κολακευτικοί χαρακτηρισμοί προς τον αυτοκράτορα : «The faithfull emperor indeed and worthy of victory hearing that which had been done against you was moved and hastened to return yoy to your sea…». Βλ. σχετικά και Vasiliev, Justin I, σσ 233-234.

[11]             Βλ. σχετικά Θεοφάνη, σ. 165 : «Σευῆρου τοῦ δυσσεβοῦς ἐκποδών γεγονότος, Παῦλος ἐκεχειροτονήθη ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, ὁ ξενοδόχος τοῦ Εὐβούλου». Επίσης βλ. Ζαχαρία Μυτιλήνης, VIII,1 «…Paul succeded him (ενν. το Σεβήρο) who was called the Jew». Πρβ επίσης Μαλάλα, σ. 411. Ο Παύλος της Αντιόχειας εξαπέλυσε αδυσώπητους διωγμούς εναντίον όλων των μονοφυσιτών και φαίνεται ότι χρησιμοποίησε τρομοκρατικές μεθοδεύσεις για την επιβολή του Συμβόλου της Πίστεως. Η στάση του ανάγκασε τον Ιουστίνο να τον απομακρύνει από την επισκοπική του έδρα. Πρόκειται για περίπτωση ενδεικτική της μετριοπάθειας, που υιοθετούσε ο Ιουστίνος, όταν τα πράγματα την επέβαλαν. Πάντως, σύμφωνα με μαρτυρία του Ζαχαρία Μυτιλήνης (VIII,1), ο Παύλος, ο Ιουδαίος απελάθηκε από την Αντιόχεια «because he celebrated the memory of Nestorius». Πρβλ. όμως και τη μαρτυρία του Ευάγριου (IV,4) «Παῦλος μὲν οὖν ἐθελούσιος ἀναχωρήσας…».

[12]             Ο Ευφράσιος των Ιεροσολύμων, που ήταν από τους πιο φανατικούς πολέμιους των αιρετικών, είχε στο παρελθόν ταχθεί ανοιχτά υπέρ των μονοφυσιτών. Σύμφωνα με το Θεοφάνη, σ. 167, είχε διαγράψει από τα εκκλησιαστικά δίπτυχα τις αποφάσεις της Χαλκηδόνιας Συνόδου και το όνομα του πάπα Ορμίσδα. Αργότερα, επειδή φοβήθηκε ενδεχόμενα αντίποινα από τον Ιουστίνο, μεταστράφηκε στις δογματικές του πεποιθήσεις και δήλωνε υπέρμαχος της ορθοδοξίας. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει και ο Vasiliev: «As often happens with proselytes, however, after his conversion Euphrasius became more jealous than the original believers and was a very severe persecutor of monophysites». Το τέλος του Ευφράσιου ήταν εντελώς παράδοξο. Κατά το σεισμό που κατέστρεψε την Αντιόχεια το 526 «he was burnt in a cauldron blazing with aromatic wax…» (Ζαχαρίας Μυτιλήνης, VIII,1). Πρβ επίσης Ι. Μαλάλα, σ. 423 «Ἐν τῇ θεομηνίᾳ περίκαυστος ἐγένετο».

[13]             Για τον Εφραίμ από την ΄Αμιδα, που ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Αντιόχειας το 526, ενώ ήδη κατείχε το αξίωμα του comes militum orientis, μάς πληροφορεί ο Ζαχαρίας Μυτιλήνης, VIII,4 : «And his successor was Ephraim of Amida who was comes orientis at that time. And this man in the authority, which he exercised in various countries, was a man just in his deeds and was not greedly after brides and was able and succesful». Βλ. σχετικά και Frend, σσ 249-252.

[14]             Ο Ασκληπιός στην προσπάθειά του να επιβάλει το δόγμα της Χαλκηδόνας και τον «Τόμο» του Λέοντα προκάλεσε τις σφοδρές αντιδράσεις του αιρετικού λαού στην ΄Εδεσσα. Η αντίσταση που πρόβαλαν εναντίον του οι μονοφυσίτες ήταν τόσο ισχυρή, ώστε ο ίδιος αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του στρατού, για να τους αντιμετωπίσει. Τελικά το χειμώνα του 524/5 οι κάτοικοι της ΄Εδεσσας τον εξεδίωξαν μετά από μία φοβερή πλημμύρα του ποταμού Daisan – ίσως επειδή θεωρήθηκε ο καταραμένος υπαίτιος της θεομηνίας. Τελικά κατέφυγε στην Αντιόχεια, όπου έγινε δεκτός από τον Ευφράσιο. Ο Ζαχαρίας Μυτιλήνης αναφέρει σχετικά με τη δραστηριότητά του : «But he was active and violent against the believers and many were banished by him and outraged with every kind of torture or died under the hard treatment inflicted on them at the hands of Liberalius (Liberius) a Goth, a cruel governor who was called “the bull eater”»

[15]             Σύμφωνα με το Vasiliev, Justin I, σ.238, ο Παύλος επανήλθε στο θρόνο του, αφού προηγουμένως δήλωσε πίστη και αφοσίωση στο δόγμα της Χαλκηδόνας, ενώπιον του Ιουστίνου.

[16]             Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, εφόσον γνωρίζουμε ότι ο Ιουστίνος δεν έδειξε τις ίδιες ευαισθησίες για την εδραίωση της ορθοδοξίας στην εξωτερική του πολιτική. Επί παραδείγματι υποστήριξε το μονοφυσίτη βασιλιά της Αιθιοπίας Ελεσβόα στον αγώνα του εναντίον των Ιουδαίων, προκειμένου να απελευθερωθούν οι ηρωικοί σύντροφοι του μάρτυρα Αρέθα. Καθίσταται σαφές ότι η άμεση προτεραιότητα του κράτους αφορούσε στην προάσπιση των καίριων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων καθαγιάζοντας την επιλογή του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».

banner-article

Ροη ειδήσεων