Ακούσαμε και φέτος, όπως στο ξεκίνημα κάθε Μεγάλης Εβδομάδας, το «Ερχόμενος ο Κύριος προς το εκούσιον πάθος». Και, νηστεύοντες και μη, πιστεύοντες και μη, βομβαρδισμένοι πάντως όλοι από ειδήσεις για την κίνηση στην αγορά και στις εθνικές οδούς, προσπαθήσαμε να βρούμε τρόπο για να συμμετάσχουμε έστω μερικώς σε ό,τι υποδεικνύει ο όρος «κατάνυξη», μισοάδειος κι αυτός νοηματικά από την αλόγιστη χρήση.
Πιθανόν γενικεύω αυθαίρετα. Αισθάνομαι εντούτοις ότι η πνευματική και ψυχική δυσκολία μας να συντονιστούμε με τα θεία πάθη είναι φέτος μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά, τουλάχιστον για όσους ανήκουμε στις μεταπολεμικές γενιές. Γι’ αυτό και ο νους μας μαγνητίστηκε από την ενδιάμεση λέξη «εκούσιον» και όχι από τους δύο πόλους, «Κύριος» και «πάθος». Για να την αντιπαραβάλει, ίσως με ανευλάβεια –αλλά μια ανευλάβεια που μοιάζει ενστικτώδης και φυσική, όχι διανοητική αλλά σχεδόν σωματική– με τα ακούσια πάθη που υφίσταται επί ενάμιση χρόνο η ανθρωπότητα, εννοούμενη ως ένα σώμα, άτμητο. Αθικτο από το ξυράφι των φυλών, των θρησκειών, των τάξεων και των ιδεολογιών. Δεν υπάρχει δυστυχώς τέτοια ανθρωπότητα. Είμαστε όμως υποχρεωμένοι να την ονειρευόμαστε έτσι, μήπως και κάποτε υπάρξει έστω ένα ατελές ομοίωμά της.
Απολύτως ακούσια πάθη δεν υπάρχουν. Για τους επιστήμονες, είναι αυταπόδεικτος ο συσχετισμός των πανδημιών με τη φθορά που προκαλούμε στη φύση, με την εκπόρθηση από το έμφρον δίποδο των ενδιαιτημάτων των άλλων όντων, με τη ριζική και ανίατη εξαλλοίωση του ίδιου του πλανήτη, που ίσως πια πρέπει να τον αποκαλούμε Γουχάν. Έπειτα από τρία εκατομμύρια νεκρούς και αμέτρητα εκατομμύρια συντριμμένους από τη νέα φτώχεια, τη γενικευμένη ανασφάλεια και την κατάθλιψη, το όνομα Γουχάν μεταβλήθηκε σε μακρινή ανάμνηση ως προσδιοριστικό μιας κινεζικής πόλης μετρίου μεγέθους και ηχεί σαν παρανόμι του πλανήτη μας, κοινό σε όλες τις γλώσσες. Εξαιρουμένης της Κίνας και κάποιων κουκκίδων πάνω στην υδρόγειο σφαίρα, όπως το Ισραήλ, οι υπόλοιποι βουλιάζουμε από το ένα κύμα στο άλλο μιας φουρτούνας που δεν φαίνεται να λήγει γρήγορα και εύκολα, παρά τις διαβεβαιώσεις των πολιτικών και την πρόοδο της επιστήμης.
Γιατί οι μεν διαβεβαιώσεις των πολιτικών συντρίβονται πάνω στην πραγματικότητα, η δε πρόοδος της επιστήμης και τα αγαθά της δεν είναι κοινό, παγκόσμιο κτήμα. Οι πατέντες των οικονομικών συμφερόντων και των πολιτικών παιγνίων αποδεικνύονται ακαταμάχητες. Και το ερανικό πανέρι με τον τίτλο Covax, προς ενίσχυση των φτωχών χωρών με φάρμακα, τεχνολογικά εφόδια και εμβόλια, εξαιρετικά ισχνό για να προλάβει καταστροφές όπως της Ινδίας.
Τα ακούσια παθήματα μας έχουν καταποντίσει στο πένθος, που επειδή σε πολλές περιπτώσεις μένει αδήλωτο και αλειτούργητο, γίνεται ακόμα πιο βαρύ, ακόμα πιο φαρμακερό. Υψώνονται έτσι φράγματα που δεν επιτρέπουν να περάσουν και ν’ ακουστούν ακέραια τα παραμυθητικά μηνύματα ή της μιας ή της άλλης θρησκείας. Τραυματίζονται, η παραμυθητική μουσική τους μεταπίπτει σε θόρυβο, το νόημά τους ηχεί μακρινό και ξένο. Πώς να αναστήσεις με τόσον θάνατο γύρω σου και δίπλα σου; Ποιας θρησκείας οι οπαδοί να μείνουν ακλόνητοι στην πίστη τους πως ο θεός τους είναι σπλαχνικός και τους νοιάζεται;
Είναι πολύ μακρινή πια η εποχή που λέγαμε στους άλλους ή στον εαυτό μας «δεν ξέρω κανένα θύμα αλλά και κανένα κρούσμα». Και –το θυμόμαστε;– χρησιμοποιούσαμε τη φράση αυτή είτε σαν αγχολυτικό, που μας επέτρεπε να συνεχίσουμε περίπου όπως και πριν, είτε σαν επιχείρημα ότι η νόσος είναι μια ψευδής κατασκευή, και η πανδημία μια εμπορική ή ιδεολογική πλάνη, με στόχο τη χειραγώγηση των μαζών. Οι αρνητές του ιού αυτό. Οι αρνητές της στοιχειώδους νοημοσύνης εντέλει. Που θα βλέπουν τώρα τους νεκρούς της Ινδίας να αποτεφρώνονται κατά δεκάδες σε χώρους-αλάνες ή τους νεκρούς της Βραζιλίας να πετιούνται ταχύρρυθμα σε μαζικούς τάφους, και θα υποθέτουν ότι όλα αυτά τα σκηνοθετεί και τα κινηματογραφεί κάποια μακάβρια, εκφοβιστική Τσινετσιτά, χρηματοδοτημένη από τους «γνωστούς» αρχισυνωμότες της παγκοσμιοποίησης, της «Νέας Εποχής» κ.λπ.
Ανάμεσα στο πέρυσι και το φέτος έχει ανοιχτεί μια τεράστια χαράδρα. Και δεν μπορούμε να τη διαβούμε παρά τα εμβόλια, τις μάσκες, τις «ασφαλείς αποστάσεις», την υγειονομική καταστολή της κοινωνικότητας. Παρά την απάρνηση των περισσότερων δεσμών μας με τον κόσμο εν ολίγοις, την αναγκαστική προσχώρησή μας σε όσα ορίζει το επίρρημα «τήλε» και την επίσης αναγκαστική ανοχή μας σε αποφάσεις και ενέργειες που μειώνουν –πιθανόν οριστικά– τις ατομικές ελευθερίες μας και τα κοινωνικά μας δικαιώματα. Ο κόσμος αλλάζει. Προς το χειρότερο.
Η μονοτονία του θανάτου, θεωρητικά αδιανόητη, άμβλυνε ακόμα και την οξύτατη σαφήνεια της γλώσσας των αριθμών. Η Ελλάδα μπήκε στη Μεγάλη Εβδομάδα με τους νεκρούς της από την COVID-19 να ξεπερνούν τη μία μυριάδα, τους δέκα χιλιάδες. Κι αυτό δεν ήταν πρώτη είδηση στα κανάλια, ούτε καν τρίτη ή τέταρτη, αφού προέχει το «Πάσχα στο χωριό» και τα διόδια, η Βαρβάκειος και η Ερμού, ενώ δεν ήταν καν «χτύπημα» στα πρωτοσέλιδα των μισών εφημερίδων. Μια κωμόπολη ξεκληρίστηκε μέσα σε έναν μόλις χρόνο κι όλοι εμείς, άρχοντες και αρχόμενοι, δεν μπορούμε παρά να συνεχίζουμε περίπου όπως και πριν. Δηλαδή αφομοιώνοντας διά της παραβλέψεως.
Για να φανεί πόσο πένθος έχει προστεθεί στην κοινωνία μας από το περσινό Πάσχα έως το φετινό, παραθέτω λίγες αράδες από την «ημερήσια έκθεση επιδημιολογικής επιτήρησης λοίμωξης από το νέο κορωνοϊό (COVID-19)» της 17ης Απριλίου 2020. Δηλαδή της περσινής Μεγάλης Παρασκευής: «Τα νέα επιβεβαιωμένα εργαστηριακά κρούσματα της νόσου είναι 17. Ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων ανέρχεται σε 22.241 (ημερήσια μεταβολή +0,8%), εκ των οποίων 56,0% άνδρες. Οι νέοι θάνατοι ασθενών με COVID-19 είναι 3, ενώ από την έναρξη της επιδημίας έχουν καταγραφεί συνολικά 108 θάνατοι». Μεσημέρι της Μεγάλης Δευτέρας του 2021, οι νεκροί στην Ελλάδα είναι 10.007 και στον πλανήτη 3.122.007.
Σε περιόδους δεινής κρίσης, όπως η τωρινή, το μυαλό του ανθρώπου μπορεί να παραλύσει, να αφεθεί να το ναρκώσει ο πολύς θάνατος. Μπορεί επίσης να διαφύγει προς δύο οδούς πάντα πρόσφορες σε ανάλογες περιστάσεις, και οι οποίες μοιάζουν παράλληλες και ασύμπτωτες, στην πραγματικότητα όμως συγκλίνουν και διασταυρώνονται στο σημείο μηδέν της ηθικής ευθύνης και της πνευματικής εγρήγορσης: αφενός την οδό ενός σκεπτικισμού που ερωτοτροπεί με τον στυγνό κυνισμό και τον πρόστυχο ατομικισμό, και αφετέρου την οδό της δεισιδαιμονίας.
Ο σκεπτικισμός αυτού του είδους δεν αρέσκεται να γκρεμίζει θεότητες και δόγματα, αλλά τον άνθρωπο ως αυταξία. Η δε δεισιδαιμονία, εκτός από την παραδοσιακή καταφυγή της σε μαντζούνια, θαύματα και μυστικά σημάδια στον ουρανό, εκσυγχρονίζεται και σε συνωμοσιολογία. Το μείγμα μοιάζει ανίκητο. Ας αποδείξουμε ότι δεν είναι.