Αν υπάρχει κάποιο θεατρικό έργο που έχει διαπρέψει ως τίτλος ρεπορτάζ αυτό είναι «Ο θάνατος του εμποράκου».
Ειδικά από τον Μάρτιο του 2020 κι έπειτα, οι λεκτικοί θάνατοι των εμποράκων έχουν πολλαπλασιαστεί. Έχουν γίνει άρθρα, προειδοποιήσεις συνδικαλιστών, ομιλίες στη Βουλή. Η φιγούρα του εμποράκου έχει μετατραπεί στην ιδανική προσωποποίηση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας σε αυτό που λέμε πραγματική οικονομία ή τουλάχιστον σε ένα σημαντικό κομμάτι της. Δεν χρειάζεσαι πτυχίο οικονομολόγου για να καταλάβεις τι αντίκτυπο έχουν στο εισόδημα χιλιάδων νοικοκυριών τα κατεβασμένα ρολά, τα απούλητα εμπορεύματα, οι βιτρίνες με ρούχα που βγήκαν εκτός σεζόν και χειμωνιάτικα παπούτσια που δεν θα φορεθούν ποτέ.
Οι κυβερνητικές παλινωδίες, με αποκορύφωμα το σκοτσέζικο ντους σε Αχαΐα, Κοζάνη και Θεσσαλονίκη, έχουν δικαίως εξοργίσει τον κόσμο του εμπορίου. Μόνο που ο κόσμος αυτός δεν είναι ενιαίος. Εχει μέσα του πολλούς κόσμους, από το συνοικιακό μαγαζάκι που παλεύει να επιβιώσει μέχρι τις μεγάλες αλυσίδες στους κεντρικούς δρόμους, εκεί που πάνε οι κάμερες για να προβάλλουν πλάνα συνωστισμού. Ο εμποράκος, αυτός ο Λάζαρος της πανδημίας που όλο πεθαίνει και όλο του λέει η κυβέρνηση «δεύρο έξω» πριν τον παραχώσει πάλι στο κλειστό μαγαζί, είναι υπαρκτό πρόσωπο όσο και βολική δημοσιογραφική αφαίρεση.
Οσο όμως χύνουμε δάκρυα για τον εμποράκο, ας μην ξεχνάμε ότι ο τραγικός ήρωας του Μίλερ δεν είχε καν μαγαζάκι. Περιπλανώμενος πωλητής ήταν, υπάλληλος που πληρωνόταν με ποσοστά από το αφεντικό του. «Ο θάνατος του πλασιεδάκου» δεν στέκει σαν τίτλος, έτσι, ορθά ο ταλαίπωρος Γουίλι Λόμαν μετατράπηκε σε εμποράκο και εμείς τον βάζουμε ακόμα τίτλο στα ρεπορτάζ, εβδομήντα χρόνια μετά την πρεμιέρα του στο θέατρο. Ο εμποράκος πέθανε, ο εμποράκος ζει.