Απόψεις Λογοτεχνία Περισσότερο διαβασμένα

Σημειωτικά ψυχαναλυόμενα… – Το δημοτικό τραγούδι της “Στάμνας”(3) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Παράρτημα

Ανδρέα Καρκαβίτσα « Η λυγερή»

(Δευτέρα έκδοσις επιδιορθωμένη, Εκδ. Εστίας, Αθήναι 1920)[1]

[Αποσπάσματα]

        Υπάρχει εις την ζωήν της νεάνιδος κάποια στιγμή, κατά την οποίαν  αίφνης και απροσδοκήτως από το παραμικρόν γεγονός αφυπνίζεται το λανθάνον ένστικτον. Τότε το πατρικόν σπίτι φαίνεται εις αυτήν στενόν, φυλακή αυτόχρημα· αι σοβαραί όψεις των γερόντων ανυπόφοροι· η ζωή εκείνη, από την οποίαν έφυγαν πλέον αι ονειροπολήσεις, αι πλάναι, αι αδιάκοποι περί μεταβολής ελπίδες, πολύ μονότονη. Την γαλήνην του πατρικού ασύλου η νεάνις αποστέργει μετά βαρυθυμίας, όπως αποστέργει το πουλί τον κλωβόν του. Βιάζεται να φύγη το τρυφερόν πουλάκι, να καθίση επί άλλου κλαδίσκου, τον οποίον φαντάζεται χλοερώτερον, σκιερώτερον, ευτυχέστερον πάντοτε του πατρικού.  Και ονειροπολεί αδιακόπως τον άγνωστον σταυραετόν, εκείνον που θα ανοίξη μίαν ημέραν τας ισχυράς πτέρυγάς του και θα την συνεπάρη μακράν εις άλλον βίον, εις άλλην φωλέαν. Τούτο συνέβαινε τώρα και εις τας ψυχάς των παρθένων. Εύρισκον πολύ αρμοδιώτερα τα σπιτάκια των νέων εκείνων, δια να περάσουν την ζωήν των, πολύ ευτυχέστερον τον εαυτόν τους, αν τους επερίμεναν εμπρός εις την θύραν, δια να τους δεχθούν μόλις περιζεύσαντας και να τεθούν αφρόντιδες υπό τας περιποιήσεις και τας διαταγάς των.

………………………………………………………………………………………….

 

        Το ζήτημα ήτο πώς να προταθή το συνοικέσιον εις την Ανθήν. Ο γέρων έμπορος [= ο πατέρας της] δεν ήθελε να γίνη η πρότασις απ’ ευθείας παρ’ αυτού ούτε παρά της γυναικός του. Μία τοιαύτη ομολογία δίδει θάρρος εις την κόρην· χαλαρώνει τον οφειλόμενον σεβασμόν και βραχύνει την απόστασιν, η οποία πρέπει πάντοτε να υπάρχη  μεταξύ τέκνου και γονέων. Άμα είπη κανείς εις την κόρην του ευθύς και αποτόμως ότι θέλει να της δώσει άνδρα, ημπορεί να λάβη κι εκείνη το θάρρος να δείξη τον άνδρα, τον οποίον θέλει. Αλλά τούτο είναι αντίθετον προς την οικογενειακήν υπεροχήν του χωρικού· συγχίζει την οικιακήν του αρμονίαν. Ο κυρ Παναγιώτης ήθελε να μάθη η κόρη του το συνοικέσιον, χωρίς όμως να δώση εις αυτήν να εννοήση ότι ο πατήρ της το εσκέφθη κι εργάζεται δι’ αυτό.

………………………………………………………………………………………….

        − Καὶ σὺ τί λές; τὴν ἠρώτησεν αἴφνης.

Ἡ λυγερὴ τὸν ἠτένισε καλὰ εἰς τὰ μάτια· ἔπειτα ἔκλινε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω.

− Τί νὰ εἰπῶ, ἐγώ; ἐψιθύρισε διπλώνουσα τ’ ἄκρα τῆς ποδιᾶς της ἀπὸ ἀδημονίαν.

− Θὰ τὸν πάρῃς αὐτὸν ποῦ σοῦ δίνουν;

 Ἡ λυγερὴ ἔκρυψε τὸ πρόσωπον εἰς τὴν ποδιάν της καὶ ἤρχισε νὰ κλαίῃ ἡσύχως. Ὁ Βρανᾶς [= ο νέος που αγαπούσε την «λυγερή» Ανθή] ἤρχισε ν’ ἀφαρπάζεται ὑπὸ τοῦ συνήθους πυρετοῦ του. Αἱ πεποιθήσεις του ἐκλονίζοντο. Ἡ δυσπιστία ἤρχισε πάλιν ν’ ἀναφαίνεται καὶ νὰ τὸν δαγκώνῃ, ἁπαλὰ εἶνε ἀληθὲς ἀκόμη, πονετικὰ ὅμως…

− Ἔ, θὰ τὸν πάρῃς; ἐπανέλαβε μὲ αὐστηρὸν τόνον· Πές, ναὶ ἤ όχι;

− Τί θὲς νὰ κάμω; ᾐρώτησεν ἀπελπισμένη ἐκείνη.

− Τί νὰ κάμῃς; Νὰ μὴν ἀφήσῃς νὰ σὲ δώσουν εἰς ὅποιον θέλουν! … δὲν εἶσαι θρεφτάρι − εἶσαι ἄνθρωπος.

Ἡ Ἀνθὴ ἐπανέλαβε τὸ κλάψιμόν της δυνατώτερον. Ἄνθρωπος ναί, ἦτο ἄνθρωπος, ἀλλὰ παρθένος. Εἶχε γονεῖς καὶ οἱ γονεῖς δίδουν εἰς ὅποιον θέλουν τὴν θυγατέρα των. Δὲν τὴν ἐρωτοῦν ποῖον θέλει καὶ ποῖον δὲν θέλει. Εἶνε ἱκανοὶ νὰ κρίνουν καλλίτερον ἐκείνης, ποῖον εἶνε τὸ ἀληθινὸν καλὸν της καὶ μίαν ἡμέραν τῆς παρουσιάζουν ἕνα ἄνδρα καὶ τῆς λέγουν: −Νά, αὐτὸν θὰ πάρῃς. Καὶ ἡ κόρη τὸν παίρνει χωρὶς ἀντιλογίαν· πείθεται εἰς τὴν προσταγήν των, ἀκολουθεῖ τὴν νέαν της τύχην καὶ ὅπου τὴν φέρει. Πῶς θ’ ἀντέλεγε λοιπὸν τώρα ἡ Ἀνθή;

− Τί ‘μπορῶ νὰ ‘πῶ ‘ς τοὺς γονέους μου; ὠλόλυξεν.

Ὁ νέος ἐστράφη ἀποτόμως καὶ παρετήρησεν αὐτὴν κατάματα. Ὁ πυρετός του ηὔξανε· σπασμοὶ ἐφαίνοντο ἐπὶ τοῦ προσώπου του· τὸ αἷμα ἔβραζε μέσα του. […]

− Ὀρέ, μ’ ἀγαπᾶς; ἠρώτησε τὴν νέαν ἀποτόμως.

Αὕτη ἐχύθη καὶ τὸν ἔκλεισεν εἰς τὰς ἀγκάλας της ἐν ἀφοσιώσει ἐξάλλῳ.

− Μώρ’ τὰ ξέρω ‘γὼ αὐτὰ τὰ γυναικοκαμώματα. Μ’ ἀγαπᾶς; −πές μου· ἐπανέλαβεν ἐκεῖνος προσπαθῶν ν’ ἀπαλλαγῇ.

− Ἄν σ’ ἀγαπῶ τὸ ξέρεις…

− Καὶ δὲν τον θὲς τὸν Νικολό;

− Ὄχι!… ὄχι!…

− Τὸ λοιπὸν πᾶμε νὰ φύγουμε. Σὲ κρατῶ δύο−τρεῖς ἡμέρας ‘ς τὸ σπίτι μου κι ἔπειτα: γειά σας κι ἤρθαμε!

− Τί θὰ κάμουν τότε οἱ γερόντοι;

Ὁ Βρανᾶς ὡμίλει ἀποφασιστικῶς. Ἔλεγε περὶ ἀπαγωγῆς εἰς τὴν νεανίδα, ὡς νὰ ἔλεγε περὶ τοῦ ἁπλουστέρου πράγματος. Καὶ τῷ ὄντι εἰς αὐτὸν ἐφαίνετο ἁπλούστατον τοῦτο. Εἰς τὰ χωρία ὁ Πάρις καὶ ἡ Ἑλένη ἔχουν ἀρκετοὺς μιμητάς. Ὄχι σπανίως οἱ ἀτυχεῖς γονεῖς ἐξυπνοῦν καὶ δὲν εὑρίσκουν τὴν θυγατέρα των εἰς τὸ σπίτι. Τρομάζουν, τὴν ἀναζητοῦν παντοῦ, ἐρευνοῦν τὰ πηγάδια, μήπως ἔπεσε τὴν νύκτα κι ἐπνίγη· ἐρωτοῦν τὰς συγγενικὰς οἰκογενείας, μήπως τὴν εἶδον πουθενά, ὑποπτεύονται πολλά, μέχρις οὗ μάθουν ὅτι τὸ μόνον, ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑποπτευθοῦν ἐξ ἀρχῆς, ἦτο ὅτι ἡ κόρη των ἐκλάπη, ὅπως μία προβατίνα τοῦ ποιμνίου των, ἀπὸ τὸν δεῖνα λεβέντην τοῦ χωρίου. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι γίνονται καὶ βιαῖαι κλοπαί· ἀπαγωγαὶ ἐναντίον τῆς θελήσεως τῶν παρθένων καὶ ἀκολουθοῦν τότε ἀντεκδικήσεις καὶ διωγμοὶ καὶ φόνοι μεταξὺ τῶν ἐνδιαφερομένων συγγενῶν. Συχνότερον ὅμως αἱ ἀπαγωγαὶ εἶνει θεληματικαί. Τρυφερὸν ὅσον καὶ συγκινητικὸν εἰδύλλιον συνδέει τοὺς ἀλληλοκλαπέντας καὶ τότε μετὰ δύο−τρεῖς ἡμέρας οὗτοι φανερώνονται μόνοι των εἰς τὸ σπίτι τῶν γονέων καὶ ζητοῦν τὰς εὐλογίας των. Οἱ συγγενεῖς φροντίζουν πῶς νὰ συμβιβασθῇ τὸ γεγονός. Ὁ πατήρ, ἀφοῦ ὑβρίσῃ καὶ ξυλοκοπήσῃ πρῶτον τὴν κόρην του, σκέπτεται πρακτικώτερον ἔπειτα καὶ τὴν ἐρωτᾷ, ἄν δέχεται νὰ λάβῃ ἄνδρα της τὸν ἀπαγωγέα. Κι ἐκείνη, μὴ τολμῶσα ν’ ἀτενίσῃ τὸν γεννήτορα ἐκ τῆς ἐντροπῆς, χαμηλώνει τὴν κεφαλὴν καὶ μὲ δάκρυα εἰς τὰ μάτια ὑποψιθυρίζει δῆθεν διστάζουσα: − «Ξέρω κι ἐγώ … τώρα… καθὼς μ’ ἔκαμε…» Καὶ τελειώνουν ὅλα μ’ ἕνα «Ἡσαΐα, χόρευε…». Ἔτσι ἐσκέπτετο τώρα ὁ Βρανᾶς ὅτι ἔπρεπε νὰ τελειώσουν καὶ τὰ ἰδικά των βάσανα.

−Ἔλα, σὲ κλέφτω! εἶπεν δράττων τὴν χεῖρα τῆς Ἀνθῆς.

Ἀλλ’ ἡ λυγερὴ τὴν ἔσυρε βιαίως καὶ ὠπισθοδρόμησεν ὀλίγα βήματα ἀτενίζουσα αὐτὸν κατάμματα μετά τινος πικροῦ ἐλέγχου. Ἕως ἐκεῖ λοιπὸν ἐπέμενε νὰ τὴν παρασύρῃ; Τὴν ἐπῆρε τάχα διὰ καμμίαν τοῦ δρόμου κι ἤθελε ν’ ἀκολουθήσῃ ἕνα ἄνδρα εἰς τοὺς ἀγρούς, χωρὶς νὰ συλλογισθῇ τοὺς γονεῖς της, τ’ ὄνομά της! Ἐζήτει νὰ προκαλέσῃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς της τὰς φοβερὰς κατάρας τῶν λευκομάλλων γερόντων, τῶν ὁποίων ἦτο ἡ μόνη χαρά, καὶ τοὺς ἐμπαιγμοὺς τῶν χωρικῶν. Δὲν ἐσυλλογίζετο ὅτι αὔριον πρωῒ−πρωῒ θὰ ἐγίνετο τὸ παίγνιον τῆς ἀγορᾶς καὶ μετ’ ὀλίγον τ’ ὄνομά της θὰ ἐσύρετο ἀνὰ τὰ χωρία καὶ τὰς πόλεις εἰς πειρακτικοὺς καὶ τραχεῖς στίχους, σατυρίζοντας τὴν πρᾶξίν της, ὅπως τῆς διασήμου Ἑλένης:

                                    Μᾶς τὴν ‘πῆραν τὴν Ἑλένη,

                                    τὴ ζαχαροζυμωμένη!…

                                    Μᾶς τὴν πήρανε καὶ πάει

                                    στῆς Καρύταινας τὸ πλάϊ.

Ὤ, ὄχι! ἀνατριχιάζει καὶ νὰ τὸ συλλογισθῇ μόνον ἡ Ἀνθή. Εἶνε ἡ Στριμμενοποῦλα μὲ τ’ ὄνομα αὐτὴ καὶ δὲν ἐννοεῖ νὰ ντροπιασθῇ ἡ γενεά της, ἔστω καὶ χάριν αὐτοῦ τοῦ Βρανᾶ. Ἄν εἶνε μὲ τὸ θέλημα τῶν γονέων της, μὲ τὰς εὐχὰς καὶ τὰς εὐλογίας τῶν συγγενῶν της ναί, μακάρι… Ἐπιμένουν οἱ γονεῖς της νὰ τὸν πάρῃ τὸν Νικολόν; Δὲν τὸν παίρνει − φαρμακίζεται, νά! Δὲν ἀρκεῖ αὐτὴ ἡ θυσία εἰς ἐκεῖνον, εἰς τὸν ἔρωτά της; Ἀλλὰ τὴν ἀτιμίαν, τὸ ὄνειδος τοῦ κόσμου ἄ, ὄχι, δὲν τὰ ὑποφέρει!…

− Ὄχι… εἶπε· μή, Γιωργάκη μου!…

Καὶ ἀνελύθη εἰς λυγμοὺς καὶ δάκρυα.

Ὁ Βρανᾶς ἐφρύαττεν· οὐδέποτ’ ἐπερίμενε τόσην ἀντίστασιν. Τὸ αἷμα συνέρρευσεν ὅλον εἰς τὴν καρδίαν του, ἡ ὁποία ἠπείλει νὰ διαρραγῇ, περὶ τὴν στεφάνην τῆς κόμης λευκή, λευκοτάτη γραμμὴ ἐχαράχθη· καθ’ ὅλον τὸ πρόσωπόν του ἐπεχύθη νεκρικὴ πελιδνότης. Τὰ μάτια, κατακίτρινα ἔρριψαν αἴφνης ἐναντίον της βλέμμα μίσους καὶ βλασφημίας. Τὰ χείλη του κατάλευκα ἀνεκινοῦντο σπασμωδικῶς. Ἡ δεξιὰ χείρ του συνεσφίγχθη εἰς πυγμὴν καὶ ἀνέβη ἀπειλητικὴ μέχρι τοῦ προσώπου τῆς λυγερῆς. Διὰ μίαν στιγμὴν ὁ Βρανᾶς ἐσκέφθη νὰ καταστρέψῃ διὰ τῆς πυγμῆς τὸ εἴδωλον, τὸ ὁποῖον ἐπὶ τόσα ἔτη ἀδίκως ἐδοξολόγει. Ἀλλὰ πρὸ τοῦ κατατρομαγμένου πλάσματος ἡ χεὶρ τοῦ νέου κατέπεσεν ἀδρανής. Ἐπειδὴ ὅμως ἔπρεπε κἄπου νὰ ξεσπάσῃ ὁ τόσος του θυμός, ἔστρεψε κύκλῳ τὸ βλέμμα καὶ ἰδὼν κατὰ γῆς τὶς στάμνες, ἔδωκε βαρὺ λάκτισμα καὶ τὰς κατεσύντριψεν. Ἡ λυγερὴ συνῆλθεν ἐξαφνισμένη ἀπὸ τὸν κρότον.

− Ὤ, κακὸ ποὺ μοὔκαμες! ὠλόλυξε συμπλέκουσα τὰς χεῖρας ἀπελπιστικῶς. Τώρα τί θὰ εἰπῶ τῆς μάννας μου;

− Νὰ χαθῇς, ἐσὺ κ’ ἐκείνη!…

Καὶ ἀνοίξας τοὺς κλάδους τῆς συκῆς ἔφυγεν.

Ἡ λυγερὴ ἐλησμονήθη ἐκεῖ μὲ τὰς χεῖρας συμπεπλεγμένας ἀκόμη, τὴν κεφαλὴν χαμηλωμένην, βλέπουσα περιλύπως πότε τὰ συντρίμματα τῶν σταμνῶν καὶ πότε τὸ μέρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔφυγεν ὁ καλός της.

Κρωγμὸς γλαυκός, ἀντιλαλήσας αἴφνης ἄνω τῆς συκῆς, ἔφερε τὴν λυγερὴν εἰς τὸν ἑαυτόν της. Ρῖγος διέδραμε τὸ σῶμά της εἰς τὴν φωνὴν τὴν ἀπαισίαν καὶ τὴν ὄψιν τοῦ τόπου, ὅπου εὑρίσκετο, καὶ ἐχύθη πρὸς τὰ ἔξω μέσῳ τῆς ἐπελθούσης νυκτός.

− Ἔλα, περπάτα! ἐφώναξεν ἡ κυρὰ Παναγιώταινα [= η μητέρα της] ἀπὸ τὴν ταράτσαν, μόλις εἶδε τὴν θυγατέρα της ἀγκαλὰ ποῦ σ’ ἀφίνουν οἱ κουβέντες…

Ἡ Ἀνθὴ παρετήρησε τὴν ἐξημμένην ὄψιν τῆς μητρός της καὶ ἐνόησεν ὅτι ἐπίκειται θύελλα. Ἐσυμμαζεύθη λοιπὸν καὶ προσεπάθησε νὰ ὑπεκφύγῃ αὐτήν, διὰ νὰ μὴ προδοθῇ ὅτι δὲν εἶχε τὶς στάμνες. Ἀλλ’ ἡ κυρὰ Παναγιώταινα φυσῶσα ὅλη:

− Ποῦ εἶν’ οἱ στάμνες, μωρή; ἐφώναξε βραχνὴ ἀπὸ τὸν θυμόν.

− Μὤσπασαν οἱ ἔρμες.

Καὶ ἤρχισε νὰ δικαιολογῆται μὲ φανερὰν ταραχὴν ὑποψιθυρίζουσα ὅτι τὰ μανδρόσκυλα τοῦ Στραβολαίμη εἶχον κόψῃ τὴν ἁλυσίδα των καὶ ὥρμησαν ἐπάνω της, καθώς διέβαινε, τὴν ἀνέτρεψαν κι ἔσπασε τὶς στάμνες ἐπὶ τοῦ καλδηριμίου. Ἡ κυρὰ Παναγιώταινα, γυμνὰς τὰς ὠλένας ἐπὶ τῶν ἰσχίων στηρίζουσα, μὲ ἀπειλητικὴν στάσιν ἠκροᾶτο τὴν θυγατέρα της κινοῦσα δυσπίστως ἄνω καὶ κάτω τὴν κεφαλήν.

− Νὰ ἐρμάξῃ τὸ κεφάλι σου! διέκοψεν αἴφνης. Τὰ σκυλιὰ τάχα ἤ ὁ Γιώργης τοῦ Βρανᾶ;

− Δὲν ξέρω κανένα Γιώργη…

− Δὲν ξέρεις; Νὰ μωρή ὁ μάρτυρας!

Ἡ λυγερὴ ἔμεινεν ἀναπολόγητος. Ἐμπρός της ἦτο ἡ Γκόλφω, ἡ παιδίσκη, τὴν ὁποίαν εἶχε μαζί της εἰς τὸ Καλὸ Πηγάδι καὶ εἰς τὴν ὁποίαν παρήγγειλε νὰ βαδίσῃ ἐμπρός, ὅταν εἶδε τὸν Γιώργη. Ἡ παιδίσκη, ὅσον ἀργὰ καὶ ἄν ἐβάδιζεν, ἔφθασε τέλος εἰς τὸ σπίτι κ’ ἐρωτηθεῖσα παρὰ τῆς κυρίας της ἀπονήρευτη εἶπε τὴν καθαρὰν ἀλήθειαν. Ἡ Ἀνθή, μὴ ἔχουσα τί ν’ ἀντιτάξῃ, ἐμπῆκεν ὠργισμένη καὶ μισοκλαίουσα εἰς τὸ μαγειρεῖον. Ἀλλ’ ἡ γραῖα, σφόδρα ταραγμένη, ἐξηκολούθει διὰ χειρονομιῶν ἀπειλητικῶν νὰ ἐκτοξεύῃ ὕβρεις καὶ κατάρας ὄπισθεν τοῦ τοίχου, πρὸς τὴν θυγατέρα της:

− Πουτανίτσα, πομπιομένη, δημόσια!… Γι’ αὐτό, μωρή, σ’ ἔκρυβα κι ἀπὸ τοῦ ἥλιου τὸ μάτι; Γι’ αὐτὸ σὲ φύλαγα σὰν τὴ φαρφουρένια κούπα στὸ ἁρμάρι; Μὲ τί μοῦτρα, μωρή, θὰ βγοῦμε πιὰ στὸν κόσμο μὲ τὴ φωτιά, ποὺ ἄναψες στὸ σπίτι μας, ἀχρόνιαγη!… Ἔγνοια σου καὶ τὴν Κυριακὴ σὲ στεφανώνω!…

Ἐκείνην τὴν ὥρα ἐφάνη ἀναβαίνων τὴν σκάλα ὁ κὺρ Παναγιώτης Στριμμένος. Ὁ γέρων ἔμπορος ἐξηκολούθει τὴν αὐτὴν ἥσυχην ζωήν, μὲ ἀμεριμνομέριμνον μάλιστα ἔκφρασιν τώρα ἐπὶ τῆς μορφῆς, ἐγωϊστικῶς ἀναπαυόμενος ὡς ἔμπορος καὶ ὡς πατήρ. […]

Κατεταράχθη ὅμως ἀκούσας τὰς φωνὰς καὶ ἐζήτει νὰ μάθῃ τὴν αἰτίαν τοῦ ἀσυνήθους αὐτοῦ θορύβου. Ἀλλὰ πρὶν ἀκόμη διατυπώσῃ τὴν ἀπορίαν του, ἡ κυρὰ Παναγιώταινα ἔλαβεν αὐτὸν κι ἔφερε χειραγωγούμενον μέσα εἰς τὸ σπίτι. Ἐκεῖ δὲ τοῦ διηγήθη διὰ χειρονομιῶν καὶ ἀσθματικῶν περιόδων τὴν πρᾶξιν τῆς Ἀνθῆς.

Ὁ ἀγαθὸς γέρων εἰς τοὺς λόγους τῆς γυναικός του ἐλησμόνησεν εὐθὺς τὰ τερτίπια τοῦ ἐμπορίου καὶ τὴν πονηρὰν εὐφυίαν τοῦ Νικολοῦ ἀναλογισθεὶς μόνον ὅτι ἦτο πατήρ· πατὴρ προσβαλλόμενος εἰς τὰ καίρια ὑπὸ τῆς θυγατρός του. Κι εὐθὺς ἡ λευκοπώγων μορφή του ἐπορφυρώθη ὑπὸ τοῦ αἴσχους καὶ τῆς ὀργῆς· ἐφρύμαξεν ὡς γέρων λύκος· τ’ ἀλαμπῆ μάτια του ἔρριψαν ἀστραπάς, ἥρπασε τὴν ὀζώδη μαγκούραν του καὶ ὥρμησε νὰ κατασυντρίψῃ τὴν λυγερήν. Τί τὰ θέλεις τέτοια παιδιά! Κάλλιο ἔρημος καὶ ἄκληρος, παρὰ νἄχῃς ἕνα παιδὶ κι ἐκεῖνο ντροπιασμένο.

Ἀλλ’ ἡ κυρὰ Παναγιώταινα κατεσίγασεν εὐθὺς τὰς φωνάς του.

− Σώπα, γέροντα, σώπα, εἶπε. Φρόνιμος εἶσαι καὶ φρόνιμα δὲν κάνεις. Θέλεις μαθὲς νὰ μάθῃ κι ὁ κόσμος τὶς πομπές μας;…

− Τί νὰ κάνουμε τώρα, ἔ! Τί νὰ κάνουμε; ἠρώτησεν ἐν ἀπελπιστικῇ εξάψει ὁ γέρων βλέπων ἐδῶ κι ἐκεῖ ὡς νὰ ἐζήτει διέξοδον.

− Τὴν Κυριακὴ τὴ δίνουμε καὶ τελειώνει… Λέμε ‘ς τὸ παιδὶ πῶς ἔρχεται Μάης.

Ὁ κὺρ Παναγιώτης ἡσύχασε κἄπως. Τῷ ὄντι δὲν ἦτο ἄστοχος ἡ σκέψις τῆς γυναικός του. Ἡ ἐρχομένη Κυριακὴ ἦτο ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ Ἀπριλίου. Μετ’ αὐτὴν ἤρχιζεν ὁ Μάϊος, κατὰ τὸ διάστημα τοῦ ὁποίου γάμοι δὲν γίνονται εἰς τὰ χωρία. Ἄν θ’ ἀνέβαλλον τὴν τέλεσιν αὐτοῦ, ἔπρεπε νὰ περιμείνουν μέχρι τοῦ Ἰουνίου. Ἀλλὰ τότε ἤρχιζε τὸ καλοκαῖρι καὶ αἱ ἐργασίαι, ὥστε κατ’ ἀνάγκην ἡ ἀναβολὴ θὰ διεδέχετο τὴν ἀναβολὴν μέχρι τοῦ Ὀκτωβρίου. Ποῖος ὅμως ἔμπαινεν ἐγγυητὴς εἰς τοὺς ἀτυχεῖς γονεῖς, ὅτι καθ’ ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα τὰ πράγματα θὰ ἔμενον ἕως ἐκεῖ; Ἄν δὲν θὰ ἐκοινολογοῦντο εἰς τὴν κωμόπολιν οἱ ἔρωτες τῆς Ἀνθῆς καὶ τοῦ Γιώργου ἤ ἄν οὗτοι δὲν θὰ ἐπρόβαινον εἰς κανὲν ἀπερίσκεπτον κίνημα;

Οἱ γέροντες καθ’ ὅλην τὴν νύκτα δὲν ἠδυνήθησαν νὰ κοιμηθοῦν ἀπὸ τὰς σκέψεις αὐτάς. Ἄ! ὁ γέρων Στριμμένος εὕρισκε τώρα πολὺ ἐπικίνδυνον νὰ ἔχῃ κανεὶς ἕνα ἐλαφρόμυαλον κορίτσι παρὰ τοὺς συναγωνισμοὺς ὅλων μαζὶ τῶν ἐμπόρων τῆς κωμοπόλεως!… Τέλος ἐσυμφώνησε μετὰ τῆς γυναικός του νὰ προτείνουν εἰς τὸν Νικολὸν τὴν ἐπίσπευσιν τοῦ γάμου. Τῷ ὄντι δὲ πρωῒ−πρωῒ ἔστειλαν καὶ ἦλθεν οὕτος εἰς τὸ σπίτι.

− Ἔ, ἔ, ξέρεις παιδί μου· ἤρχισεν ὁ κὺρ Παναγιώτης ξηροβήχων καὶ μισοτρώγων τοὺς λόγους του· ξέρεις τί λέει ἐδῶ ἡ γερόντισσά μου· πὼς ἔρχεται Μάης… ξέρω κι ἐγώ… καὶ μπὰς καὶ ντρέπεσαι νὰ τὸ εἰπῇς…

− Ναί, παιδί μου· νὰ τὸν κάνουμ’ ἐτούτη τὴν Κυριακὴ τὸ γάμο! ἐτελείωσεν ἀποτόμως τὴν πρότασιν ἡ γραῖα. […]

Ἡ κυρὰ Παναγιώταινα ἐδόθη πλέον εἰς τὰς ἑτοιμασίας τοῦ γάμου. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι ἡ ἀγαθὴ γραῖα, ἀφ’ ἧς ἡμέρας ἐγέννησε τὴν Ἀνθήν, ἐσκέπτετο νὰ κάμῃ πομπώδη τὸν γάμον της. Τὸν ἰδικόν της γάμον εἶχε κάμει κατὰ τὰ ἔτη τῆς ἐπαναστάσεως, νύκτα κι ἐντὸς ὀρεινοῦ ἐρημοκκλησίου, ὅπου ἔτυχε νὰ εὑρεθῇ ἡ οἰκογένειά της μετ’ ἄλλων φυγάδων. Ἐπειδὴ δὲ εἰς τὸ ἀφελὲς πνεῦμά της οἱ πομπώδεις γάμοι ἐξήσκουν ἐπέραστον γόητρον κι ἐπειδὴ εἶνε σύνηθες εἰς τὸν ἄνθρωπον νὰ ἱκανοποιῇ τὴν ἰδικήν του ἀτυχίαν διὰ τῆς εὐτυχίας τοῦ τέκνου του, ἀνέμενε νὰ παρηγορηθῇ διὰ τοῦ γάμου τῆς κόρης της… Ἄ! θὰ τὸν κάμῃ ποὺ νἀφίσῃ ἐποχήν· νὰ λέγουν «σὰν τῆς Στριμμενοπούλας τὸν γάμον!…». Διὰ τοῦτο τώρα ἐλυπεῖτο ἡ γραῖα, ποὺ ἠναγκάζετο νὰ τὸν κάμῃ νύκτα, δίχως προσκλήσεις, δίχως πομπήν, ὡς νὰ ὑπάνδρευε καμμίαν χήραν. Ἀλλὰ τί νὰ γίνῃ; ἠδύνατο νὰ κάμῃ ἀλλέως; Μάννα καὶ θυγάτηρ εἶχον τὴν αὐτὴν τύχην!… Καὶ ἐδάκρυζαν τὰ μαραμμένα μάτια της, ἐνῷ ἡτοίμαζε τὰ στέφανα καὶ τὰς λαμπάδας, ὡς νὰ ἡτοίμαζε τὰ χρειώδη μιᾶς κηδείας.

Ὁ κὺρ Παναγιώτης ὅμως δὲν ἐζαλίζετο ἀπὸ τοιαύτας ἰδέας. Χθὲς ἀνακύψας αἴφνης ἀπὸ τῶν ἐμπορικῶν του καταστίχων ἔβλεπεν ὅτι εἶχεν ἐπὶ τῶν νώτων βαρὺ φορτίον, τὸ ὁποῖον ἤθελε νὰ φορτώσῃ ἐπὶ τῶν ὤμων ἄλλου, ὅσον ἦτο δυνατὸν γρηγορώτερα. Δὲν ἐφρόντιζεν, ἄν θ’ ἀπηλλάσσετο αὐτοῦ μετ’ ἐπιδείξεως ἤ μή· ἤρκει ὅτι θ’ ἀπηλλάσσετο. Κι ἐγέλα μακαρίως διὰ τὰς ἀδυναμίας τῆς γυναικός του κι ἔλεγε διὰ νὰ τὴν παρηγορήσῃ:

− Ἔ, σώπα, καϋμένη γριά! Νὰ ζήσουν τὰ παιδιά μας καὶ κάνουμε καθὼς θέλεις τῶν ἐγγονιῶν μας τὸ γάμο.

− Ἄν ζήσουμε· ἀπήντα ἐκείνη μελαγχολικῶς.

Τὴν Κυριακὴν τὸ ἑσπέρας ὁ γάμος τῆς Ἀνθῆς καὶ τοῦ Νικολοῦ ἔγινε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Στριμμένου. Ἀλλ’ ἦτο τελετὴ ἀπὸ ἐκείνας τὰς πενθίμους καὶ ὀχληράς, ὅπου ἡ χαρὰ διστάζει νὰ φανῇ διὰ νὰ μὴ κινήσῃ τὴν χλεύην· ὅπου αἱ εὐχαὶ ἐκφράζονται δειλῶς ἐκ φόβου μὴ συναντήσουν ψυχρότητα· ὅπου κάθε λόγος καὶ κάθε βλέμμα παρεξηγεῖται. Ἦτο τελετὴ ἀπὸ ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι βραδέως, ἀπροθύμως ἀρχίζουν καὶ ἐν σπουδῇ τελειώνουν· εἰς τὰς ὁποίας οἱ προσκαλεσμένοι κουράζονται καὶ βλέπουν πρὸς τὴν θύραν, πρὸς τὸν δρόμον, ἕτοιμοι νὰ πεταχθοῦν ἔξω, ν’ ἀποτινάξουν τὴν ἀσφυξίαν. Τελετὴ τέλος, ἡ ὁποία γίνεται διὰ νὰ κρύψῃ ἕν αἶσχος, νὰ τὸ ἐξαγνίσῃ διὰ τοῦ κύρους της!… Ἀργὰ ἀνέβησαν τὴν σκάλα οἱ συγγενεῖς· ἀργότερον ἀκόμη ἀσθμαίνων καὶ μισογογγύζων ὁ γέρων ἐφημέριος μετὰ μικροῦ παιδίου, φέροντος ὑπὸ τὴν μασχάλην τὸ πετραχήλι καὶ τὸν Ἀπόστολον. Ψιθυρισμοὶ ἠκούσθησαν· σάλος τις ἐλαφρὸς καὶ μετ’ ὀλίγον πυροβολισμός, ριφθεὶς ἐξ ἑνὸς παραθύρου, ἀνήγγειλεν εἰς τοὺς κατοίκους τῆς κωμοπόλεως ὅτι ὁ Νικολὸς Πικόπουλος καὶ ἡ Ἀνθὴ Στριμμένου εἶχον ἑνωθῇ ἀρρήκτως ἐνώπιον τοῦ βωμοῦ.

…………………………………………………………………………………………..

           

        − Ρε, τι κλαις σα γυναίκα; Θες να πάμε να την κλέψουμε!…

Ο Γιώργης έπαυε τότε την αγανάκτησίν του· εστήλωσε εις το κενόν τα μάτια, ως να εσύναζεν ιδέας, κ’ αίφνης απήντα με το αφηρημένον ήθος ιδανιστού:

− Τώρα πια, τι να την κάμω!…

Δεν θ’ απέστεργε την απαγωγήν, αν η Ανθή ήτο ακόμη παρθένος. Αλλ’ υπανδρεμένη πλέον εγνώριζε, με όλην την ορμήν της αγάπης του, ότι δεν θα του έφερε την ποθητήν ευτυχίαν.

Ο Βρανάς ανεκουφίζετο μεγάλως ακούων τας κατηγορίας των συναδέλφων του εναντίον της οικογένειας Στριμμένου [= η πατρική οικογένεια της Ανθής]. Πολλάς εκ τούτων εύρισκεν ανυπάρκτους, τινάς αδίκους, άλλας μωράς. Δεν είχεν όμως ποτέ την υπερηφάνειαν να ελέγξη τους συκοφάντας, να υπερασπισθή τους αδικουμένους. Όχι· άφινε τουναντίον να λέγουν ό,τι θέλουν. Ηύχετο μάλιστα ενδεχομένως να γίνωνται πιστευτά και κάποτε συνέτεινε προς τούτο περιβάλλων δια μειδιάματος ελαφρού ή καγχασμού παραδόξου τας καταγγελίας οιονεί επισημοποιών κι επικυρώνων αυτάς. Α! η δυσφημία του ονόματος της Ανθής ήτο απόλαυσις γλυκεία δια την ψυχήν του νεανίου. Την επεζήτει πανταχού, εις τα κρασοπωλεία και τα μαγειρεία, εις τας αυλείους συναθροίσεις των γυναικών και εις των γραϊδίων τους φλυάρους ομίλους…

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου    

Φιλόλογος – Θεατρολόγος

———————————————————

[1]               Εν προκειμένῳ τα χωρία αντλούνται από την έκδοση της «Νεοελληνικής Βιβλιοθήκης» του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη. Συγκεκριμένα  Ανδρέα Καρκαβίτσα «Η λυγερή», Εισαγωγή και Φιλολογική Επιμέλεια Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, Αθήνα 1994.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ