Από το έθος στον «καταναλωτικό εθισμό»
Κοινωνικές προεκτάσεις της εορταστικής περιόδου
Γράφει ο Κωστής Χαλάτσης*
Το «Πνεύμα» των Χριστουγέννων
Η ημερολογιακή περίοδος του δευτέρου, κυρίως, 15νθημέρου του Δεκεμβρίου και μέχρι περίπου και το πρώτο 10ήμερο του Γενάρη της κάθε νέας χρονιάς αποτελεί μια μοναδικής σημασίας χρονολογική καμπή στους συνήθεις ρυθμούς κάθε κοινωνίας στον πλανήτη, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής.
Και η τελευταία υπογράμμιση «και της ελληνικής», καθόλου περιττή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, γιατί σαφώς η αναφορά μας έχει να κάνει με την κλασσική εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, πάγιων εορτών που ενώ δεσπόζουν αιώνες τώρα στο παγκόσμιο προσκήνιο, ίσως μέχρι τουλάχιστον πριν μια δεκαετία, στην Ελλάδα ειδικότερα θα μπορούσαμε να διακρίνουμε μια άλλη νοηματοδότηση τους. Και η διαφορά έγκειτο στο ότι για τον Έλληνα, τον γαλουχημένο με τα νάματα της
Ορθόδοξης πίστης και παράδοσης, ο κεντρικός άξονας της συγκεκριμένης εορταστικής περιόδου ήταν πάντοτε το γεγονός της γεννήσεως του Θεανθρώπου και γύρω από αυτόν κάθε προέκταση ή εορταστική έκφανση των ημερών είχε μια «δορυφορική» λειτουργία στην περιρρέουσα ατμόσφαιρά της χαράς και του πανηγυρισμού.
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ ΕΠΕΙΔΗ ΑΛΛΑΖΕΙ;
Χωρίς δηλαδή να παραθεωρείται ή να υποτιμάται η αναγκαιότητα της σηματοδότησης του εορτασμού με κάθε υλικό αγαθό και τρόπο, ένεκεν της τέρψης και της ευφροσύνης που ασφαλώς πρέπει να χαρακτηρίζουν την κάθε γιορτή, η ίδια η ουσία της εορταστικής περιόδου ήταν το γεγονός της ενανθρωπήσεως του ίδιου του Θεού κάτι που σημαίνει, όχι απλώς ένα ιστορικό γεγονός που έλαβε χώρα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή και έκτοτε τιμάται παγκοσμίως αλλά κάτι ριζικά διαφορετικό. Και αυτή η διαφορετικότητα δεν είναι άλλη από τις νέες οντολογικές προοπτικές που έδωσε ο ερχομός του Χριστού σε κάθε άνθρωπο αυτού του πλανήτη. Δηλαδή η προοπτική ο άνθρωπος να γίνει – κατά Χάριν – Θεός βιώνοντας στην ίδια του τη ζωή, πέρα από τις κοσμικές εορταστικές αναφορές, τα καθημερινά δικά του Χριστούγεννα, το καθημερινό δικό του Πάσχα – Σταυρό και Ανάσταση – στην αρένα του προσωπικού καθημερινού αγώνα. Και βέβαια ένας τέτοιος καθημερινός αγώνας του ανθρώπου δε θα μπορούσε να αυτονομηθεί έξω από τον παραδοσιακό μυστηριακό χώρο της εκκλησιαστής κοινότητας, όπου εκφαίνονται και διενεργούνται οι ενέργειες του ίδιου του Τριαδικού Θεού. Σε ένα τέτοιο πλέγμα οι Έλληνες βίωναν, είτε ήταν μορφωμένοι είτε όχι, το λεγόμενο πνεύμα των Χριστουγέννων μέχρι πριν μερικά χρόνια. Δηλαδή, δια των Χριστουγέννων ο κόσμος γιόρταζε την εν δυνάμει και εν ενεργεία αλλαγή του. Σήμερα όμως τι ακριβώς συμβαίνει;;;
«ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ»
Με όλο και περισσότερη θλίψη και γόνιμο προβληματισμό – για τους καλοπροαίρετα σκεπτόμενους και «ανήσυχους» – διαπιστώνουμε στη δεκαετία του «Μιλένιουμ» ότι προωθείται μεθοδικά και στρατευμένα και κυρίως δια των «κοσμοκρατορικών» ΜΜΕ η αντικατάσταση των ευχών «Καλά Χριστούγεννα» ή «Καλό Πάσχα» με το άχρωμο, άγευστο και άοσμο «Καλές Γιορτές». Όλα δε, δείχνουν έναν μεθοδευμένο και καλά σκηνοθετημένο τεχνητό αποπροσανατολισμό του μέσου πολίτη – που δεν αποτελεί πλέον για τον κόσμο τούτο πρόσωπο – αλλά αριθμοποιημένη καταναλωτική μονάδα, από το πραγματικό πνεύμα και περιεχόμενο του εορτασμού στη. «συσκευασία» του. Μια συσκευασία όμως, που όσο εντυπωσιακή, «χαρούμενη» ή και «γκλαμουράτη» κι αν είναι, δε παύει να είναι κούφια και το κυριότερο μη ζωηφόρα, αφού δεν έχει μέσα της Χριστό αλλά…Πρωτοχρονιά, με χιόνια και λαμπιόνια. Και ιδού η ειρωνεία αλλά εμμέσως και η βλασφημία της ίδιας της μετανεωτερικής Ιστορίας: Ο κόσμος τούτος δεν γιορτάζει πια την «χρυσή» ευκαιρία της ριζικής του ανακαίνισης, που σπάζει με τη χάρη του Θεού ρηξικέλευθα τα χωροχρονικά δεσμά της βιολογκής ύπαρξης και άγει στην αιωνιότητα και την όντως ζωή – αυτό που η Εκκλησία ονομάζει Σωτηρία – αλλά την επανάληψη μιας χρονικής εναλλαγής και ανανέωσης ενός βιολογικού κύκλου της κτίσης που κινείται απλώς μεταξύ γέννησης, γήρανσης και θανάτου, από καταβολής κόσμου και ορόσημο αυτής της «καταθλιπτικής» ανακύκλισης είναι η 1η Ιανουαρίου της κάθε χρονιάς!
Η γιαγιά και ο παππούς στο χωρίο, μέχρι πριν λίγα χρόνια, που δε γνώριζαν τα ακαδημαϊκά βάθη της Ορθόδοξης Θεολογίας, κρατούσαν όμως τη μικρή Σαρακοστή των Χριστουγέννων, ένιωθαν (βίωναν) ως μυσταγωγία την κρεοφαγία ανήμερα των Χριστουγέννων, όχι επειδή στερήθηκε ο γευστικός τους κόσμος για μερικές μέρες συγκεκριμένες τροφές, αλλά επειδή ακριβώς συνέχαιρε μέσα τους βιωματικά και μυστικά ο υλικός άνθρωπος με τον πνευματικό για τη γέννηση του Θεανθρώπου που ήταν μια πράξη οντολογικά γινόμενη στην εκάστοτε Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία. Ένιωθαν το «Σήμερον γεννάται» και όχι πριν 2011 χρόνια στις 25 Δεκεμβρίου.
Αντίθετα σήμερα οι παραδόσεις και τα έθιμα που και στην Ελλάδα διέρχονται μια άνευ προηγουμένου κρίση, από το ζωοποιό έθος της εορτής περάσαμε στο ζωώδη εθισμό του καταναλωτισμού.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΣΜΟ ΣΤΟ «ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΟ»
Οι επιταγές του μεταμοντέρνου υλιστικού κόσμου για την εξασφάλιση μιας μονοσήμαντης – αποπνευματοποιημένης – ευμάρειας καταναλωτικών αγαθών και των αναγκαίων προϋποθέσεων για τον διαρκή πολλαπλασιασμό τους οδηγεί σταδιακά και γοργά την ανθρωπότητα σε μια απόλυτη σαρκική υποδούλωση, περιβεβλημένη ωστόσο με το ένδυμα της τεχνολογικής προόδου και εντέλει της εξάρτησης από αυτήν.
Εδώ ακριβώς υφίσταται και η μεγάλη ιστορική παρεξήγηση ή και παρερμηνεία των προφητικών κειμένων και υπομνηματισμών των αγιογραφικών και πατερικών συγγραμμάτων. Η Αποκάλυψη του Ιωάννη για παράδειγμα, που ειδικότερα στο 13ο κεφάλαιό της καταφανέστατα προτυπώνει τα σημεία των καιρών που βιώνουμε αυτή την εποχή σχετικά με τις εξελίξεις που αφορούν την αριθμοποίηση του σύγχρονου ανθρώπου και τις καταναλωτικές του εξαρτήσεις από τη «θεοποιημένη» μηχανή και το «δαιμονικό» αριθμό 666, αποδεικνύει ότι ο Θεός δεν προόρισε ποτέ καμία σύγχρονη κοινωνία να υποδουλωθεί σε κανέναν Αντίχριστο.
Απλώς μέσα στην παγγνωσία του αποκάλυψε δια των Αγίων του και των Θεόπνευστων συγγραμμάτων τους ότι ο σύγχρονος άνθρωπος, χάνοντας σταδιακά ολοένα και περισσότερο τη χάρη του Θεού και του εν Χριστώ περιεχομένου της ζωής του σε κάθε πτυχή της, θα έφτανε κάποτε με μαθηματική ακρίβεια να προσκυνήσει τις θεοποιημένες από τον ίδιο υλικές ανάγκες του που με την αλματώδη τεχνολογική πρόοδο, η μόνη ικανοποίηση τους θα περνούσε μέσα από τη χρήση ενός αριθμού που υποστατικά στηρίζει τη στοιχειώδη τεχνολογική λειτουργία του σημερινού μας πολιτισμού. Μια τέτοια προοπτική όμως για το σημερινό και αυριανό άνθρωπο και δη τον Ορθόδοξο νεοΈλληνα μόνο δαιμονική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη γενιά του και τις επερχόμενες γενιές!
* Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε το 2010 στην Εφημερίδα “ΕΠΙΚΑΙΡΑ” της Ημαθίας και αναδημοσιεύεται στη “ΦΑΡΕΤΡΑ” για λόγους επικαιρότητας και εποχικότητας