Λογοτεχνία

Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης “Το θαύμα”

Το Σκοτάδι ήταν θολό και βουβό. Κάπου κάπου όμως, μέσα στη μαύρη θολούρα, ξεχώριζαν κάποιες σκιές. Άλλοτε, ακούγονταν κάποιοι μακρινοί μπερδεμένοι θόρυβοι, από πολύ μακριά, πολύ μακριά.

Κάποτε το σκοτάδι φωτίστηκε, κι έγινε μια φωτεινή ομίχλη. Μαζί ήρθαν και οι φωνές. Φωνές; Τί είναι οι φωνές; σκέφτηκε. Ήξερε κάποτε. Προσπάθησε να θυμηθεί, μα ο ορυμαγδός των ήχων γύρω του δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί. Δεν ΤΟΝ άφηνε να συγκεντρωθεί; Ποιόν; Ήξερε κάποτε, μα τώρα το μυαλό του (το ποιό του;) δεν ήθελε να τού πει.
Ύστερα, έτσι ξαφνικά όπως ήρθαν, το φώς και οι φωνές εξαφανίστηκαν, κι ήταν πάλι Σκοτάδι, θολό και βουβό Σκοτάδι.

«…Αγάπη μου, μ’ ακούς; Η Ελπίδα είμαι. Μ’ ακούς; Αν με ακούς κούνησε τα βλέφαρά σου. Κούνα τα για χάρη μου Αγάπη μου… Μη μού Φύγεις… Σ’ Αγαπώ… Αγάπη μου… Είμαστε όλοι εδώ δίπλα σου, σε λατρεύουμε, και περιμένουμε να γίνεις γρήγορα καλά και να έρθεις πάλι κοντά μας…».
Σιωπή. Κι ύστερα ήχος πνιχτών αναφυλλητών… «Καλύτερα να τον αφήσετε μόνο του τώρα, να αναπαυτεί… Έτσι και αλλιώς το επισκεπτήριο τελειώνει σε λίγα λεπτά »… Και τ’ αναφυλλητά απομακρύνονται, αφήνοντας ανάμεσά τους να ξεφεύγει πού και πού η λέξη «Αγάπη μου»… Ώστε αυτό ήταν λοιπόν το όνομά του; Και η Ελπίδα; Ποιά ήταν; Σκοτάδι.

«Εδώ έχουμε έναν άντρα 42 ετών σε κώμα, με βαριά εγκεφαλική βλάβη και βαριά υψηλή κάκωση νωτιαίου μυελού, μετά από αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Δυστυχώς ακόμα κι αν ποτέ επανέλθει από το κώμα, δεν θα ξαναπερπατήσει ποτέ. Και το που ζεί είναι ένα θαύμα- αν κάποιος τραβούσε αυτήν εδώ την μπρίζα, δεν θα επιβίωνε για πάνω από τρία λεπτά. Για πες μου Παπαδοπούλου, ποιά η διαφορά Παραπληγίας και Τετραπληγίας;»
«Στην Παραπληγία έχουμε παράλυση μόνο των κάτω άκρων, ενώ στην Τετραπληγία έχουμε πλήρη παράλυση όλων των άκρων»
«Φυσικά. Και από ποιό επίπεδο και πάνω έχουμε τετραπληγία, Συμεωνίδη;»
«Από το Α3 Κύριε Καθηγητά»
«Μπράβο Συμεωνίδη, πολύ σωστά. Για ρίξε τώρα μια ματιά σε αυτές εδώ τις εξετάσεις Πορφύρη, και πές μας, πόσες Ελπίδες έχει ο Ασθενής αυτός να ξαναχρησιμοποιήσει τα χέρια του;»
«Μόνο αν γίνει ένα Θαύμα, Κύριε Καθηγητά. Με τέτοια ζημία στο Νωτιαίο Μυελό, η Τετραπληγία είναι βέβαια.»
«Και έχεις φυσικά κι εσύ απόλυτο δίκιο. Πολύ διαβασμένοι μού ήρθατε σήμερα, μπράβο σας παιδιά.Μελετήστε για αύριο τις μαγνητικές του εγκεφάλου του, θα σάς εξετάσω.»
Σκοτάδι.

Σκοτάδι πάλι. Αλλά όχι βουβό. Άκουγε τώρα τους μονότονους ήχους των πολύπλοκων μηχανημάτων γύρω του, που τον κρατούσαν ζωντανό. Άκουγε και τους Νοσηλευτές που ζουζούνιζαν πάνω κάτω όλο το 24ωρο, και τα κουτσομπολιά τους στη νυχτερινή βάρδια, και τις επισκέψεις των Γιατρών, και τους Αγαπημένους του, που έρχονταν ένας ένας, για πολύ λίγο, στο σύντομο Επισκεπτήριο της Εντατικής. Είχε θυμηθεί και την Ελπίδα, την Αγαπημένη του Ελπίδα, και όλους τους άλλους. Είχε θυμηθεί ακόμα και τον εαυτό του- ποιός ήταν… Πρίν.
Δεν μπορούσε όμως να μιλήσει, ούτε καν τα βλέφαρά του να κουνήσει, όπως τού ζητούσε επανειλημμένα, και όλο και πιο απελπισμένα, η Ελπίδα. Το Σώμα του αρνούνταν να υπακούσει στις Εντολές του Μυαλού του. Το Θαύμα που περίμεναν όλοι αργούσε. Και οι γιατροί στις επισκέψεις τους, ακούγονταν όλο και πιο δυσοίωνοι, όλο και πιο αρνητικοί στην Πρόγνωσή τους. Στην καλύτερη περίπτωση, έλεγαν, αν επιζούσε από την κακή θρέψη, τη μυική ατροφία, τα έλκη των κατακλίσεων, και τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, θα ήταν για όλην την υπόλοιπη ζωή του ένα φυτό, που ίσως – ίσως – θα μπορούσε να επικοινωνήσει με τους άλλους ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του. Αυτή ήταν η Πρόγνωση. Καμμία Ελπίδα. Εκτός αν γινόταν κάποιο Θαύμα…
Καμμία Ελπίδα.

Την Ελπίδα σκεφτόταν την ώρα που άπλωνε το αριστερό του χέρι, ως εκ Θαύματος, και έβγαζε την μπρίζα. Πόσο θα καταστρεφόταν η ζωή της, και όλων των υπόλοιπων, αν άνοιγε επιτέλους τα μάτια του, και επέστρεφε στο σπίτι, ένα φυτό μέσα σε μια μακρόστενη γλάστρα. Ένα φυτό που για να συνεχίσει ν’ ανοιγοκλέινει τα μάτια του, έχει ανάγκη από ένα βουνό μηχανήματα, και από άπειρη ανθρώπινη φροντίδα. Ένα ανθρώπινο φυτό που θα ρουφάει, σαν βαμπίρ, την Ενέργεια όλων των Αγαπημένων του, που θα τους δηλητηριάζει τη Ζωή, μόνο και μόνο για να μπορεί ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια του. Σκεφτόταν το διαλυμένο του σώμα ν’ ατροφεί και να γεμίζει δυσώδεις πληγές, τους Αγαπημένους του να τον περιποιούνται, να τον καθαρίζουν, να πληρώνουν γιατρούς και νοσηλευτές και αναλώσιμα και φάρμακα και και και, για να μπορεί εκείνος ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια του. Σκεφτόταν τις άπειρες ώρες του Σκοταδιού και της Σιωπής, το μπλίνκ μπλίνκ των μηχανημάτων, σκεφτόταν την Κόλαση των Σκέψεων ακι των Αναμνήσεων.
Και άπλωσε το παράλυτό του χέρι, και τράβηξε – ώ του Θαύματος!- την μπρίζα.

Φυσικά, κανείς δεν διανοήθηκε καν πως θα μπορούσε να πρόκειται για ένα Θαύμα. Η ΕΔΕ που διατάχτηκε δεν μπόρεσε να βγάλει κάποιο λογικό πόρισμα. Οι Νοσηλευτές της βάρδιας κάλυψαν απόλυτα ο ένας τον άλλο, οι μαρτυρίες τους επιβεβαιώθηκαν απόλυτα από τις κάμερες ασφαλείας, και δεν υπήρχε έτσι κι αλλιώς την ώρα του Συμβάντος κανένας άλλος στον Θάλαμο της Εντατικής, δηλαδή κανένας άλλος που θα μπορούσε να σταθεί όρθιος, να πάει δίπλα στον ασθενή, και να τού τραβήξει την μπρίζα. Αστοχία υλικού δεν νοούνταν, αφού τα πάντα επαναλειτούργησαν κανονικά, όταν η μπρίζα ξαναμπήκε στη θέση της.
Κι έτσι η υπόθεση μπήκε στο Αρχείο σαν ένα Ανεξήγητο, Μυστηριώδες Περιστατικό. Οι Συγγενείς βέβαια δεν πείστηκαν, μίλησαν αμέσως για εγκληματική αμέλεια, και αργότερα για συγκάλυψη, οι Ρομφαίες των εξειδικευμένων Ιατροφάγων Δικηγόρων πήραν φωτιά, και η υπόθεση βρίσκεται ακόμα στα Δικαστήρια.
Οι Άνθρωποι, βλέπετε,
δεν πιστεύουν πια στα Θαύματα.

………………

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας