“Κοινωνιογλωσσολογικές διαστάσεις της Ποντιακής διαλέκτου” / γράφει ο Άρης Ορφανίδης
Λόγοι υποχώρησης της Ποντιακής
Η Ποντιακή διάλεκτος βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης λόγω μιας σειράς αλληλένδετων παραγόντων που αποδυναμώνουν τη λειτουργικότητα και τη βιωσιμότητά της

Ο πρώτος λόγος είναι η συμπίεση των πεδίων χρήσης της. Ενώ παλαιότερα η διάλεκτος ήταν παρούσα σε πολλούς χώρους χρήσης – οικογένεια, αγορά, θρησκευτική ζωή, εκπαίδευση της κοινότητας – σήμερα περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην οικογενειακή σφαίρα και σε τελετουργικά συμφραζόμενα, όπως οι πολιτιστικοί σύλλογοι, τα γλέντια και τα τραγούδια. Αυτό σημαίνει ότι η γλώσσα έχει χάσει την πολυλειτουργικότητά της και πλέον επιβιώνει ως σύμβολο ταυτότητας παρά ως πλήρες εργαλείο καθημερινής επικοινωνίας.
Ο δεύτερος λόγος είναι η χαμηλή διαγενεακή μετάδοση. Οι μεγαλύτερες γενιές συνεχίζουν να γνωρίζουν και να χρησιμοποιούν την Ποντιακή, αλλά η αλυσίδα διακόπτεται στα παιδιά και τους νέους. Η γλώσσα συχνά δεν μεταδίδεται πλέον ως «μητρική» στο σπίτι, αλλά τα παιδιά τη συναντούν μόνο παθητικά, μέσω παππούδων-γιαγιάδων ή μέσω τραγουδιών και αφηγήσεων. Αυτό έχει ως συνέπεια να υπάρχει κατανόηση χωρίς ενεργό χρήση, κάτι που οδηγεί μακροπρόθεσμα σε γλωσσικό θάνατο, καθώς χωρίς νέους φυσικούς ομιλητές δεν μπορεί να συνεχιστεί η ζωντανή μετάδοση.
Ο τρίτος λόγος αφορά τις αντιφατικές στάσεις και στερεοτυπικές προκαταλήψεις απέναντι στη διάλεκτο. Από τη μία, για δεκαετίες η Ποντιακή θεωρήθηκε «χωριάτικη» και «λανθασμένη» σε σύγκριση με την Κοινή Νεοελληνική, δημιουργώντας γλωσσική ανασφάλεια και ενοχικότητα στους ομιλητές. Υπό το βάρος επίσης της πεποίθησης ότι η εκμάθηση της Ποντιακής θα «άφηνε πίσω» τα παιδιά στα σχολικά μαθήματα και στη σωστή και πλήρη εκμάθηση της κοινής Νεοελληνικής αλλά και στην ομαλή σχολική και κοινωνική ένταξη και αποδοχή, η διάλεκτος υπέστη υποχώρηση. Απ’ την άλλη, όμως, συνδέθηκε ισχυρά με την πολιτιστική μνήμη, την ιστορία του Πόντου και την υπερηφάνεια της προσφυγικής ταυτότητας. Έτσι, οι Πόντιοι μπορεί να αποφεύγουν να τη μιλούν σε δημόσια σφαίρα, αλλά να καμαρώνουν όταν την ακούν σε τραγούδια ή σε τελετουργικά συμφραζόμενα. Αυτή η αντίφαση περιορίζει την πλήρη αποδοχή και ενισχύει τη μετατροπή της σε εθνοσύμβολο αντί σε καθημερινό μέσο επικοινωνίας.
Ο τέταρτος λόγος είναιι η έλλειψη θεσμικής προστασίας. Η Ποντιακή δεν διδάσκεται συστηματικά στο σχολείο και δεν υπάρχει κρατική πολιτική για την υποστήριξή της. Η επιβίωσή της εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την οικογενειακή μνήμη και την εθελοντική δράση πολιτιστικών συλλόγων. Αυτό την καθιστά ευάλωτη, γιατί χωρίς θεσμικά στηρίγματα (εκπαιδευτικά, πολιτιστικά, νομικά) η μετάδοσή της εξαρτάται μόνο από την καλή θέληση ορισμένων κοινοτήτων και όχι από οργανωμένες δομές.
Τέλος, ο πέμπτος λόγος είναι η έντονη επαφή με κυρίαρχες γλώσσες. Ιστορικά, στον Πόντο η διάλεκτος βρισκόταν σε επαφή με την τουρκική και άλλες τοπικές γλώσσες, ενώ μετά την εγκατάσταση στην Ελλάδα ήρθε αντιμέτωπη με την Κοινή Νεοελληνική. Και στις δύο περιπτώσεις, η κυρίαρχη γλώσσα είχε πολύ μεγαλύτερο κύρος και θεσμική δύναμη, με αποτέλεσμα η Ποντιακή να υποχωρεί σταδιακά. Σήμερα, η Κοινή Νεοελληνική καλύπτει όλους τους επίσημους τομείς της ζωής, ενώ η Ποντιακή περιορίζεται σε ιδιωτικές και συμβολικές χρήσεις. Η ανισορροπία αυτή ενισχύει τη γλωσσική μετατόπιση και δυσκολεύει την καθημερινή λειτουργικότητα της διαλέκτου.
Συνολικά, οι πέντε αυτοί παράγοντες αλληλοτροφοδοτούνται: η απουσία θεσμικής προστασίας επιτρέπει τη μείωση των πεδίων χρήσης (επικοινωνιακών πλαισίων), η χαμηλή μετάδοση αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο τη χρήση, οι αντιφατικές στάσεις εμποδίζουν τη θετική ταυτότητα γύρω από τη διάλεκτο και η πίεση από τις κυρίαρχες γλώσσες επιταχύνει τη διαδικασία. Το αποτέλεσμα είναι μια γλώσσα που, αν και ισχυρά φορτισμένη πολιτισμικά, κινδυνεύει σοβαρά να περιοριστεί σε τελετουργική και εθιμική επιβίωση.

Ωστόσο, πέρα από αυτούς τους βασικούς παράγοντες, υπάρχουν και άλλοι συμπληρωματικοί που παίζουν καθοριστικό ρόλο. Η αστικοποίηση και η εσωτερική μετανάστευση οδήγησαν πολλούς Ποντίους να εγκατασταθούν σε μεγάλες πόλεις, όπου η χρήση της Ποντιακής περιορίστηκε καθώς προτεραιότητα δόθηκε στην αφομοίωση και ενσωμάτωση και στην κοινωνική ανέλιξη. Παράλληλα, το στίγμα που συχνά συνόδευσε την ποντιακή ταυτότητα, ιδιαίτερα μέσα από τα γνωστά ανέκδοτα που καλλιεργήθηκαν από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, ενίσχυσε τη ντροπή απέναντι στη γλώσσα και εμπόδισε πολλούς γονείς να τη μεταδώσουν στα παιδιά τους.
Ένας ακόμη ανασταλτικός παράγοντας είναι η έλλειψη ενιαίας γραπτής παράδοσης. Η Ποντιακή διατηρήθηκε κυρίως προφορικά, χωρίς κοινά αποδεκτή ορθογραφία και διδασκαλία, γεγονός που δυσκολεύει τη συστηματική μάθηση και την ακαδημαϊκή της καλλιέργεια. Σχετική είναι και η διάσπαση της ποντιακής κοινότητας σε πολλές τοπικές παραλλαγές, χωρίς ενιαίο πρότυπο, κάτι που περιορίζει την αίσθηση συλλογικής γλωσσικής ταυτότητας. Τέλος, η παγκοσμιοποίηση, με την έμφαση που δίνεται στις γλώσσες διεθνούς κύρους όπως η αγγλική, κάνει τις νεότερες γενιές να προτιμούν να επενδύσουν σε γλώσσες που υπόσχονται επαγγελματικά και κοινωνικά οφέλη, αφήνοντας την Ποντιακή σε δεύτερη μοίρα.
Έτσι, η συρρίκνωση της Ποντιακής δεν είναι τυχαία ούτε μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά αποτέλεσμα της συνδυαστικής δράσης εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων, οι οποίοι από κοινού περιορίζουν τη ζωντανή της παρουσία και την απειλούν με αργή μεν αλλά δυστυχώς βέβαιη -βάσει των σημερινών δεδομένων- σταδιακή εξαφάνιση.
Φωτογραφία: Το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, αρχές του 20ου αιώνα
–









































