Άρθρα Κοινωνία

Πότε θα μιλήσουμε επιτέλους για το δίκαιο των αθώων; Πότε;! / γράφει ο Άρης Ορφανίδης

Η εποχή μας είναι γεμάτη αντιφάσεις και καμία δεν είναι πιο ορατή από την επιλεκτική ευαισθησία με την οποία η διεθνής κοινότητα αντιμετωπίζει τον πόνο των λαών. Οι Πόλεμοι στην Ουκρανία και στη Γάζα καταλαμβάνουν καθημερινά τους τίτλους των ειδήσεων, ενώ η Κύπρος παραμένει μισό αιώνα κατεχόμενη χωρίς ιδιαίτερη διεθνή κινητοποίηση και οι σφαγές στην Αφρική και στην Αραβική χερσόνησο συχνά περνούν στα «ψιλά» της παγκόσμιας επικαιρότητας. Παιδιά εν μέσω βομβαρδισμών τρομοκρατούνται, λιμοκτονούν, πεθαίνουν από διακρατικές ή εμφύλιες πολεμικές συγκρούσεις ή στρατολογούνται βίαια σε πολέμους που δεν αποφάσισαν και δεν ευθύνονται τα ίδια, αλλά για τη μοίρα τους σπανίως θα χυθεί μελάνι στις εφημερίδες, θα πληκτρολογηθούν λόγια συμπαράστασης στα ψηφιακά μέσα ή θα ακουστεί αγανάκτηση στα κοινοβούλια. Κι όμως, αν υπάρχει μια αρχή που θα έπρεπε να ενώνει ολόκληρη την ανθρωπότητα, αυτή είναι το δίκαιο των αθώων: το δικαίωμα κάθε παιδιού και κάθε ανυπεράσπιστου να ζει μακριά από τη βία, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας ή γεωγραφίας. Κι όμως, κανείς δε μιλά γι’ αυτό.

Η πρώτη εξήγηση για αυτή τη σιωπή βρίσκεται στην ωμή πραγματικότητα της πολιτικής ισχύος. Τα κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί δεν κινούνται με βάση το δίκαιο των αθώων, αλλά με βάση τα συμφέροντά τους. Ένας πόλεμος που αφορά την Ευρώπη και αγγίζει τα σύνορα του ΝΑΤΟ, όπως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, προκαλεί παγκόσμια κινητοποίηση, κυρώσεις, στρατιωτική βοήθεια και πολιτικό θόρυβο. Αντιθέτως, όταν πρόκειται για τις αιματηρές συγκρούσεις στο Κονγκό, στο Σουδάν, στην Υεμένη ή στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, η Δύση παραμένει θεατής, εκτός αν εμπλέκονται κοιτάσματα και αγορές. Έτσι, η ζωή των αθώων γίνεται αντικείμενο επιλεκτικής αποτίμησης. Το δίκαιο που τους ανήκει εκ φύσεως καταπατάται από τον κυνισμό των ισχυρών.

Μια δεύτερη διάσταση είναι ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης. Στην εποχή της υπερπληροφόρησης και της παραπληροφόρησης δεν προβάλλεται οτιδήποτε, αλλά αυτό που «πουλάει». Η εικόνα μιας βομβαρδισμένης πόλης στην Ευρώπη έχει διαφορετικό επικοινωνιακό φορτίο από μια κατεστραμμένη καλύβα στην Αφρική. Ο «δυτικός θεατής» νιώθει ότι ταυτίζεται περισσότερο με τον Ουκρανό που χάνει το σπίτι του, παρά με τον Σουδανό που ξεριζώνεται από το χωριό του. Έτσι, η συμπόνια δεν κατευθύνεται με βάση την αντικειμενική ένταση της τραγωδίας, αλλά με βάση τη γεωγραφική και πολιτισμική εγγύτητα. Όμως το δίκαιο των αθώων δεν γνωρίζει γεωγραφίες ούτε φυλές· κάθε παιδί που σκοτώνεται έχει την ίδια αξία, κάθε δάκρυ έχει το ίδιο βάρος. Όταν η συμπόνια διανέμεται άνισα, προδίδεται αυτή η βασική ηθική αλήθεια.

Η περίπτωση της Κύπρου είναι χαρακτηριστική. Πενηνταένα χρόνια κατοχής, εκτοπισμού, δολοφονικών ενεργειών και καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν διεθνές ενδιαφέρον αντίστοιχο με αυτό που βλέπουμε αλλού. Η Τουρκία είναι πολύτιμος σύμμαχος για τη Δύση, γέφυρα με την Ανατολή, στρατιωτική δύναμη με καίρια γεωπολιτική θέση. Έτσι, το δράμα των Κυπρίων δεν «σηκώνει φωνές», παρά μόνο τυπικές δηλώσεις. Το δίκαιο των αθώων που χάθηκαν ή ζουν ακόμη πρόσφυγες στη γη τους δεν βρήκε ποτέ δικαίωση. Αντίστοιχα, η ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση συγκλονίζει τον κόσμο κατά περιόδους, αλλά και πάλι η διεθνής κοινότητα σπάνια υιοθετεί μια στάση που να υπερβαίνει τον κυνισμό των συμμαχιών. Κανείς δε μιλά πραγματικά για το δικαίωμα των παιδιών στη Γάζα ή στο Ισραήλ να ζουν μακριά από βόμβες, γιατί το βλέμμα παραμένει στραμμένο στη γεωστρατηγική σκακιέρα και στη διανομή της Ενεργειακής πίτας.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ένας κόσμος στον οποίο η βία κανονικοποιείται. Τα δελτία ειδήσεων και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης μετατρέπονται σε ένα μόνιμο σκηνικό αίματος, κι εμείς, ως θεατές, συνηθίζουμε στην εικόνα του νεκρού παιδιού ή της βομβαρδισμένης γειτονιάς. Η ανθρώπινη ευαισθησία, αντί να εντείνεται, φθείρεται. Στην ψυχολογία αυτό ονομάζεται απευαισθητοποίηση: όταν ο πόνος προβάλλεται διαρκώς, παύει να προκαλεί συγκίνηση. Έτσι, οι πόλεμοι παύουν να θεωρούνται εξαιρετικά γεγονότα και γίνονται «η νέα κανονικότητα». Και μέσα σε αυτήν την κανονικότητα, το δίκαιο των αθώων αργοπεθαίνει, πνιγμένο στη λήθη.

Αν το δούμε φιλοσοφικά, θα λέγαμε ότι βρισκόμαστε σε έναν κόσμο που δεν έχει βρει ακόμη το «κοινό δίκαιο». Ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη έθεσε το ερώτημα: υπάρχει δίκαιο ανώτερο από τους νόμους των ισχυρών; Η ηρωίδα αντιπαρατέθηκε στον Κρέοντα, υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν θεϊκοί και άγραφοι νόμοι που δεν μπορούν να καταλυθούν από την ανθρώπινη εξουσία. Στον σημερινό κόσμο, όμως, φαίνεται να κυριαρχεί μόνο το δίκαιο του Κρέοντα. Δεν υπάρχει ανώτερη αρχή που να επιβάλλει τον σεβασμό της ζωής παντού. Το μόνο που θα μπορούσε να σταθεί απέναντι σε αυτήν την αυθαιρεσία είναι το δίκαιο των αθώων, αλλά αυτό δεν έχει φωνή, γιατί οι αθώοι δεν έχουν δύναμη.

Η Καντιανή ηθική θα έλεγε πως κάθε άνθρωπος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως σκοπός καθεαυτός και όχι ως μέσο. Κι αν υπάρχει μια κατηγορία που το αξίζει περισσότερο, αυτή είναι οι αθώοι, τα παιδιά, οι άμαχοι. Όμως στην πράξη, οι άνθρωποι αυτοί γίνονται μέσα: μέσα διαπραγμάτευσης, εργαλεία πίεσης, αριθμοί σε στατιστικές. Ο Καντ θα αγανακτούσε βλέποντας την καθολικότητα του ηθικού νόμου να διαψεύδεται καθημερινά. Ο Λεβινάς θα έλεγε πως το πρόσωπο του άλλου με δεσμεύει σε ευθύνη και δεν υπάρχει πιο αμείλικτη μορφή ευθύνης από το βλέμμα ενός αθώου παιδιού που ζητά προστασία. Παρ’ όλα αυτά, το βλέμμα αυτό μένει αόρατο.

Πού οδηγεί όλο αυτό; Σε έναν κόσμο όπου η αδικία βαθαίνει και οι κοινωνίες διχάζονται. Οι πολίτες βλέπουν την υποκρισία των ηγεσιών τους, διαπιστώνουν ότι άλλα λέγονται και άλλα πράττονται και χάνουν την πίστη στους θεσμούς και στη δημοκρατία. Η αίσθηση ότι «οι ζωές δεν μετρούν το ίδιο» γεννά θυμό, αγανάκτηση και ριζοσπαστικοποίηση. Όταν οι νέοι σε μια χώρα της Μέσης Ανατολής ή της Αφρικής βλέπουν ότι η ζωή τους θεωρείται φθηνότερη από εκείνη ενός Ευρωπαίου, εύκολα πέφτουν θύματα ακραίων φανατικών ιδεολογιών. Έτσι, η προδοσία του δικαίου των αθώων δεν είναι μόνο ηθικό πρόβλημα· είναι και πολιτικό, καθώς θρέφει τον φαύλο κύκλο της βίας.

Η μόνη διέξοδος είναι μια νέα παγκόσμια ηθική, όχι ως αφηρημένη ιδέα, αλλά ως πρακτική στάση. Μια ηθική που θα θέτει την ανθρώπινη ζωή πάνω από τα σύνορα και τα συμφέροντα. Να  αναγνωρίσουμε ρητά ότι πάνω από κάθε συμμαχία, πάνω από κάθε γεωστρατηγική σκοπιμότητα, πρέπει να στέκει το δίκαιο των αθώων. Χρειάζεται να επαναφέρουμε την έννοια της οικουμενικής ευθύνης: ότι κάθε παιδί που σκοτώνεται στη Γάζα, στην Ουκρανία, στην Κύπρο ή στο Κονγκό είναι εξίσου σημαντικό. Χρειάζεται μια παγκόσμια εκπαίδευση στη συμπόνια, όχι ως ρομαντικό ιδεώδες αλλά ως πολιτική πράξη. Αν δεν γίνει αυτό, τότε θα συνεχίσουμε να ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι ισχυροί θα ορίζουν ποιοι θάνατοι «μετράνε» και ποιοι όχι.

Το ερώτημα «γιατί έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά» οδηγεί σε μια σκληρή και κυνική απάντηση: επειδή έτσι δομήθηκε ο κόσμος μας. Με γνώμονα το δίκαιο του ισχυρού και την αρχή του συμφέροντος πάνω από κάθε ανθρωπισμό και ηθική. Το αληθινό ερώτημα, όμως, είναι αν είμαστε πρόθυμοι να τον αλλάξουμε. Κι αυτό απαιτεί να ξεπεράσουμε τον κυνισμό, να αναγνωρίσουμε την ισότητα στην αξία της ζωής και να μην συμβιβαζόμαστε με το δίκαιο των ισχυρών. Αλλιώς, θα βαδίζουμε ολοένα και πιο βαθιά σε μια εποχή όπου οι θάνατοι θα μετρώνται όχι με βάση την ανθρωπιά, αλλά με βάση την αγορά. Και τότε δε θα χαθεί μόνο η δικαιοσύνη· θα χαθεί και η ίδια η συστατική έννοια και αντίληψη του Ανθρώπινου.

Σε κάθε εποχή, η ιστορία των κοινωνιών μας διδάσκει ότι η ισχύς καθορίζει το δίκαιο. Ο Θουκυδίδης, με τον ρεαλισμό του, παρατηρούσε ότι «οι ισχυροί κάνουν ό,τι μπορούν και οι αδύναμοι υποφέρουν ό,τι πρέπει». Στον σύγχρονο κόσμο, αυτό παραμένει αληθές: τα κράτη, οι διεθνείς οργανισμοί, ακόμη και οι πολιτικές και κοινωνικές δομές λειτουργούν κυρίως με γνώμονα το συμφέρον και όχι την ηθική υποχρέωση. Το αποτέλεσμα είναι ότι το δίκαιο των ισχυρών υπερισχύει, ενώ το δίκαιο των αθώων – τα παιδιά που πεθαίνουν, οι άμαχοι που εκτοπίζονται – μένει ανεκπλήρωτο και αόρατο.

Η φιλοσοφική βάση αυτού του φαινομένου μπορεί να εντοπιστεί στον συνδυασμό πραγματισμού και κυνισμού. Ο πραγματισμός οδηγεί τους ισχυρούς να αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως πεδίο στρατηγικών αποφάσεων, όπου η ηθική υποχωρεί μπροστά στην επιβίωση, την ισχύ και τα συμφέροντα. Ο κυνισμός έρχεται ως αποτέλεσμα της κανονικοποίησης της βίας: όταν οι κοινωνίες βλέπουν συνεχώς αδικίες που δεν μπορούν να διορθώσουν, η ευαισθησία τους αμβλύνεται. Τα παιδιά που πεθαίνουν σε πολέμους, οι άμαχοι που υποφέρουν από πείνα ή καταστροφές, γίνονται απλώς στατιστικά στοιχεία κα στοιβαγμένοι αριθμοί κι όχι ηθικά υποκείμενα που χρήζουν βοήθειας.

Αντίθετα, η έννοια του δικαίου των αθώων προτείνει μια διαφορετική ιεράρχηση αξιών. Κάθε αθώος, ανεξαρτήτως θέσης, γεωγραφίας ή εθνικότητας, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως σκοπός καθεαυτός. Ο Καντ έλεγε ότι η ανθρωπότητα σε κάθε πρόσωπο δεν πρέπει να γίνεται μέσο για συμφέροντα άλλων. Το δίκαιο των αθώων απαιτεί ακριβώς αυτή την καθολική θεώρηση: ότι η ζωή, η ασφάλεια και η αξιοπρέπεια κάθε παιδιού και κάθε αδύναμου δεν μπορούν να θυσιαστούν στο βωμό των συμφερόντων των ισχυρών.

Η ανατροπή του δίκαιου των ισχυρών δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά είναι εφικτή μέσα από τρεις βασικές προσεγγίσεις:

  1. Ηθική αφύπνιση της κοινωνίας: Οι πολίτες πρέπει να αποκτήσουν συνείδηση του ότι οι αδύναμοι έχουν ίση αξία. Η ευαισθησία δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, και η δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργεί μόνο για τους ισχυρούς. Αν η κοινωνία απαιτεί από τους ηγέτες της σεβασμό στο δίκαιο των αθώων, τότε οι πολιτικές ισχύος θα αναγκαστούν να προσαρμοστούν.
  2. Διεθνείς θεσμοί με ηθική δέσμευση: Ο ρεαλισμός και τα βέτο στα Ηνωμένα Έθνη δείχνουν ότι η τυπική εξουσία δεν αρκεί για να υπερασπιστεί τους αθώους. Χρειάζεται η καθιέρωση θεσμών που βασίζονται σε ηθικές αρχές, με πραγματική ικανότητα παρέμβασης για την προστασία των αδύναμων, χωρίς να υπολογίζονται αποκλειστικά τα συμφέροντα των ισχυρών κρατών.
  3. Παγκόσμια ηθική εκπαίδευση και κουλτούρα ευθύνης: Το δίκαιο των αθώων δεν υπερισχύει μόνο με νόμους, αλλά με την αλλαγή της συλλογικής συνείδησης. Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να βλέπουν τους αδύναμους και να νιώθουν ευθύνη για τη ζωή τους, όπως ο Λεβινάς προτείνει: το πρόσωπο του Άλλου καλεί σε φροντίδα και ευθύνη. Μόνο αν η ανθρωπότητα επανακαθορίσει τις αξίες της, μπορεί να προκριθεί μια ηθική τάξη που υπερβαίνει τον κυνισμό των ισχυρών.

Η υπεροχή του δικαίου του ισχυρού είναι προϊόν κοινωνικών, πολιτικών και ψυχολογικών συνθηκών, αλλά όχι φυσική ή αναπόφευκτη. Το δίκαιο των αθώων δεν είναι ουτοπία· είναι ηθικό ιδανικό που μπορεί να καθοδηγήσει αλλαγές τόσο στο επίπεδο των θεσμών όσο και στο επίπεδο της συλλογικής συνείδησης. Κάθε παιδί που πεθαίνει άδικα, κάθε αδύναμος που υποφέρει, αποτελεί κάλεσμα για να επαναπροσδιορίσουμε τι σημαίνει δίκαιο και ανθρώπινο.

Συνολικά, η ανατροπή της ισχύος που καθορίζει ποιος δικαιούται να ζει και ποιος όχι δεν γίνεται με στρατιωτικές νίκες ή συμφωνίες εξουσίας, αλλά με μια σταθερή ηθική δέσμευση να προστατεύουμε τους πιο αδύναμους. Το δίκαιο των αθώων είναι η μόνη αρχή που μπορεί να συγκρουστεί με τον κυνισμό των ισχυρών και να δημιουργήσει έναν κόσμο όπου η αξία της ζωής μετράει παντού και πάντα, ανεξάρτητα από συμφέροντα, γεωγραφία, φυλετικό χρώμα ή δύναμη.

Καιρός λοιπόν να διεκδικήσουμε το δίκαιο των αθώων…

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ