Αναγνώστες Λογοτεχνία

Γιώργος Σιώμος “Η Ελένη της Καλλιθέας”

Το μπροστινό μπαλκόνι μου βλέπει προς τον Κάμπο. Φάτσα μπροστά είναι ένα υπερυψωμένο τριώροφο με κατοικήσιμο τον πρώτο και γιαπί τους άλλους δύο ορόφους. Τριάντα τρία χρόνια το τρώω στη μάπα. Καρφί στο μάτι μου. Τον κάμπο τον βλέπω μέσα από τα ανοίγματα ανάμεσα από τις κολόνες του γιαπιού. Καλλιθέα σου λέει. Με τετραώροφες και πενταώροφες πολυκατοικίες η μία πάνω στην άλλη. Τέλειες κατοικίες για περιστέρια.

Στον πρώτο όροφο, έμενε μέχρι πριν από δύο χρόνια, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Κοντά στα ενενήντα και οι δύο. Ο άντρας, ήταν οικοδόμος κι όταν έχτισε το δικό του σπίτι, σκέφτηκε να ρίξει και τα μπετά για τους άλλους δύο ορόφους ώστε να ελαφρύνει το κόστος για τα παιδιά του όταν αποφασίσουν κι αυτά να χτίσουν.

Η Ελένη, η κυρία Ελένη, η γυναίκα του οικοδόμου, ως πόντια, έπαιρνε τη σκούπα και καθάριζε τον δρόμο όλον μπροστά και πέρα από το σπίτι της. Ακόμα και τα υπολείμματα, γύρω από τους κάδους των σκουπιδιών που παρατούσε το απορριμματοφόρο, τα μάζευε με προσοχή και με ψιθύρους για τη δουλειά των οδοκαθαριστών, τα πετούσε μέσα στον κάδο. Έλαμπε η γειτονιά.

Τα καλοκαίρια έβγαιναν στο μπαλκόνι, φάτσα με το δικό μου και κάθονταν. Έπιναν και τον καφέ τους. Όλη η γειτονιά μου ήταν αυτοί οι δύο. Χάζευαν με όλους τους ένοικους της δικής μας οικοδομής. Πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, όταν αυτοί θα ήταν ογδοντάρηδες, μια γριά με μαύρα ρούχα κάθονταν ανάμεσά τους. Στα κενά των συζητήσεων τραγουδούσε ποντιακά. Μετά από μια εβδομάδα εξαφανίστηκε. Ρώτησα ένα παιδί του ζεύγους, που είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη, για τη γριά. «Η γιαγιά μου είναι. Η μάνα της μάνας μου. Την κρατάει η άλλη κόρη της στην Κοζάνη».

Το καλοκαίρι το προπέρσινο, πέθαναν και οι δύο μες στην ίδια εβδομάδα. Ο «διορατικός» οικοδόμος τη σκαπούλαρε πριν καταβάλει δεκάρα αντιαισθητικού τέλους για τα γιαπιά που χάσκουν κοντά σαράντα χρόνια. Η κυρία Ελένη, που μας ξεβρώμιζε, έφυγε κι αυτή εντελώς αθόρυβα, λες και την πήρε ο άντρας της μαζί του για να την υπηρετεί κι εκεί. Η γριά είχε πεθάνει έναν χρόνο νωρίτερα. Εκατόν  τόσα και βάλε. Κι εγώ έμεινα χωρίς γειτόνους.

Γιώργος Σιώμος 12/1/2025

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ