“Η πρόληψη και η αποτροπή των βιαιοπραγιών στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας” / γράφει ο Αναστάσιος Βασιάδης
Το πρόσφατο επεισόδιο βιαιοπραγίας εναντίον ιατρού που εκδηλώθηκε πρόσφατα στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και έλαβε ιδιαίτερη δημοσιότητα, επαναφέρει στο προσκήνιο το ανησυχητικό φαινόμενο της καθημερινής κλιμάκωσης περιστατικών βίας εναντίον του προσωπικού που εργάζεται σε χώρους που παρέχονται υπηρεσίες υγείας.
Συνήθως η βία ασκείται εναντίον των ιατρών αλλά και εναντίον του νοσηλευτικού προσωπικού.
Τα συνήθη περιστατικά βίας εκδηλώνονται σε δημόσιους χώρους παροχής υπηρεσιών Υγείας, κυρίως στα νοσοκομεία και λιγότερο σε μονάδες παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Αυτοί που ασκούν την βία είναι συνήθως περιθωριακά άτομα, πρόσωπα εθισμένα σε ναρκωτικά ή ευρισκόμενα κάτω από έντονη συναισθηματική φόρτιση και ανυπόμονοι προσφεύγοντες που επιζητούν την άμεση εξυπηρέτηση τους χωρίς να αναμένουν.
Επισημαίνεται ότι η τρέχουσα οικονομική κρίση και τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που την συνοδεύουν, έχει αυξήσει κατακόρυφα τον αριθμό των προσφευγόντων στα νοσοκομεία πολιτών, χωρίς να υπάρχει το αναγκαίο προσωπικό, με συνέπεια να δημιουργούνται μεγάλες και πολύωρες σειρές αναμονής, με αποτέλεσμα τον έντονο εκνευρισμό.
Η βία που ασκείται εκδηλώνεται με λεκτικές επιθέσεις, με εκδηλώσεις ασέλγειας, μικροτραυματισμους, αλλά και σοβαρότερους τραυματισμούς.
Εξ όλων αυτών η λεκτική βία είναι το ίδιο επιβλαβής με τη σωματική και έχει συνέπειες σωματικές όπως κεφαλαλγίες, ιλίγγους, ψυχοσωματικά ενοχλήματα και αίσθημα κόπωσης.
Επίσης εκδηλώνονται επιπτώσεις συναισθηματικές όπως κατάθλιψη και σύνδρομο μετατραυματικού στρες.
Τέλος προκαλούνται επιπτώσεις συμπεριφοράς, όπως άρνηση για εργασία, επιθετικότητα και αύξηση καπνίσματος.
Η λεκτική βία εκφράζεται με ύβρεις, προσβολές, σαρκασμούς, ειρωνείες, απειλές, κυνισμό, υποτιμητικά ρατσιστικά ή σεξουαλικά σχόλια, που σκοπό έχουν να υποτιμήσουν το άτομο.
Η σωματική βία εκδηλώνεται με ραπίσματα, γρονθοκτυπήματα, λακτίσματα, βιαίες λαβές ακινητοποίησης, χρήση αμβλείων και αιχμηρών αντικειμένων, καθώς και χρήση οξέων υγρών.
Αποτέλεσμα αυτών είναι η εκδήλωση καταγμάτων δακτύλων, χειρών, ποδών, σπονδυλικής στήλης και πλευρών.
Επίσης κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις διαφόρων βαθμών, θλαστικά τραύματα, εκτεταμένα αιματώματα, τραύματα οφθαλμών και εγκαύματα.
Αναφέρονται δε και τραυματικές διακοπές κυήσεων.
Εξ όλων αυτών είναι επόμενο να υπονομεύεται ακόμα περισσότερο η ποιότητα παροχής υπηρεσιών προς τους πολίτες, από ένα Δημόσιο Σύστημα Υγείας που υφίσταται συνεχή υποβάθμιση.
Με την δημοσιοποίηση νέων περιστατικών βίας στους χώρους παροχής υπηρεσιών Υγείας, επισημαίνεται και πάλι η ανυπαρξία ενός θεσμοθετημένου κανονισμού καταγραφής, μελέτης, αποτροπής και διαχείρισης των περιστατικών αυτών, καθώς και η απουσία πιστοποιημένων οργάνων φύλαξης των χώρων Υγείας.
Το ιδιωτικό προσωπικό φύλαξης που κατά καιρούς προσλαμβάνεται, δεν έχει την εκπαίδευση που απαιτείται, ούτε και την αρμοδιότητα για την αποτελεσματική διαχείριση των περιστατικών βίας.
Η αστυνομία που καλείται, απομακρύνει πρόσκαιρα τον βιαιοπραγούντα από τον χώρο και υποδεικνύει στον αποδέκτη της βίας να κάνει προσωπική μήνυση και έτσι να υποβληθεί σε πολυέξοδες και χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες.
Το γεγονός ότι δεν υφίσταται μηχανισμός καταγραφής και διαχείρισης των καθημερινών περιστατικών βίας ούτε προβλέπεται η σύστασή του, εξηγεί και το φαινόμενο ότι δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία από τις αρμόδιες υπηρεσίες, αλλά αυτά αντλούνται από τις προσωπικές αναφορές των εργαζομένων στους χώρους υγείας και από τα αστυνομικά δελτία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Απαιτείται επομένως επιτακτικά η θεσμοθέτηση κανονισμού και υπηρεσίας διαχείρισης των περιστατικών βίας στους χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας.
Συγκεκριμένα προτείνεται:
1.Ίδρυση και λειτουργία υπηρεσιών διαχείρισης των περιστατικών βίας, που θα περιλαμβάνει την καθιέρωση παρατηρητήριου σε κάθε χώρο υγείας με διαδικτυακή σύνδεση.
2.Στελέχωση των υπηρεσιών αυτών με ειδικό προσωπικό καταγραφής, αντιμετώπισης και διεκπεραίωσης των περιστατικών, στο οποίο μεταξύ άλλων θα συμπεριλαμβάνονται, Κοινωνικός Λειτουργός, Ψυχίατρος, Δικηγόρος και Αστυνομικός.
3.Η λειτουργία των υπηρεσιών αυτών θα βασίζεται σε λεπτομερή κανονισμό διαχείρισης των περιστατικών βίας και καθιέρωση σχετικών πρωτοκόλλων.
Ενδεικτικά οι πρώτες ενέργειες από την εκδήλωση του περιστατικού βίας, η από την διαπίστωση σχετικής πρόθεσης, πρέπει να είναι:
Α. Ειδοποίηση της υπηρεσίας διαχείρισης, από τον δεχόμενο την άσκηση βίας ιατρό η νοσηλευτή, η από όποιον τρίτο αντιλαμβάνεται το περιστατικό η την πρόθεση.
Β. Απομάκρυνση του βιαιοπραγούντος από τον χώρο του επεισοδίου από ειδικό όργανο.
Γ. Μεταφορά του βιαιοπραγούντος σε ειδικό χώρο καταγραφής του περιστατικού βίας.
Δ. Καταγραφή του περιστατικού.
Ε. Περαιτέρω διαχείριση.
Επισημαίνεται ότι η διασφάλιση ενός νομοθετικού πλαισίου αλλά και η δυνατότητα καταγραφής καταγγελιών και διερεύνησης τέτοιων φαινομένων θα λειτουργήσει εποικοδομητικά στις εργασιακές συνθήκες, αφού θα δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας στους εργαζόμενους στους χώρους της Υγείας αλλά και αποτρεπτικά σε τέτοια φαινόμενα βίας λεκτικής, σωματικής και συναισθηματικής, σε όσους επιλέγουν να εφαρμόζουν τέτοιες πρακτικές.
Αυτά τα φαινόμενα βίας εκδηλώνονται σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, στις ΗΠΑ και την Αυστραλία, όπου λαμβάνονται μέτρα προστασίας ολοένα και περισσότερο, με την ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών, για την οργάνωση, την πρόληψη, την αποτροπή και την επιβολή αυστηρών κυρώσεων σε τέτοιου είδους παραβατικές συμπεριφορές.
Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία στη χώρα μας, σύμφωνα με την οποία προβλέπονται βαρειές ποινές στους βιαιοπραγούντες στους χώρους παροχής υπηρεσιών Υγείας, βρίσκεται προς την σωστή κατεύθυνση.
Είναι όμως ανεπαρκής και προφανώς αναποτελεσματική, εφόσον δεν υποστηρίζεται από την αναγκαία θεσμική, οργανωτική και στελεχιακή υποστήριξη.
Αποτελεί επομένως επιτακτική αναγκαιότητα η διαμόρφωση νομοθετικού και οργανωτικού πλαισίου που θα δώσει συνολική λύση στο πρόβλημα, το οποίο εκδηλώνεται συνεχώς και συχνότερα.