Στεκόταν έξω από την εκκλησία, μήπως και κάποιος δεν είχε μεριμνήσει για τις λαμπάδες του Επιταφίου.
Σεμνός και διακριτικός ρωτούσε τον κόσμο αν ήθελε ν’ αγοράσει. Λαμπάδες άσπρες για τα παιδιά και τις γυναίκες, οι κλασικές στο χρώμα του μελιού για τους άντρες. Δίπλα τους και τα ποτηράκια που προστατεύουν από τον αέρα, ώστε να μη σβήσουν.
Η πραμάτεια του όλη κι όλη απλωμένη στο πάγκο του, ένα χαρτόκουτο στο πεζοδρόμιο. Και το βλέμμα του το βλέμμα του ανθρώπου του υποταγμένου στη μοίρα του. Όταν ρωτούσε ευγενικά αν θέλει κανείς ν’ αγοράσει κι έπαιρνε αρνητική απάντηση ευχόταν “Καλή Ανάσταση”, χωρίς να λυπάται τις λέξεις, νιώθοντας το βάθος της ευχής.
Και καθώς ο Επιτάφιος ξεκινούσε με την πομπή του και τους καλοντυμένους πολίτες αυτής της πόλης να τον ακολουθούν κατανυκτικά με φόντο την φωταγωγημένη εκκλησία, υπό τους ήχους της Φιλαρμονικής να συμπληρώνουν την ατμόσφαιρα της πένθιμης μέρας, τον έβλεπες να στέκεται, σύμβολο της αδικίας αυτού του κόσμου, στο μισοσκόταδο που φώτιζαν οι λαμπάδες της πομπής…
Μάζεψε το χαρτόκουτό του και χάθηκε στα δέντρα της Ελιάς, ελπίζοντας στη σημερινή βραδιά. Ίσως κάποιοι να θέλουν ν’ αγοράσουν λαμπάδες από κείνον. Ίσως κάποιοι πάνω στη βιάση τους να ξέχασαν. Αρκεί να μη βρέξει… Αλλά “έχει ο Θεός…”.
Αλλά για ποιους σταυρώθηκε εκείνος που τον πενθήσαμε χθες και θα τον αναστήσουμε απόψε, όταν αυτός ο σκληρός κόσμος, ο άδικος κόσμος, δεν αλλάζει αιώνες τώρα;
far
………………..
………………………..