Στον καιρό των παλιών… γιαγιάδων
Έμαθα πριν μερικές μέρες ότι υπάρχει, πέρα από την ημέρα μητέρας και την ημέρα πατέρα, και Παγκόσμια Ημέρα γιαγιάς! Ξαφνιάστηκα! Πόσο, όμως, η παρουσία της είναι καθοριστική για τη ζωή ενός παιδιού…
Και ξεκινάμε πάντα από τα προσωπικά μας βιώματα, αυτά που εξακολουθούν να μιλούν για πάντα, μετά τα παιδικά μας χρόνια και μας ακολουθούν μέχρι το τέλος, όταν κι εμείς φτάσουμε στα χρόνια τους και απονεμηθεί και σε μας ο… τίτλος της γιαγιάς! Γιατί για τίτλο πρόκειται. Κάτι σαν ένα μικρό “παράσημο” ζωής!
Η δική μου γιαγιά, (μία, γιατί μόνο αυτήν γνώρισα), ερχόταν από τον μακρινό Πόντο, από την περιοχή του Καρς. Κουβαλούσε μαζί με τα λίγα της υπάρχοντα και μια παλιά εικόνα της Παναγίας από σπασμένο τρίπτυχο, κρατώντας στην αγκαλιά της τη μικρή της κόρη, τη μάνα μου.
Τις βλέπω στην κιτρινισμένη φωτογραφία. Αποφασιστική ματιά η γιαγιά, με μια μεγάλη άσπρη κορδέλα γύρω από τα μαλλιά της, σε ανατολίτικο στυλ, η μάνα μου.
Οι κάτοικοι του χωριού, όπου εγκαταστάθηκαν τελικά μετά από περιπέτειες, τους πετροβολούσαν στην αρχή. Μετά τους δόθηκε κλήρος. Τους συνήθισαν κι οι ντόπιοι, αν και είχαν χωριστά νεκροταφεία.
Σήκωσαν κεφάλι. Ο παππούς ήταν γεωργός, αλλά έπιαναν τα χέρια του και μπορούσε να ασχοληθεί και με την οικοδομή και με τα ηλεκτρολογικά ακόμη. Εκείνο για το οποίο ήταν άξιοι και οι δυο ήταν το ότι ήθελαν να σπουδάσουν και τα τέσσερα παιδιά τους και το έκαναν, τα σπούδασαν. Δύο στην Παιδαγωγική Ακαδημία και δύο στον Ευκλείδη. Κατόρθωμα για κείνην την εποχή.
Και η γιαγιά; Η γιαγιά ήταν ο αρχηγός! Αναμφισβήτητα. Ακούραστη, να ράβει, να κεντάει, να πηγαίνει στο χωράφι, να σκάβει στον απέραντο κήπο του σπιτιού με τα άπειρα δέντρα. Ο μυστικός κήπος των παιδικών μου χρόνων…
Και την Κυριακή, κάποιες φορές, να σφάζει την κότα πάνω στο μεγάλο κούτσουρο της αυλής, για να τη μαγειρέψει. Πολλές φορές σκέφτομαι πως ίσως αυτή η εικόνα με κάνει να βλέπω αρνητικά αυτό το συγκεκριμένο φαγητό, το κοτόπουλο, που άλλοι λατρεύουν.
Η γιαγιά Ελένη έπαιζε τη ζωή στα δάχτυλα. Είχε διασχίσει χιλιόμετρα γης και θάλασσας , για να καταλήξει στο μικρό χωριό πλάι στη Βεργίνα. Πάλεψε με τη γη, με τους ανθρώπους και την κακία τους, όταν στον Εμφύλιο της κάψανε το σπίτι, γιατί δε συμφωνούσαν με όσα πίστευε, πάλεψε με το θάνατο και νικήθηκε, όταν έχασε το μικρό της γιο σε δυστύχημα.
Ξανασήκωσε, όμως, κεφάλι. Αγέρωχη, πεισματάρα και δυνατή. Κι αυτήν τη δύναμη εγώ την ανάσαινα. Ήταν ο πιο δυνατός άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου.
Καθώς με είχε κοντά της για πολύ καιρό, (κι όταν ακόμα μεγάλωσα, πριν από τα φοιτητικά μου χρόνια, ήθελα να παίρνω το λεωφορείο και να πηγαίνω να τη βλέπω), ένιωθα κοντά της μια ανεξήγητη ασφάλεια. Κι όταν πέθανε σε βαθιά γεράματα, στα 96 της χρόνια, (ποντιακό γονίδιο!), ένιωσα αυτήν την ασφάλεια να χάνεται, παρόλο που οι γονείς μου ζούσαν.
Τη θυμάμαι στο φως της γκαζόλαμπας να διαβάζει στο κουζινάκι δίπλα στον παππού. Εκείνος έλεγε τελετουργικά “Ελένε, τα γυαλία μ’!” κι εκείνη τα έφερνε, του έφερνε και τη Μακεδονία ή κάποιο από τα πολλά βιβλία που του άρεσε να διαβάζει.
Για κείνην, όμως, από τον Μάιο του 1963 και μετά ένα ήταν το ανάγνωσμά της, η βιογραφία του Γρηγόρη Λαμπράκη, του μαραθωνοδρόμου γιατρού και βουλευτή της ΕΔΑ, που τον δολοφόνησαν στη Θεσαλονίκη. Συχνά σκούπιζε κάποιο δάκρυ, (αυτή η τόσο σκληρή), και μονολογούσε “Σκυλ’ παιδία!”.
Και για κείνον τον Λαμπράκη και για όσους αγωνίστηκαν για ένα καλύτερο αύριο η γιαγιά Ελένη πήγαινε και ψήφιζε μέχρι τελευταία στιγμή, χωρίς να παραλείπει, όσο μπορούσε να περπατήσει, να πηγαίνει σε συγκεντρώσεις και να φτάνει η χάρη της μέχρι το… Κιλελέρ!
Αυτή ήταν η δική μου γιαγιά, ζυμωμένη με τη ζωή, εκείνο τον καιρό των παλιών γιαγιάδων, τον δύσκολο καιρό…
Κι όταν την είδα νεκρή πια, δεν μπορώ να ξεχάσω το πρόσωπό της, το αδιόρατο χαμόγελο στα άχρωμα χείλη της, που έλεγε “έζησα, πάλεψα, νίκησα…”.
………………..
Οι «Παρενθέσεις» είναι μικρά κείμενα, μικρές πινελιές, σε θέματα πολιτισμού ή ζωής, που φωτίζουν γωνιές από μεγαλύτερα θέματα, λειτουργώντας σαν παρ-εν-θέσεις.
…………………..