“Δεν νοείται συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ χωρίς… συγχώνευση” / γράφει ο Σταύρος Χριστακόπουλος
Χρήστος Σπίρτζης, 23 Ιανουαρίου 2020, κατά τη συζήτηση του ισχύοντος εκλογικού νόμου στη Βουλή: «Με το σημερινό σχέδιο εκλογικού νόμου σταματά, με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης, η κατεύθυνση της αναζήτησης και της εύρεσης πολιτικών συγκλίσεων, και μάλιστα αυτό σε μια εποχή που οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να οικοδομήσουν ένα κλίμα συνεργασίας και συνεννόησης».
Τι αφορούσε η κριτική του εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ στη συζήτηση εκείνη; Την πρόβλεψη η οποία ουσιαστικά καταργούσε τη δυνατότητα οι συνασπισμοί κομμάτων να λαμβάνουν το μπόνους των 50 εδρών. Για την ακρίβεια:
● Εάν το πρώτο κόμμα πάρει ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 25% των έγκυρων ψηφοδελτίων, τότε παίρνει μπόνους 20 εδρών και οι υπόλοιπες 280 έδρες κατανέμονται αναλογικά μεταξύ των κομμάτων που δικαιούνται έδρες.
● Για κάθε 0,5% επιπλέον του 25%, το πρώτο κόμμα θα παίρνει μπόνους μία έδρα.
● Με βάση τα παραπάνω, το πρώτο κόμμα θα λαμβάνει το μάξιμουμ μπόνους των 50 εδρών εάν φτάσει το 40%.
Ωστόσο τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά για τυχόν συνασπισμό κομμάτων: Για να λάβει το αρχικό μπόνους θα πρέπει να φτάσει το 25% όχι το σύνολο των κομμάτων που τον απαρτίζουν, αλλά ο μέσος όρος της δύναμής τους, ο οποίος βεβαίως θα πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τη δύναμη του ισχυρότερου αυτοτελούς κόμματος.
Θα δούμε ένα παράδειγμα στη βάση της σημερινής πολιτικής πραγματικότητας: Ας πούμε ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ αποτελούν έναν συνασπισμό, στον οποίον ο ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει 20% και το ΠΑΣΟΚ 18%. Για τη διαδικασία του μπόνους υπολογίζεται ο μέσος όρος 19% και όχι το άθροισμα 38%. Εάν στον συνασπισμό συμμετέχει κι ένα τρίτο κόμμα, το οποίο θα λάβει άλλο ένα 7%, τότε το άθροισμα του 45% θα διαιρεθεί διά του 3 και το αποτέλεσμα του μέσου όρου θα κατέβει στο 15%.
Άρα ο εν λόγω συνασπισμός αποκλείεται από το μπόνους και η Ν.Δ., εφόσον είναι το ισχυρότερο αυτοτελές κόμμα με ποσοστό τουλάχιστον 25%, λαμβάνει τις αναλογούσες επιπλέον έδρες.
Ορθή επομένως η επισήμανση του Σπίρτζη ότι ο συγκεκριμένος εκλογικός νόμος κατ’ ουσίαν απαγορεύει στα κόμματα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς και Αριστεράς να συνασπιστούν προεκλογικά.
Παρεμπιπτόντως η συζήτηση αυτή γινόταν σε μια εποχή που, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2019, το καταγεγραμμένο άθροισμα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ ήταν 39,63% (ΣΥΡΙΖΑ 31,53%, ΠΑΣΟΚ 8,10%, μέσος όρος 19,81%).
Η πρόταση Σπίρτζη
Χρήστος Σπίρτζης, 10 Οκτωβρίου 2023: «Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο το κόμμα της Αριστεράς και το κόμμα της Σοσιαλδημοκρατίας να μπουν σε άλλες διαδικασίες προκειμένου ακόμα και να ενοποιηθούν, ακόμα και να έχουν κοινή κάθοδο στις εκλογές σαν ένα κόμμα. Αυτό το λέω και για τις ευρωεκλογές και για τις εκλογές. (…)
Νομίζω ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να έχουμε έναν μεγάλο προοδευτικό χώρο που θα διεκδικεί με πολύ μεγάλες αξιώσεις και θα δημιουργεί και κοινωνική πλειοψηφία, αλλά και πολιτική πλειοψηφία. Διαφορετική περίπτωση είναι αυτό που ζούμε τώρα ή αυτό που ζούμε χρόνια, δηλαδή μια προσπάθεια να απορροφήσει το ένα κόμμα το άλλο. Αυτό δεν γίνεται και τελικά αυτό που έχει διαμορφωθεί είναι δυο κόμματα στον χώρο της Κεντροδεξιάς, το ένα θα έχει γύρω στο 17%-15%, το άλλο θα έχει γύρω στο 10%-12%, είναι αδιάφορο όμως».
Η πρόταση Σπίρτζη έχει κατ’ επανάληψη απορριφθεί από κάποιες πλευρές ή έχει αντιμετωπιστεί με πλήρη αδιαφορία από άλλες. Τεχνικά – λαμβάνοντας υπόψη τον εκλογικό νόμο – είναι σωστή. Όμως πολιτικά φαντάζει ανέφικτη, τουλάχιστον στον βαθμό που η διαδικασία ανακατάταξης στον χώρο της Κεντροαριστεράς / Αριστεράς, η οποία εγκαινιάστηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα του 2023 (ΣΥΡΙΖΑ 17,83%, ΠΑΣΟΚ 11,84%, σύνολο 29,67%, μέσος όρος 14,8%), δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.
Η πρόταση Τεμπονέρα
Εν τω μεταξύ τις επόμενες μέρες (στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ το σαββατοκύριακο) ο Διονύσης Τεμπονέρας, όπως έχει αναγγείλει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Political», θα καταθέσει κείμενο που έχει δώσει στη
δημοσιότητα, το οποίο θα εμπεριέχει μια πρόταση για την ανασύνθεση του δημοκρατικού και προοδευτικού χώρου.
Σύμφωνα με τις δικές του διατυπώσεις χρειάζεται ένα «δημοκρατικό μέτωπο» αποτελούμενο από «τους προοδευτικούς, δημοκρατικούς πολίτες που έχουν αναφορά στην εργασία, στη δημιουργία, στην κοινωνική αλληλεγγύη, στο κοινωνικό κράτος», «ανεξάρτητα και πέρα από ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές». Επιχειρώντας να δώσει ένα ιστορικό αντίστοιχο αναφέρθηκε στο «ιστορικό συνέδριο του Επινέ» και τη «δημιουργία μετώπου απέναντι στην τότε ισχυρή Δεξιά».
Το συνέδριο του Επινέ αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης και του καθηγητή Ξενοφώντα Κοντιάδη (συγγραφέα του βιβλίου για το «φαινόμενο Κασσελάκη»), ο οποίος τον περασμένο Νοέμβριο, με άρθρο του στην «Καθημερινή», πρότεινε τα εξής:
«Μόνη εναλλακτική θα ήταν η ενοποίηση των δυνάμεων της Σοσιαλδημοκρατίας, της ανανεωτικής Αριστεράς και της Οικολογίας ακολουθώντας ένα μοντέλο παρόμοιο με αυτό της Γαλλικής Κεντροαριστεράς στο ιστορικό συνέδριο του Επινέ του 1971».
Τι είχε συμβεί τότε; Σε ένα συνέδριο, στο οποίο συμμετείχαν σχεδόν όλες οι δυνάμεις (ανεξαρτήτως μεγέθους) της γαλλικής Αριστεράς, το αποτυχημένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας έκανε μια προγραμματική στροφή προς το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα καλώντας σε συστράτευση κατά της γκωλικής Δεξιάς και, ύστερα από μια σειρά πολιτικούς ελιγμούς και συγκρούσεις, κατάφερε να γίνει η κυρίαρχη αριστερή δύναμη στη χώρα του και σε μερικά χρόνια, το 1981, ο Φρανσουά Μιτεράν να κερδίσει την κυβερνητική εξουσία ως ο πρώτος σοσιαλιστής Πρόεδρος.
Σενάρια πολιτικής φαντασίας
Τι σημαίνουν όμως σήμερα στην Ελλάδα οι προτάσεις για συμπόρευση ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, ώστε να αντιμετωπιστεί η πολιτική κυριαρχία της Ν.Δ.; Όπως αναλύσαμε και παραπάνω, η δημιουργία ενός συνασπισμού κομμάτων που θα αντιπαρατεθεί στη Ν.Δ. δεν έχει κάποιο νόημα, αφού ο εκλογικός νόμος δεν του επιτρέπει να λάβει το μπόνους. Για να το λάβει, θα πρέπει να συμβούν τα εξής εκπληκτικά:
● Ο εν λόγω συνασπισμός να συγκεντρώσει αθροιστικά ποσοστό… 50% και άνω (!!!), ώστε ο μέσος όρος να φτάσει ή να ξεπεράσει το 25%.
● Η Ν.Δ. από το 40,56% του Ιουνίου του 2023 να χάσει τεράστιο ποσοστό της δύναμής της και να πέσει κάτω από τον μέσο όρο των κομμάτων του συνασπισμού – να φτάσει ουσιαστικά κάτω από 25%.
Επειδή αυτά είναι σενάρια οργιώδους πολιτικής φαντασίας, προφανώς η μόνη λύση που θα μπορούσε υπό όρους να οδηγήσει την Κεντροαριστερά / Αριστερά σε εκλογική νίκη και στη διακυβέρνηση της χώρας είναι η συγχώνευση των δύο αυτών – ή και περισσότερων – κομμάτων σε ένα. Ταυτοχρόνως θα πρέπει η Ν.Δ. να απολέσει μεγάλο μέρος της εκλογικής της δύναμης προς όφελος του κεντρο-αριστερού ενιαίου σχήματος.
Οι προϋποθέσεις
Για να ευοδωθεί ωστόσο ένα σενάριο συγχώνευσης θα πρέπει να συμβούν τα εξής:
● Να εκτιμήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν έχει σοβαρό περιθώριο ανάκαμψης (από το σημερινό δημοσκοπικό 12% έως 14%) και να αναζητήσει σωσίβιο σε ένα ευρύτερο σχήμα, με κέντρο βάρους δεξιότερα του έως πρότινος ενιαίου εαυτού του.
● Να εκτιμήσει το ΠΑΣΟΚ ότι μέχρι την ολοκλήρωση της δεύτερης νεοδημοκρατικής τετραετίας δεν θα έχει καταφέρει να αποκτήσει το στάτους του διεκδικητή της πρωτιάς έναντι της Ν.Δ. και, συνεπώς, χρειάζεται ένα πολυσυλλεκτικό πολιτικό όχημα με εντονότερη αριστερή σηματοδότηση.
● Να ξεπεραστούν οι πολιτικές / ιδεολογικές διαφορές και η χρόνια καχυποψία – αν όχι σφοδρή αντιπαλότητα – μεταξύ ηγεσιών, στελεχών και ψηφοφόρων των δύο κομμάτων.
● Να βρεθούν πρόσωπα κοινής αποδοχής – και με τη δέουσα κοινωνική εμβέλεια – που θα ηγηθούν του εγχειρήματος.
● Να κριθεί από τους συμβαλλόμενους ότι από τον συνεταιρισμό θα προκύψει αύξηση αθροίσματος και όχι φυγόκεντρες δυνάμεις με απώλεια δεξιόστροφων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ προς τη Ν.Δ. και αριστερόστροφων του ΣΥΡΙΖΑ προς άλλα αριστερά κόμματα.
● Να αρχίσει ένας διάλογος μακράς διαρκείας, ο οποίος θα είναι εκ των πραγμάτων περίπλοκος σε ό,τι αφορά το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα ενός συνεταιρισμού, δεδομένου ότι, σε αυτή τη φάση, τα δύο κόμματα βρίσκονται πάνω – κάτω στο ίδιο ποσοστό με ελαφρύ προβάδισμα του ΠΑΣΟΚ.
Το «παράδειγμα» της Αθήνας
Κάποιοι, μεταξύ των οποίων και ο Τεμπονέρας, μιλούν για συνεργασία επικαλούμενοι το παράδειγμα του Δήμου Αθηναίων, όπου η «συνεργασία» των δύο χώρων – πρακτικά η στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ στον υποψήφιο του ΠΑΣΟΚ Χάρη Δούκα – είχε θετικό αποτέλεσμα: τη νίκη επί του Κώστα Μπακογιάννη. Σε αυτό το παράδειγμα στάθηκε σε τηλεοπτικό διάλογο με τον Τεμπονέρα και ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Παύλος Γερουλάνος, λέγοντας ότι «εμείς δεν κλείνουμε την πόρτα σε κανέναν», ότι υπάρχει θετική διάθεση στη βάση και ότι πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει σαφέστερες τις θέσεις του σε μια σειρά ζητήματα.
Ενδιαφέρουσα, προφανώς, η κοινή αναφορά στην περίπτωση της Αθήνας, ωστόσο αυτή απέχει πάρα πολύ από μια συζήτηση περί συγχώνευσης. Ανεξαρτήτως δε των προθέσεων όσων την επικαλούνται, εμπεριέχει κάποια στοιχεία καταλυτικά στο πεδίο των συμβολισμών:
● Ο υποψήφιος δήμαρχος του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Ζαχαριάδης, μετά την αποτυχία του στον πρώτο γύρο, έθεσε στη διάθεση του Δούκα τις δυνάμεις του συνδυασμού του με δική του πρωτοβουλία και όχι στο πλαίσιο μιας προηγούμενης συνεργασίας.
● Ο Δούκας, ως υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ, ευχαρίστησε τον Ζαχαριάδη για τη συμβολή του στη βάση «συγκεκριμένων θέσεων που συζητήσαμε», επισήμανε ότι αυτή η στήριξη «δεν σημαίνει κάτι άλλο», ουδέποτε μίλησε για συνεργασία των δύο κομμάτων και, επιπλέον, πριν από τον πρώτο γύρο είχε αρνηθεί να δηλώσει ότι θα ψήφιζε τον Ζαχαριάδη εάν ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ περνούσε στον δεύτερο γύρο.
● Ποτέ δεν εμφανίστηκε μια προοπτική συμμαχίας των δύο κομμάτων ούτε πριν ούτε μετά την εκλογή του Δούκα, με εξαίρεση το ενδεχόμενο συμπράξεων στη Βουλή σε περιπτώσεις νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης που θα κρίνονταν από τα δύο κόμματα ως δυσμενείς για την κοινωνία.
Τα ερωτήματα
Με αυτά τα δεδομένα υπάρχουν κάποια ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν πριν αρχίσει η… σεναριολογία:
1. Γιατί ο Κασσελάκης, πριν ακόμη οριστικοποιηθεί η ηγεσία του, πριν δώσει την πρώτη του μεγάλη μάχη και, κυρίως, σε περιβάλλον δημοσκοπικής πτώσης, να αποδεχθεί μια διαδικασία που θα αποτελεί ομολογία αποτυχίας ελάχιστους μήνες μετά την εκλογή του στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ και πριν από τις ευρωεκλογές;
2. Είναι ο Κασσελάκης διατεθειμένος να ρισκάρει μια ηχηρή αποτυχία στην ευρωκάλπη, η οποία θα μπορούσε να οριστικοποιήσει τη συρρίκνωση του κόμματός του και να το οδηγήσει σε μια συζήτηση περί συνεργασίας υπό εξαιρετικά δυσχερή θέση;
3. Γιατί ο Ανδρουλάκης – που, με βάση τις δημοσκοπήσεις, πάει για διπλασιασμό του ποσοστού του 2019 – να μην αξιοποιήσει την αργή αλλά σταθερή άνοδο του κόμματός του επιδιώκοντας τα επόμενα τριάμισι χρόνια να αναδειχθεί σε κυρίαρχη δύναμη της Κεντροαριστεράς / Αριστεράς;
4. Είναι ο Ανδρουλάκης διατεθειμένος να ρισκάρει τη σύμπραξη με ένα κόμμα το οποίο μέχρι πρότινος κατηγορούσε για άκρατο λαϊκισμό την ώρα που προσπαθεί να παίξει στον χώρο του Κέντρου και να αποσπάσει δυσαρεστημένους ψηφοφόρους από τη Ν.Δ.;
Αν και όταν, με το καλό, απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα, ίσως δούμε – αναλόγως των απαντήσεων – τις προθέσεις τους. Προς το παρόν τα όμορφα σενάρια όμορφα καίγονται…