Μικρασιατική Καταστροφή: Συγκλονιστικές μαρτυρίες επιζώντων
Συγκλονιστικές αφηγήσεις ανθρώπων που επέζησαν από την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922
Η 14η Σεπτεμβρίου έχει κηρυχθεί από την Ελληνική Βουλή ως η «ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Είναι η ημέρα μνήμης για τη Μικρασιατική Καταστροφή, για τα όσα τραγικά και αποτρόπαια συνέβησαν τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο του 1922, φέρνοντας τον θάνατο και τον ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Τις ίδιες εκείνες ημέρες τις τραγωδίας, το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» που είχε ιδρυθεί μόλις λίγους μήνες νωρίτερα (6.2.1922), με τηλεγραφήματα και ανταποκρίσεις κατέγραφε λεπτό προς λεπτό την αδιανόητα αιματηρή αυτή καταστροφή.
Πολλές δεκαετίες αργότερα, «ΤΑ ΝΕΑ», σε συνεργασία με το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, δημοσιεύει μαρτυρίες επιζώντων που βίωσαν με τον σκληρότερο τρόπο τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής και με τις αφηγήσεις τους αποκαλύπτουν τα μεγάλα προσωπικά τους δράματα, που συνθέτουν το μεγάλο και συλλογικό μικρασιατικό, προσφυγικό δράμα.
Μαρτυρία ΒΑΣΙΛΗ ΡΑΛΛΗ – αποσπάσματα
Δυτικά παράλια. Περιφέρεια Μαγνησιάς. Τσανταρλί
(Το Τσανταρλί, παραλιακή κωμόπολη με 2.000 κατοίκους Έλληνες και Τούρκους,
βρίσκεται στη B ακτή ομώνυμου κόλπου, 61 χλμ. ΒΔ της Σμύρνης, 58 ΒΔ της
Μαγνησιάς, 29 ΝΔ της Περγάμου και 47 NA του Αϊβαλιού. H κωμόπολη είναι
χτισμένη στα ερείπια της αρχαίας αιολικής πόλης Πιτάνη.)
«Στην καταστροφή του 1922 έγινε μεγάλο κακό και στο Τσανταρλί έπεσε σφαγή, δε
θέλω να τα θυμούμαι.
«Εγώ γίνηκα η αιτία που κατασφάχτηκαν τα παιδιά μου και η γυναίκα μου. Κοίταγα
να πάρω το βιός, κοίταγα να σώσω τα άψυχα»
»Να μην τα θυμούμαι, βαραίνει η ψυχή μου· και μου φώναζε το παιδάκι μου: «Πατέρα, πάρε μας». Κι εγώ ο κακορόμυαλος το ‘λεγα: «Θα γυρίσω», λες και ήτανε στο χέρι μου. Δεν το φαντάστηκα. Έβαλα σε
μια βενζινάκατο όλα τα καλά που είχα, τράβηξα για τη Μυτιλήνη και είπα θα γυρίσω. Μα δεν πρόλαβα, έπεσε σφαγή. Τους βάλαν όλους μέσα στο φρούριο κι έπεσε πελέκι· τέσσερα παιδιά και η γυναίκα μου, πάνε από μένα.
»Είχαμε έναν πολύ πλούσιο, που είχε συμφέρον μεγάλο να μη φύγει από το χωριό. Έφταξε μέχρι να κρατήσει και στρατιώτες, που γύριζαν από το μέτωπο. Άφησαν τα όπλα και ύστερα τους σφάξαν όλους.
»Μείναν τα νυφικά της κακόμοιρης της γυναίκας μου και σαν ξαναπαντρεύτηκα τα βρήκε τούτη ‘δώ, τα ξύλωσε και τα ‘κανε φουστάνια δικά της. Έτσι είναι. «Πατέρα, πάρε μας». Εγώ πουθενά.
»Εκείνο το μαύρο φρούριο γίνηκε ο τάφος ολουνών· πεθαμένοι κι άθαφτοι γέμισε ο τόπος, η Μικρασία ολόκληρη».
Μαρτυρία Φιλιώς Σεϊτανίδου-αποσπάσματα
Δυτικά παράλια. Περιφέρεια Μαγνησίας. Χατζηλερί
(ο Χατζηλερί, μικτό χωριό με 2.000 περίπου συνολικά κατοίκους. Οι Έλληνες,
που ήσαν ο μισός πληθυσμός του, προέρχονταν από την κυρίως Ελλάδα, ηπειρωτική
και νησιωτική, και την Κύπρο. Βρίσκεται 45 χλμ. BA της Σμύρνης, 15 Δ – ΒΔ της
Μαγνησιάς και 6,5 ΝΔ του Κόλντερε)
«Σαν έγινε οπισθοχώρηση ήμουνα ίσαμε δεκαπέντε χρονώ μα δεν μπορώ να τα ξεχάσω ακόμα τα τι τράβηξα. Όλο το χωριό μας άδειασε. Άλλος μπρος, άλλος πίσω, φύγανε με τα πόδια, με τα κάρα, και πήγανε στη Σμύρνη. Εγώ είχα την αδελφή της μάνας μου εκεί, στο χωριό Μπουρνόβα.
»Ο κόσμος χύνονταν στους δρόμους σαν το νερό, τα ‘χε χάσει. Δεν ήξερε κατά πού να πάει. Ήτανε Σάββατο πρωί κι ακούσαμε κανονιές. Κι όλοι είπανε: «Άμυνα, άμυνα κρατάει ο ελληνικός στρατός!». Πού να κρατήσει άμυνα, που γύριζαν γυμνοί και ξυπόλητοι!
»Λίγοι λίγοι είχαν πάρει τις στράτες και τα βουνά.Με το άκουσμα «άμυνα» όλοι βγήκανε έξω, οι γυναίκες με τα νυχτικά, οι άντρες με τα σώβρακα. Εμείς λογαριάζαμε να πάμε να κρυφτούμε σε μιανού Ρεΐζη το μαγαζί. Είχαμε καταλάβει την κατάσταση και ώσπου να μπαρκάρουμε για την Κρήτη, εκεί θα καταφεύγαμε. Μετά, όπως ο κόσμος έφευγε, τόσο πολύ μ’ έπιασε η λαχτάρα του φευγιού, που ούτε γύρισα πίσω να βρω τους δικούς μου.
»Μόνο παίρνω το δρόμο με τις γειτόνισσες και με τα πόδια φτάξαμε από το Μπουρνόβα στο Μπασμά-Χανέ!
Στη Σμύρνη
(…)
»Κάποιος μας είπε πως είναι ένας Ιταλός και μεταφέρει κόσμο με το κάρο. Να πάμε στην Ευαγγελική Σχολή. Εκεί
είναι πολύς κόσμος. Είχαν κάποια ασφάλεια. Έτσι κι έγινε. Πήγαμε στην Ευαγγελική Σχολή. Τη βραδιά που πήγαμε στην Ευαγγελική Σχολή μπήκε η φωτιά. Και βγήκαμε πάλι στο δρόμο. Κόσμος κοπάδια έτρεχε. Και όλοι για την προκυμαία.
»Δε θα το πιστέψεις· στον χαμό βρέθηκε η αδελφή μου και η θεία μου, αδελφή της μάνας μου. Βγήκαμε στην προκυμαία και μπήκαμε σε μια μπυραρία. Εκεί πλάκωσαν οι Τούρκοι και θέλαν να πάρουν τους άντρες. Ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος. Ύψωσαν τις μαχαίρες τους, βρίζαν τούρκικα κι εμείς ζαρώναμε σαν τα σκουλήκια.
Το ξένο μωρό
»H φωτιά τρέχει. Έφταξε κι εκεί. Φύγαμε πάλι. Τραβήξαμε για την Πούντα. Εκεί ο τόπος ήταν γεμάτος σκοτωμένους· από την καρβουνόσκονη του κοκ όλος ο κόσμος είχε γίνει κατάμαυρος. Μια μάνα είχε το μωρό της στην αγκαλιά και με
παρακάλεσε να το βαστάξω, να πάει από ‘δώ – από ‘κεί, μπας και βρει λίγο αλεύρι και το ταΐσει. Όλη νύχτα κράταγα το ξένο μωρό.
»H μάνα του χάθηκε. Και κάμποσοι μου φώναζαν: «Δεν το πετάς; Τι το βαστάς; Εδώ το παράτησε η μάνα που το γέννησε και ‘σύ το λυπάσαι;». Εγώ το λυπόμουν. Το καίγουνταν η καρδιά μου που ήταν πεινασμένο κι έγερνε σαν το μαραμένο φύλλο.
»Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, με βρήκε η μάνα του. Δεν θα ξεχάσω πως έκανε σαντην τρελή από τη χαρά της. Δεν έλπιζε πως θα με εύρισκε. Το μωρό σώθηκε με τη μάνα του. Είναι γερό παλικάρι. Ακούς να το πέταγα; Θα ‘βρισκε ραχάτι κι ανάπαψη η ψυχή μου πουθενά; Άλλες, σε μεγάλη ανάγκη τα πνίξαν, τα πετάξανε, τα χώσαν σ’ αλώνια. Μα, δόξα σοι ο Θεός, δεν το ‘κανα, κι ας ήταν οποιανού και να ‘ταν.
Πάνω στους πεθαμένους
»Μετά φτάξαμε σιγά σιγά στο Μερσινλί με δυο μέρες πορεία. Πριν καλοφτάξουμε, οι Τούρκοι με τις μπόμπες ρίχναν σ’ ό,τι όρθιο κτήριο ήταν. Έβλεπες, χωρίς φωτιά, χωρίς καπνό, κι εκεί που στέκαν, πέφταν. Οι σκοτωμένοι, που βρίσκουνταν εκεί, ήταν άλλο πράμα. Τρία βράδια και δυο μέρες ξημερωθήκαμε απάνω σε γυναίκες, παιδιά, γέρους και ζωντανά, σκοτωμένους.
»Εγώ κοιμήθηκα απάνω σ’ ένα πελώριο γέρο βρακά πεθαμένο. Τι να κάναμε; Πού να πάμε; Από τη μια ανοίγονταν η θάλασσα, από την άλλη σκότωναν κι από την άλλη είχαν ζώνη και παίρναν άντρες, κορίτσια, ρούχα, παράδες, μπόγους. Έτσι κοιμηθήκαμε απάνω στους πεθαμένους.
Στο μνήμα μέσα
»Χάθηκα πάλι με τους δικούς μου και βρεθήκαμε σ’ ένα νεκροταφείο. Θα σε γελάσω σε ποιο μέρος. Τα ‘χαμε πια χαμένα. Παίρναν κι εκεί γυναίκες και άντρες.
«Τραβήξαμε μια πλάκα και μπήκαμε τρία κορίτσια σ’ ένα μνήμα. Κάτι γριές μάς
βοήθησαν και τράβηξαν και ξανασκέπασαν τον τάφο»
»Μετά από το Μερσινλί καταφύγαμε σε μια μπυραρία. Μα δε μας άφησαν κι εκεί οι Τούρκοι. Ρίξαν, την γκρέμισαν και αναγκαστήκαμε και βγήκαμε πάλι στο δρόμο.
»Μπήκαμε σε μιαν αυλή με δεντράκια. Δίναμε το κάθε άτομο μια παγκανότα και μας φύλαγαν οι Τούρκοι απάνω στα άλογα. Μετά διαδόθηκε πως έπαψε η φωτιά. Αυτή που είχε το μωρό, που της βάσταξα, ήξερε μια καροτσιέρα, κάτι σαν αχούρι, που στέκαν τα μπαϊτόνια*, στον Άη Γιάννη της Σμύρνης.
»Είχαμε γυρίσει πίσω. Και είπαμε πως, αν βρούμε την καροτσιέρα όρθια, καλά θα είναι. Γιατί έχει και ντρούμπα για νερό. Αν δεν τη βρούμε, θα μπούμε στην εκκλησία του Άη Γιάννη.
Μέσα προσευχόμασταν, έξω ακούγαμε κλάματα
»H καροτσιέρα ήταν γερή. Έκλεινε με μεγάλη σιδερένια πόρτα. Είχε και πατάρι που βάζαν μέσα τις θροφές των ζώων. Ήμασταν έντεκα άντρες, δεκατρείς γυναίκες, γέροι, γριές, και παιδάκια. Μια γριά βάσταγε μιαν εικόνα. Της άναβε καντήλι.
»Εκεί όλοι κάναμε την προσευκή μας νύχτα – μέρα. Πότε πότε ακούγαμε κλάματα και φωνές, παίρναν τα κορίτσια, τους άντρες, και περιμέναμε κι εμείς ώρα την ώρα τη σειρά μας. Προσευχούμασταν. Γονατίζαμε. Κάναμε μετάνοιες. Κι εκεί το λοιπόν η τύχη μας. Όπως θες παρ’ το.
»Είχε περάσει του Αγίου Δημητριού, και πήγαμε στο γαλλικό Προξενείο όλοι μαζί. Πληρώσαμε δυο- τρεις σούστες. Τις σούστες τις είχαν οι Ιταλοί. Βάζαν απάνω και ιταλικιά σημαία και μας πήγαν στο γαλλικό
καράβι για να μπαρκάρουμε.
»Περιμέναμε, παρακαλούσαμε να μπορέσουμε να φύγουμε. Και σε μια στιγμή ξεκινάει το καράβι και μας αφήνει και φεύγει. Μας παραλάβανε τότε οι Ιταλοί με τα καμουτσιά και μας ρίχνουνε μέσα στα καμένα
σπίτια.
»Εκεί βλέπουμε καλόγριες, αυτές με τα άσπρα καπέλα. Μοίραζαν κομμάτια ψωμί. Δώσαν και σ’ εμάς. Είχε κι άλλους καμιά εκατοπενηνταριά. Δεν ήμασταν και μοναχοί. Είχαμε και γνωριστεί μ’ αυτούς που ζήσαμε στην καροτσιέρα,
εικοσιτέσσερα άτομα.
»Μπήκαμε στις σούστες και πήγαμε πάλι στη Πούντα, όπου κόσμος πολύς περίμενε καράβια. Ήρθαν κάποια στιγμή δυο. Μπήκε όλος ο κόσμος.
Στην Ελλάδα
»Μας βγάλαν στη Χίο. Ήμασταν γυμνές και ξυπόλητες. Εγώ είχα ξηλώσει το μισοφόρι μου και το ‘χα σα μαντίλι, να σκεπάζω το κεφάλι μου και το μούτρο μου για να μη φαίνουμαι.
»Σαν έφταξα στον Πειραιά, έβγαλα παγκανότες κι αγόρασα παπούτσια και ψωμί. Σε εφτά μήνες βρήκα την αδελφή μου. Την κακόμοιρη τη θεία μου τη σκότωσαν Τσέτες. Δε γλύτωσε. Άδειασαν το σπίτι, κλέψαν, ρημάξαν, σκότωσαν και την ίδια.
»Στην αρχή έραβα· η νοικοκυρά, που νοίκιασα, ήταν μοδίστρα. Έραβε εκείνη, έραβα κι εγώ και μάθαινα κιόλα. Εργάστηκα στην κοπή. Μετά έμαθε η αδελφή μου πού ήμουν και ήρθε και με πήρε. Μείναμε στην Αθήνα. Νοικιάσαμε δωμάτιο. Δεν έπεσα σε εργοστάσιο σαν άλλες κοπέλες».