Νύχτα καλοκαιριού.
Αναβλύζει ιδρώτα.
Και έρωτα ενίοτε.
Ζεστό νερό! Πυρωμένο χώμα!
Στις μολόχες ελλοχεύει κίνδυνος θερμοπληξίας.
Γέρνουν αποκαμωμένες απ` το ανελέητο κυνήγι του ήλιου.
Απόψε, ανεβαίνει μόνη της στο ταρατσάκι!
Φάτσα το αεράκι, η δροσιά και το αγνάντι.
Ένα γύρο τα κάγκελα και η γελαστή κουπαστή.
Στη μέση, η ψηλή καμινάδα μοιάζει με φουγάρο παντοπόρου πλοίου.
Όταν έρχεται εκείνος, ανεβαίνουν μαζί και λένε: ‘’το καράβι μας‘’
Πιάνουν θέση κατάστρωμα κι αγναντεύουν αγκαλιασμένοι.
Εκείνη, γερμένη στον ώμο του, βλέπει μπροστά της μια θάλασσα από αστέρια να τρεμοπαίζουν.
Πολλά βράδια, θαυμάζουν το ωραίο φεγγάρι!
Πότε ολοστρόγγυλο χρυσό και πότε ασημένιο!
Άλλες νύχτες πάλι, κοιτάζουν τα φώτα πέρα ως πέρα.
Μέχρι να έρθουν τα πρωτοβρόχια τη βγάζουν στην ταράτσα.
Έναν Οκτώβρη που έβρεχε καταρρακτωδώς, ερωτεύτηκαν.
Μυρίζει καπνός. Η φωτιά στο βουνό καίει ακόμα.
Βουητό! Σειρήνες! Αλλόκοτες βοές!
Η αγωνία της νύχτας στη διαπασών.
Στο βάθος του νυχτερινού ορίζοντα λάμψεις φωτιάς.
Σκιές από πλάσματα της φύσης που τρέχουν αλαφιασμένα.
Ένα μικρό ελαφάκι στο δάσος, χωρίς τη μαμά του, τρέχει να σωθεί από τον κόσμο.
Στάχτες σαν ψιλό χιόνι αιωρούνται αδέσποτες στον ανάλγητο βραδινό αέρα.
Εικόνες ‘’Τσέρνομπιλ’’.
Άνθρωποι στη γέφυρα έξω από την πόλη Πρίπιατ.
Αμέριμνοι, αθώοι, ανυποψίαστοι.
Στάχτες, ραδιενεργά κατάλοιπα, κατάλοιπα ενός ψυχρού πολέμου,
που στροβιλίζονται σαν πολύχρωμο, φονικό κομφετί
κολλώντας στα ρούχα τους και στα μαλλιά τους.
Ένα θολό πέπλο στάθηκε ψηλά στον ουράνιο θόλο.
Κατεβαίνει στο σαλόνι και παίρνει τα κλειδιά της.
Απόψε θα βγει! Θα ψάξει να βρει το ελαφάκι!