Γιάννης Μοσχόπουλος. Αφιερωμένος με πάθος στην έρευνα της Τοπικής Ιστορίας και στη μελέτη της Λαογραφίας / Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
“Η Τοπική Ιστορία είναι ο κατανοητός τύπος επί των ήλων. Φέρνει τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα κοντά σου, στο μέγεθος της τοπικής κοινωνίας και στα όρια του τόπου, όπου ζεις. Γι’ αυτό πιστεύω ότι πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία.” Γιάννης Μοσχόπουλος
……………….
Ο Γιάννης Μοσχόπουλος είναι το παράδειγμα του ανθρώπου που αφιερώνει τη ζωή του σ’ έναν σκοπό, διαθέτοντας χρόνο, κόπο και πάθος χωρίς να περιμένει ανταποδοτικά οφέλη, πιστεύοντας πως αυτό είναι το χρέος του.
Ερευνώντας την Τοπική Ιστορία του γενέθλιου τόπου του, το Ρουμλούκι, (η παλιά Καμπανία), βρήκε στο πρόσωπό του τον δικό του ιστορικό, που, με συνέπεια, συστηματικότητα και σεβασμό απέναντι στη μελέτη του παρελθόντος, το συνδέει γόνιμα με το παρόν. Τα βιβλία του τα διακρίνει η μεθοδικότητα της έρευνας και ο ρέων οικείος λόγος, που τα κάνει προσεγγίσιμα σε κάθε αναγνώστη.
Παράλληλα δραστηριοποιείται στον τομέα της Λαογραφίας του τόπου του όχι με τη γνωστή φολκλορική οπτική, που, δυστυχώς, έχει επικρατήσει σε πολλές περιπτώσεις, αλλά με τη διάθεση να την προσεγγίσει σοβαρά και υπεύθυνα.
Μιλά στη Φαρέτρα για το σπόρο της έρευνας που άνθισε μέσα του από πολύ νωρίς, για τα αγωνιστικά φοιτητικά του χρόνια, για τη δικηγορική του καριέρα και την ενεργοποίησή του στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά προπαντός για την Τοπική Ιστορία και το ρόλο του ως ιστορικού και ερευνητή.
Σεμνός, αθόρυβος, με μία σοβαρότητα που πολλές φορές τον κάνει δυσπρόσιτο σε όσους δεν τον γνωρίζουν, αλλά ζεστό και βαθιά ανθρώπινο σε όσους τον “ξεκλειδώνουν”, ο Μοσχόπουλος αποτελεί ένα ιστορικό κεφάλαιο για τον τόπο μας, άξιο ανάλογης εκτίμησης.
……………………
Γενέθλιος τόπος η Αλεξάνδρεια Ημαθίας. Τι κάνει ένα παιδί 14 χρόνων να ενδιαφέρεται για τη Λαογραφία και την Ιστορία της περιοχής του και να συλλέγει από τότε υλικό; Ποιο είναι το οικογενειακό περιβάλλον και ποιες οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις;
Γεννήθηκα το 1954, ενάμιση χρόνο μετά τη μετονομασία του Γιδά σε Αλεξάνδρεια. Στο σπίτι μας ζούσε και ο παππούς μου ο Τζόλας (Γιώργος). Κάθε Κυριακή ο παππούς μου φορούσε την παραδοσιακή του φορεσιά: μπολμπότσες (φαρδύ υφαντό παντελόνι), γιλέκο, τραγιάσκα κι εγώ τον βοηθούσα να τυλίξει στη μέση του το μακρύ ζωνάρι του, για να πάει στην εκκλησία. Τον θυμάμαι να βόσκει την αγελάδα του, να με βάζει πάνω στη δοκάνη για να αλωνίσουμε τα φασόλια, να εφαρμόζει διάφορα γιατροσόφια για να αντιμετωπίσει τους μικροτραυματισμούς μου, να με ζώνει τα κουδούνια για να τρέχω γύρω από το σπίτι λέγοντας το τραγούδι για την Πρωτομαγιά κι άλλα πολλά.
Θυμάμαι τους φίλους του που έφερνε για καφέ ή ρακί στο σπίτι μετά την εκκλησία κι άκουγα τις ιστορίες που έλεγαν. Ένας από εκείνους έλεγε πως ήταν μακεδονομάχος στο Βάλτο. Μια Κυριακή που ο παππούς μου ήταν άρρωστος μ’ έστειλε να τον πάρω από την εκκλησία και τον φέρω σπίτι για παρέα. Στο δρόμο, θυμάμαι ακόμα την αγωνία που είχα να ρωτήσω τον μπάρμπα Νάσιο να μου πει κάτι παραπάνω για εκείνες τις ιστορίες στο Βάλτο. Ήταν η πρώτη μου «καταγραφή», που την κράτησα μόνο στο μυαλό μου.
Μετά πήγα στο νηπιαγωγείο της κυρά Νίνας κι αργότερα στο Δημοτικό. Μου άρεσαν τα γράμματα. Ιδιαίτερα με γοήτευε το μάθημα Ιστορίας και οι παραστάσεις των αρχαίων ηρώων στα σχολικά βιβλία. Έκανα πάμπολλες «πατητούρες» για να αντιγράφω τα σχήματά τους και να τα μπογιατίζω με τις ξυλομπογιές μου, έτσι που στο τέλος είχα πια την άνεση να ζωγραφίζω αρχαίους πολεμιστές με ελεύθερο σχέδιο.
Στο δημοτικό δεν ήμουν ιδιαίτερα καλός μαθητής, αλλά θυμάμαι την μεγάλη μου όρεξη να διαβάζω βιβλία από την μικρή δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου. Χαιρόμουνα τη διεύρυνση των οριζόντων μου από το αδηφάγο διάβασμα εξωσχολικών βιβλίων, που ήδη είχε γίνει πάθος μου. Θυμάμαι που πήγαινα κι έλεγα τα κάλαντα και με τα λεφτά που μάζευα έτρεχα στα βιβλιοπωλεία της Αλεξάνδρειας για να αγοράσω βιβλία του Ιούλιου Βέρν, του Βιζυηνού, του Τολστόϊ κ.ά. Ο πατέρας μου μου αγόραζε βιβλία με δόσεις από πλασιέ βιβλίων που επισκέπτονταν το χώρο εργασίας του κι εγώ καμάρωνα βλέποντας το πρώτο ράφι των δικών μου βιβλίων να γεμίζει.
Όταν πήγα στο Γυμνάσιο, η κλίση μου για τα αρχαία, την έκθεση, την ιστορία, την ανάλυση ποιημάτων εκτινάχθηκε σε βαθμό που να χαίρομαι τη ζωή ασχολούμενος μόνο με τα φιλολογικά μαθήματα. Ζωγράφιζα, έγραφα μικρά διηγήματα, ποιήματα. Παράλληλα όλο και απομνημόνευα σκόρπιες ιστορίες που άκουγα για το τόπο μου: γιατί τον έλεγαν Γιδά, τι έγινε στον Βάλτο, τι ήταν το κονάκι του μπέη, πώς ήρθε ο βασιλιάς στο σταθμό, τι κάναν εδώ οι Γερμανοί. Κάποτε, ένα καλοκαίρι του 1968, 14 χρονών, πήρα μία διπλή κόλλα αναφοράς και καθισμένος στα σκαλοπάτια του σπιτιού, έγραψα όλες εκείνες τις ιστοριούλες που είχα ακούσει. Ήταν η πρώτη μου καταγραφή Ιστορίας και Λαογραφίας.
Αργότερα πήρα ένα πενηντάφυλλο τετράδιο κι άρχισα να γράφω μανιωδώς. Οι αρχικές ιστοριούλες αναπτύχθηκαν περισσότερο, προστέθηκαν έθιμα, τραγούδια, παροιμίες, λέξεις του τοπικού ιδιώματος. Αισθανόμουν περήφανος για κείνες τις χειρόγραφες καταγραφές μου που γέμιζαν το τετράδιο κι αφιέρωνα πολύ χρόνο να τις ξαναδιαβάζω. Ήταν η καταφυγή μου από την πολλή μελέτη που έκανα για τα σχολικά μαθήματα και για να πετύχω στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο.
Φοιτητής της Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης εντάσσεστε στον αντιδικτατορικό αγώνα και συμμετέχετε στην κατάληψη του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης το ’73. Πόσο εκείνη η περίοδος και τα γεγονότα της διαμορφώνουν τον μετέπειτα ενεργό πολίτη;
Υπήρχαν οι δημοκρατικές καταβολές από την οικογένειά μου. Ήδη από πρωτοετής φοιτητής το φοιτητικό κίνημα είχε κάνει τη δυναμική εμφάνισή του και συμμετείχα σχεδόν σε όλες τις κινητοποιήσεις που μαθαίναμε ότι γινόταν στο Α.Π.Θ. Αποκορύφωμα η κατάληψη της Πολυτεχνικής Σχολής το Νοέμβρη του 1973. Ήμουν στο δρόμο για το μεσημεριανό φαγητό στη Λέσχη, όταν είδα την κατηφόρα, στην πίσω πόρτα εισόδου στο Πολυτεχνείο με την περιφρούρηση των φοιτητών κι από πάνω τους ΕΚΟΦίτες που πετροβολούσαν όποιους φοιτητές έτρεχαν να μπούνε μέσα.
Τότε ήταν η στιγμή που έπρεπε ν’ αποφασίσω με ποιους θα πάω και ποιους θ’ αφήσω. Επέλεξα να τρέξω στην κατάληψη. Εκεί πιστέψαμε ότι μπορούμε να ρίξουμε τη Χούντα και έκτοτε κέρδισα την πίστη ότι με τον επίμονο αγώνα μπορούμε ν’ αλλάξουμε αρκετά πράγματα στη ζωή μας. Απέκτησα την εμπειρία ότι οι συμμετοχικές διαδικασίες ήταν η λύση στα προσωπικά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα. Εκείνη η αίσθηση σε συνδυασμό με την αρχαία ρήση ότι ο πολίτης που δεν μετέχει των κοινών είναι άχρηστος, με ώθησαν ώστε να γίνω ενεργός πολίτης.
Όταν λοιπόν επέστρεφα στην Αλεξάνδρεια συμμετείχα ως ιδρυτής και μέλος σε διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους της Αλεξάνδρειας (Πολιτιστικός Σύλλογος Νέων Αλεξάνδρειας, ΒΟΤΤΙΑΙΟΣ κ.ά.). Δραστηριοποιήθηκα στο χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης και πρωτοστάτησα σε αυτόνομες κινήσεις πολιτών για την επίλυση του αποχετευτικού προβλήματος της Αλεξάνδρειας.
Ήδη από την αρχή της δικηγορικής καριέρας σας, από το ’80, ξεκινάτε να δημοσιεύετε άρθρα ιστορικού και λαογραφικού περιεχομένου, με παράλληλη δράση σε συλλόγους. Ο τόπος σας είναι για εσάς ο πυρήνας των ερευνών σας, που τις συνεχίζετε ακούραστος μέχρι και σήμερα. Πώς από την αρθογραφία περνάτε στη συγγραφή βιβλίων; Τι σας οδηγεί σ’ αυτήν; Πάνω σε ποιους παλιότερους ιστορικούς του τόπου βασιστήκατε;
Πρέπει να πω ότι από τα φοιτητικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη είχα πλέον τη δυνατότητα να επισκέπτομαι τις εκεί μεγάλες βιβλιοθήκες, οπότε άρχισα να συγκεντρώνω πολύ ενδιαφέρον υλικό για την Αλεξάνδρεια και το Ρουμλούκι-Καμπανία. Φυσικά από τότε γνώρισα βιβλιογραφικά το έργο του Γ. Χιονίδη και του Γ. Μελίκη, που αφορούσαν τον γενέθλιο τόπο μου. Από τότε λοιπόν άρχισα να δουλεύω ένα προσχέδιο για να γράψω την Ιστορία του Ρουμλουκιού, αρχίζοντας από τα Αρχαία Χρόνια. Έβαζα το υλικό που αποδελτίωνα σε μία χρονολογική σειρά και το ιστορικό αφήγημα που προέκυπτε ήταν αρκετά γοητευτικό, ώστε να συνεχίζω τον διαρκή εμπλουτισμό του.
Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια κουβάλησα και αρκετά ντοσιέ με πολλές φωτοτυπίες για πολλά θέματα της τοπικής Ιστορίας, οπότε κάποτε τόλμησα την πρώτη μου δημοσίευση ενός μικρού ιστορικού άρθρου στην εφημερίδα ΛΑΟΣ της Βέροιας, γιατί η Αλεξάνδρεια τότε δεν είχε τοπική εφημερίδα. Αυτό το είδε ο Γ. Χιονίδης και στη πρώτη μας συνάντηση στο γραφείο του με καλωσόρισε στο χώρο της ιστοριογραφίας σε παράλληλη διαδρομή με υψηλών προδιαγραφών άσκηση της δικηγορίας. Από τότε ο Γιώργος έγινε ο μέντοράς μου, ο πρόθυμος συνομιλητής για κάθε πρόβλημα που αντιμετώπιζα στη δικηγορία ή στην πολιτική, ακούραστος να με βοηθάει στην εξεύρεση λύσεων και να με συμβουλεύει πάντα σε θέματα προσωπικού ήθους. Ο Γιώργος Χιονίδης ήταν για μένα το παράδειγμα προς μίμηση, απολάμβανα την φιλία του και χαιρόμουν να είμαι το πνευματικό του τέκνο. Έχοντας λοιπόν τα δικά του βιβλία ως οδηγό, αισθανόμουν ασφαλής για να δοκιμάσω να γράψω την Αρχαία Ιστορία για τον κάμπο του Ρουμλουκιού. Τον ευχαριστώ για την ισχυρή ώθηση που μου έδωσε τότε.
Στον δικηγορικό στίβο από το 1980 μέχρι και το 2020, ως Δικηγόρος (παρ’ Eφέταις) στο Πρωτοδικείο Βέροιας και διατηρώντας γραφείο στην Αλεξάνδρεια, ποια εμπειρία αποκομίσατε από την ενεργή δικηγορία σαράντα χρόνων; Πώς επιδρά ένα τέτοιο επάγγελμα, σαφώς στρεσογόνο και χρονοβόρο, στην προσωπικότητα ενός ανθρώπου, που θέλει να ασχοληθεί με τη Λαογραφία και την Ιστορική Έρευνα;
Η Δικηγορία είναι η τέχνη ή το λειτούργημα της υποστήριξης των δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου. Αλλά και η πάλη της ανάδειξης του υπέρτερου δικαιώματος έναντι των δικαιωμάτων των άλλων. Συνακόλουθα είναι ο αγώνας για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων φροντίζοντας να βρουν ή μη ισχυρό νομικό έρεισμα. Άσκησα πάνω από σαράντα χρόνια μάχιμης δικηγορίας υπό την ασφυκτική πίεση των προθεσμιών, διεκδικώντας το καλύτερο αποτέλεσμα για τις υποθέσεις που μου ανέθεταν οι πελάτες μου. Νομίζω ότι τα πήγα καλά κι έζησα αξιοπρεπώς από τη δικηγορία. Πίστευα ότι ως επαγγελματίας είχα χρέος να κάνω τη δουλειά μου πολύ καλά για να βοηθήσω τους συμπολίτες μου και ότι έπρεπε να γίνομαι συνεχώς καλύτερος.
Παράλληλα από το περίσσευμα του χρόνου μου έβρισκα χώρο για να ασχολούμαι με την πολιτική, αλλά και για να συνεχίσω την έρευνα, τις δημοσιεύσεις και τις εκδόσεις των βιβλίων μου για την Τοπική Ιστορία και Λαογραφία.
Ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις, για να ασχοληθεί κανείς με την ιστορική έρευνα; Πόσο είναι ελκυστικό, πόσο κουραστικό αλλά και σε τελική ανάλυση επικίνδυνο, ώστε να διασωθεί ακέραια η ιστορική αλήθεια;
Για μένα όλα ξεκίνησαν από την υπέρμετρη αγάπη για τον τόπο μου, την Αλεξάνδρεια και το Ρουμλούκι. Ήθελα να γίνω χρήσιμο τέκνο του τόπου μου και, επειδή διαπίστωνα την ισχυρή έφεση να ερευνώ και να γράφω, αποφάσισα να δημοσιεύω όλα όσα ανακάλυπτα. Βέβαια, κάθε πληροφορία στην Ιστορία ή στην Λαογραφία είναι ένα μικρό ή μεγάλο παράθυρο στον παρελθόν ή κάποιες φορές μία φανταχτερή φωτοβολίδα.
Η αρχική έκσταση από τέτοιες ανακαλύψεις αντικαταστάθηκε γρήγορα από την ανάγκη να στηριχθεί η κάθε πληροφορία με διασταυρώσεις κι άλλων δεδομένων από τις πηγές, την βιβλιογραφία, τις προφορικές μαρτυρίες και τις γνώσεις από τα τεκμήρια και μνημεία. Η συνθετική δουλειά που απαιτείται, οδηγεί σε εξαγωγή συμπερασμάτων για τον τρόπο ζωής και σκέψης των ανθρώπων κατά τις εποχές που πέρασαν, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα το γιατί συνέβησαν τα ιστορικά γεγονότα.
Όταν γράφω Ιστορία ή Λαογραφία νομίζω ότι παραμερίζω μία κουρτίνα και εισέρχομαι σε έναν άλλο κόσμο και ζω στην εποχή που ερευνώ λειτουργώντας ως διδασκόμενος σκηνοθέτης. Το πληροφοριακό υλικό με διδάσκει πώς ζούσαν οι άνθρωποι στα Αρχαία χρόνια, στο Μεσαίωνα, στην Οθωμανοκρατία, πώς πλημμύριζε το ποτάμι, πώς καλλιεργούσαν οι χωρικοί, για ποιες αιτίες πέθαιναν, από πού αντλούσαν την προκοπή και τις χαρές τους. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, στην ιστοριογραφία ισχύει αυτό που είπε κάποιος «η αντικειμενικότητα είναι ένα όνειρο, αλλά η εντιμότητα είναι χρέος».
Ποιες είναι κατά σειράν οι εκδόσεις των έργων σας γύρω από την πατρίδα σας, το Ρουμλούκι, την αρχαία Καμπανία; Ποια απήχηση είχαν στον κόσμο των ομοτέχνων αλλά και στον απλό κόσμο; Τι πιστεύετε πως πρόσφερε στο ιστορικό τοπίο της περιοχής η δική σας συμμετοχή στην έρευνα;
Σε μένα έλαχε ο κλήρος να μελετήσω και να γράψω την Ιστορία του Ρουμλουκιού – Καμπανίας με παράλληλες αναφορές και στην Λαογραφία. Το ιστορικό αφήγημα ξεκίνησε από τα Αρχαία Χρόνια – Ρωμαιοκρατία (1985), συνέχισε στα Βυζαντινά χρόνια (2004), πήγε στην Πρώϊμη – Μέση (2012) και στην Ύστερη Οθωμανοκρατία (2019) και τώρα θέλει να φτάσει στις αρχές του 20ού αιώνα με τον Μακεδονικό Αγώνα (επόμενη έκδοση).
Βέβαια παρενεβλήθησαν οι δύο τόμοι με τα Ρουμλουκιώτικα Σημειώματα του 1989 και του 1996 που αφορούσαν κωδικοποίηση όλων των άρθρων που είχα προδημοσιεύσει στον τοπικό τύπο της Ημαθίας και κατά προτροπή του Γ. Χιονίδη τα εξέδωσα σε δύο συνεχή τομίδια. Όπως χαρακτηριστικά είχε γράψει το 1989 ο Γ. Χιονίδης «Η Ιστορία της σημερινής Αλεξάνδρειας και της γύρω περιοχής της είναι «σκοτεινή» και άγνωστη». Πλέον (και) με την δική μου δουλειά η Ιστορία του Ρουμλουκιού-Καμπανίας φωτίσθηκε και έγινε γνωστή. Το Ρουμλούκι πλέον καταγράφεται πανηγυρικά στη βιβλιογραφία ως τόπος με ιδιαίτερη ιστορική πορεία και ξεχωριστά λαογραφικά χαρακτηριστικά.
Οι δημοσιεύσεις και οι εκδόσεις μου αρέσουν στους συμπατριώτες μου και το αναγνωστικό κοινό και ο αντίκτυπός τους έφτασε αρκετά μακρυά. Κατόπιν δικής μου πρότασης ο Λαογραφικός ΄Ομιλος Ντόπιων Αλεξανδρείας και περιχώρων καθιέρωσε από το 1989 τον εορτασμό της επετείου απελευθέρωσης του Γιδά (σημερινή Αλεξάνδρεια Ημαθίας) από τους Τούρκους (18.10.1912), τον οποίο αποδέχθηκε ο Δήμος Αλεξάνδρειας.
Τον Οκτώβριο του 1997 έλαβα μέρος σε Αρχαιολογικό Συμπόσιο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που διοργάνωσε ο Κ. Μοσκώφ. Τον Οκτώβριο του 1996 προσκλήθηκα από τους ομογενείς Ημαθιώτες του Τορόντο στον Καναδά, όπου έδωσα σειρά διαλέξεων. Το μέχρι σήμερα συγγραφικό μου έργο έχει περάσει στη βιβλιογραφία αρκετών έγκριτων ιστορικών, πανεπιστημιακών συγγραφέων και ερευνητών, όπως πρόσφατα στο Tabula lmperii Byzantini – TIB 11 του Dr. Peter Soustal της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών Βιέννης. Η σημαντική αυτή έκδοση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όλη την Ημαθία, ενώ μέρος της ενδελεχούς έρευνας αφορά και τα περισσότερα από τα χωριά της Βυζαντινής Καμπανίας (Ρουμλούκι), για τα οποία πλέον των πηγών και άλλων συγγραφέων παραπέμπει συνεχώς σε τέσσερα έργα μου, κάτι που αποτελεί ύψιστη τιμή για μένα.
Και η Λαογραφία; Άλλη μεγάλη αγάπη σας, που κι αυτή διεκδικεί εδώ και πολλά χρόνια το ενδιαφέρον σας και απαιτεί χρόνο. Πρόεδρος εδώ και χρόνια των “Φίλων του Εθνογραφικού Κέντρου Γιώργη Μελίκη” αλλά και από πολύ παλιά μέλος συλλόγων με ενεργή δράση. Τι πιστεύετε πως προσφέρουν αυτοί οι σύλλογοι στην πολιτιστική ζωή του τόπου; Και πώς πρέπει να τους αντιμετωπίζει η επίσημη πολιτεία;
Η Λαογραφία μελετάει και καταγράφει τον τρόπο ζωής και τον Λαϊκό Πολιτισμό μίας ομάδας πληθυσμού ή ενός τόπου. Στην Ελλάδα κυρίως μετά την Μεταπολίτευση άνθησαν πολλοί Πολιτιστικοί ή Λαογραφικοί Σύλλογοι, οι οποίοι αναβίωσαν πολλά έθιμα που είχαν πάψει να τελούνται, κατέγραψαν τραγούδια, έσωσαν χορούς, ζωντάνεψαν πανηγύρια, ξανάφτιαξαν παλιές φορεσιές, έδωσαν ανάσες σε ντοπιολαλιές κ.ά. Η συμβολή τους είναι σημαντική.
Στη Μελίκη το “Εθνογραφικό Κέντρο Γ. Μελίκη – Κέντρο Έρευνας Μάσκας” έχει κάνει τη διαφορά χάρις στις μοναδικές συλλογές του Γιώργη που εκτίθενται στο Μουσείο του και στις εν γένει δυνατότητες που προσφέρει για λαογραφική έρευνα και πραγματοποίηση εκδηλώσεων υψηλών προδιαγραφών, χάρη στην άυλη και υλική υποστήριξη του Γ. Μελίκη, ο οποίος επί χρόνια κινείται σε επίπεδο ευεργέτη. Βλέποντας αυτό το σημαντικό Κέντρο Πολιτισμού ένας κύκλος ανθρώπων στάθηκε γύρω του δηλώνοντας ότι θέλουμε να υποστηρίξουμε το έργο του κι έτσι δημιουργήθηκε ο σύλλογος των Φίλων του Εθνογραφικού Κέντρου Γ. Μελίκη – Κ.Ε.Μ.
Τα μέλη των Φίλων με τίμησαν εκλέγοντάς με πρόεδρο του Δ.Σ. επί δύο συνεχείς θητείες. Είναι χαρά μας να δουλεύουμε δίπλα στον Γιώργη, το απολαμβάνουμε και διαρκώς ονειρευόμαστε και σχεδιάζουμε μαζί νέες εκδηλώσεις για το μέλλον.
Όσον αφορά την Πολιτεία, εντάξει, θα πω τα συνήθη τετριμμένα, ότι πρέπει να χρηματοδοτεί τέτοιου είδους φορείς και εκδηλώσεις, αλλά ευτυχώς μέχρι τώρα οι Φίλοι τα καταφέρνουμε να υλοποιούμε τα όνειρά μας χάρις στις δικές μας εισφορές και κυρίως χάρις στην ευεργετική υποστήριξη του Γιώργη. Είμαστε περήφανοι που είμαστε κοντά του.
Επειδή, πέρα από την συμμετοχή σας στον Πολιτισμό, υπήρξατε και ενεργός πολίτης με συμμετοχή στην πολιτική ζωή από το 1980 μέχρι και το 2015, (εκλεγμένος μάλιστα πολλές φορές στη Τοπική Αυτοδιοίκηση), ποια είναι η άποψή σας για τη σημερινή στάση των περισσότερων Ελλήνων να ακυρώνουν την πολιτική και τους πολιτικούς; Τι οδήγησε τον κόσμο σ’ αυτήν την αρνητική πρόσληψη του όρου “Πολιτική”;
Κοιτάξτε, από την Ιστορία έμαθα ότι των Ελλήνων οι Κοινότητες σε δύσκολους αιώνες εξέλεγαν τους εκπροσώπους τους εκ των ευφυεστέρων και των πλέον ικανών μελών τους. Δυστυχώς μετά την Κομματοκρατία που επικράτησε μετά την Μεταπολίτευση η θεά Αναξιοκρατία άνοιξε την πόρτα της πολιτικής στα καλά παιδιά της διπλανής πόρτας, που αν δεν ήταν μέλη κάποιου κόμματος, δεν θα τα ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας, οπότε το παραγόμενο πολιτικό αποτέλεσμα είναι κατώτερο των περιστάσεων.
Όλοι κρινόμαστε εκ του αποτελέσματος που παράγουμε κι αν δεν τα καταφέρνουμε πρέπει να φεύγουμε ή να μας διώχνουν. Όμως η Ελλάδα συνεχίζει να διώχνει τα ικανά τέκνα της, να σέρνεται χωρίς να μπορεί να βρει την ταχύτητα προς τα εμπρός, ενώ οι καιροί απαιτούν να απογειωθεί προς την ανάπτυξη. Μπροστά στα αλλεπάλληλα δράματα στα οποία βυθίζεται η χώρα εξανιστάμεθα, αλλά ξεχνάμε γρήγορα και αντί της επιλογής ριζοσπαστικών μέτρων θεραπείας, ξαναφτιάχνουμε τα ίδια λάθη και ξανακυλάμε στην επόμενη κρίση. Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα είναι μία κοινωνία μεσήλικων, αλλά δεν ασχολούμαστε μ’ αυτό το θέμα, που θα το βρούμε μπροστά μας σαν μία άλλη μεγάλη κρίση.
Αφιερώσατε τη ζωή σας με πάθος στην έρευνα της Τοπικής Ιστορίας. Επειδή όχι μόνο την ερευνήσατε και την καταγράψατε, αλλά τη ζήσατε, τη βιώσατε, πώς θα ορίζατε την Τοπική Ιστορία; Τι είναι για εσάς;
Η Τοπική Ιστορία είναι ένας μεγεθυντικός φακός που, όταν εστιάσει πάνω στα ιστορικά γεγονότα, μας επιτρέπει να διεισδύσουμε στις λεπτομέρειες και την ανάλυση των πολλών μικρών πληροφοριών που αναδεικνύουν όλο τον μικρόκοσμο των πρωταγωνιστών από την πόλη μας ή το χωριό μας.
Μπορεί να ξέρεις ότι κάποτε κατέκτησαν τον τόπο αυτό οι Ρωμαίοι, αλλά όταν μαθαίνεις ότι στο διπλανό χωράφι βρήκαν έναν ρωμαϊκό λουτρώνα με εξαιρετικά ψηφιδωτά και στη συνέχεια σκύβεις στο κείμενο της Τοπικής Ιστορίας και μαθαίνεις για τον τρόπο ζωής εκείνων των Ρωμαίων στο ίδιο τόπο αιώνες πριν, που μετά εξελληνίστηκαν, τότε σκέφτεσαι ότι είσαι απώτατος κληρονόμος εκείνου του τρόπου ζωής.
Μπορεί να βλέπεις μία οδό «Κοσμά Αιτωλού», αλλά όταν διαβάσεις την καταγραφή της μαρτυρίας μίας συντοπίτισσας γιαγιάς, ότι εκείνη η μορφή ήρθε εδώ, δίδαξε στην τάδε εκκλησία της πόλης σου κι έκανε τις εξής προφητείες, τότε βλέπεις το τόπο σου πιο όμορφο, πιο αξιόλογο κι αισθάνεσαι ότι είσαι από καλή γενιά που κρατάει από πολύ παλιά.
Μπορεί να ξέρεις ότι οι Οθωμανοί κυνηγούσαν και σκότωναν τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1822, αλλά όταν μαθαίνεις ότι κάποιος απώτατος χωριανός σου μάλλον πρόδωσε στο τουρκικό απόσπασμα μία ομάδα κατατρεγμένων επαναστατών, ανατριχιάζεις από την αναλγησία της άσχημης πλευράς της γενιάς σου.
Μπορεί να διάβασες τα Μυστικά του Βάλτου, αλλά μένεις έκπληκτος όταν διαβάσεις το ιστορικό βιογραφικό του μακεδονομάχου παππού του γείτονά σου και τον δεις σε παλιά φωτογραφία του ζωσμένο τ’ άρματά του.
Η Τοπική Ιστορία είναι ο κατανοητός τύπος επί των ήλων. Φέρνει τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα κοντά σου, στο μέγεθος της τοπικής κοινωνίας και στα όρια του τόπου, όπου ζεις. Γι’ αυτό πιστεύω ότι πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία.
Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Γιάννη Μοσχόπουλου