Οι σύγχρονοι «Ποσειδωνιάτες»: Η μελαγχολία για τη γλώσσα μας… / γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος
“Π ο σ ε ι δ ω ν ι ά τ α ι”
«Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυτούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήταν Έλληνες –
Ιταλιώται ένα καιρό κι αυτοί∙
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι – ω συμφορά! – απ’ τον ελληνισμό»
(Κ. Καβάφης)
Περιδιαβάζοντας τα διάφορα ειδικά λεξικά με στόχο τα ακριβή αίτια της μελαγχολίας διαπίστωσα πως ένα από τα γενεσιουργά αίτιά της είναι το αίσθημα αλλαγής κάποιας κατάστασης ή και απώλειας. Μία απώλεια που μπορεί να σχετίζεται με τον θάνατο ενός προσφιλούς προσώπου ή με το χωρισμό με άτομο που αποτελούσε στήριγμα στη ζωή μας. Κάθε απώλεια συνοδεύεται από αρνητικά συναισθήματα. Ωστόσο εκείνο που χρήζει μελέτης είναι το μέγεθος και η αξία εκείνου του προσώπου ή αντικειμένου που η απώλειά του μπορεί να μάς βυθίσει στην μελαγχολία.
Η μελαγχολία, όμως, ως απότοκο της απώλειας της εθνικής μας ταυτότητας σπανίζει ως σύμπτωμα. Είναι μία ξεχωριστή περίπτωση αυτή και αναδεικνύει όχι μόνον τον καταλυτικό ρόλο της εθνικής ταυτότητας στην εσωτερική μας ισορροπία αλλά και εκείνο το στοιχείο που κατεξοχήν συνέχει τον ιστό της εθνικής ταυτότητας. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τη γλώσσα.
«Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους./ Γιατί θυμούνται που κι αυτοί ήσαν Έλληνες»
Γλώσσα και Εθνική Ταυτότητα
Η γλώσσα – λέξεις είναι το απόθεμα της συλλογικής μνήμης, το καταστάλαγμα του πολιτιστικού θησαυρού του λαού, το απόσταγμα της πείρας αιώνων και το αποταμίευμα των διαχρονικών αξιών. Πάνω στο ζωντανό κορμί της γλώσσας χαράσσονται, κωδικοποιούνται κι εγγράφονται ανεξίτηλα όλα όσα ζήσαμε ή ονειρευτήκαμε ως εθνική κοινότητα «Κάθε έθνος μιλάει με τον τρόπο που σκέπτεται και σκέφτεται με τον τρόπο που μιλάει». Οι λέξεις – έννοιες που χρησιμοποιούν τα μέλη μιας εθνικής ταυτότητας διαμορφώνουν, συνυφαίνουν αλλά και διασώζουν την μοναδικότητα και την ιδιοπροσωπία του λαού.
Σε ένα άλλο επίπεδο η γλώσσα – λέξεις συντελεί στην ομογενοποίηση των μελών μιας εθνικής κοινότητας εξασφαλίζοντας έτσι τις προϋποθέσεις για την ενοποίηση των διαφορετικών στοιχείων. Έτσι μέσα από την ομογενοποίηση και ενοποίηση σφυρηλατούνται οι κοινωνικοί δεσμοί μεταξύ των μελών – πολιτών μιας οργανωμένης κοινωνίας και έθνους. Κι αυτό γιατί η γλώσσα – λέξεις διαμορφώνει την κοσμοθεωρία ενός λαού αλλά και τον τρόπο που συλλαμβάνει και βιώνει τα μεγάλα θέματα και ερωτήματα της ζωής του.
«Δεν πιστεύουμε στη γλώσσα ως αξία, αλλά ως εργαλείο. Δεν βλέπουμε ότι η γλώσσα είναι η ύπαρξή μας, η ελευθερία, η ταυτότητά μας, ατομική και εθνική». (Γ. Μπαμπινιώτης)
Η γλωσσική αλλοτρίωση
Όλα τα παραπάνω δεν αιτιολογούν μόνον την μελαγχολία που κατατρώγει τους Ποσειδωνιάτες αλλά αναδεικνύουν και το κενό που δημιουργεί στον ψυχισμό και τη συνείδησή τους η συνειδητοποίηση της γλωσσικής λήθης. Θλίβονται οι Ποσειδωνιάτες για την γλωσσική τους αλλαξοπιστία που συνιστά και το δομικό στοιχείο της γλωσσικής αλλοτρίωσης.
«Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται / εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι»
Η απώλεια της προγονικής τους γλώσσας και ταυτότητας τούς φέρει θλίψη και ματώνει την μνήμη τους. Αυτή η επώδυνη συνειδητοποίηση τούς βυθίζει σε απόγνωση κι αναζητούν διέξοδο σε εορτές και πανηγύρεις όπου βρίσκουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με αυτό που έχασαν, τις λέξεις – τα ονόματα.
«Και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε»
Τις πληγές της γλωσσικής λήθης προσπαθούν να τις επουλώσουν με την εκφορά ελληνικών λέξεων – ονομάτων γιατί έτσι μπορούν – έστω και νοερά – να επανασυνδεθούν με εκείνα τα στοιχεία που νοηματοδοτούσαν την ζωή τους. Τους χαροποιεί το γεγονός πως κάποτε κι αυτοί ήταν Έλληνες με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ατομική και εθνική τους ελευθερία και ολοκλήρωση. Εξάλλου η ελληνική καταγωγή τούς ενισχύει την αυτοπεποίθησή τους, αφού τούς συνδέει με μία διαχρονική αξία, τη γλώσσα την ελληνική.
«Γιατί θυμούνται που κι αυτοί ήσαν Έλληνες»
Σε ένα άλλο ποίημά του ο Κ. Καβάφης εξιδανικεύοντας ίσως κάθε τι ελληνικό προβιβάζει την ελληνικότητα στην ανώτερη αξιακή κλίμακα. Κι αυτό γιατί τα κορυφαία πνευματικά δημιουργήματα των αρχαίων Ελλήνων θεμελιώθηκαν σε δύο αδιαχώριστες αξίες, την Γλώσσα και την Ελευθερία.
«Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός -/ ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν∙/ εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν»
(Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής)
Οι σύγχρονοι «Ποσειδωνιάται»
Στην εποχή του Facebook, του instagram, του messenger, του viber, των Greeklish και της παντοδυναμίας των αλγόριθμων, της τεχνητής νοημοσύνης, του metaverse και της αλόγιστης χρήσης ξενικών όρων πόσο «φιλικοί» είμαστε με την ελληνική γλώσσα; Στην εποχή που τα συνθήματα πληθαίνουν και το επιχείρημα υποχωρεί πόσο νοιαζόμαστε για τη γλώσσα και τις λέξεις μας; Στην εποχή της πανεξουσίας της εικόνας και της αποβιταμίνωσης του λόγου πόσο νιώθουμε την απώλεια του γλωσσικού μας θησαυρού; Ερωτήματα και διλήμματα που ζητούν απαντήσεις από όλους μας.
Ποσειδωνιάτες είναι όσοι δεν μιλούν, δεν σκέπτονται, δεν πράττουν, δεν ονειρεύονται και δεν προγραμματίζουν με εργαλείο την Ελληνική γλώσσα. Αντίθετα δεν είναι λίγοι εκείνοι που χρησιμοποιούν ξενικούς όρους για τα πιο απλά πράγματα και επαίρονται γι’ αυτό. Δεν είναι κινδυνολογία το να επισημαίνεις την προδοσία της γλώσσας μας από πολλούς Έλληνες. Η γλώσσα μας συνιστά μία αξία, αυταξία κι έτσι βιώνεται και όχι με συμβουλές και πατριωτικούς λόγους.
«Όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά»
Ο ποιητής Κ. Μόντης αντισταθμίζει την πίκρα από την απουσία αναγνωστών των ποιημάτων του με το προτέρημα να γράφει ακόμη Ελληνικά. Οι χρήστες ξένων όρων νιώθουν αυτήν την παρηγοριά και την υπερηφάνεια που ακόμη μπορούν – άσχετα αν το αποφεύγουν – και μιλούν – γράφουν Ελληνικά;
Οι Ποσειδωνιάτες νιώθουν τρόμο και το θεωρούν συμφορά γιατί ενώ ήταν Έλληνες, τώρα μιλούν – γράφουν σε άλλη γλώσσα. Το θεωρούν ξεπεσμό και ντροπή.
«Και τώρα πως εξέπεσαν, πως έγιναν,/ να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά/ βγαλμένοι – ω συμφορά! – απ’ τον Ελληνισμό»
Αποτελεί ευκαιρία για όλους μας να επιλέξουμε εκείνο το δρόμο που θα μάς κάνει περήφανους για τη γλώσσα μας και να κατανοήσουμε βαθύτερα τόσο την ντροπή και την μελαγχολία των κατοίκων της Ποσειδωνίας όσο και το αίσθημα της τιμής που νιώθει ο Κ. Μόντης που ακόμη γράφει Ελληνικά.
Ας νιώσουμε κι εμείς σήμερα ως Έλληνες λίγη υπερηφάνεια για την γλώσσα μας που μόρφωσε και γαλούχησε γενιές και γενιές ανθρώπων σε όλον τον κόσμο. Μια γλώσσα που απλώθηκε παντού και τροφοδότησε με όρους – έννοιες όλες τις επιστήμες. Οδηγός μας ο παιάνας του Καβάφη για τη γλώσσας μας:
«Με τες εκτεταμένες επικράτειες,/ με την ποικίλη δράση των στοχαστικών/ προσαρμογών./ Και με την Κοινήν Ελληνική Λαλιά/ ως μέσα στην Βακτριανήν την πήγαμεν, ως τους Ινδούς».
(«Στα 200π.χ.»)
Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας
————————–
ΙΔΕΟπολις