Περιγραφή – φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
‘‘Ο βράχος που «τραβάει» τη ματιά σου πάνω του και το αντίκρισμα του περιμετρικού πέτρινου τοίχου την περιέργεια εξερεύνησης.’’
Στο σύντομο πέρασμά μας από την Κορινθία και ακολουθώντας τον αυτοκινητόδρομο Καλαμάτας-Πάτρας το βλέμμα μας μάς το «τράβηξε», σαν μαγνήτης, ο απότομος βράχος που ορθώνεται πάνω από την Κορινθιακή πεδιάδα και στέκεται εκεί, επιβλητικά μοναχικός, κάνοντας τη διαφορά στην όλη περιοχή με ελαιώνες, με εσπεριδοειδή και σταφιδοκαλλιέργειες.
Η εικόνα του απόκρημνου βράχου από μακριά, ο όγκος του και ο σχηματισμός του, «αναγκάζουν» τη ματιά σου να μη φεύγει από πάνω του και να την κάνει να «ταξιδέψει», γεμάτη απορία, ακολουθώντας το περίγραμμά του και στην πορεία του…όλο ερωτηματικά «ταξιδιού» της…να σκοντάψει εκεί ψηλά, στην κορυφή του, πάνω σε πυργίσκους και την περιμετρική οχυρωματική περιτείχιση μήκους πολλών εκατοντάδων μέτρων.
Κοιτώντας το περιμετρικά κτισμένο με ογκόλιθους και με επεξεργασμένη πέτρα παραπάνω τοίχο, νομίζεις ότι αντικρίζεις ένα…στέμμα-κόσμημα…στο κεφάλι ενός βράχινου άρχοντα που αγναντεύει πέρα στον ορίζοντα. Πέρα από τον Κορινθιακό και τον Πατραϊκό Κόλπο (φωτ. 1).
Ο απόκρημνος αυτός βράχος που ορθώνεται πάνω από την Αρχαία Κόρινθο και φέρει το όνομα: ‘‘Ακροκόρινθος’’ σε «συντροφεύει», σαν εικόνα, σε όλο το διάστημα που βρίσκεσαι στον αυτοκινητόδρομο: Πατρών-Κορίνθου-Καλαμάτας.
Οι πυργίσκοι, ο περιμετρικός τοίχος και τα άλλα μισογκρεμισμένα κτίσματα σε «αναγκάζουν», στο αντίκρισμά τους, να παρακάμψεις από την πορεία σου και να ικανοποιήσεις την εξερευνητική σου επιθυμία επισκεπτόμενος τον τόπο που, σύμφωνα πάντα με την μυθολογία, αγάπησε ο θεός Ήλιος και είχε τον θρόνο του στα 570 περίπου μέτρα υψόμετρο.
Έτσι, το ψηλότερο εκείνο σημείο του βράχου δέχεται τις πρώτες ακτίνες του ανατέλλοντα ήλιου και χρωματίζεται με απερίγραπτα χρώματα κάθε πρωί.
Η περιέργεια, η ιστορία της περιοχής, η γνωριμία μας με το καινούργιο και το άγνωστο, μάς «ανάγκασαν» να τον επισκεφτούμε.
Βγήκαμε, λοιπόν, από τον αυτοκινητόδρομο που ακολουθούσαμε και κατευθυνθήκαμε οδικώς προς την Αρχαία Κόρινθο, ακολουθώντας τις πινακίδες.
Ο ασφαλτόδρομος ανηφορικός.
Φτάνοντας σε μία πέτρινη Κρήνη ακολουθήσαμε την ένδειξη της μεταλλικής πινακίδας-βέλος (φωτ. 2).
Η κατασκευαστική εικόνα της πέτρινης εκείνης βρύσης σου θυμίζει ένα…ολοκληρωμένο πασλ…από λογής-λογής υλικά προερχόμενα από διαφορετικές χρονικά περιόδους, κάποια από την αρχαιότητα ακόμη, που τα «δέσανε» μεταξύ τους οι διάφορες φυλές, στο πέρασμά τους από την περιοχή, δίνοντάς της έτσι τη μορφή που αντικρίζει ο επισκέπτης σήμερα.
Ακολουθήσαμε το βέλος: «Προς Ακροκόρινθο».
Η οδική πορεία μας ανηφορική και σε ασφάλτινο δρόμο με πολλά στροφηλίκια.
Βλέποντας ο επισκέπτης, στο οδικό ανηφορικό πέρασμά του, το γεωμορφολογικό ανάγλυφο του βράχου καταλαβαίνει αμέσως γιατί ο συγκεκριμένος χώρος επιλέχτηκε αρχικά σαν σκοπιά (για εποπτεία τυχόν εισβολέων από τη θάλασσα ή την Στερεά Ελλάδα) και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε σαν Κάστρο-φρούριο, Ακρόπολη δηλαδή, (για προστασία των κατοίκων της περιοχής κατά τις επιδρομές βάρβαρων, πειρατών και κατακτητών).
Χρειαστήκαμε 3 μόλις χιλιόμετρα για να φτάσουμε από την Αρχαία Κόρινθο στο parking του Κάστρου (φωτ. 3).
Φτάνοντας, διαπιστώσαμε ότι η είσοδος στον ‘‘Ακροκόρινθο’’ βρίσκεται από την πλευρά του βράχου που είναι αθέατη από την κωμόπολη.
Παρκάραμε το αυτοκίνητό μας.
Ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε για την εξερευνητική μας επίσκεψη στον χώρο που μάς «καλούσε» από τα μακριά ακόμη.
Με την εικόνα της μεγάλης σε διαστάσεις, οφιοειδή σχηματισμού, και μεγάλου μήκους οχυρωματικής περιτείχισης μπροστά και στα δεξιά μας ανηφορίσαμε το μοναδικό λιθόστρωτο δρομάκι και φτάσαμε στην πρώτη θολωτή και περισσότερο επιβλητική πύλη του Κάστρου (φωτ. 4).
Φτάνοντας στην είσοδο, η ενημέρωση στην πινακίδα: «Ώρες λειτουργίας 08.30΄-15.30΄», μάς απογοήτευσε.
Εμείς, φτάσαμε στο σημείο στις 14.20΄ και σύμφωνα με το ωράριο λειτουργίας είχαμε ελάχιστο χρόνο να περιηγηθούμε, όπως το θέλαμε, σε όλο το εσωτερικό χώρο της Καστροπολιτείας.
Περάσαμε την βαριάς κατασκευής Α΄ Πύλη, πήραμε το απαραίτητο χαρτάκι εισόδου, υποσχεθήκαμε στον φύλακα ότι θα ήμασταν συνεπείς στο ωράριο και με γρήγορο πλέον βηματισμό ξεκινήσαμε την εξερευνητική μας περιπλάνηση (φωτ. 5 και 6).
Σε μικρή μόλις απόσταση και πριν από την κύρια είσοδο που περάσαμε υπήρχε, κατά τον μεσαίωνα σύμφωνα με πληροφορίες και τον χάρτη, μεγάλη αμυντική τάφρος και πάνω από αυτήν μία κινητή γέφυρα.
Συνεχίσαμε την πορεία μας και βήμα-βήμα «βυθιζόμασταν» στους αιώνες της ιστορίας του σε ένα χώρο που άρχισε να διαμορφώνεται και να οχυρώνεται από την Αρχαιότητα μέχρι τα νεώτερα χρόνια.
Ανηφορίσαμε άλλο ένα λιθόστρωτο δρομάκι μέχρι τη Β΄ Πύλη.
Σε κάποια σημεία του το δρομάκι αυτό είχε περάσματα δίπλα από λαξεμένο βράχο.
Στο κομμάτι αυτό δεν συναντήσαμε, ακόμη, τμήματα ή υπολείμματα κτισμάτων.
Φτάσαμε στην Β΄ Πύλη.
Είχε μεγαλύτερη περιτείχιση από εκείνη της πρώτης που περάσαμε νωρίτερα.
Περνώντας τη θολωτή αυτή πύλη βρεθήκαμε στο δεύτερο οχυρωματικό επίπεδο του Κάστρου, το μεσαίο ( φωτ. 7 και 8).
Στο επίπεδο αυτό συναντήσαμε τμήματα του Αρχαίου προχριστιανικού τείχους, εκείνα της Βυζαντινής εποχής, κάποια της Φραγκοκρατίας και της Ενετοκρατίας, καθώς και τα άλλα της Τουρκοκρατίας.
Το δρομάκι που ανηφορίζαμε ήταν λιθόκτιστο και περνούσε δίπλα από χαλάσματα (φωτ. 9, 10, 11).
Ο χρόνος «έτρεχε», τα λεπτά της ώρας κυλούσαν.
Βιαζόμασταν και εμείς για να προλάβουμε να δούμε όσο το δυνατόν περισσότερα μπορούσαμε.
Φτάσαμε στην Γ΄ Πύλη (φωτ. 12 και 13).
Ήταν και αυτή θολωτή
Την περάσαμε και βρεθήκαμε στο τρίτο οχυρωματικό επίπεδο, το ανώτερο.
Βρεθήκαμε δηλαδή στο τμήμα του κυρίως χώρου της Καστροπολιτείας.
Η εικόνα εδώ διαφορετική.
Το λιθόκτιστο δρομάκι μετατράπηκε σε ανηφορικό μονοπάτι, που περνούσε δίπλα από χαλάσματα και όγκους από επεξεργασμένη πέτρα-πωρόλιθο.
Συναντήσαμε κατάλοιπα και τμήματα εκκλησιών, τζαμιών, πυργίσκων, παλαιότερων πύργων, σπιτιών και άλλων διάφορων κτισμάτων που άντεξαν στον φθοροποιό χρόνο.
Στο μεγάλο αυτό κομμάτι της Καστροπολιτείας η περιτείχιση είναι πλήρης και με ενδιάμεσους πυργίσκους καλύπτει όλο το οροπέδιο.
Αντικρίσαμε και άλλες θολωτές πύλες, μικρότερες σε όγκο, που χρησίμευαν σαν σκοπιές ή σημεία διαφυγής.
Συναντήσαμε, επίσης, υπόγειες δεξαμενές, κρυψώνες, διόδους, φρεάτια και υπόγειους χώρους αποθήκευσης (φωτ. από 14 έως και 21).
Ταξιδεύοντας τη ματιά μας στο όλο οροπέδιο βλέπαμε ένα κατασκευαστικό κράμα.
Βλέπαμε ίχνη Αρχαίων χρόνων, καθώς επίσης και διάφορες παρεμβάσεις με επισκευές, με επιπρόσθετες κατασκευές, με αναγκαστικές κατεδαφίσεις, με έργα ενίσχυσης κ.α. από Μακεδόνες, από Ρωμαίους, από Φράγκους, από Λατίνους, από Ιωαννίτες Ιππότες, από Ενετούς οι οποίοι το επισκεύασαν και του δώσανε τη σημερινή μορφή του, από Τούρκους και τέλος από Έλληνες μετά την ύψωση, για πρώτη φορά, στο ‘‘Ακροκόρινθο’’ της επίσημης Ελληνικής σημαίας τον Μάιο του 1821.
Στο γρήγορο πέρασμά μας συναντήσαμε και κάποια κανόνια της τελευταίας Ενετικής κατοχής του Κάστρου την εποχή του Φραγκίσκου Μορόζίνη.
Το μονοπάτι που ακολουθούσαμε είχε διασταυρώσεις και με άλλα μονοπάτια.
Η Μαρία θέλησε να περιηγηθεί στα γύρω κτίσματα του οροπεδίου χωρίς βιασύνη.
Εγώ, όμως, ακολούθησα, σχεδόν τρέχοντας, εκείνο το μονοπάτι που οδηγούσε στο ένα, από τα δύο ψηλότερα, σημείο του ‘‘Ακροκορίνθου’’ με τον χαρακτηριστικό και τον ορατό από παντού ‘‘Νοτιοδυτικό (Φράγκικο) Πύργο’’.
Στο πέρασμά μου από το χωμάτινο μονοπάτι η ματιά μου «άγγιζε» τα χοντρά τείχη που άντεξαν σε επιδρομές αιώνων και το βλέμμα μου «σκόνταφτε» σε οδοντωτές απολήξεις, στα στενά ανοίγματα-πολεμίστρες, στους θολωτούς διαδρόμους, στους μικρούς στενούς πυργίσκους – στο εσωτερικό των οποίων χωρούσε μόνο ένα άτομο.
Δεν άργησα να φτάσω (φωτ. 22, 23, 24).
Μπροστά μου ένας καστρόπυργος με κάποια κατασκευαστικά υπολείμματα γύρω του.
Δεν καθυστέρησα καθόλου.
Μπήκα στο εσωτερικό του ‘‘Νοτιοδυτικού (Φράγκικου) Πύργου’’ και τον εξερεύνησα (φωτ. 25, 26, 27).
Ανέβηκα στην ταράτσα του και από εκεί «ταξίδεψα» τη ματιά μου στην όλη γύρω περιοχή που απλωνόταν στους πρόποδες του ‘‘Ακροκορίνθου’’, καθώς και σε όλη εκείνη την έκταση της Καστροπολιτείας.
Εκπληκτική θέα και ολοκληρωμένη οπτική ξενάγηση από τα ψηλά.
Είδα την Αρχαία Κόρινθο, τη πεδιάδα της, τους γύρω λοφίσκους με ελαιοκαλλιέργειες και σταφιδοκαλλιέργειες, τους παραλιακούς οικισμούς-πόλεις-κωμοπόλεις της Κορινθίας, τον Κορινθιακό και τον Πατραϊκό Κόλπο, περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, τμήματα ορεινών όγκων της Μικρής και Μεγάλης Ζήρια, τις κορυφές του Ελικώνα και του Παρνασσού κ.α.
Και κοιτάζοντας στον εσωτερικό χώρο της καστροπολιτείας έβλεπα καθαρά όλα εκείνα που δεν μπορούσα να τα δω περνώντας από δίπλα τους (φωτ. 28, 29, 30, 31).
Μια ματιά στο ρολόι μου.
Μου μείνανε 15 μόλις λεπτά πριν το κλείσιμο της κεντρικής εισόδου του Κάστρου.
Δεν προλάβαινα να επισκεφτώ το άλλο, το δεύτερο, ψηλότερο σημείο του βράχου.
Εκείνο που παραχώρησε ο θεός Ήλιος στην Αφροδίτη, προς τιμήν της οποίας, σύμφωνα με τη μυθολογία, η Μήδεια έχτισε έναν ναό.
Στο σημείο εκείνο σώζονται σήμερα ίχνη του Αρχαίου ναού, στη θέση του οποίου κτίστηκε αργότερα ένας χριστιανικός ναός και στη συνέχεια ένα τζαμί.
Δεν κατάφερα, επίσης, να δω τη δεξαμενή νερού που ονομάζεται σήμερα ‘‘Δραγονέρα’’, και πρόκειται για την αρχαία Πειρήνη κατά περιγραφή του Παυσανία.
Φωτογραφίες και με τροχαδάκι πήρα το κατηφορικό μονοπάτι της επιστροφής (φωτ. 32).
Στην έξοδο βρεθήκαμε στην ώρα μας.
Χαιρετήσαμε τον φύλακα και βγαίνοντας από το Κάστρο αφήσαμε πίσω μας την βαριά ιστορία του.
Και με την υπόσχεση ότι την επόμενη φορά θα φροντίσουμε να περιηγηθούμε σε όλους τους χώρους του, ικανοποιώντας τα «θέλω» μας, κατευθυνθήκαμε προς το parking.