Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή. Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις, αν δεν μπορείς…»
Κ. Καβάφης (Μάρτιαι Ειδοί)
Η ομορφιά, λένε, ανοίγει πόρτες. Αυτό είναι το κυρίαρχο προβαλλόμενο πρότυπο της σύγχρονης εποχής και μέγα προσόν. Η ομορφιά, η ικανότητα να τη χρησιμοποιείς για να πετυχαίνεις τους στόχους σου και να θέτεις σε εφαρμογή τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σου. Να σαγηνεύεις τα πλήθη, να χαμογελάς επιτηδευμένα, να επιδεικνύεις ένα υποκριτικό ενδιαφέρον για τις κοινά , να εκτοξεύεις και δύο – τρία λεκτικά πυροτεχνήματα για εντυπωσιασμό και ύστερα να αλιεύεις τα λάφυρά σου. Πανεύκολο. Να προβάλεις και την ικανότητά σου στο χειρισμό του λόγου, σύμφωνα με τα δικά σου κριτήρια περί ρητορικής ικανότητας, μία επικοινωνιακή ευελιξία, ένα επιτηδευμένα χαλαρό σταυροπόδι και έγινες το πρόσωπο της ημέρας, αλλά και της πολιτικής πραγματικότητας, βεβαίως. Και στην κορυφή της πυραμίδας η απαραίτητη δημοφιλία, η οποία δεν αποτελεί κατάκτηση , αλλά είναι κληρονομική, κατασκευασμένη, με όλα τα προνόμια που μπορούν να απολαύσουν οι αποδέκτες της.. Και όλα αυτά, κάπου στο σαθρό βασίλειο της Δανιμαρκίας..
Αυτά είναι τα εχέγγυα της ποιότητας μιας οποιασδήποτε ανερχόμενης και πολλά υποσχόμενης πολιτικής φιγούρας στη χώρα του Ποτέ ( Ποτέ αξιοκρατία, ποτέ διαφάνεια, ποτέ ισοτιμία, ποτέ αξιοπιστία) και της απύθμενης διαφθοράς . Το μέγα ερώτημα το οποίο λυσσαλέα αναδύεται αφορά την ποιότητα όχι της συγκεκριμένης σιδηράς και προσφάτως εκπεπτωκυίας κυρίας της Ευρωβουλής, αλλά τη νοημοσύνη όλων αυτών που την εκθείαζαν στα Μέσα αφιονιζόμενοι, προφανώς, από το αριστοτεχνικά ενορχηστρωμένο προμοτάρισμα της γκλαμουράτης προσωπικότητάς της. Ποιους έπειθε αλήθεια; Ποιο ήταν το κοινό, οι ψηφοφόροι, η αυλή της; Ποιο το πολιτικό κριτήριο του σύγχρονου Έλληνα πολίτη; Ποια η παιδεία του; Οι απαντήσεις δίνονται καθημερινά και ας σφυρίζουμε τάχα αδιάφορα γιατί η αλήθεια ραπίζει αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια ενοχής.
Καιρός του σπείρειν καιρός του θερίζειν, όπως λέει και ο ποιητής . Και η ώρα της κρίσης έρχεται για όλους, ίσως καθυστερημένα κάποιες φορές, αλλά έρχεται. Η πρόσφατη αποκάλυψη – που δεν είναι και η μόνη – έρχεται να αποδείξει τη βαθιά κρίση (συνήθως αυτή), στην οποία έχει περιπέσει η χώρα και δεν είναι η οικονομική. Είναι η βαθύτατα ηθική, είναι η διαφθορά που ροκανίζει τα στηρίγματά της και την οδηγεί σε επικίνδυνους κλυδωνισμούς. Είναι η κρίση των θεσμών, η κρίση της Δημοκρατίας που αποδεικνύεται φενάκη, η ψευδαίσθηση της ισονομίας και της αξιοκρατίας, που δημιουργούν ταξικές διχοτομήσεις και διακρίσεις επικίνδυνες για την κοινωνική ομαλότητα και ισορροπία. Διακρίσεις που έχουν οδηγήσει τη χώρα στον απόπατο της Ευρώπης, όταν οι υποτιθέμενοι υπολήψιμοι και διακεκριμένοι εκπρόσωποί της σφετερίζονται τις αξίες της για ίδιον όφελος, για βρόμικο όφελος, εμπαίζοντας έναν λαό που βρίσκεται στα όρια της εξαθλίωσης.
Είναι αναπόφευκτη η ανάκληση των στίχων του Αλεξανδρινού ποιητή στο ποίημα «Μάρτιαι Ειδοί»: «Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή. Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις…» Στίχοι που χάνονται στις δίνες των καιρών.. Νέοι θεοί, νέες αξίες, με κυρίαρχο το χρήμα που διαμορφώνει και το κοινωνικό status πολιτών και πολιτευομένων, το χρήμα, που σαν Λυδία λίθος διακρίνει ποιότητες και προδιαγράφει πορείες. Μια βάσανος αθέατη που εφησυχάζει αλλά και καταδικάζει απροσδόκητα και ερήμην. Και κοντά σ΄αυτό, μια υπέρμετρη ματαιοδοξία, ένας πολιτικός αριβισμός , και μια πρόδηλη κουτοπονηριά, δυσδιάκριτη σε πολλούς, που συνιστούν ανάχωμα στην απρόσκοπτη λειτουργία της Δημοκρατίας.
Καταλήγοντας , η ουσία του θέματος έγκειται, φρονώ, στην άγνοια, με τη σημασία της έλλειψης της απαραίτητης εκείνης γνώσης, αλλά και αντίληψης, ενδεχομένως λόγω τύφλωσης ηθικής και πνευματικής, που θα βοηθήσει τον άνθρωπο να προβεί σε μια ορθή εκτίμηση της πραγματικότητας που τον περιβάλλει. Αντ’ αυτού, η ματαιότητά του τον ωθεί σε μία στρέβλωση της πραγματικής εικόνας του κόσμου κατά το δοκούν και το ωφέλιμον. Μια εθελοτυφλία, έναν παρωπιδισμό και έναν κωμικό αυτοθαυμασμό που λίγο απέχει από τον παραλογισμό και την απώλεια ελέγχου της πραγματικότητας. Και όταν χάνεται ο έλεγχος και του εαυτού και της πραγματικότητας, όπως περίτρανα αποδείχτηκε, η πραγματικότητα εκδικείται. Και μάλιστα χωρίς ελαφρυντικά, και κυρίως σε χώρες που, σε αντίθεση με τη δική μας, δεν τα παρέχουν πλουσιοπάροχα για να καλύψουν οικείους και ομοίους.