Πίνακες και φωτογραφίες ζωγράφων – πολεμικών ανταποκριτών από το Αλβανικό Μέτωπο και την Εθνική Αντίσταση
Επιμέλεια: Ειρήνη Πιτσόλη
Ένα κεφάλαιο ξεχωριστό και σημαντικό τόσο στην ιστορία της ελληνικής τέχνης όσο και στη μετέπειτα εξελικτική πορεία της είναι τα έργα που έγιναν κατά τη διάρκεια του Πολέμου του ΄40, στην Κατοχή και στην Αντίσταση (1940-1945).
Μια χούφτα λαός… όρθωσε το ανάστημα του κι εναντιώθηκε σε μία υπερδύναμη φωνάζοντας ομόφωνα “Όχι”. Και γράφει ιστορία με χρυσά γράμματα και πολλές θυσίες. Από τον μεγαλειώδη αγώνα του ελληνικού έθνους την περίοδο 1940-1944 η τέχνη δεν είναι απούσα. Η τέχνη εξάλλου δεν είναι ποτέ ξεκομμένη από την εποχή της. Ζωγράφοι, χαράκτες, και εικαστικοί δημιουργούν έργα τέχνης “ντοκουμέντα”, Αποθανατίζουν το έπος του 40.
Το αλβανικό μέτωπο και ο ηρωισμός του λαού αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες. Καλλιτέχνες στο Μέτωπο, με το ένα χέρι πολεμούν και με το άλλο αποτυπώνουν καθημερινά τις σκηνές του πολέμου, την ζωή των στρατιωτών, της αυταπάρνησης που δείχνουν στον αγώνα για την υπεράσπιση της πατρίδας τους, τις κακουχίες, αλλά και σκηνές από την υποδοχή του κόσμου στις πόλεις και στα χωριά που απελευθέρωναν. Παράλληλα, κινηματογραφιστές και φωτογράφοι της εποχής, με τα πενιχρά μέσα που διέθεταν με το φακό τους περνάνε τον αγώνα στην αιωνιότητα.
Αυτά τα έργα τέχνης, οι πίνακες ζωγραφικής, οι φωτογραφίες, οι αφίσες , οι γελοιογραφίες, έχουν διπλό ρόλο: Να εμψυχώσουν ένα ολόκληρο έθνος που αγωνίζεται για την ελευθερία του και να δημιουργήσουν “ντοκουμέντα” που θα γίνουν στο μέλλον “μαρτυρίες” μιας ολόκληρης εποχής.
Τσαρούχης, Βασιλείου, Μελετζής, Προκοπίου, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή στο μέτωπο. Οι άλλοι ακόμα κι αν δεν βρίσκονται εκεί κάνουν τους χρωστήρες τους όπλα.
Αλεξανδράκης: Ο ζωγράφος του αγώνα
Όσοι είναι ηλικίας άνω των 30 ετών θυμούνται τους πίνακες ζωγραφικής με θέμα το έπος του 40 που έβλεπαν στους τοίχους των σχολικών αιθουσών. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν το όνομα, του ζωγράφου που αποθανάτισε αυτές τις σκηνές. Ακόμα πιο λίγοι είναι αυτοί που ενδιαφέρθηκαν να το μάθουν ίσως γιατί αυτοί οι πίνακες μας είναι τόσο οικείοι όσο οι αγιογραφίες στις εκκλησίες.
Ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης στους πίνακες του με μοναδικό τρόπο, αποθανάτισε τις μάχες των Ελλήνων εναντίον των Ιταλικών στρατευμάτων. Ο Αλεξανδράκης πολέμησε στην Αλβανία ως δεκανέας πυροβολικού. Τα σκίτσα του τα έκανε ανάμεσα στις μάχες και στην ανάπαυλα. Αργότερα έφτιαξε τους πίνακες με λάδι. Το τεράστιο ταλέντο του φαίνεται στον τρόπο με τον οποίο απεικόνιζε σκηνές από μάχες την στάση των στρατιωτών ακόμα και των αλόγων από μνήμης….
Όταν ζωγραφίζεις πολεμικές σκηνές η ένταση επιβάλλεται. Δεν είναι όμως όλοι οι ζωγράφοι ικανοί να την αποτυπώσουν με τέτοιο τρόπο. Και να σκεφτεί κανείς πως ο Αλεξανδράκης σκιτσάριζε από μνήμης και με βάση αυτά τα σκίτσα έκανε τους πίνακες μέσα στην κατοχή.
Ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης στον οποίο ανήκουν τα περισσότερα έργα με θέμα το έπος του 40 γεννήθηκε το 1913 στην Αθήνα. Από νωρίς έδειξε το καλλιτεχνικό του ταλέντο και σε ηλικία 13 χρονών (κατ άλλους 17) έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση. Σπούδασε ζωγραφική στην Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Σπυρίδωνα Βικάτο , τον Ουμβέρτο Αργυρό και τον Γιάννη Κεφαλληνό στη χαρακτική. Το 1933 υπήρξε σκιτσογράφος στο «Έθνος». Αποφοίτησε το 1937 συγκεντρώνοντας και τα τέσσερα πρώτα βραβεία που προέβλεπε ο κανονισμός (προσωπογραφία, γυμνό, ημίγυμνο και σύνθεση). Η περίπτωση αυτή αναφέρεται ως μοναδική στα χρονικά της σχολής. Στον πόλεμο του 1940 επιστρατεύτηκε ως δεκανέας πυροβολικού. Πολλά έργα του έγιναν γνωστά γιατί κυκλοφόρησαν σχεδόν αμέσως ως αφίσες.
Το 1958 εικονογράφησε το αναγνωστικό της Ε΄ Δημοτικού. Συνεργάστηκε με ιδρύματα του εξωτερικού όπως το Μουσείο Γκουγκενχάιμ και η Βιβλιοθήκη της γερουσίας των ΗΠΑ.
Πέθανε το 1968. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε κι ένα λεύκωμα με 100 περίπου έργα του από τον πόλεμο του ΄40 και με τίτλο «Έτσι πολεμούσαμε»
Ανάμεσα στα πιο σπουδαία έργα του με θέμα τον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο είναι το «Πορεία στη χιονοθύελλα», το «υπέρ βωμών και εστιών», το «ξάφνιασμα μες την νύχτα», «η πείνα», «ο στρατιώτης και το άλογο».
Γιώργος Προκοπίου – Ο “πολεμικός ανταποκριτής” που πέθανε στο μέτωπο
«Έκαμα σκίτσα και φωτογράφισα αιχμαλώτους παραδιδόμενους» έγραφε στο ημερολόγιο του πολέμου, ο Γιώργος Προκοπίου, ο διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος.
Το 1940 με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου καταφέρνει παρότι ήταν 64 ετών και τον ταλαιπωρούσε σοβαρό πρόβλημα υγείας ( έπασχε από βρογχικά ), να αποσπάσει ειδική άδεια από τον αρχιστράτηγο Παπάγο που του επιτρέπει να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Έτσι ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος είχε στείλει στους διοικητές των μεγάλων μονάδων τηλεγράφημα στο οποίο τους παρακαλούσε να διευκολύνουν το έργο του Προκοπίου.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Προκοπίου με τους καμβάδες του έπαιξε το ρόλο του “πολεμικού ανταποκριτή” . Το 1903 πραγματοποίησε ταξίδι στην Αίγυπτο όπου φιλοτέχνησε μια σειρά από πορτραίτα Ελλήνων ομογενών και γνωρίστηκε μέσω του Παύλου Μελά με υψηλόβαθμο αξιωματικό της αβησσυνιακής στρατιωτικής αποστολής, ο οποίος τον προσκάλεσε στην Αντίς Αμπέμπα.
Τον επόμενο χρόνο κατάφερε να αναδειχτεί νικητής σε διεθνή διαγωνισμό προσωπογραφίας του αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Μενελίκ Α’, έλαβε τιμητικές διακρίσεις και ορίστηκε ζωγράφος της αυτοκρατορικής αυλής. Παρέμεινε στην αφρικανική χώρα ως το 1906 και έπειτα έζησε μεταξύ Αθήνας και Σμύρνης, ερχόμενος ενδιάμεσα σε επαφή και με τους χώρους της φωτογραφίας και της κινηματογράφησης.
Κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων παρακολούθησε διάφορες συγκρούσεις, τις οποίες απεικόνιζε σε πίνακες. Ανάλογη ήταν η δράση του κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και κατά την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας όταν έπειτα από παραγγελία του στρατηγού Λεωνίδα Παρασκευόπουλου ανέλαβε να αποθανατίσει από την πρώτη γραμμή τα γεγονότα του πολέμου μέσω της ζωγραφικής, της φωτογραφίας και της κινηματογράφησης.
Σημαντική θεωρείται σήμερα η κινηματογράφηση από τον ίδιο της καταστροφής της Σμύρνης. Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την έξωση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία, ο Προκοπίου αιχμαλωτίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από τουρκικό στρατοδικείο, κατάφερε όμως να αποδράσει με τη βοήθεια του πρόξενου της Γαλλίας και να βρει καταφύγιο στην Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε οριστικά.
Το 1940 έφτασε στο μέτωπο ντυμένος με τη στολή εκστρατείας και εξοπλισμένος με τη φωτογραφική μηχανή και την παλέτα του, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Δεν ακολουθούσε το Γενικό Στρατηγείο, αλλά ζούσε στο πλευρό των φαντάρων. Έβλεπε σε πραγματικό χρόνο και με προσωπικό κίνδυνο τον πόλεμο και τον ηρωισμό των Ελλήνων.
Ενώ βρισκόταν στο μέτωπο, τράβηξε φωτογραφίες τους Έλληνες φαντάρους και ζωγράφισε ελαιογραφίες με τα χιονισμένα βουνά της Πίνδου. Στο πρώτο σκίτσο του με κάρβουνο, απεικόνιζε ένα σώμα πυροβολικού, που είχε συναντήσει στην Κακαβιά και ακολούθησαν σκίτσα με τις μάχες στη Βόδριστα.
Φωτογράφισε τους Έλληνες στρατιώτες καθώς αγκομαχούσαν αλλά προχωρούσαν πάντα μπροστά μέσα στο χιόνι στα βουνά της Ηπείρου. Ο φακός του αιχμαλώτισε και αυτός τους Ιταλούς που παραδίδονταν στον ελληνικό στρατό.
Οι φωτογραφίες του θεωρούνται ιστορικά ντοκουμέντα και αποτελούσαν πηγή έμπνευσης για τους πίνακες, που ζωγράφιζε. Ο θάνατος του Προκοπίου τον Δεκέμβριο του 1940 στο Αλβανικό Μέτωπο η θερμοκρασία είχε φτάσει στους -20 βαθμούς. Ο
Προκοπίου βρισκόταν στη σκηνή του και ζωγράφιζε τον τελευταίο του πίνακα. Ο οργανισμός του, που ήταν ήδη καταβεβλημένος από τα αναπνευστικά προβλήματα, δεν άντεξε τις κακουχίες του πολέμου.
Στις 20 Δεκεμβρίου, ενώ τον μετέφεραν στο Τεπελένι, πέθανε από ανακοπή καρδιάς. Ο τελευταίος του πίνακας έμεινε ημιτελής. Ήταν το Αργυρόκαστρο υπό βροχή. Ο τελευταίος πίνακας του Γιώργου Προκοπίου από το Μέτωπο. «Εις Αργυρόκαστρον εφθάσαμε προ μεσημβρίας. Ετοποθετήσαμε τα πράγματα και επεδόθην εις την εκτέλεσιν ενός έργου: την άποψιν του Αργυροκάστρου. Ελαιογραφία διαστάσεων περίπου 50X60 εκ. περί ώραν 2 μ.μ. υπό βροχήν».
Στο γράμμα που είχε στείλει στη γυναίκα του μια εβδομάδα πριν το θάνατό του έγραφε: «Μην ανησυχείς ούτε για εμένα ούτε για το παιδί μας. Εγώ, με τη βοήθεια της Παναγίας, κάμω τις μελέτες μου από την πραγματικότητα και ελπίζω, έπειτα από λίγες μέρες, να συμπληρώσω ό,τι χρειάζομαι για να απαθανατίσω με εικόνες το άφθαστον εις ηρωϊσμόν, πατριωτισμόν και αυτοθυσία γιγάντιον έργον του στρατού μας. Την επιθυμία μου αυτήν την βοηθάει η Παναγία που με προστάτευε και με προστατεύει εκεί που ο κίνδυνος ήτο αναπόφευκτος. Σας φιλώ όλους Γεώργιος Προκοπίου».
Γραμματόπουλος – Γουναρόπουλος – Φέρτης – Κατράκη – Τάσσος – Γιολδάσης – Κατσικογιάννης – Μελετζής
Ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης και ο Γιώργος Προκοπίου δεν ήταν οι μόνοι ζωγράφοι που αποθανάτισαν στους καμβάδες τους τον αγώνα του 1940. Το ηρωικό “όχι”, το έπος της Αλβανίας και η γερμανική κατοχή που ακολούθησαν έγιναν πηγή έμπνευσης για δεκάδες άλλους καλλιτέχνες της εποχής.
Η Βάσω Κατράκη, ο Κώστας Γραμματόπουλος, ο Τάσσος, ο Γιώργος Γουναρόπουλος, Περικλής Βυζάντιος είναι μερικοί μόνο από τους καλλιτέχνες που δημιούργησαν τόσο αφίσες, όσο και ζωγραφικούς πίνακες και χαρακτικά. εμπνευσμένοι από την συγκεκριμένη θεματολογία.
Η καλλιτεχνική δημιουργία όμως δεν περιορίστηκε μόνο στο Μέτωπο. Καλλιτέχνες που είχαν μείνει πίσω, αποτύπωναν την κατάσταση που επικρατούσε στις πόλεις και στα χωριά. Την αγωνία από τις οικογένειες των στρατιωτών, τις προετοιμασίες για το Μέτωπο, τη μεταφορά τροφίμων κι εξοπλισμού από τις γυναίκες στην Πίνδο, την πείνα, τη φτώχεια.
Οι καλλιτέχνες ξεκινούν δουλειά με προκηρύξεις, συνθήματα, σε κάθε πόλη και χωριό. Οργανώνονται καλύτερα τα παράνομα τυπογραφεία.
Η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών δεν έμεινε αμέτοχη. Προκήρυξε διαγωνισμό ώστε να φιλοτεχνηθούν έργα με βάση την συνθηματολογία που είχε υποδείξει η κυβέρνηση. Η ΑΣΚΤ όμως προχώρησε προς τιμήν της και ακόμα παραπέρα. Μετά την κυκλοφορία του Μεγάλου Πολεμικού Λαχείου, του Λαχείου υπέρ του Στόλου και του Εθνικού Λαχείου, που ως στόχο τους είχαν την αρωγή των οικογενειών των πολεμιστών και τις υπόλοιπες οικονομικές ανάγκες του πολέμου, οι καθηγητές προσέφεραν οικειοθελώς, το 1/3 του μισθού τους για τον ιερό σκοπό.
Με πρωτοβουλία του δασκάλου Γιάννη Κεφαλληνού προσφέρεται να φιλοτεχνήσει τις πολεμικές αφίσες για τον αγώνα ενάντια στον κατακτητή. Οι μαθητές του Κεφαλληνού μέσα στο εργαστήριο χαρακτικής της Σχολής φιλοτεχνούν τις αφίσες του αγώνα, που είναι έγχρωμες λιθογραφίες.
Ο Ιωάννης Μεταξάς επισκέφθηκε προσωπικά το Εργαστήριο Χαρακτικής – οι αφίσες δε που επελέγησαν ήταν του Κ. Γραμματόπουλου («Οι Ηρωίδες του 1940» και ο «Τσολιάς με ντουφέκι», που γράφει: «Έλα να τα πάρεις»), της Βάσως Κατράκη («Γυναίκα που πλέκει», που παριστάνει μια χωριατοπούλα να πλέκει για τους στρατιώτες της Πίνδου) και του Τάσσου («Ο Τσολιάς», που παριστάνει ένα φουστανελά να δείχνει με το δάχτυλό του τον περαστικό διαβάτη και να τον ρωτά: Εσύ έδωσες;»).
Το εργαστήριο του χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού στην ΑΣΚΤ γίνεται φυτώριο μέσα από το οποίο ξεπηδά η τέχνη της αντίστασης, που αγκαλιάζει πολλούς φοιτητές της Σχολής: Τάσσος, Βάσω Κατράκη, Γιώργης Βαρλάμος, Γιώργος Δήμου, Γιάννης Στεφανίδης, είναι μερικοί μόνο από τους καλλιτέχνες που έταξαν στην κυριολεξία τον εαυτό τους στη διάθεση των αναγκών του αγώνα.
ενικά, στο εργαστήρι του Κεφαλληνού έπνεε αέρας δημοκρατικής ελευθερίας και η συμβολή του εργαστηρίου του στάθηκε πατριωτική στα χρόνια της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης. Εκεί, με την καθοδήγηση του Κεφαλληνού, τυπώθηκαν πολλά αντιστασιακά έργα του αγώνα. Μάλιστα, καταστράφηκαν από τους Γερμανούς μερικά έργα από το μαρτυρολόγιό του, που τ’ ονομάζει «Λιμό της Κατοχής» (1942).
Το χάραγμα στο ξύλο αποτελεί την κύρια τεχνική που χρησιμοποιείται από τους καλλιτέχνες. Την ξυλογραφία τη θεωρεί ο Τάσσος ως «την τέχνη του λαού».
Τα χρόνια της Αντίστασης έδωσαν νέα πνοή και στη καλλιτεχνική δημιουργία. Η εμφάνιση των Γερμανών, τα βασανιστήρια, οι πένθιμες νεκρικές πομπές, το λαϊκό δικαστήριο, γυναίκες και παιδιά, είναι μερικές από τις συνθέσεις αυτής της περιόδου. Με εκφραστικότητα ο αγωνιστής, ο άνθρωπος, η μητέρα, το παιδί, μετατρέπεται σε μια οικουμενική μορφή, που ενσαρκώνει όλο το βάθος της ανθρώπινης τραγικότητας και συμπόνιας.
Σε αυτήν την εποχή, η τέχνη που αναπτύσσεται δεν προορίζεται για κανενός είδους σαλόνια. Είναι τέχνη που πηγάζει από τον ίδιο τον λαό και την πάλη που αυτός διεξάγει. Είναι τέχνη που στο επίκεντρο της βάζει τον άνθρωπο και τις τεράστιες δυνατότητες που αυτός έχει καθώς συνειδητοποιεί τη δύναμη του. Η τέχνη γίνεται όπλο, γίνεται εργαλείο στα χέρια του κάθε καλλιτέχνη για να επικοινωνήσει, να αποτυπώσει, να συγκινήσει, να επιτελέσει το κοινωνικό της ρόλο.
Ο Κώστας Γραμματόπουλος ήταν Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης. Το 1940, φοιτητής ακόμη δημιουργεί μερικές από τις γνωστότερες πατριωτικές αφίσες, με θέμα τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Είναι σε όλους γνωστές οι σχετικές αφίσες: «Οι Ηρωίδες του 1940» με τις Ελληνίδες στην Πίνδο, «Έλα να τα πάρης» με τον Έλληνα στρατιώτη με εφ’όπλου λόγχη, «Εμπρός της Ελλάδος παιδιά» κ.α. Επίσης φιλοτέχνησε διάφορα έντυπα και προπαγανδιστικό υλικό του αντιστασιακού αγώνα. Για αυτήν την δραστηριότητά του συνελήφθη και βασανίστηκε επί γερμανικής κατοχής.
Η Βάσω Κατράκη ήταν μαχήτρια στους κοινωνικούς αγώνες με τόλμη και αποφασιστικότητα. Μετέφερε στην πέτρα όλα τα θεμελιώδη θέματα, το ιδεώδες της ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς μας. Σπαράγματα μνήμης, θρήνοι και ελεγεία γι’ αυτούς που θυσιάστηκαν. Έργα κοινωνική μαρτυρία. Υπηρέτησε την Ελληνική Χαρακτική με αφοσίωση και γνώση. Ήθος και αξιοπρέπεια. “Δε θέλω παρά να εκφράσω την αγάπη και τον ενθουσιασμό μου προς τη ζωή», έλεγε η ίδια. «Κάθε στιγμή που μου ανήκει, δεν θα ήθελα να είναι παρά ένας χαιρετισμός προς αυτήν. Να εκφράσω την αγάπη μου προς τον άνθρωπο και τη δικιά του ζωή, με τις χαρές, τα βάσανα και το μόχθο της. Προσπαθώ να εκφραστώ με τον πιο σαφή τρόπο. Αυτό το κάνω γιατί έτσι νιώθω”, έλεγε η ίδια.
Ο Ζωγράφος Ηλίας Φέρτης, αφού κατάφερε να ξεφύγει από την Γκεστάπο, κατέφυγε στα βουνά των Αγράφων. Εκεί άρχισε να σχεδιάζει τις μορφές των Ανταρτών για τη δημιουργία ένος ιστορικού λευκώματος. Ο Ηλίας Φέρτης περιγράφει τις διαφορετικές αντιδράσεις των Ανταρτών, όταν τους ζητούσε να ποζάρουν για ‘κείνον.
Ο Δημήτρης Γιολδάσης, το 1914 εισέρχεται στην Σχολή καλών τεχνών σπουδάζοντας πρώτα κοσμηματογραφία και έπειτα ζωγραφική. Δάσκαλοί του ήταν ο Δημήτριος Γερανιώτης, Σπυρίδων Βικάτος και ο Γεώργιος Ιακωβίδης ενώ άσκησε βαθιά επιρροή στο έργο του ο Κωνσταντίνος Μαλέας.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ. Ο ζωγράφος, περιγράφει τη συναντήσή του με τον Άρη Βελουχιώτη για να τον ζωγραφίσει και αναφέρεται στο κτήριο του σχολείου, που πραγματοποιούνταν οι συνελεύσεις των Ανταρτών, στο χωριό ΚΟΡΥΣΧΑΔΕΣ, όπου είχε ζωγραφίσει στους τοίχους του, τους Αγωνιστές της Επανάστασης του 1821.
Πέρα όμως από τα έργα ζωγραφικής, στο ΟΧΙ της Ελλάδας στον Μουσολίνι και στον αγώνα που ακολούθησε αναφέρονται και άλλα έργα τέχνης.
Ο Δημήτρης Κατσικογιάννης, γλύπτης, τονίζει ότι εμπνεύστηκε από την αγωνιστικότητα και την επαναστατικότητα όλων των Ανταρτών και προτίμησε να δημιουργήσει έργα, που να εκφράζουν τη μαζικότητα του αγώνα. Επίσης σπουδαίο ρόλο έπαιξαν και οι σκιτσογράφοι της εποχής, καθώς και οι φωτογράφοι που μας άφησαν σημαντικά ντοκουμέντα.
Σπύρος Μελετζής: Ο φωτογράφος της αντίστασης
Ο φωτογράφος Σπύρος Μελετζής το ’40 ακολουθεί και φωτογραφίζει τους αντάρτες στην Πελοπόννησο και Ευρυτανία. Ο Μελετζής θεωρείται ο φωτογράφος της Αντίστασης. Στο βιβλίο Με τους αντάρτες στα βουνά παρουσιάστηκαν φωτογραφίες από τους αντάρτες στα βουνά της Ευρυτανίας την περίοδο 1941-1944. Πολλές από αυτές τις φωτογραφίες χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα ως ιδανικές αναπαραστάσεις του αγώνα και της εθνικής αντίστασης.
Για την πορεία της ζωής του, ο Σπ. Μελετζής ανέφερε σε εκδήλωση που οργάνωσε προς τιμήν του ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Δημοσιογράφων Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης 1941 – ’44, το 1992: «Το 1942 βρέθηκα στον κάτω Ολυμπο και ήρθα σε άμεση επαφή κοντά στο χωριό Καρυά με τους αρχηγούς των πρώτων αντάρτικων ομάδων του ΕΛΑΣ. Τόση ήταν η συγκίνηση που ένιωσα και τόσο γοητεύτηκα που πήρα την απόφαση, αν θα μπορούσα, και εγώ να ανέβαινα στο βουνό και να ζούσα αυτή την αντάρτικη ζωή που ήταν γεμάτη λεβεντιά και αντρειοσύνη. Στις αρχές του 1944 πήρα μια ειδοποίηση από την Κεντρική Επιτροπή, που μου έλεγε να ετοιμαστώ όσο μπορούσα πιο γρήγορα γιατί θα ανέβαινα στο βουνό, στην Ελεύθερη Ελλάδα, ως ο επίσημος φωτογράφος της Εθνικής μας Αντίστασης… Σήμερα έχω βεβαιωθεί πως ήταν σωστές οι ενέργειές μου στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, αλλά και όλη η μετέπειτα πορεία της ζωής μου, που μπόρεσα να φυλάξω και να διασώσω όλο αυτό το μοναδικό, ιστορικό και ανεπανάληπτο υλικό της Εθνικής μας Αντίστασης, το οποίο θα μείνει παντοτινή κληρονομιά στο λαό μας και δίδαγμα μεγάλο στις μελλοντικές γενιές μας».
Ο Σπύρος Βασιλείου και ο Τσαρούχης στο Μέτωπο
Στο ελληνο-αλβανικό μέτωπο βρέθηκαν και οι ζωγράφοι Σπύρος Βασιλείου και Γιάννης Τσαρούχης. Ο Τσαρούχης κρατούσε στα χέρια του πάντα μια δική του εικόνα της Παναγίας.
Σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του Γ. Τσαρούχη, ο οποίος πολέμησε στο ελληνοαλβανικό μέτωπο του ’40, τις τελευταίες μέρες του πολέμου της Αλβανίας, ακούστηκε ένα περίεργο νέο, η Παναγία παρουσιάστηκε σ’ έναν ανθυπασπιστή και αυτός την νόμισε για Αλβανίδα κατάσκοπο, και πήγε να την πυροβολήσει. Αυτή σήκωσε την παλάμη της να τον σταματήσει και τού είπε: ”Μη χτυπάς. Ένα έχω να σου πω: τη Λαμπρή θα είσαστε στα σπίτια σας”.
Αμέσως δόθηκε διαταγή να χτιστεί εκκλησία στο μέρος που παρουσιάστηκε η Παναγία, ή μάλλον να επισκευαστεί ένας γκρεμισμένος μύλος. Ο διοικητής της μονάδας είπε σε έναν ανθυπολοχαγό να βγάλει τη συγκεκριμένη φωτογραφία.
Η εικόνα που κρατά στα χέρια του ο Γ. Τσαρούχης απεικονίζει την Παναγία με το Χριστό και στο κάτω μέρος τα θαύματά της. Αριστερά τον ανθυπασπιστή που πάει να πυροβολήσει την Παναγία και τους στρατιώτες που πάνε να χτίσουν το μύλο για να τον κάνουνε εκκλησία. Την ζωγράφισε μετά από διαταγή του διοικητή για να κοσμήσει το τέπλο της εκκλησίας.
O Σπύρος Βασιλείου όπως και άλλοι καλλιτέχνες στράφηκε στην χαρακτική και την εικονογράφηση, όχι μόνο για διέξοδο καλλιτεχνική στα δύσκολα αυτά χρόνια, αλλά και για λόγους επιβίωσης.
«Στην περίοδο της Κατοχής» ομολογεί ο Σπύρος Βασιλείου «ζούσαμε από τη χαρακτική και τις εικονογραφήσεις με τα ιστορημένα χειρόγραφα που είχαμε ξεκινήσει μαζί με τον Αστεριάδη. Τα πουλούσαμε για να πάρουμε μια οκά μελιτζάνες».