Θα τρελαθούμε εντελώς. Και αυτό δεν θα είναι το χειρότερο από όσα πρόκειται να μας συμβούν
Ο κ. Μητσοτάκης έκανε μάλιστα τις δηλώσεις αυτές παραμονές της συνάντησης Πούτιν και Ερντογάν στο Ουζμπεκιστάν, όπου ενδέχεται να συζητηθεί και το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τέτοιες δηλώσεις χρειάζεται ακριβώς ο πρόεδρος της Τουρκίας για να πείσει τη Μόσχα ότι έχει δίκιο που τα βάζει με την Ελλάδα, «πιόνι» των Αμερικανών στη Μεσόγειο, κατά το τουρκικό πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο.
Δεν είναι μόνο ο κ. Μητσοτάκης. Και ο υπουργός των Εξωτερικών, ο κ. Δένδιας, δεν πάει πίσω. Όπου σταθεί και όπου βρεθεί κατηγορεί τον Ερντογάν ως δεύτερο Πούτιν. Ταυτόχρονα διάφοροι περιφερόμενοι στα μέσα ενημέρωσης απόστρατοι, που έχουν αναχθεί σε περισπούδαστους «γεωπολιτικούς αναλυτές», μας προτείνουν να ηγηθούμε αντιτουρκικού μπλοκ στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, στηριζόμενοι στο επιχείρημα ότι η Άγκυρα αγοράζει ρωσικά όπλα και διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ρωσία. Αυτό δηλαδή που έκαναν η Αθήνα και η Λευκωσία, όταν διατηρούσαν ακόμα κάποιο πατριωτισμό και κάποια αξιοπρέπεια.
Τη στιγμή ακριβώς που η Ελλάδα, για να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή, έχει ανάγκη και την παραμικρή εκδήλωση υποστήριξης και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (πόσο μάλλον που πάντα στην ιστορία μας δεν είχαμε συμπαράσταση από τους υποτιθέμενους εταίρους και συμμάχους μας, το ακριβώς αντίθετο συνέβη), ή τουλάχιστον να κρατάει ουδέτερες τις χώρες, η Αθήνα όχι απλώς συντάσσεται με το ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας, αλλά και πρωταγωνιστεί σε αντιρωσισμό, ως μη όφειλε. Στέλνει όπλα στην Ουκρανία, ακόμα και αφοπλίζοντας τα νησιά, ενώ παραπέμπει τη Μόσχα στη διεθνή δικαιοσύνη.
Η κυβέρνηση της χρεοκοπημένης Ελλάδας, στη δεύτερη θέση παγκοσμίως από πλευράς δημόσιου εξωτερικού χρέους, υπερακόντισε τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας σε υποσχέσεις οικονομικής ενίσχυσης της Ουκρανίας. Όχι βέβαια γιατί ενδιαφέρει την κυβέρνηση τι θα γίνει στην Ουκρανία. Τις επιθυμίες του υπερατλαντικού παράγοντα υλοποιεί, αδιαφορώντας για το αν θα υπάρχει στο τέλος η χώρα με αυτό το χρέος…
Η συστηματική καταστροφή των ελληνορωσικών σχέσεων ξεκίνησε εδώ και χρόνια. Τώρα έχουμε περάσει στη φάση που δημιουργούμε σοβαρά κίνητρα στη Ρωσία για να σταθεί απέναντί μας στην κρίση με την Τουρκία.
Οι Τούρκοι ήδη πανηγυρίζουν για όλα αυτά. Η πολιτική της Αθήνας, πιστή στο υπέρτατο «δόγμα» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, «America über alles» δημιουργεί εχθρούς και μάλιστα καθόλου ασήμαντους, ενώ προσφέρει πολύ σημαντικά πολιτικο-διπλωματικά ατού στην Άγκυρα.
Η Τουρκία, εκτός του ότι παίρνει από την Ελλάδα και την Κύπρο Ρώσους επενδυτές και τουρίστες, έχει γίνει ένας από τους κύριους κόμβους των οικονομικών ανταλλαγών της Ρωσίας με τον κόσμο. Εμφανίζεται σήμερα να έχει πολύ καλές σχέσεις και με τη Ρωσία και με την Ουκρανία, να μιλάει και με την Ανατολή και με τη Δύση και με τον Βορρά και με τον Νότο της ανθρωπότητας, να έχει μεσολαβήσει για τη ρωσο-ουκρανική συμφωνία για τα σιτηρά, με αποτέλεσμα να τη συγχαίρει ο ίδιος ο Γ.Γ. του ΟΗΕ.
Αυτό τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης το περιγράφουν ως «απομόνωση» της Τουρκίας, επιδιώκοντας, με το τερατώδες αυτό ψέμα να συγκαλύψουν την πρωτοφανή χρεοκοπία της ελληνικής (;) εξωτερικής πολιτικής.
Θλιβερά ασφαλώς όλα αυτά, λυπάμαι ειλικρινά, δεν χαίρομαι που τα γράφω, αλλά η πραγματικότητα αντιμετωπίζεται μόνο κατάματα, όχι με ανακουφιστικούς εξωραϊσμούς.
Δεν έχουμε ασφαλώς την απαίτηση από το σημερινό πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας να πάρει τις διεθνείς πρωτοβουλίες που ασφαλώς θα έπαιρνε και είχε πάρει στην εποχή του ο Ανδρέας Παπανδρέου (του οποίου «μαθητής» αποδεικνύεται τώρα ο Ταγίπ Ερντογάν). Πρωτοβουλίες που χάρισαν στην Αθήνα πολλούς φίλους και παγκόσμιο κύρος εντελώς δυσανάλογο με το μέγεθός της (κάτι που είχε συμβεί επίσης με την Κύπρο του Μακαρίου).
Μια πολιτική που ασφαλώς θα υποστήριζε ομόθυμα η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, είτε ψηφίζει δεξιά, είτε αριστερά.
Ούτε έχουμε την απαίτηση καν να ακολουθήσει την πολιτική της Ουγγαρίας, που είναι και αυτή μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, αλλά αγοράζει περίπου τζάμπα το φυσικό της αέριο και διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τη Μόσχα.
Θα μπορούσε όμως η Αθήνα, έστω και συμπορευόμενη με το ΝΑΤΟ, αφού δεν έχει καμία βούληση να μην το κάνει, τουλάχιστον να προστατεύσει κάπως τα πιο στοιχειώδη εθνικά συμφέροντα, να είναι κάπως προσεκτική. Γιατί η σχέση Ελλάδα-Ρωσία-Τουρκία, είναι, μαζί με τη σχέση Ελλάδα-Αμερική-Τουρκία, η μία από τις δύο πιο βασικές εξισώσεις που προσδιορίζουν το στρατηγικό βάρος της χώρας μας, τον συσχετισμό δυνάμεων με την γείτονα και την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Και η Αθήνα έχει μεταβάλλει τα θεμέλια αυτής της στρατηγικής εξίσωσης εις βάρος της (την ίδια στιγμή που αποξένωσε δύο ιστορικούς συμμάχους της Ελλάδας κατά της Τουρκίας, δηλαδή το Ιράν και τη Συρία, ενώ δεν πάνε καλά ούτε και οι σχέσεις με τη Σερβία).
Θα περιμέναμε να καθίσει στην τελευταία γραμμή, να μη πάει, βασιλικότερη του βασιλέως, στην πρώτη γραμμή της νατοϊκής συστράτευσης. (Αυτό τα εδώ παπαγαλάκια της αμερικανικής προπαγάνδας το ονομάζουν γεωπολιτική αναβάθμιση. Στην πραγματικότητα, οι χώρες, όπως και οι στρατιώτες που πάνε στην πρώτη γραμμή, δεν επιστρέφουν συνήθως από κει).
Θα περιμέναμε να βρει τουλάχιστον η κυβέρνηση το κουράγιο να προτρέψει, τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς εταίρους να κινηθούν προς την κατεύθυνση αναζήτησης ειρηνικής λύσης, όπως το έπραξε, προς τιμήν του, σχεδόν μόνος από τον πολιτικό κόσμο της Ελλάδας, ο Κώστας Καραμανλής.
Γιατί ο άλλος δρόμος, ο δρόμος του εξοπλισμού της Ουκρανίας με όλο και ισχυρότερα όπλα, ο δρόμος της επιβολής νέων κυρώσεων κατά της Ρωσίας, σε ένα μόνο αποτέλεσμα μπορεί να οδηγήσει στο τέλος.
Δεν θα οδηγήσει στην ήττα και τη διάλυση της Ρωσίας, που είναι ανέφικτη. (Και αν άλλωστε ήταν εφικτή θα απέβαινε καταστροφική για τους Ρώσους, τους Ουκρανούς και όλο τον κόσμο, όπως απέδειξε η σοβιετική κατάρρευση).
Θα οδηγήσει στην πυρηνική, κλιματική και οικονομική καταστροφή της ανθρωπότητας και, πρώτα από όλα, της Ευρώπης, μαζί και της Ελλάδας.
Μόνο μια εξέγερση των ευρωπαϊκών λαών, μαζί και του ελληνικού, εναντίον των ασκούμενων πολιτικών, όσο δύσκολη κι αν φαίνεται μετά από τόσες απανωτές ήττες και απουσία κατάλληλων οργανωτικών και ηγετικών υποκειμένων, μπορεί να μας σώσει, στο σημείο που έχουμε φτάσει.