Το κείμενο με τις μαρτυρίες εργαζομένων που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο Lifo το 2016. Σήμερα η κατάσταση σχετικά με τις εργασιακές σχέσεις, είναι κοινά αποδεκτό, ότι έχει γίνει πολύ χειρότερη. Ευχαριστούμε την αναγνώστριά μας Ε. Δ. που μας το έστειλε ανήμερα Πρωτομαγιάς.
Και τι πρέπει να κάνουμε, όταν το εργασιακό μας περιβάλλον απειλεί να μας «καταπιεί»
Όλοι έχουμε ζήσει μία «μη σου τύχει» εμπειρία από εργοδότη ή εργασιακό περιβάλλον. Κάποιοι, κάποτε παραιτηθήκαμε κλωτσώντας πόρτες (ή πιο ειρηνικά), απλώς τρέχοντας να περισώσουμε την ψυχική – και σωματική μας – ηρεμία και την επαγγελματική μας αξιοπρέπεια.
Στον 8ο – και πιο σκληρό απ’ ό,τι αποδεικνύεται – χρόνο της ελληνικής κρίσης, όπου δύσκολα παραιτείται κανείς από μία δουλειά – συνήθως κακοπληρωμένη, πολύ συχνά «τοξική» – οι σχέσεις με το αφεντικό ή το προϊστάμενο έχουν υποστεί, συν τοις άλλοις και μία ηθική αλλαγή, που κάνει την εργασιακή εμπειρία, αβάσταχτη.
Βέβαια, – και αυτό είναι το ωραίο – ασχέτως αν δεν απασχολεί τον εργοδότη το πώς τα περνάμε στη δουλειά, αυτό είναι και το κλειδί της επιτυχίας ή της κατρακύλας της επιχείρησης του. Οι μαρτυρίες από διαφορετικούς εργασιακούς χώρους και η τοποθέτηση ενός ειδικού στο HR – αυτό το σημαντικό για τις επιχειρήσεις πόστο που στα ελληνικά αποδίδουμε με τον λιγότερο απρόσωπο όρο «διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού – έχουν πολλά να πουν γι’ αυτό.
Νίκος, 36 ετών, προϊστάμενος πωλήσεων
«Όταν ξεκίνησα να δουλεύω στη συγκεκριμένη εταιρεία πωλήσεων, ήμουν ήδη 6 μήνες άνεργος και διατεθειμένος να ρίξω το επίπεδο, για να κρατήσω τη δουλειά. Είχα διδακτορικό, μιλούσα άπταιστα 2 γλώσσες και προς μεγάλη μου έκπληξη – ο αδαής – με ενημέρωσαν ότι χρειάζονταν κόσμο για το τμήμα ανάπτυξης λιανικής. Ας μην τα πολυλογώ. Εκείνο που τελικά βρέθηκα να κάνω ήταν κάτι τελείως διαφορετικό: ήμουν ο άνθρωπος που εφοδίαζε τις προωθήτριες στα σούπερ μάρκετ με προϊόντα.
Ήμουν υπεύθυνος για τη σωστή τοποθέτηση τους στα stands, για το φουρνάκι που χάλασε και δεν έψηνε τα δείγματα της καινούριας πίτσας για τη γευστική δοκιμή των πελατών, για το μήκος της φούστας της προωθήτριας, τη συμπεριφορά και το βάψιμο της, τη σωστή εξαργύρωση των κουπονιών στο ταμείο, τη συντήρηση του αμαξιού της εταιρείας και φυσικά είχα να καλύψω σούπερ μάρκετ σε όλο το εύρος του λεκανοπεδίου Αττικής.
Όπως είπα, δεν με πείραζαν αυτά και για καιρό έκανα τα πάντα, χωρίς αντίρρηση. Ωστόσο, από τον δεύτερο μήνα είχαν αρχίσει τα υποτιμητικά σχόλια του αφεντικού. «Μην είσαι μ…κας», «τι σημαίνει ότι είναι 2 το πρωί; Θέλω τις λίστες με τα προϊόντα συμπληρωμένες τώρα», «αν δεν είναι εκεί η προωθήτρια, να κάτσεις και να κόψεις σαλάμι εσύ στους πελάτες», «να πάρεις αυτά και να τα πας στη γυναίκα μου». Τα «αυτά» μπορεί να ήταν οτιδήποτε.
Δεν πήρα ποτέ λεφτά για τη βενζίνη – συνολικά γύρω στα 500 ευρώ -, άντεξα 8 μήνες, για τους οποίους πληρώθηκα στην ώρα μου, έστω και κουτσουρεμένα τους πρώτους 3, αφιέρωσα άπειρες επιπλέον εργατο-ώρες σε ανούσιες συσκέψεις με το αφεντικό να πίνει ουίσκι εξηγώντας μας το όραμα της εταιρείας και έφυγα.
Έμεινα άλλους 9 μήνες άνεργος, ώσπου το 2014 έμαθα από πρώην συνάδελφο ότι η εταιρεία είχε κλείσει λόγω κακοδιαχείρισης. Βρήκα δουλειά, ως υπεύθυνος πωλήσεων σε άλλη επιχείρηση και όσο κι αν ζορίσουν τα πράγματα, αυτό το διάστημα στη ζωή μου δεν το ξεχνάω ποτέ».
Τότε ξεκίνησε να μου λέει ότι είχε βρει άτομα που ζητούσαν λιγότερα χρήματα από εμένα για την ίδια δουλειά. Την ημέρα της πληρωμής έκανε βεντάλια τα πενηντάρικα και τα πέταξε στο γραφείο μου. Άρχισα να τα μαζεύω από το πληκτρολόγιο και κάτω από το γραφείο. Με ξάφνιασε αυτή η κίνηση. Πίστεψα ότι έγινε κατά λάθος.
Δήμητρα Γ., 34 ετών, δημοσιογράφος
«Υπήρξα τυχερή. Γενικά. Στο σύνολο (σχεδόν) της εργασιακής μου εμπειρίας συνάντησα ανθρώπους, ακόμα και σε θέσεις – κλειδιά, πρόθυμους να βοηθήσουν, συναργάτες που μού έμαθαν τη δουλειά, συναδέλφους που έγιναν φίλοι, αδελφικοί. Ανθρώπους, δηλαδή, που μ’ έκαναν να ξεχνώ ότι η εργοδοσία δεν είναι επαρκής ή δίκαιη.
Ανεπαρκής, γιατί έτσι μπορώ να αντιληφθώ την αδυναμία των αφεντικών να υποστηρίξουν την επιχείρηση τους (και το μέλλον της) με τις σωστές επιλογές ανθρώπων. Άδικη, γιατί έτσι καταλαβαίνω τη δυσαναλογία μεταξύ κατανομής αρμοδιοτήτων – ευθυνών και αμοιβής, αλλά και τη διαφορετική αντιμετώπιση ανάμεσα σε συναδέλφους, κοινώς «βύσματα» και λοιπούς συγγενείς).
Η δική μου περίπτωση δεν έχει, λοιπόν, να κάνει άμεσα με τους εργοδότες, αλλά με τις επιλογές τους σε προϊσταμένους. Και δεν θα περιγράψω κάτι, πιστεύω, που δεν έχουν βιώσει κι άλλοι: γυναίκα- προϊστάμενος, εργασιομανής, χωρίς προσωπική ζωή, και χωρίς κατανόηση επομένως της δικής σου, χωρίς ευαισθησίες, με απαιτήσεις για «πλήρες» ωράριο, κάποτε ακόμα και 20 ωρών (!) – χωρίς βεβαίως η περιγραφή εργασίας και ο μισθός να ανταποκρίνονται σ’ αυτό – και, φυσικά, με εμπάθεια για τη δουλειά σου. Ποτέ, τίποτα, δεν ήταν, κατά την άποψή της, “καλό”, “έξυπνο”, “ολοκληρωμένο”.
Η ζωή ξεκινούσε και τελείωνε σ’ ένα γραφείο, όπου οι συγκρούσεις, οι παράλογες αξιώσεις και οι εύθραυστες ισορροπίες ήταν η μπάλα που έπρεπε να κρατήσεις καθημερινά μακριά από την εστία του τέρματος, αλλά όσο και να μην «έτρωγες γκολ», το κλίμα ήταν τόσο βαρύ, που δεν άργησε να έρθει στιγμή που δε βαστούσε άλλο.
Η ομάδα, λοιπόν, μια ομάδα που είχε «δέσει» καλά, διαλύθηκε. Μία παραίτηση έγινε αφορμή για να ακολουθήσουν άλλες, με το «άλογο» που ηγείτο της κούρσας (μας) να συνεχίζει, με άλλους συνεργάτες, ώσπου ήρθε ένα νέο, πιο “βυσματωμένο”, και εν μία νυκτί, του πήρε τη θέση. Τόσο απλά. Και τόσο άσχημα, για τουλάχιστον 4 ανθρώπους που έμειναν άνεργοι.
Όχι, η εργοδοσία, (υπήρχε κεφάλι πιο ψηλά, και στη δίπλα ακριβώς πόρτα), δεν την αντικατέστησε επειδή δεν ήταν ο «κατάλληλος» άνθρωπος, για προϊστάμενος έστω, αλλά γιατί στην πορεία παρουσιάστηκε ισχυρότερος λύκος στην αγέλη».
Ζ.Μ, 28 ετών, γραμματέας
«Συμφωνήσαμε σε ωράριο πλήρες, χωρίς ένσημα. Θα ήμουν γραμματέας σε δικηγορικό γραφείο. Θα υποδεχόμουν τους πελάτες, θα απαντούσα στα τηλέφωνα και στα emails, θα έγραφα κείμενα και θα αρχειοθετούσα. Δεν χρειάστηκε ούτε μία μέρα να καθίσω παραπάνω από το ωράριο που συμφωνήσαμε.
Δεν υπήρχε εχθρός. Ήταν μια καλή εμπειρία λίγο πριν τελειώσω τις σπουδές μου.
Ανάμεσα στην αρχειοθέτηση και τις συναντήσεις υπήρχε χρόνος να κουβεντιάζουμε. Τότε ξεκίνησε να μου λέει ότι είχε βρει άτομα που ζητούσαν λιγότερα χρήματα από εμένα για την ίδια δουλειά. Την ημέρα της πληρωμής έκανε βεντάλια τα πενηντάρικα και τα πέταξε στο γραφείο μου. Άρχισα να τα μαζεύω από το πληκτρολόγιο και κάτω από το γραφείο. Με ξάφνιασε αυτή η κίνηση. Πίστεψα ότι έγινε κατά λάθος.
Μια από τις επόμενες ημέρες μου ζητούσε έγγραφα που δεν έβρισκα. «Δεν θέλει γνώσεις πανεπιστημίου για να κάνεις αρχειοθέτηση», μου είπε. Ένιωσα πολύ άσχημα, αλλά δεν θυμόμουν τα χαρτιά αυτά να τα είχα δει ποτέ μου. Έπειτα μου ζήτησε το διαβατήριο ενός πελάτη. Πήγα στο αρχείο σίγουρη για τη θέση που το είχα βάλει. Είχε γίνει άλλωστε μόλις δύο ημέρες πριν. Δεν ήταν εκεί. Έγινε έξαλλος. Ζήτησα να ψάξω και στο γραφείο του, αλλά αυτό τον έκανε ταύρο εν υαλοπωλείο.
Αποφάσισα ότι δεν μπορώ να ανεχτώ άλλο αυτή τη συμπεριφορά και του ανακοίνωσα πως θα φύγω. Με ρώτησε αν είχα βρει κάτι άλλο υποκρινόμενος ότι δεν είχε συμβεί τίποτε λίγα λεπτά πριν κι αν θα μπορούσα να περιμένω μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης. Δέχτηκα. Το βλέμμα του γαλήνεψε και η ευγένειά του τις επόμενες μέρες ήταν πέρα του συνηθισμένου… Η ιστορία με το χαμένο διαβατήριο δεν με άφηνε σε ησυχία και το έψαχνα παντού. Το βρήκα. Στο συρτάρι του γραφείου του. Όταν του το έδωσα βράζοντας από θυμό μου είπε: “Καλώς, άφησέ το έξω”. Όταν άρχισα να κοιτώ πάλι τις αγγελίες βρήκα αναρτημένη τη μέχρι πρόσφατα δική μου θέση, αλλά τώρα πια ημιαπασχόλησης. Αυτό ήταν από τα πρώτα πράγματα που έμαθα για τη σχέση εργοδότη – υπαλλήλου και την εντιμότητα».
Φαίδρα, 35 ετών, αισθητικός – Master Of Arts
«Δούλεψα 3,5 χρόνια σε “νυχάδικο”. Κάτι μεταξύ επιλογής, ανάγκης και βολέματος. Ύστερα από 14 χρόνια μέσης εκπαίδευσης και 6 χρόνια ανώτατων σπουδών, μπορώ να πω ότι αυτή η δουλειά ήταν το απόλυτο “σχολείο”. Εκεί έμαθα τι σημαίνει άνθρωπος κομπλεξικός κι απαίδευτος. Δεν πήγα ζωσμένη με εμπάθεια. Στην πορεία κατάλαβα ότι το αφεντικό μου ήταν αμόρφωτος, άξεστος, μισογύνης, αγενής, υπερόπτης, φασίστας, ομοφοβικός και πολύ κομπλεξικός. Α, και μακάριος. Δεν ήξερε ότι ήταν όλα αυτά. Και οι πελάτισσες… Όποιος έχει δουλέψει με γυναίκες, θα καταλάβει.
Εν τέλει, δεν κατάφερα να καταλάβω, στα χρόνια μου εκεί, αν τα πτυχία είναι προσόν ή όχι. Το αφεντικό με φθονούσε επειδή τα είχα. “Τι να κάνουμε, ρε Φαίδρα. Εμείς δεν σπουδάσαμε”. Οι πελάτισσες με υποτιμούσαν επειδή θεωρούσαν ότι δεν τα είχα. Αυτό το βλέμμα της ανωτερότητας των βορειοπροαστιοτων έσπαγε κόκκαλα.
Δεν κατάφερα να καταλάβω, αν το προνομιούχο οικογενειακό υπόβαθρο είναι προσόν ή όχι. “Και πισίνα;; Μπραααβο, Φαίδρα…”, με ύφος χλευασμού. Από την πρώτη μέρα έπρεπε να το έχω καταλάβει. Όταν το αφεντικό μου μου ζήτησε να βγάλω το ρολόι μου (ένα rolex που έκανε δώρο η μητέρα μου όταν τέλειωσα το πανεπιστήμιο), γιατί δεν είναι “ωραίο” να το βλέπουν οι πελάτισσες. Φυσικά δεν το έβγαλα».
Στην πορεία κατάλαβα ότι το αφεντικό μου ήταν αμόρφωτος, άξεστος, μισογύνης, αγενής, υπερόπτης, φασίστας, ομοφοβικός και πολύ κομπλεξικός. Α, και μακάριος. Δεν ήξερε ότι ήταν όλα αυτά.
Δώρα, 25 ετών, πωλήτρια
«Χρειαζόμουν μια δουλειά για να τα βγάλω πέρα στην Αθήνα. Κατάγομαι από επαρχία και ήρθα κλασικά, όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Ζητούσαν κοπέλα σε κατάστημα που πουλούσε κινητά, συνδέσεις, gudgets. Έστειλα βιογραφικό, με πήραν αμέσως και από την πρώτη μέρα ξεκίνησαν τα δράματα. Έχω βαριά προφορά – είμαι βορειοελλαδίτισσα – και το αφεντικό από την πρώτη στιγμή ξεκίνησε το δούλεμα. “Βλαχάκι”, “βλαχούτσα”, “σεμνή χωριατοπούλα”, όλα μεταξύ σοβαρού και αστείου, αλλά απολύτως σοβαρά. Και μετά ήρθε ο “στόχος”. Αυτά τα καταστήματα δουλεύουν με “στόχους”. Για τον μήνα τάδε τόσες συνδέσεις κινητής, τόσα σταθερά, τόσα προγράμματα τάδε και πάει λέγοντας.
Κάθε υπάλληλος που κερδίζει το στόχο, υποτίθεται παίρνει bonus, 100 ευρώ, 50, αναλόγως, μη φανταστείς τρελά λεφτά. Τελοσπάντων, σ’ εκείνο το κατάστημα δούλεψα 11 μήνες. Από τους 11, έπιασε “στόχο” τους 9. 25 συνδέσεις; 25! 15 σταθερές; 15! Και πάει λέγοντας. Bonus, πήρα μια φορά. Γιατί κάθε μήνα κάτι άλλαζε. Πότε δεν έπιαναν στόχο οι υπόλοιποι, πότε δεν “έβγαινε” το αφεντικό, πότε κάποια σύνδεση ακυρωνόταν. Έφυγα, κατάκοπη, απογοητευμένη, τρομαγμένη, γιατί ήταν και αγριάνθρωπος και γκάριζε βρίζοντας τους πάντες για το παραμικρό. Από την αϋπνία και τις αγγαρείες, – υπήρχαν εβδομάδες που κάθε μέρα έκλαιγα- σε κάποια φάση έχασα και την εξεταστική. Και πάλι ως πωλήτρια δουλεύω, μέχρι το πτυχίο, ελπίζω, αλλά τώρα είμαι σε πιο ανθρώπινο κλίμα».
Χάρις, 40 ετών, creative σε διαφημιστική εταιρεία
«Θα ήμουν άδικη, ακόμη και εν μέσω κρίσης, να πω ότι έχω παράπονο. Έχω, όμως, μια ελεεινή εμπειρία από τα νιάτα μου, ως ασκούμενη δημοσιογράφος, γιατί από εκεί ξεκίνησα και από ένα περιοδικό του κιλού. Για καιρό έκανα τον καφέ του εκδότη, του αρχισυντάκτη, των εξεχόντων αρθρογράφων του περιοδικού και είχα αρχίσει να γράφω και κάποια μικρά δικά μου ρεπορταζάκια, ό,τι μου πέταγαν, εν πάση περιπτώσει. Κάποια στιγμή, ήρθε ο ίδιος ο εκδότης – οποία τιμή!- να μου ζητήσει μία χάρη. Να γράψω τη στήλη του, “ξέρεις εσύ μωρέ, είσαι καλή, φαίνεται”, γιατί εκείνος είχε σημαντικότερες δουλειές να φέρει βόλτα. Κάθε μήνα έγραφα εγώ και υπέγραφε εκείνος. Κάποτε μίλησε και στην τηλεόραση για κάτι που είχα γράψει για έναν υπουργό εμπλεκόμενο σε σκάνδαλο. Δεν άντεξα πολύ, έφυγα – απλήρωτη και τσακωμένη, εννοείται – ξανά στο εξωτερικό για σπουδές, γύρισα και βρήκα δουλειά στη διαφήμιση. Το περιοδικό έκλεισε, κάτι που μπορούσε να το προβλέψει ακόμη και ο θυρωρός του κτηρίου που στεγαζόταν κι από τότε μου ‘χε μείνει η απορία πώς κάποιοι κατορθώνουν να κρατάνε επιχειρήσεις με τέτοιες συμπεριφορές. Αμ, δεν τις κρατάνε».
Τι είναι αυτό, λοιπόν, που μπορεί να δει και κάποιος περαστικός, ως παθογένεια μιας επιχείρησης και αδυνατεί ο ιδιοκτήτης της; Η Αλεξάνδρα Γ. Ευθυμιάδου, PhD Human Resources Developer και Global NLP Trainer, επιχειρεί να ρίξει λίγο φως στο εργασιακό σκοτάδι.
«Τι σημαίνει καλός ή κακός εργοδότης; Ας ξεκινήσουμε από μία βασική παραδοχή: Ο καθένας από εμάς κάνει πράγματα στην προσπάθεια του να διαχειριστεί το εργασιακό περιβάλλον – και βάσει του πώς αντιλαμβάνεται αυτό το περιβάλλον – πατώντας πάνω σε εμπειρίες του, αλλά και στον κόσμο των πεποιθήσεών του και των αξιών του. Η άλλη πλευρά – οι υπάλληλοι, υφιστάμενοι, κ.λπ – που εισπράττει τέτοιες συμπεριφορές τις εκλαμβάνει και τις συγκρίνει σύμφωνα με το τι έχει βιώσει και με τις δικές του αξίες και πεποιθήσεις. Παρ’ όλα αυτά έχουν επικρατήσει κάποιες κοινές παραδοχές για τις συμπεριφορές που δεν αρέσουν, και έχουν σχέση με αξίες. Ας τις δούμε:
-
Ανισότητα και ακαμψία στους χειρισμούς των ανθρώπων
-
Συγκεντρωτισμός
-
Αδιαφορία για τον παράγοντα άνθρωπο, δηλαδή μη εκτίμηση και προσπάθεια κατανόησης της διαφορετικότητας που τείνουν και επηρεάζουν την συμπεριφορά και την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα ενός στελέχους.
-
Αδιαφάνεια
-
Θέματα εμπιστοσύνης
Σε όλα αυτά και στο θέμα “διαχείρισης” υπάρχει δυναμικά ο ανθρώπινος παράγοντας. Κάθε φορά που κάποιος προσπαθεί να επιδράσει στη συμπεριφορά κάποιου άλλου, ασκεί μια μορφή “επικοινωνίας και ηγεσίας”. Σ’ αυτή τη μορφή επικοινωνίας – ηγεσίας δεν έχουμε μόνο “business to business”, αλλά και “human to human”».
Όπως χαρακτηριστικά λέει η κυρία Ευθυμιάδου, δεν αρκούν μόνο οι «εργασιακοί παράγοντες», όπως προσόντα, δράσεις παρακίνησης, λήψη πρωτοβουλιών, ανάθεση ρόλων για την ενθάρρυνση της απόδοσης και της ανάπτυξης ενός εργαζομένου στην επιχείρηση.
«Πολλές φορές ακούμε για ανθρώπους που “άφησαν εποχή” με τις ηγετικές τους ικανότητες, ότι “έβαλαν τη σφραγίδα τους στην επαγγελματική πορεία ανθρώπων τους”. Τι κάνουν σωστά αυτοί οι managers, λοιπόν;
-
Δημιουργούν περιβάλλον αποδοχής από τους συνεργάτες, υφισταμένους και προϊσταμένους
-
Τους διακρίνει διάθεση να ασχοληθούν με τους ανθρώπους τους
-
Επιδεικνύουν ευελιξία στις προσεγγίσεις, η οποία βασίζεται στην αναγνώριση της και στον σεβασμό της διαφορετικότητας των ανθρώπων. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο ότι χρειάζεται έμφαση στους προσωπικούς παράγοντες».
Φυσικά, υπάρχει και η παράμετρος που λέγεται «δύσκολες καταστάσεις / κρίσεις στον εργασιακό χώρο» και εκεί κάπως πρέπει και ο εργαζόμενος να αμυνθεί.
«Και πάλι μπροστά μας βρίσκουμε τον τρόπο που προσεγγίζει ο εργαζόμενος πρόσωπα, προϊσταμένους, θέματα και καταστάσεις.
Τι πρέπει να ξέρει αυτός ο άνθρωπος;
-
Να χειρίζεται προκλήσεις
-
Να στηρίζει τις θέσεις του
-
Να γνωρίζει πώς να προσεγγίζει και να επικοινωνεί με προϊσταμένους και συναδέλφους με αφοπλιστική κομψότητα
-
Να διαθέτει ευελιξία σκέψης στη λήψη αποφάσεων
-
Να διαθέτει ετοιμότητα λόγου, όπου χρειάζεται και να παρουσιάζει με δημιουργική σκέψη μια άλλη προοπτική σε ένα θέμα».
Παρά την ακλόνητη (και ελληνική) πίστη στο «διαίρει και βασίλευε», στην ειρωνεία, το κλίμα φόβου, στις ψυχροπολεμικές τακτικές μέσα στον εργασιακό χώρο, στις διακρίσεις και τα ρουσφέτια, στα εγχειρίδια των καλών managers του εξωτερικού η λίστα είναι απλή (και εύκολη στην αποστήθιση για κάθε ενδιαφερόμενο.
Ο καλός manager / εργοδότης, λοιπόν (σύμφωνα και με τους managerial οδηγούς κορυφαίων επιχειρηματικών διαδικτυακών μέσων, όπως το Business Insider και το Inc)
– Δεν ζητά από τον εργαζόμενο να κάνει πράγματα εκτός αντικειμένου.
– Δεν τον βάζει στη διαδικασία να αμφιβάλλει συνεχώς για την απόδοση του.
– Δεν τον αναγκάζει σε «με το ζόρι» φιλικές σχέσεις και team bonding με συναδέλφους, με τους οποίους δεν βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος.
– Επιβραβεύει, έστω και προφορικά, μία σωστή και επιτυχημένη προσπάθεια (ομαδική ή μεμονωμένη).
– Επικρίνει ιδιωτικώς και ποτέ δημοσίως με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς.
– Δεν επιτρέπει στους προϊσταμένους του συμπεριφορές που μειώνουν την προσωπικότητα και εμποδίζουν την απόδοση των υπόλοιπων υπαλλήλων.
– Καταστέλλει τα «καψώνια» εν τη γενέσει τους.