“Μακρόνησος, τόπος μαρτυρίου των Ποντίων στη μάνα Ελλάδα” γράφει η Γιώτα Ιωακειμίδου
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Η Μακρόνησος είναι γνωστή σαν ένας τόπος εξορίας και «σωφρονισμού» των αντιφρονούντων, κυρίως κομμουνιστών. Είναι όμως ελάχιστα γνωστό ότι η αρχική του χρήση ήταν άλλη, τόπος «καθαρισμού» και απολύμανσης των Ποντίων που κατέφταναν ταλαιπωρημένοι και θύματα γενοκτονίας στη μάνα Ελλάδα.
Την εποχή εκείνη ήταν ένα ακατοίκητο νησάκι μήκους εννέα χιλιομέτρων και σε μικρή απόσταση από τα παράλια της Αττικής. Οι πρώτοι Πόντιοι πού έφτασαν εδώ ήταν από τον Καύκασο. Αυτοί κατασκεύασαν και τις υποτυπώδεις υποδομές. Τα παραπήγματα, τη στέρνα για το νερό και τα κτήρια της υγειονομικής υπηρεσίας. Μόλις πατούσαν εδώ το πόδι τους, αμέσως τους οδηγούσαν στα λουτρά και μετά τους κούρευαν σύριζα τα μαλλιά με κάτι σκουριασμένες μηχανές με τις οποίες κούρευαν τα άλογα και τα πρόβατα. Οι γυναίκες και τα κορίτσια ένιωθαν την απόλυτη ταπείνωση. Για τη γυναίκα του Πόντου τα «τζέμες» ήταν η ίδια η γυναικεία τους υπόσταση, το στολίδι τους. Έκλαιγαν απαρηγόρητες καθώς αποχωρίζονταν τα μαλλιά τους μέσα σε συνθήκες απόλυτου εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Πουθενά δέντρα, νερό, οικήματα. Μια ατελείωτη σειρά από αντίσκηνα είναι οι εικόνες που βλέπουν με το που πατάνε το πόδι τους εδώ. Δεν ξέρουν πού βρίσκονται και γιατί ήρθαν εδώ. Πρώτη φορά ακούνε τη λέξη «καραντίνα» και την υπόσχεση ότι θα μείνουν εδώ για λίγο.
Άρρωστοι, ψειριασμένοι, οδηγούνται στα τσαντίρια ομαδικά κατά οικογένειες. Λες και ήταν αιχμάλωτοι πολέμου και όχι ταλαιπωρημένοι Έλληνες, που κάποιοι από αυτούς, έφτασαν μέσω Συρίας μετά από 3, 5 περίπου χρόνια. Δεν γνώριζαν καλά καλά ούτε τα ελληνικά οι πιο πολλοί από αυτούς, αλλά μέσα τους βαθιά είχαν την Ελλάδα και την πίστη τους. Κανένας λόγος παρηγοριάς, καμιά συμπόνια, αλλά αγριότητα και φοβέρα από τους χωροφύλακες.
Η πρώτη επαφή τους με την γλυκιά πατρίδα ήταν τραυματική, άλλα ονειρεύονταν, άλλα βρήκαν τελικά. Η αγριάδα και οι φωνές τους επανέφεραν στη σκληρή πραγματικότητα. Η λέξη «πρόσφυγας» θα τους ακολουθεί από κει και πέρα για δεκαετίες, αυτούς και τα παιδιά τους.
Μαζί με τους απελπισμένους Πόντιους καταφθάνουν εδώ τον Φεβρουάριο του 1923 εκπρόσωποι από το «Αμερικανικό Νοσοκομείο Γυναικών» με επικεφαλής τη γιατρό ΄Εστερ Λαβτζόι. Οι Αμερικανίδες συγκρότησαν πρόχειρα ιατρεία για κάθε ασθένεια. Ένα για την ευλογιά, ένα για τον τύφο και ένα για μη μεταδοτικές ασθένειες.
Καραβιές ανθρώπων αποβιβάζονταν στο λιμάνι του Πειραιά. Από εκεί τους μετέφεραν για καραντίνα άλλους στον Άγιο Γεώργιο, άλλους στη Μακρόνησο με καΐκια από το Λαύριο. Όταν φυσούσαν δυνατοί αέρηδες τα πλοία δε μπορούσαν να προσεγγίσουν το νησάκι.
Η ιστορία της Μακρονήσου και των συγγενών μας που βρέθηκαν εκεί είναι εντελώς άγνωστη. Συνολικά μεταφέρθηκαν εκεί 7-8 χιλιάδες Πόντιοι. Αρχικά τους έβαλαν μέσα σε θάμνους με τα πράγματά τους. Στη συνέχεια έστησαν παράγκες με σανίδια, τους κούρεψαν και τους έλουσαν. Κούρευαν τις γυναίκες με την ψιλή, πράγμα ταπεινωτικό. Καθώς έπεφταν στο χώμα οι κοτσίδες των κοριτσιών, ένιωθαν να χάνουν και το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας που τους είχε απομείνει. Ταπείνωση, προσβολή και ψυχική ισοπέδωση ήταν όλα όσα ένιωθαν. Τα κλάματα των γυναικών δε συγκινούσαν κανέναν πια. Είχαν στερέψει τα δάκρυα τους. Δεν άντεχαν άλλο, δεν αντιδρούσαν. Βουβοί, με κατεβασμένα κεφάλια ακολουθούσαν την άδικη μοίρα τους που τους έριξε σε αυτό το αφιλόξενο μέρος της πατρίδας των ονείρων τους. Πέθαιναν δεκάδες καθημερινά. Τους έθαβαν βιαστικά. Τους έβαζαν μέσα σε τσουβάλια. Τους έριχναν μέσα σε χαντάκια ασβεστωμένα και τους σκέπαζαν με χώμα. Χωρίς φέρετρα, χωρίς κουράγια από τους δικούς τους να τους κλάψουν και να τους μοιρολογήσουν. Αντί για σάβανα και νεκρικές τιμές ασβέστωναν τα νεκρά σώματα προτού τα αραδιάσουν στα χαντάκια και τα σκεπάσουν με χώμα.
Αυτοί είναι οι «τυχεροί». Υπάρχουν και οι άτυχοι που πέθαιναν πάνω στα πλοία και δεν αξιώθηκαν ούτε μια χούφτα χώμα πάνω στα ταλαιπωρημένα τους σώματα που αραδιάζονταν στο κατάστρωμα και μετά ρίχνονταν στη θάλασσα. Πόση εξαθλίωση για έναν τόπο, όπου νικητές στρατηγοί καταδικάστηκαν σε θάνατο, γιατί διέπραξαν τα βαρύ και ασήκωτο έγκλημα να μην περισυλλέξουν τους νεκρούς. Κάθε εποχή έχει την ηθική της τελικά. Ήταν τόσο μεγάλη η αταξία με την οποία γινόταν αυτό, ώστε συνέβη μια φορά να πετάξουν στους λάκκους μια ζωντανή γυναίκα, η οποία άρχισε να φωνάζει τη νύχτα και τελικά την έβγαλαν έξω. Αυτή η πατρίδα δεν τους θεώρησε άξιους ούτε για μνήμα ούτε για κηδεία. Άκλαυτοι και άψαλτοι άφησαν τα κόκκαλά τους στην πατρίδα που μόλις γνώρισαν και τόσο αγαπούσαν.
Το φαγητό λιγοστό και γεμάτο σκουλήκια ή εντελώς ακατάλληλο. Οι ρέγγες που τους έδιναν σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη νερού τους οδήγησαν πολύ γρήγορα στις αρρώστιες και το θάνατο. Άλλοτε πάλι το ακατάλληλο κατσικίσιο κρέας τους έφερνε δυσανεξία και δυσεντερία. Μια μέρα πέταξαν τα καζάνια με το φαγητό στη θάλασσα για να τους αναγκάσουν να τους δώσουν ξηρά τροφή. Τη διατροφή τους είχαν αναλάβει οι εργολάβοι, οι οποίοι αποσκοπώντας στο κέρδος τους τάιζαν με ό,τι πιο άθλιο υπήρχε. Κάποιοι πλούτισαν από τη δυστυχία αυτών των ανθρώπων. Οι ατσίδες της εποχής έρχονταν κρυφά με καΐκια και πουλούσαν τρόφιμα. Ένα ψωμί μια λίρα, ένα ρολόι, ένα δαχτυλίδι. Τότε εξεγέρθηκαν και ζήτησαν να φύγουν. Αν έφευγαν με δική τους ευθύνη δεν θα είχαν κανένα δικαίωμα σε χωράφια και άλλες παροχές. Ζήτησαν να φύγουν, να σωθούν, αλλά πάλι τους το αρνήθηκαν. Τότε πήραν ξύλα και πέτρες, απείλησαν να τα κάψουν όλα και έτσι επέτρεψαν σε κάποιους να φύγουν. Δεκαετίες μετά ο Γιάννης Ρίτσος βρισκόμενος εδώ για άλλους λόγους και έχοντας προφανώς υπόψη του τα γεγονότα αυτά γράφει:
«..Κι η Παναγιά του Πόντου φλωροκαπνισμένη απ’ το σούρουπο
να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά
συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών
καρφώνοντας μ’ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα..»
(Γιάννης Ρίτσος – Πέτρινος χρόνος – Τα Μακρονησιώτικα)
Διοικητής τότε ήταν ο Ελευθεριάδης. Τους έλεγε να μείνουν εκεί και τους υποσχόταν ότι θα τους στείλει στη Μακεδονία, όπου θα πάρουν ζευγάρι άλογα και χωράφια. Κάποιοι νέοι που δεν είχαν αρρωστήσει ακόμα λόγω της γερής κράσης που είχαν, παρουσιάστηκαν με θάρρος μπροστά στον διοικητή και ζήτησαν να γίνουν «ανεξάρτητοι». Υπήρχε η δυνατότητα να βγει κάποιος από το λοιμοκαθαρτήριο με δικά του έξοδα, αλλά το κράτος δεν θα είχε πια καμία υποχρέωση απέναντι τους. Πολλοί ζήτησαν να γίνουν ανεξάρτητοι για να σώσουν τη ζωή τους. Ούτε αυτό δεν τους επέτρεψαν τελικά. Κάποιοι νεαροί Καυκάσιοι απειλώντας να κάψουν το λοιμοκαθαρτήριο πέτυχαν τελικά να γίνουν «ανεξάρτητοι». Κάποιοι άλλοι πάλι έφυγαν κρυφά νοικιάζοντας ένα καΐκι για το Λαύριο, από εκεί τράβηξαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις ψάχνοντας ο καθένας την τύχη του.
Μερικές εκατοντάδες από αυτούς μια ωραία πρωία τους φορτώνουν σε ένα ρώσικο καράβι, το «Βιτίμ» που το είχαν αγοράσει από την οπισθοχώρηση των Ρώσων και τους μεταφέρουν στην Αλεξανδρούπολη. Όμως τους κράτησαν στα ανοιχτά και δεν τους επέτρεψαν να κατέβουν. Χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, σαν τα αγρίμια, αναγκάστηκαν να ξηλώσουν τα ξύλα από τα αμπάρια για να βράσουν τσάι στα σαμοβάρια. Δεν ήθελαν με τίποτα να ξαναπεράσουν τα μαρτύρια της καραντίνας. Ο άνθρωπος σε συνθήκες ακραίες αναπτύσσει και ακραίες συμπεριφορές. Έτσι αποθηριώνονται και καίνε τους νεκρούς κάτω στα καζάνια ή τους πετάνε στη θάλασσα για να μην ξαναπεράσουν, όσοι απόμειναν ζωντανοί, το μαρτύριο της καραντίνας. Εξαθλίωση σωματική, ψυχική και ηθική. Μετά από πέντε μέρες παραμονής στα ανοιχτά της Αλεξανδρούπολης επιστρέφουν ξανά στον Άγιο Γεώργιο Σαλαμίνας. Παραμένουν όμως στα ανοιχτά και εδώ. Δεν τους ξαναδέχονται στο νησάκι. Μια μαούνα τους φέρνει ψωμί και κονσέρβες. Το θέαμα είναι συγκλονιστικό. Τρεις χιλιάδες αμίλητοι άνθρωποι τρώνε σαν τα αγρίμια από ένα ψωμί και μια κονσέρβα. Το πλοίο τελικά απέπλευσε μετά από πέντε μέρες για την Πάργα. Κατέφτασαν στην Ήπειρο. Άλλοι από αυτούς ρίζωσαν εδώ, άλλοι τράβηξαν και αυτοί, όπως οι περισσότεροι, για τη Μακεδονία.
Αυτή την κατάσταση στη Μακρόνησο βρήκαν οι άντρες από το Αλτίνογλου Τσιφλίκ, το χωριό των γιαγιάδων μου και του ενός παππού μου, του Τσαβδαρίδη Χαράλαμπου, όταν ήρθαν εδώ. Ζήτησαν όλοι να φύγουν. Δεν είχαν κανέναν λόγο να μείνουν εδώ. Τους το αρνήθηκαν και έτσι το διεκδίκησαν μόνοι τους. Ήρθε ένα καράβι να πάρει τους γερούς Πόντιους να τους πάει στο Γύθειο. Τρύπωσαν εδώ λαθραία, στριμώχτηκαν και απέδρασαν στην ελευθερία. Οι περιπέτειες όμως συνεχίζονται. Εδώ κινδύνεψαν να πεθάνουν από πείνα. Επειδή έφυγαν λαθραία, δεν ήταν στις καταστάσεις προσφύγων και δεν δικαιούνταν να πάρουν τρόφιμα. Διαμαρτυρήθηκαν, φώναξαν και με τα πολλά τους έδωσαν ένα καρβέλι ψωμί και τους έδιωξαν στη Σπάρτη. Περιέρχονται τις πόλεις της περιοχής ζητιανεύοντας: Σπάρτη, Τρίπολη, Κόρινθο είναι οι πόλεις που γυρίζουν με τα πόδια ψάχνοντας ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά οι κάτοικοι δεν έδειχναν και μεγάλη προθυμία να βοηθήσουν. Περπατώντας πάντα φτάνουν στην Αθήνα. Εδώ η επιτροπή προσφύγων τους βάζει στο τρένο και τους στέλνει Λάρισα και Τύρναβο, όπου βρίσκουν και άλλους συγχωριανούς τους. Το κλίμα είναι βαρύ. Πεθαίνουν κάμποσοι από ελονοσία και αποφασίζουν να φύγουν για Θεσσαλονίκη και από εδώ στο νέο τους χωριό, τον Κλείτο Κοζάνης, το χωριό μου, όπου εγκαταστάθηκαν.
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος