Το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών – 21 Απριλίου 1967 | video
Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών με αρχηγό τον αξιωματικό Γεώργιο Παπαδόπουλο εκδηλώνεται την 21η Απριλίου 1967. Το πολίτευμα καταλύεται και ο στρατός αναλαμβάνει τον έλεγχο της χώρας με πρόσχημα μία υποτιθέμενη κομουνιστική απειλή, εσωτερική και εξωτερική. Η χούντα που τελικά εγκαθιδρύεται στη χώρα θα έχει διάρκεια επτά ετών, τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των πολιτών περιστέλλονται, συλλαμβάνονται, βασανίζονται και φυλακίζονται χιλιάδες πολιτικοί, καλλιτέχνες, καθηγητές πανεπιστημίου, διανοητές και απλοί πολίτες. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973, και η εισβολή των Τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974, θα οδηγήσουν σε παράδοση της εξουσίας από την ομάδα του δικτάτορα Δημήτριου Ιωαννίδη, ο οποίος είχε αναλάβει την ηγεσία της χούντας ανατρέποντας τον Παπαδόπουλο ένα χρόνο νωρίτερα. Το Αρχείο της ΕΡΤ με αφορμή τη συμπλήρωση 54 ετών από την εκδήλωση του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών ψηφιοποίησε και παρουσιάζει την εκπομπή:
ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ
Η ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ
(video)
Σε αυτό το επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ παρουσιάζονται οι προπαγανδιστικές πρακτικές του καθεστώτος των συνταγματαρχών αλλά και οι αντιδράσεις σε αυτές. Διακεκριμένοι άνθρωποι του πνεύματος και των τεχνών μιλούν αφενός για την προπαγάνδα της χούντας και αφετέρου για τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε ένας αντιθετικός λόγος στο κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο που προσπάθησε να καθιερώσει η δικτατορία.
Ο καθηγητής πανεπιστημίου, Δημήτρης Μαρωνίτης, μιλάει για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε ο λόγος από τη χούντα σε συνδυασμό και με την αξιοποίηση των πρωτοεμφανιζόμενων στην Ελλάδα τηλεοπτικών μέσων. Με αφορμή αποσπάσματα από λόγους του Γεωργίου Παπαδόπουλου αποδομείται ο προφορικός λόγος ως ψεύδο- τελετουργικός, καθαρευουσιάνικος, μεσσιανικός στον τόνο του, χειμαρρώδης και τελικά ασυνάρτητος. Υπογραμμίζεται η επιμονή στη χρήση αφελών ή εξευτελισμένων μεταφορών όπως η μεταφορά του ασθενούς με το γύψο, αλλά και εκείνη του πλοίου και του κυβερνήτη. Γίνεται επίσης λόγος για την μαγικού τύπου ρητορεία των συνταγματαρχών, όπου ο λόγος διαλύει το περιεχόμενο, ο ήχος του λόγου επιχειρεί να είναι καθηλωτικός και τελικά διαλυτικός της λογικής των θεατών/ακροατών. Ο Δ. Μαρωνίτης περιγράφει τους περιορισμούς έκφρασης που επιβλήθηκαν στους συγγραφείς αλλά και γενικότερα σε όσους συνελήφθησαν από το καθεστώς. Μιλάει επίσης για τις σχέσεις και τα όρια των λόγων και των πράξεων και το πρόβλημα του λόγου ως μέσο εκτόνωσης ή προετοιμασίας της πολιτικής πράξης. Ο Μαρωνίτης θεωρεί ότι η πιο έντιμη απάντηση στο λόγο της δικτατορίας ήταν να εντοπιστούν τα όρια του λόγου, να εξηγήσουν δηλαδή ότι ο λόγος μπορεί να προετοιμάζει την πολιτική πράξη, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτή. Εξηγεί ότι άνθρωποι ενεργοποιήθηκαν απέναντι στη χούντα όπως μόνο κατά την γερμανική Κατοχή, και ξεχωρίζει τη μετάφραση από τον Παύλο Ζάννα του πολύτομου μυθιστόρηματος του Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» ως απάντηση στη γλωσσική απαιδευσία και στην έλλειψη κάθε πολιτιστικού ήθους της χούντας.
Με τη σειρά του ο Παύλος Ζάννας περιγράφει την αρχική σιωπή των πνευματικών ανθρώπων στην προληπτική λογοκρισία της χούντας και την ακόλουθη διαμόρφωση ενός καινούριου χώρου στη λογοτεχνία με τις μεταφράσεις έργων με ενδιαφέρον πολιτικό και πολιτιστικό, τα οποία επέτρεψαν σε δόκιμους λογοτέχνες να επιβιώσουν και να δημιουργήσουν ένα νέο εκδοτικό τοπίο. Περιγράφει πώς και ο ίδιος με την επιμονή και προτροπή του Στρατή Τσίρκα άρχισε να μεταφράζει το έργο του Προυστ. Αναφέρεται επίσης στις εκδόσεις κατά την περίοδο μετά τη λήξη της προληπτικής λογοκρισίας, σε κείμενα που εξέφραζαν μία αντίθετη θέση ως προς τη δικτατορία παίζοντας στην κόψη του ξυραφιού για να μην συλληφθούν. Έτσι τον Ιούλιο του 1970 εκδίδονται τα «18 κείμενα» και ένα χρόνο αργότερα τα «Νέα κείμενα» και «Νέα κείμενα 2» με συμμετοχή και κρατούμενων συγγραφέων. Υπογραμμίζεται επίσης η μεγάλη σημασία της δήλωσης του Γιώργου Σεφέρη αναφορικά με τη χούντα.
Ο δημοσιογράφος Γιώργος Ρωμαίος μιλάει για τη φίμωση του ελληνικού τύπου, τον έλεγχο της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου από τη χούντα. Εξηγεί ότι οι εφημερίδες έγραφαν τα ίδια νέα με βάση τις εντολές της αρμόδιας υπηρεσίας του υπουργείου τύπου, περιγράφει μία περίοδο κατευθυνόμενης και ελεγχόμενης δημοσιογραφίας, όπου ωστόσο ξέφευγαν πληροφορίες, λέξεις, φωτογραφίες. Αναφέρεται επίσης στην σκληρότητα του καθεστώτος κατά την πρώτη περίοδο του πραξικοπήματος με το παράδειγμα του περιοδικού Εικόνες. Ο Γ. Ρωμαίος σημειώνει ότι παρόλα αυτά οι Έλληνες αγόραζαν εφημερίδες γιατί ήταν το μόνο παράθυρο προς τον έξω κόσμο αν και σκοτεινό, αλλά και ότι η περίοδος μετά την προληπτική λογοκρισία δεν ήταν περίοδος ελευθερίας, διότι υπήρχαν συνεχείς παρεμβάσεις ώστε να δημοσιεύεται η άποψη του καθεστώτος, καθώς και παρατηρήσεις και απειλές προς τους εκδότες. Αναφέρει ωστόσο ότι κατά την περίοδο των γεγονότων του πολυτεχνείου οι εφημερίδες συνέβαλαν στο αντιδικτατορικό κλίμα δημιουργήθηκε.
Η τεχνοκριτικός Ελένη Βακαλό εξηγεί ότι δεν υπήρξε εκμετάλλευση του εικαστικού χώρου από τη χούντα, γιατί δεν καταλάβαιναν τη σημασία της μορφής στις εικαστικές τέχνες. Η άγνοια αυτή έδωσε χώρο σε πολλούς καλλιτέχνες, κριτικούς και γκαλερίστες έτσι ώστε να εκμεταλλευτούν την τέχνη ως φορέα μηνυμάτων από τη μορφή μέχρι το σύμβολο και με τρόπο που καθιστούσε απίθανο το ενδεχόμενο να κατηγορηθούν για υπονόμευση του καθεστώτος. Με αυτό τον τρόπο καθιερώθηκε ένας κώδικας επικοινωνίας με το κοινό το οποίο σταδιακά άρχισε να αντιλαμβάνεται αυτό τον χαρακτήρα της τέχνης.
Ο Αριστόβουλος Μάνεσης, καθηγητής Συνταγματικού δικαίου, εξηγεί το σύμπλεγμα της νομιμότητας που χαρακτήριζε τη χούντα, η οποία αφού κατέλυσε κάθε έννοια νομιμότητας στη χώρα προσπάθησε να φανεί νόμιμη η ίδια με κάθε τρόπο. Περιγράφει την προσπάθεια του καθεστώτος να επιδιώξει την συγκατάθεση των πολιτών μέσω του συντάγματος, τη λαϊκή συναίνεση ή τουλάχιστον την ανοχή προς αυτήν. Αναφέρεται στα συντάγματα της δικτατορίας και τον τρόπο που λειτούργησαν χωρίς ποτέ να εφαρμοστούν στο σύνολό τους. Μιλάει και για τη δική του στάση και την ομιλία του στους φοιτητές στη νομική σχολή της Θεσσαλονίκης σε μία από τις πρώτες αντι-δικτατορικές εκδηλώσεις τον Ιανουάριο του 1968.
Ο κριτικός κινηματογράφου, Βασίλης Ραφαηλίδης αναλύει τη λειτουργία των Επικαίρων της χούντας ως οπτικοποιημένη προπαγάνδα, με κεντρικό μήνυμα τον αντικομμουνισμό και την ανάγκη να διαμορφώσει ένα μήνυμα εθνικοφροσύνης. Ο Ραφαηλίδης υπογραμμίζει το σύνθημα της πειθαρχημένης και ελεγχόμενης διαβίωσης από το καθεστώς προς τους πολίτες. Το βασικό προπαγανδιστικό μέσο της χούντας εξηγεί ότι είναι οι λόγοι, επίσημοι και ανεπίσημοι και χαρακτηρίζει ως αστεία τα μέσα εμπράγματης προπαγάνδας όπως οι γιορτές πολεμικής αρετής, όπου παρουσιάζεται όλη η ιστορία των Ελλήνων ως μία πορεία που κορυφώνεται στο Γράμμο-Βίτσι. Ο Ραφαηλίδης μιλάει και για την τηλεόραση η οποία ξεκίνησε και διαμορφώθηκε από τη χούντα και στέκεται κυρίως στον τρόπο συγκρότησης του προγράμματος και στο γεγονός ότι ο μεγαλύτερος τηλεοπτικός χρόνος δίνεται στα μη ιδεολογικά θεάματα και κυρίως στο ποδόσφαιρο. Επίσης αναφέρεται σύντομα και στον κινηματογράφο και στις εθνικοπατριωτικές ταινίες που γυρίστηκαν κατά τη διάρκεια της επταετίας.
Κατά τη διάρκεια της εκπομπής προβάλλονται φωτογραφίες, ηχητικά ντοκουμέντα και πρωτοσέλιδα της εποχής, καθώς και αποσπάσματα από ταινίες επικαίρων της επταετίας και κυρίως από ομιλίες του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, αλλά και από τις γιορτές πολεμικής αρετής στο Καλλιμάρμαρο στάδιο.
Σκηνοθεσία: Τάκης Χατζόπουλος
Πρώτη τηλεοπτική προβολή: 17 Νοεμβρίου1982
Το πρωτότυπο φιλμ 16mm συντηρήθηκε, ψηφιοποιήθηκε και αποκαταστάθηκε στα εργαστήρια του Αρχείου της ΕΡΤ με τον νέο εξοπλισμό και τις υποδομές που πλέον διαθέτει (film scanner, color correction).