Γιάννης Μοσχόπουλος: Το “γιάγμα” και η είσοδος των Γερμανών στον Γιδά (σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων) 2/2
Γερμανικά Αρχεία, έκδοση 2007:
«[…] Το προβλεπόμενο σημείο διάβασης [του ποταμού Αλιάκμονα] ήταν δυτικά της ανατιναγμένης οδικής γέφυρας και νότια του Νησελίου, ενώ στο ημερολόγιο μονάδας της 2ης Μεραρχίας Τεθωρακισμένων το σημείο διάβασης αναφέρεται ως “Jida”. Η διάβαση του ποταμού με φουσκωτές λέμβους ξεκίνησε στις 09:00 [13.4.1941], προστατευόμενη από το πυροβολικό και μερικά αντιαρματικά πυροβόλα όπλα των 5 εκ. Τα πυρά των τεθωρακισμένων και του πυροβολικού του αντιπάλου [Νεοζηλανδοί] εμπόδισαν μόνο για λίγο την διάβαση της πρώτης διμοιρίας επίθεσης στρατιωτών πεζικού, ελαφρά οπλισμένων και άκρως ευκίνητων με μοτοσικλέτες BMW ή Zündapp. Στη αρχή της διάβασης σημειώθηκαν (σοβαρές) απώλειες κυρίως στη διμοιρία των μοτοσικλετιστών ΙΙ. Μαζί τους πέρασαν και τα πρώτα άρματα με αντιαρματικά βλήματα 3,7 εκ. και το τμήμα 38 των κυνηγών αρμάτων, που ενεργούσαν υπό τις εντολές των μοτοσικλετιστών ΙΙ […]».
Κ.Μ.Α.Σ. (1917), ηχογράφηση 23.7.1998:
«[…] Ήμουν στο μέτωπο. Όταν γύρισα πίσω, τα είχαν καταστρέψει όλα, έφυγαν οι δικοί μου να σωθούν, πήγαν στην Κατερίνη, για μην τους σφάξουν οι Γερμανοί. Μυαλά ! Όταν γύρισα η κατάσταση ήταν δραματική. Ήμουν δυο μήνες χωρίς εσώρουχα και αυτά, τά’χαν κλέψει όλα. Ήρθα από ‘κει [Αλβανία] με τη στρατιωτική κιλότα και το χιτώνιο. Από δώ [τα είχαν κλέψει] οι επιτήδειοι. Δεν έμεινε τίποτα. […] και πρόβατα και γελάδια μας είχαν πάρει τότε […]».
Δ.Μ.Γ.Α.(1923), σημειώσεις:
«[…] Εδώ μέσα στο δικό μας το οικόπεδο ήρθαν δυο γερμανικά φορτηγά. Βγήκε ο πατέραζμ’, έβγαλε την τραγιάσκα και τους χαιρέτισε. Με νοήματα ζητούσαν αυγά να φάνε και τους έδωσε […]». [Συνεχίζεται]
Γ.Μ.Α. (1899), ηχογράφηση:
«[…] Δεν πέρασε καιρός και μας ήρθαν οι Γερμανοί με φόβο και λαχτάρα. Τους δεχθήκαμε πρωί πρωί και αρχίσαν να σπάνουν τα δένδρα απ’ το φράχτη του σπιτιού μου για να σκεπάζουν τα αυτοκίνητά τους. Εγώ τότε είχα πέντε γελάδια και εικοσιπέντε πρόβατα και τα πήγα στο Βάλτο για να τα γλιτώσω, όπως και άλλοι χωριανοί, την οικογένεια δε στο Βρυσάκι για πιο ασφάλεια, γιατί πίσω στους Αμπελότοπους είχαν στήσει κανόνια για να πολεμήσουν τους δικούς μας. Σχεδόν οι χωριανοί είχαν φύγει απ’ το χωριό τους προς τον Όλυμπο. Μετά ήρθε στρατός και άλλος. Έγινε λεηλασία στο σταθμό και στην αγορά. Κάτοικοι απ’ τα χωριά και στρατιώτες ανοίξαν τα μαγαζιά και τα ρήμαζαν. Εγώ έτυχα εκείνη τη μέρα εκεί. Οι στρατιώτοι οι Γερμανοί είχαν μπεί μέσα στο μαγαζί του Τ που το είχε ο Κ τότε υφασματοπωλείον και έπαιρναν υφάσματα, μετά ήρθε ένας αξιωματικός και τους επέπληξε για την κλοπή. Είχαν πάρει δύο τόπια υφάσματα και με τα δώσαν εμένα. Από μακρυά όμως με παρακολουθούσαν και όπως πήγα στο σπίτι και τα έκρυψα μέσα σ ένα κοφίνι ήρθαν από πίσω με τα πιστόλια στο χέρι και απειλούσαν να τους δώσω τα υφάσματα κι εγώ αμέσως τους τα έδωσα. Μετά πήγα στο Βάλτο για να φέρω τα πρόβατα καθώς και τις αγελάδες που είχαν γέννηση και την οικογένεια από το Βρυσάκι και μετά τη δουλειά με φόβο [..]».
Α.Μ.-Κ.Θ.Ζ. (1925), ηχογράφηση 8.8.1997:
«[…] Στο γιάγμα ιγώ ήμαν ιλεύθερ’ κι κάθουμαν στ’Β. Απ’ τα τραίνα απ’τα μαγαζιά όλα. Πολλά ήταν τα βαγόνια, ήταν γιμάτα γαλέτα, κουνιάκ(ι), ζάχαρη, κάτι τέτοια, όλο τέτοια, μπισκότα. Ιγώ μ’κρό ήμαν πήγα. Ου παππούς ι Λ βαρέλια είχεν κουνιάκ(ι), οι πιο πουλλοί κουνιάκ(ι). Η μπάμπου Β κι αυτή γαλιέτις είχι, ζάχαρ’ μι τα τσουβάλια. Η Κ η Μ είχι πάρει υφάσματα απού τα μαγαζιά του Τ, Χ, για να μη τ’ς τα πάρουν, γιατί άρπαξι για ν’αρπάξου, τα είχιν καβάλα τα κάθουνταν παναθειό. Ό,τι μπουρούσιν ο κάθι ένας.
Το ‘41 ήρθαν οι Γιρμανοί. Δεν ειχάμι ψουμί να φάμι. Ικεί στουν Παουλάτου είδα τους Γιρμανούς. Παουλάτο, που είνι του κατηχητικό [σημερινό κτίριο Γ.Ε.Χ.Α.] ικείνο ήταν ένα Μπαουλάτο του ήλιγαν, μια απουθήκ’ μιγάλη. Ικεί συγκεντρώνουνταν οι Γιρμανοί. […] Έγινι το Γιάγμα ήρθαν οι Γιρμανοί. Κάθουνταν ικεί στου Μπαουλάτου. Μι τ’ς Γιρμανούς, πέρασαν με τα κάρα, φόρτωσάμι τα πλιάτσικα, έφυγάμι ως πού πήγαμι, μέχρι κατά τ’θειά σ’ τ’ Μ στ’ν άκρη [ανατολικά του Γιδά] […]».
Δ.Π.Ι.Ε. (1931), ηχογράφηση 18.10.1997:
«[…] Πάηνα κι έβλιπα π’άν’ξαν τα βαγόνια, του γιάμα που ήλιγαν. Ένας Γιρμανός πάηνι γυρνούσιν μι τ’μηχανή, θα’φυβγάμι κι μείς όπως έφυγαν όλοι. Αυτοί ήξιραν πέρασ’ ι Άγιους Κουσμάς και είπι ότι «ποιοί θάχ’ν τυχιρό να πά’ να αλλάξουν μαζί κι να πιράσ’ν τουν Αλιάκμονα στ’ζ πρόποδες του Ουλύμπου ποιοί θα φτάσουν θα ζήσουν». Τώρα οι Γιρμανοί τακτικός στρατός τ’ς εμπόδιζεν που έγραφαν τα χαρτιά ιέτσι; Ευτυχώς ήταν Α.Μ. κι πήγαν ικεί κι δεν μπουρούσαν να γυρίσ’ν πίσου, ανατινάξαν τ’ς γέφυρις. Ο Θ ο Π με το όνομα που είχι τ’μπαμπά τ’, Θ τ’Σ ιέφυγι άφ’κι τα ζώα τ’ ακυβέρνητα ικεί, τα σκότουσαν οι Γιρμανοί 7 κιφάλια βουβάλια, τά’φαγαν κι ησύχασαν. Κόσμους έφυγι Γιρμανός στρατός να μαγειρέψ’ν, α, είδαν τα βουβάλια ακούμι τ’Σ τα [βου]βάλια τα σκότ’σαν Γιρμανοί. Κι μείς θα φεύγαμι, πιάναμι τα πρόβατα, φόρτωναμ’ απάν να πάμ’ να πιράσουμι απου ‘κεί, να πιράης τα πρόβατα να τα πιράσουμι απ’τ’ν άλλη μιριά π’του πουτάμι. Φουνάζει ι Μ.
-Τακτικός στρατός είνι, α βγάλουμι μια γιρμανικιά σημαία τι μας πειράζ’;
Αυτοί φαίνιτι τ’ς μίλ’σαν, είχαν τα όπλα φύλαγαν. Ι Κουστάκ’ς ι Κ έφυγαν αυνοί μες στα πρόβατα τ’αδιρφού μ’ βρέθ’κι στο κάρο ζτ κλιμιά ένα χαρτί σημείουμα. Φουνάζει:
-Δημητρό τρέξι, τι γράφει;
-Φεύγουμι. Να ρθείτι κι σείς να μας βρείτι στου Σερμιλί.
Τότι το Νιοχώρ’ Κυψέλ’ ήταν τρία ουνόματα, ήταν του Σερμελί μόλις πιράης τ’γέφυρα θα ιδείς ένα εκκλησάκι, ικεί ήταν του Σερμελί κι μιτά πάν’ στου βουνό μαζώχ’καν, γιατί είχε συγγενείς αυτοί ‘κει στου Σερμελί, έχ’ν χουρτάσει τα σκ’λιά γάλα, αρμέγαν τα πρόβατα να μη στίψ’ν. Ικείν’ του μπαρμπα Θ. το Π. που ήταν τζανταρμάς έϊ φτουχειά οικουγένεια μπού δεν είχαν γιλάδια, έφκειασι δυό αρμιξιές, πουλλά πρόβατα είχαν 200 γαλάρια ήταν γιροί, ήταν μαζουμένοι όλοι έφκειασεν τυρί δεν του θέλουν τό’τρουγαν τα σκλιά τ’ς […]».
Δ.Π.Γ.Α.(1917), ηχογράφηση 31.7.1997:
«[…] Μόλις άκουσαν ότι μπήκαν οι Γερμανοί, όλοι οι έμποροι, οι καταστηματάρχες φοβήθηκαν ο καθένας. Ποιός κοίταζι μαγαζί, ποιός κοίταζι σπίτι. Όπου φύγει φύγει ο καθένας. Άλλος Βέροια άλλος αλλού, όπως μπορούσε ο καθένας. Ευκαιρία βρήκαν ορισμένοι, θ’κοί μας ήταν, πάνε και έκαμαν το γιάγμα. Τι κονιάκια, τι υφάσματα, τι ζάχαρες, τι σαπούνια, ό,τι έβρισκε ο καθένας. Έμπαιναν και τάπαιρναν στο σπίτι τους, τα σπατάλιζαν, τα πούλησαν. Εγγλέζοι δεν ήταν εδώ. […] Το ‘41 ήρθαν οι Γερμανοί, Απρίλιος μήνας. Γιατί 5 Απριλίου έφυγα για στρατιώτ’ς εγώ. Ακριβώς εκείνη τη μέρα πρωί πρωί, τέσσερις η ώρα, ήταν Σάββατο έσπασαν και οι Γερμανοί τα σύνορα μπήκαν μέσα [στην Ελλάδα]. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί πολύ πείνα δημιουργήθηκε στο Γιδά. Τα πήραν όλα οι Γερμανοί ό,τι βρήκαν. Από μας δεν πήραν τίποτα, γιατί δεν είχαμε και τίποτα να πάρουν. Αποθήκες δικές μας που είχαν οι Έλληνες συγκεντρωμένο σιτάρι, τα πήραν όλα. Γι αυτό και υπήρξε πείνα […]».-
Αλεξάνδρεια, 12.4.2022 / ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ / mosio@otenet.gr