Μεγάλα προβλήματα έχουν προκληθεί με τις ανατιμήσεις αλλά και τον κίνδυνο ελλείψεων αρκετών προϊόντων εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, που συνεχίζεται για τέταρτη εβδομάδα, ειδικά για τους ευάλωτους.
Είναι φανερό ότι το… ντόμινο ακρίβειας έχει δημιουργήσει ένα ασφυκτικό περιβάλλον επιβίωσης για τα νοικοκυριά, που επιβαρύνονται ακόμη περισσότερο από τους «φουσκωμένους» λογαριασμούς ρεύματος και τις «καυτές» τιμές βενζίνης. Την ίδια ώρα οι αυξήσεις στα είδη διατροφής προκαλούν σοκ, αφού ο μήνας για πολλές οικογένειες βγαίνει με πολλές θυσίες… Δεν είναι λίγα τα νοικοκυριά που επισημαίνουν ότι ένας μισθός δεν φτάνει για να καλύψει τις πάγιες ανάγκες, ενώ η ανησυχία δεν σταματά, αφού φοβούνται για μεγαλύτερη «έκρηξη» των τιμών…
Θυμίζουμε ότι ήδη μέσα σε έναν χρόνο το κόστος του φυσικού αερίου αυξήθηκε 78,5%, του ηλεκτρισμού κατά 71,4% και του πετρελαίου θέρμανσης κατά 41,5%. Περαιτέρω άνοδο 23,2% σημείωσαν οι τιμές στα καύσιμα και λιπαντικά. Πιο ακριβά κατά 16,8% αγόρασαν οι καταναλωτές τα έλαια κι άλλα λιπαντικά, ενώ αύξηση 15,2% είχαμε στα λαχανικά, 14,4% στο αρνί και το κατσίκι και 5,9% στο ψωμί και τα δημητριακά.
Σήμερα ο πληθωρισμός συνεχίζει να τραβά την ανηφόρα, καθώς τον Φεβρουάριο του 2022 επέστρεψε στα επίπεδα του Δεκεμβρίου του 1996 (7,3%), ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ηλεκτρικό ρεύμα παρουσιάζει αύξηση κατά 71%, το φυσικό αέριο κατά 78,5%, τα έλαια καταγράφουν αύξηση 16,8%, τα λαχανικά 15,2% και το αρνί και το κατσίκι 14,4%.
Ρωσικός εφιάλτης
Το θέμα αυτό φαίνεται να παίρνει ιδιαίτερα ανησυχητικές διαστάσεις από τη στιγμή που και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, έστω και παροδικά, ο πληθωρισμός να φτάσει στο 8%, ανάλογα με την πορεία των εξελίξεων στην Ουκρανία.
Αυτό βέβαια, συμπληρώνει, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση που σταματήσει η ροή φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ευρώπη.
Όπως εύκολα καταλαβαίνει κάποιος, το ροκάνισμα του μισθού δεν έχει τέλος! Σύμφωνα άλλωστε και με εκτιμήσεις των αναλυτών, χάνονται δύο βασικοί μισθοί από τις αυξήσεις στην ενέργεια, αφού είμαστε σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από το φυσικό αέριο της Ρωσίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2020 οι εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία ήταν 331,5 εκατ. ευρώ. Μέσα σε έναν χρόνο, το 2021, οι εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία ανέβηκαν στα 1,137 δισ. ευρώ.
Η ξέφρενη πορεία του πληθωρισμού, σύμφωνα με την ανάλυση του οικονομολόγου και διδάσκοντος στο Οικονομικό Τμήμα του ΕΚΠΑ Νίκου Στραβελάκη, «χτυπά ιδιαίτερα τα ευάλωτα νοικοκυριά, αφού γι’ αυτά δεν είναι 7%, αλλά πολύ παραπάνω. Αν δούμε την κατανομή του πληθωρισμού, βλέπουμε ότι συνίσταται κατά 25,4% σε δαπάνες στέγασης (φως, νερό, τηλέφωνο, θέρμανση) και 7,1% στη διατροφή. Για τα φτωχά νοικοκυριά οι δαπάνες αυτές αντιστοιχούν στο 50%-60% του εισοδήματός τους» και συνεχίζει:
«Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος με μηνιαίο εισόδημα 1.000 ευρώ, του οποίου οι δαπάνες αυξηθούν κατά 150 ευρώ, ο πληθωρισμός είναι 15%. Για κάποιον που έχει εισόδημα 5.000 ευρώ, αλλά οι δαπάνες του αυξάνονται κατά 200 ευρώ, ο πληθωρισμός είναι 4%. Συνεπώς δεν αρκεί να γίνεται στάθμιση, αλλά πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ο ταξικός χαρακτήρας των συνεπειών της ανόδου του πληθωρισμού» εξηγεί.
Ανεπαρκείς παρεμβάσεις
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η κυβέρνηση δεν προχωρά σε ουσιαστικές παρεμβάσεις για να αναχαιτίσει το κύμα ακρίβειας. Μάλιστα, απαντώντας στην κριτική που λέει ότι το κράτος, λόγω της ανόδου στις τιμές των καυσίμων και των ευθέως ανάλογων φόρων, έχει σημαντικά αυξημένα έσοδα από τις πωλήσεις καυσίμων, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου επισημαίνει:
«Δεν πρέπει να έχει έσοδα και να τα έχει να κάθονται. Ήδη τα μέτρα είναι και πέρα από τα όρια, έχουμε προβεί σε έκτακτες επιδοτήσεις 2,5 δισ., έχουμε προχωρήσει σε μειώσεις φόρων βασισμένες σε μια συγκεκριμένη δημοσιονομική ισορροπία, που έχει ανατραπεί. Η κατάσταση είναι ασυνήθιστη και έχει ξεφύγει, δεν μπορούμε να καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια και πρέπει να σταθούμε στο πλευρό του κόσμου».
Προσθέτει ωστόσο πως θα πρέπει να υπολογίζονται και άλλες παράμετροι που αφορούν τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.
Και επισιτιστική κρίση;
Εν τω μεταξύ τα προβλήματα δεν φαίνεται να έχουν τελειωμό, αφού εντείνονται οι ανησυχίες για επισιτιστική κρίση. Οι διεθνείς τιμές σε σιτάρι και καλαμπόκι καταγράφουν αύξηση, με τον φόβο των ανατιμήσεων πλέον σε βασικά είδη διατροφής, όπως το ψωμί, να είναι εμφανής. Την ίδια στιγμή υπάρχουν ήδη διακοπές στις εξαγωγές ουκρανικού και ρωσικού ηλιελαίου, το οποίο αποτελεί το 80% των σχετικών εξαγωγών παγκοσμίως.
Αυτά τα προβλήματα έφτασαν και στην Ελλάδα, καθώς φαίνεται πως ο κίνδυνος σοβαρής έλλειψης είναι πλέον ορατός. Σύμφωνα με πληροφορίες, την τελευταία εβδομάδα οι προμηθευτές του Ηρακλείου άρχισαν δειλά – δειλά να βάζουν… πλαφόν στην ποσότητα που δίνουν στις επιχειρήσεις υπό τον φόβο των ελλείψεων.
«Η τιμή του ηλιελαίου έχει ανέβει από τα 9 στα 26 ευρώ. Δεν υπάρχει αποθεματικό και αναγκάζονται οι μεγάλες αλυσίδες τροφοδοσίας να βάζουν πλαφόν στην ποσότητα που δίνουν» επιβεβαιώνει στο cretapost η πρόεδρος του Συνδέσμου Επισιτισμού και Διασκέδασης νομού Ηρακλείου Μαρία Αντωνακάκη, προσθέτοντας πως «τις επόμενες ημέρες θα έχουμε πολύ μεγάλο πρόβλημα».
Μέχρι και 11% ο πληθωρισμός το τέταρτο τρίμηνο του 2021!
Σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης φαίνεται να μπαίνει η χώρα μας, σύμφωνα με την έκθεση για την πορεία της οικονομίας στο τέταρτο τρίμηνο του 2021 που εκπόνησε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, η οποία στο δυσμενές σενάριό της κάνει λόγο για εκτίναξη του πληθωρισμού στο 11,01%, ενώ το ήπιο σενάριο προβλέπει 7,43%.
Μάλιστα ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού Φραγκίσκος Κουτεντάκης τάχθηκε υπέρ της λήψης στοχευμένων και όχι οριζόντιων μέτρων για τη στήριξη της κοινωνίας.
Όπως χαρακτηριστικά τόνισε λίγο πριν από την ανακοίνωση των νέων μέτρων στήριξης από την κυβέρνηση, δεν θα πρέπει να είναι βασική επιδίωξη τα οριζόντια μέτρα, ειδικά στο θέμα των καυσίμων, και αυτό διότι, όπως σημείωσε, θα ευνοούνταν άνθρωποι που δεν το έχουν ανάγκη, ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνεται σημαντικά ο προϋπολογισμός, χωρίς να είναι σίγουρο ότι τα μέτρα θα φέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα για την κοινωνία.
Ανέφερε επίσης ότι μεγαλύτερη αναγκαιότητα προκύπτει για μέτρα στήριξης αναφορικά με το ηλεκτρικό ρεύμα, το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο θέρμανσης και έπονται τα καύσιμα.
Μάλιστα αφήνει να εννοηθεί ότι η βιαστική υιοθέτηση του φυσικού αερίου ως βασικού καυσίμου και η αντίστοιχη εγκατάλειψη του λιγνίτη χωρίς να υπάρχουν συμβάσεις με τη Ρωσία, έχουν εκτινάξει τις τιμές της ενέργειας σε απαράδεκτα επίπεδα στη χώρα, που πρέπει επίσης να επιλύσει και το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλεια και επάρκειας.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, «από τα μέσα του προηγούμενου έτους η διεθνής οικονομία έχει εισέλθει σε φάση έντονων πληθωριστικών πιέσεων και ιδιαίτερα αυξημένης αβεβαιότητας. Σε αυτές τις συνθήκες ήρθε να προστεθεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία έχει δραματικές συνέπειες, όπως ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές στις υποδομές και το παραγωγικό δυναμικό της Ουκρανίας.
Αναπόφευκτα ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει οδηγήσει σε ανατροπές σε καθιερωμένες γεωπολιτικές ισορροπίες καθώς και σε σοβαρές οικονομικές αναταράξεις παγκόσμια. Ειδικότερα, η αύξηση στις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων εμπορευμάτων θα ενισχύσει τις πληθωριστικές πιέσεις και θα επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης.
Τα προβλήματα θα είναι εντονότερα στην Ευρώπη, όπου το μαζικό προσφυγικό κύμα, η αναθεώρηση των αμυντικών στρατηγικών και η προσπάθεια περιορισμού της εξάρτησης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας θα προκαλέσουν πρόσθετη επιβάρυνση στους κρατικούς προϋπολογισμούς».
Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις από τον πόλεμο, σημειώνεται ότι «αναμένεται να οδηγήσουν σε έντονες δημοσιονομικές πιέσεις τόσο από την πλευρά των εσόδων (λόγω οικονομικής επιβράδυνσης) όσο και από την πλευρά των δαπανών (πίεση για κάλυψη ενεργειακού κόστους).
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμα και αν αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και για το 2023 ή μια ενδεχόμενη εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας μας είναι περιορισμένες.
Οι πρωτοφανείς επεκτατικές πολιτικές που ασκήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν προκαλέσει μια σωρευτική δημοσιονομική επιδείνωση της τάξης των 30 δισ. ευρώ. Ο συνδυασμός μειωμένων φορολογικών εσόδων και αυξημένων δαπανών, παρότι αναγκαίος στις έκτακτες συνθήκες, δεν είναι βιώσιμος μεσοπρόθεσμα.
Το ύψος του πρωτογενούς ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης και του δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με την απουσία επενδυτικής βαθμίδας καθιστούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ιδιαίτερα ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά τη στήριξη από την ΕΚΤ».