Απόψεις

Μίλτου Σαχτούρη “Ο στρατιώτης ποιητής”: Μία μελέτη θανάτου / γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος

—-

Μία μελέτη θανάτου

  1. Δεν έχω γράψει ποιήματα

  2. μέσα σε κρότους

  3. μέσα σε κρότους

  4. κύλησε η ζωή μου

  5. Τη μιαν ημέρα έτρεμα

  6. την άλλην ανατρίχιαζα

  7. μέσα στο φόβο

  8. μέσα στο φόβο

  9. πέρασε η ζωή μου

  10. Δεν έχω γράψει ποιήματα

  11. δεν έχω γράψει ποιήματα

  12. μόνο σταυρούς

  13. σε μνήματα

  14. καρφώνω

Μία ερμηνευτική εκδοχή

Εισαγωγικά

Ο μελετητής του ποιητικού έργου του Μ. Σαχτούρη ίσως βρεθεί σε ένα ερμηνευτικό ή και μεθοδολογικό αδιέξοδο ή και παράδοξο, αφού θα αναγκαστεί να υπερασπίσει την «θεραπευτική» λειτουργία της ποίησης τη στιγμή που ο ίδιος ο ποιητής με τη θεματολογία του και την εξομολόγησή του αμφισβητεί την αναγκαιότητα των ποιητών.

«Ο ποιητής είναι άχρηστος. Είναι είδος πολυτελείας. Βοηθάει ορισμένους μόνο ευαίσθητους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που έχει αυτή η ζωή».(Απόσπασμα από συνέντευξη του ποιητή)

Ηλίας Γιαννακόπουλος

Σε γενικό επίπεδο εκείνα τα στοιχεία που θα έπρεπε να τονιστούν ως εισαγωγικά για το ποιητικό έργο του Σαχτούρη είναι τα ακόλουθα:

α) Η ένταξη του ποιητή στη Μεταπολεμική γενιά της ποίησης που τη διαμορφώνει σε σημαντικό βαθμό η δεκαετία 1940-1950 (πόλεμος – κατοχή – αντίσταση – εμφύλιος – μετεμφυλιακή περίοδος). β) Ο υπερρεαλιστικός τρόπος γραφής του Σαχτούρη και οι διαφορές του με τον υπερρεαλισμό της γενιάς του ’30. γ) Το στοιχείο του «παραλόγου» που διαχέει ως ένα βαθμό την ποίηση του Σαχτούρη καθώς βέβαια και το στοιχείο της «υπαρξιακής αγωνίας» που λίγο – πολύ υπάρχει σ’ όλους τους δημιουργούς της μεταπολεμικής γενιάς, και δ) Η έντονη παρουσία του χρώματος της απαισιοδοξίας, του αδιεξόδου και του αποπνικτικού κλίματος που δημιουργούν λέξεις (ουσιαστικά και ρήματα) που φυτρώνουν και μεγαλώνουν μέσα σε χώρους σκοτεινούς, φρίκης και αηδίας. (Ο Σαχτούρης, βέβαια, δε θεωρείται σαν ο αντιπροσωπευτικότερος ποιητής της «ποίησης της ήττας»).

Συμπληρωματικά θα παραθέσω κάποιες μαρτυρίες του ίδιου του Σαχτούρη σχετικά με την πηγή του έργου του: «Οι εμπνεύσεις μου ήταν από την κατοχή. Από κει άντλησα την ποίησή μου. όλες οι εμπειρίες της κατοχής πέρασαν μέσα από την ποίησή μου».

Ο Μ. Κατσαρός καταγράφοντας τη γενιά των ποιητών του γράφει: «Με ποιον με ποιον να μιλήσω;/ Κρατά γερά το μυστικό ο Παπαδίτσας/ …Με ποιον να μιλήσω;/ Ο Σαχτούρης μαζεύει μ’ ένα φακό τις λέξεις του/ ταχτοποιεί σε δέντρα τα συμβάντα…» (Μπαλάντα για τους ποιητές που πέθαναν νέοι), και ο Κλείτος Κύρου από την άλλη όχθη κραυγάζει: «Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε η βροντή της/ η γενιά μου καταδιώχτηκε σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα/ μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο» (Κραυγές της νύχτας), και ο Σαχτούρης στη συλλογή του «Χρωμοτραύματα» (1980) θα συμπληρώσει: «Ακόμα γυρίζουν στρατιώτες από μάχες/ που χάθηκαν/ ακόμα γυρίζουν στρατιώτες από μάχες/ που κέρδισαν/ γυρίζουν/ ο δίσκος πικ-απ/ μαζεύουν τα όνειρα στις γωνιές των δρόμων/ και τους βάζουν φωτιά/ …χάθηκε η αγάπη μου/ με τους στρατιώτες κουρασμένους/ τους ήλιους/ τα φεγγάρια/ βελόνα – καρδιά/ πώς να παίξει ένα δίσκο/ σπασμένο/ σπασμένο/ εδώ και χιλιάδες χρόνια… Έντομα σιδερένια τρύπαγαν τα πτώματα/ – ύστερα από τόσα χρόνια -/ κι ήταν αυτές «οι ωραίες μέρες» που/ μας έταξαν…».

Οι πρώτες εντυπώσεις

Μετά την πρώτη και τη δεύτερη ανάγνωση πολύ συνοπτικά θα μπορούσαν να διατυπωθούν οι πρώτες εντυπώσεις και επισημάνσεις των αναγνωστών, αφού από πριν θα είχαν κατά κάποιο τρόπο επικοινωνήσει με το ποιητικό έργο του Σαχτούρη από επιλογές ποιημάτων του, που λίγο ή πολύ θα σχετίζονται με το ποίημα «Ο στρατιώτης ποιητής».

Οι πρώτες, λοιπόν, αυθόρμητες κρίσεις θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα παρακάτω: 1) Το ποίημα δεν έχει σημεία στίξης – ούτε μια τελεία, ούτε ένα κόμμα. 2) Η έντονη παρουσία των ρημάτων και ουσιαστικών και η αντίστοιχη απουσία επιθέτων. 3) Η γλώσσα και το ύφος λιτό και απέριττο. 4) Η κάπως επιγραμματική – αποφθεγματική μορφή των στίχων 1, 10-11 και γενικά όλων των στίχων. 5) Η επανάληψη των ίδιων στίχων με τις ίδιες λέξεις που δημιουργεί κάποια αίσθηση (εδώ να τονισθεί ότι μόνο το τελευταίο τρίστιχο έχει λέξεις, που μόνο μια φορά χρησιμοποιούνται, σε αντίθεση με όλους τους προηγούμενους που λίγο – πολύ η ίδια λέξη ή παραπλήσιου νοήματος (κύλησε – πέρασε, έτρεμα – ανατρίχιαζα) επαναλαμβάνεται δύο ή και τρεις φορές). 6) Ο εξομολογητικός τόνος του ποιήματος που μοιάζει σαν προσπάθεια ποιητικής αυτοβιογραφίας ή ακόμη, θα διακινδύνευα να πω, μοιάζει με κατάθεση ενός οργισμένου αθώου που «κατηγορείται» ότι απαρνήθηκε την ποίηση (Την αυτοβιογραφική μορφή την ενισχύει το α΄ πρόσωπο σε όλα τα ρήματα).

7) Η ιδεοπλαστική ικανότητα του Σαχτούρη όπως φαίνεται στις λίγες εικόνες των στίχων 2-9 και 12-14 (Η πρώτη εικόνα είναι πιο σύνθετη με στοιχεία εξωτερικής πραγματικότητας, εσωτερικών αντιδράσεων και ηχητικής παρουσίας. Το στοιχείο του ήχου υπάρχει και στη δεύτερη εικόνα με τον ήχο του ρήματος «καρφώνω»). 8) Το κάπως απαισιόδοξο κλίμα του ποιήματος και μια μορφή αδιεξόδου που δηλώνει το τρίστιχο 12-14. Σ’ αυτό συντελεί κάπως και η απουσία ρημάτων, ουσιαστικών ή επιθέτων με κάπως έστω χαρούμενο ή ελπιδοφόρο τόνο. Αναγνώστης χαρακτήρισε το ποίημα σαν «κραυγή θρήνου» και κάποιος άλλος «ποιητικό παράπονο». 9) Η παρουσία ενός μόνο ρήματος σε χρόνο Ενεστώτα, του «καρφώνω», σε αντίθεση με τον παρελθοντικό χρόνο των άλλων ρημάτων. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν στοιχείο δηλωτικό, το πόσο βαραίνει και διαμορφώνει το ποιητικό παρόν του Σαχτούρη, ένα παρελθόν με μνήμες τρόμου, φόβου και θανάτου […«Θα σου βρω πάλι τους ίδιους/ στρατιώτες/ αυτόν που χάθηκε πριν τρία χρόνια/ με την τρύπα πάνω απ’ το μάτι/ κι αυτόν που χτυπούσε τη νύχτα τις/ πόρτες με κομμένο το χέρι»].

10) Οι αναγνώστες προσέχουν αμέσως ορισμένα στοιχεία του ποιήματος που επιφανειακώς εξεταζόμενα μοιάζουν κάπως αλληλοαναιρούμενα και αντιφατικά. Αυτά είναι: ο εμφαντικός τίτλος του ποιήματος «Ο στρατιώτης ποιητής», η αποποίηση της ποιητικής λειτουργίας του Σαχτούρη «δεν έχω γράψει ποιήματα» (στίχ. 1, 10-11) και η ομολογία – κατάθεση «μόνο σταυρούς/ σε μνήματα καρφώνω». 11) Οι περισσότεροι αναγνώστες, όμως, από την πρώτη στιγμή τονίζουν την ιδιαίτερη παρουσία του στίχου «δεν έχω γράψει ποιήματα» και την καταλυτική θέση του τρίστιχου 12-14. Προσπαθούν να βρουν τη σχέση των δύο αυτών «μαρτυριών» του ποιητή σε σχέση με τους στίχους 2-9. Άλλοι τονίζουν ότι το δίστιχο 10-11 και το τρίστιχο 12-14 είναι αποτέλεσμα της ίδιας αιτίας (στίχοι 2-9). Μερικοί υποστηρίζουν πως το τρίστιχο 12-14 στάθηκε περισσότερο η αιτία για την αδυναμία του ποιητή να γράψει ποιήματα.

Πριν προχωρήσουμε στη δομική ανάλυση του ποιήματος, θεωρείται αναγκαία μια ομολογία του ποιητή για τη συλλογή του «Χρωμοτραύματα» (1980), που κάπως έχουν εφαρμογή και στο εξεταζόμενο ποίημα.

«…Βλέπω ότι πολλά (ποιήματα) έχουν ατέλειες, άλλα είναι σκοτεινά και δύσκαμπτα, αλλά βλέπω ότι είναι αληθινά και πως δε μπορούσα αλλιώς

να τραγουδήσω»

Η Δομή

Το ποίημα δομείται σε 4 επίπεδα. Το Α΄ επίπεδο περιλαμβάνει το 1ο στίχο, το Β΄ τους στίχους 2-9, το Γ΄ τους στίχους 10-11 και το Δ΄ το τελευταίο τρίστιχο 12-14.

Α ¬ 1Άρνηση Η πρώτη ομολογία – κατάθεση
Β ¬  2-9                      2-4

Κατάφαση

5-6

 

7-9

 

Τα γεγονότα – οι εμπειρίες = Η εξωτερική πραγματικότητα

Το συνεχές του τρόμου και της αηδίας για όλα τα παραπάνω

Τα αισθήματα = Η υποκειμενική πραγ-ματικότητα

Γ ¬ 10-11

Άρνηση

Η αποποίηση της ποιητικής ιδιότητας, υπενθύμιση και έκρηξη
Δ ¬ 12-14

Κατάφαση

 

Καθοδική κλίμακα

 

Η αποκάλυψη και εκμυστήρευση της ανθρώπινης πράξης

Η απάντηση στο «δεν έχω γράψει ποιήματα»

Η καταγγελία και στηλίτευση του παραλόγου της εποχής του

Η κορύφωση

Α΄ Επίπεδο

Το αποτελεί ο 1ος στίχος, με τον οποίο ο Σαχτούρης προοιμιακά κάνει μια ομολογία – κατάθεση, με αποφατική διατύπωση. Μας τονίζει, τι δεν έχει κάνει. Το «γιατί» το αφήνει ή το υπονοεί με τους επόμενους στίχους. Με το στίχο αυτό ο ποιητής Σαχτούρης προδιαθέτει τον αναγνώστη για δύο σκέψεις – προβληματισμούς: 1) Ενώ διαβάζει ποίημα, ο ποιητής αρνείται την ποιητική του παραγωγή και 2) πριν προλάβει ο αναγνώστης να κατανοήσει ή και να λύσει αυτή την αντίφαση, έκπληκτος θα περιμένει να πληροφορηθεί την αιτία αυτής της αντίφασης αλλά και την αιτία της αδυναμίας του ποιητή να γράψει ποιήματα.

Έτσι ο ποιητής με τον 1ο στίχο – κατάθεση, κατορθώνει να εγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, που εισαγωγικά ενημερώνεται και με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, για την άρνηση της ποιητικής θέσης και ιδιότητας του ποιητή.

Ο ποιητής κατά κάποιο τρόπο υπερβαίνει ή «ανατρέπει» το νόμο της λογικής, ΑΙΤΙΟ // ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, προβάλλοντας πρώτα το αποτέλεσμα και δεύτερο το αίτιο. Κι αυτό βέβαια, πέραν των άλλων, είναι που δημιουργεί και το κατάλληλο κλίμα στον αναγνώστη για να ακούσει και τις άλλες καταθέσεις – ομολογίες του ποιητή.

Ρητά και κάπως αποφθεγματικά ο Σαχτούρης αποκαλύπτει κάτι, που ίσως – ίσως να αποτελεί μια βασανιστική πλευρά της ζωής του, ένα παράπονο και πάντως μια μαρτυρία σημαντική. Ό,τι έχει να πει, το λέει χωρίς σχήματα και λογικές αφαιρέσεις.

Το αίσθημα της έκπληξης που πηγάζει από την αφοπλιστική όσο και απρόσμενη ομολογία του ποιητή, είναι το «κέρδος» αλλά και το κύριο και βασικότερο δομικό υλικό αυτού του επιπέδου, που φαίνεται να αποτελεί και το υπόβαθρο ή μάλλον τον προθάλαμο του κύριου οικοδομήματος.

Ένας στίχος – πρόλογος, στέκεται ικανός και αρκετός για να δώσει στον αναγνώστη όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την πρόσβαση του ποιήματος.

Β΄ Επίπεδο

Στίχοι 2-9. Σ’ αυτό το επίπεδο ο Σαχτούρης μας δίνει το πλαίσιο και το κλίμα μέσα στο οποίο κινήθηκε (κύλησε – πέρασε) η ζωή του. Τα γεγονότα, τα βιώματα και όλες οι φρικτές εμπειρίες δίνονται επιγραμματικά και αποτελούν κατά κάποιο τρόπο μια προσπάθεια αυτοβιογραφίας. [Ω απέραντα παιδικά μου/ χρόνια, ω απέραντή μου τώρα με αίμα/ νεότητα…]. Για να μεταδώσει δε και στον αναγνώστη όλη τη φρίκη και την αγριότητα εκείνων των καταστάσεων που έζησε, χρησιμοποιεί λιτές αλλά «σκληρές» λέξεις, που όζουν από βαρβαρότητα και τρόμο.

Φορείς αυτών των βιωμάτων και συναισθημάτων του ποιητή, είναι κάτα πρώτο λόγο τα δύο ρήματα «έτρεμα… ανατρίχιαζα» και κατά δεύτερο τα ουσιαστικά «κρότους» και «φόβο».

Βασικό μοτίβο αυτού του επιπέδου είναι οι στίχοι «κύλησε η ζωή μου» και «πέρασε η ζωή μου», που στην ουσία ταυτίζονται, αφού τα δύο ρήματα δεν έχουν ουσιαστική εννοιολογική διαφορά. Ίσα – ίσα και τα δύο εκφράζουν μια εξελικτική διαδικασία, μια κίνηση.

Παρατηρώντας προσεκτικότερα τους στίχους 2, 3 και συγκρίνοντάς τους με τους 7, 8 βλέπουμε να τους συνδέει μια λογική όσο και «ψυχολογική» σχέση. Το δίστιχο 2-3 θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκφράζει ή τουλάχιστον αντιπροσωπεύει ως ένα βαθμό την εξωτερική αντικειμενική πραγματικότητα – με φανερές ίσως τις ιστορικές του συντεταγμένες – και λειτουργεί σαν ένα εξωτερικό ερέθισμα που αντανακλάται στο εσώτερο ΕΓΩ του ποιητή με τους στίχους 7-8. Έτσι ένα εξωτερικό – αντικειμενικό γεγονός (κρότους) γίνεται, μορφοποιείται, μεταλλάσσεται σε ένα άλλο στάδιο σε εσωτερικό, υποκειμενικό βίωμα, αίσθημα (φόβος).

Ο φόβος έρχεται ως συνέπεια του κρότου. Μια θλιβερή εμπειρία (κρότους) μορφοποιείται σε ψυχικό φαινόμενο (φόβος). Γενικά οι στίχοι 5-8 είναι αποκαλυπτικοί των αισθημάτων που κυριεύουν τον ποιητή καθ’ όλη τη διάρκεια της εφιαλτικής εποχής που έζησε. Και τα ρήματα και τα ουσιαστικά εκφράζουν με κάποιες ίσως μερικές παραλλαγές όλη την κλίμακα αλλά και τις διαδοχικές μορφές που έπαιρναν τα αισθήματα του ανθρώπου Σαχτούρη μπροστά στην ανελέητη εικόνα της φρίκης των ιστορικών γεγονότων της δεκαετίας 40-50. [«Κι οι νύχτες/ ήταν άγριες για όλους/ κανείς δεν ξέχναγε το αίμα/ έβγαινε ο παπάς/ έβγαινε ο στρατιώτης/ κι ήταν πάντα νύχτα/ νύχτα μεγάλη/ νύχτα/ νύχτα» και αλλού «Τουφέκια ρημαγμένα/ δίχως φτερά/ γυρίζουνε τις κάννες τους/ απάνω μας/ το βράδυ/ όταν σημαίνει προσκλητήριο/ μαζεύονται/ οι σημαίες»].

Οι λέξεις «τη μιαν ημέρα… την άλλην…» (5-6) εκφράζουν το συνεχές της μαρτυρικής εμπειρίας και της προσπάθειας του ποιητή να επιβιώσει μέσα από την αθλιότητα των ημερών του.

Το δίστιχο 2-3 αποτελεί μια θαυμάσια ηχητική εικόνα, που κύριο γνώρισμά της είναι η λιτότητα της περιγραφής και η μονοτονία του ήχου.

Οι στίχοι 5 και 6 φαίνονται από αρχιτεκτονική πλευρά να αποτελούν το συνδετικό κρίκο των στίχων 2-4 και 7-9. Η σχέση 5-6 με τους αμέσως προηγούμενους (2-4) φαίνεται να διέπεται από το νόμον του αιτίου (2-4) και αποτελέσματος (5-6), ενώ ο κύκλος των αισθημάτων που εκφράζουν τα ρήματα «έτρεμα» και «ανατρίχιαζα», φαίνεται να ταυτίζεται με τον αντίστοιχο κύκλο του αισθήματος του «φόβου», που κυριαρχεί στο δίστιχο 7-8.

Αξιοπρόσεχτο, επίσης, στοιχείο στο επίπεδο αυτό είναι η επανάληψη των στίχων 2 και 7. Μ’ αυτό ίσως ο Σαχτούρης θέλει να τονίσει όλες εκείνες τις εξωτερικές και εσωτερικές συνθήκες και τις οδυνηρές (ματωμένες) εμπειρίες μέσα από τις οποίες προσπάθησε να βγει ακέραιος και σαν άνθρωπος και σαν ποιητής. Μπορεί να κατόρθωσε το πρώτο, το δεύτερο όμως όχι, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στο Α΄ και Γ΄ επίπεδο με τον αποφθεγματικό και επαναλαμβανόμενο τρεις φορές στίχο «Δεν έχω γράψει ποιήματα». [«ο Κώστας σκοτωμένος/ ο Ορέστης σκοτωμένος/ ο Αλέξης σκοτωμένος/ σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα/ και μπαίνουν μέσα/ ο Κώστας, ο Ορέστης, ο Αλέξης…»].

Γενικά το Β΄ επίπεδο, έτσι όπως είναι δομημένο, έρχεται να αιτιολογήσει κατά κάποιο τρόπο το Α΄ επίπεδο και να αποκαταστήσει ή να συμπληρώσει τη λογική σειρά του νόμου ΑΙΤΙΟ / ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ. Το αποτέλεσμα τώρα, πλήρως αιτιολογημένο πια, θα είναι το Γ΄ επίπεδο, το οποίο ακολουθεί κατά φυσικό και αναγκαίο τρόπο.

Γ΄ Επίπεδο

Στίχοι 10-11. Το επίπεδο αυτό είναι η επανάληψη του πρώτου στίχου του ποιήματος και μάλιστα εδώ δίνεται σε δύο στίχους. Η πρόθεση του ποιητή σαφέστατη. Η έμφαση που δίνεται με την επανάληψη είναι το κύριο γνώρισμα αυτού του επιπέδου. Ίσως θα λέγαμε ότι αυτό το δίστιχο επίπεδο αποτελεί μια υπενθύμιση, μια εκμυστήρευση και λειτουργικά έχει τη θέση του συμπεράσματος και της συνέπειας του Β΄ επιπέδου.

Μοιάζει το δίστιχο 10-11 σαν μια κραυγή διαμαρτυρίας, σαν καταγγελία για όσα ανέφερε παραπάνω. Φαίνεται ο ποιητής να νομίζει ότι δεν έπεισε με όσα φρικτά απεκάλυψε στους στίχους 2-9 και θέλει άμεσα τώρα και όχι έμμεσα να επαναλάβει ό,τι εισαγωγικά είχε πει στον 1ο στίχο. Για άλλη μια φορά «απολογείται»– προς τον εαυτό του και προς τους άλλους – απαρνούμενος την ποιητική του λειτουργία.

Αν διαβαστεί σωστά το ποίημα και κυρίως αυτό το δίστιχο 10-11 και πάντοτε σε συσχετισμό με τους προηγούμενους στίχους, φαίνεται ότι οι στίχοι αυτοί (10-11) δίνουν μια απάντηση οργής σ’ εκείνους που ακόμη επιμένουν ότι ο ποιητής έγραψε ποιήματα. Ίσως αυτή η απάντηση να δίνεται περισσότερο στον πιο δύσπιστο από όλους τους ανθρώπους, στον ποιητή Σαχτούρη. Αν το δούμε απ’ αυτή τη σκοπιά το δίστιχο αυτό δεν απέχει πολύ από το να αποτελεί μια έκρηξη ενός ανθρώπου και μια αντίσταση σε όσα τον βασανίζουν χρόνια τώρα. Και αυτά που τον βασανίζουν είναι τα βιώματα και οι μνήμες μιας ξεπερασμένης εποχής, που συνθλίβει το Εγώ του ανθρώπου, τον τραυματίζει βαθύτατα και τον καθιστά ανίκανο και αδύναμο να λειτουργήσει αυτόνομα και ελεύθερα.

Το επίπεδο αυτό είναι διατυπωμένο αποφατικά. Μας ξαναλέει ο ποιητής για άλλη μια φορά, τι δεν έχει κάνει (φαίνεται, πως πιο πολύ τον βασάνιζε αυτό και όχι τι είχε κάνει). Καιρός να πει, και τι έχει κάνει. Ανάγκη του ποιήματος και απαίτηση του αναγνώστη, φυσική και αναγκαία, να μάθει όχι μόνο την άρνηση του ποιητή αλλά και τη «θέση» του, την «παραδοχή».

Δ΄ Επίπεδο

Στίχοι 12-14. Ίσως αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα επίπεδο με το Γ΄. Επειδή, όμως, διαφοροποιείται προς αυτό αλλά και προς τα άλλα δύο, θεώρησα σκόπιμο να το εξετάσω χωριστά.

Η θέση του είναι από δομικής πλευράς στην κορυφή του οικοδομήματος και από αισθητικής ίσως η πιο προσεγμένη.

Το τρίστιχο 12-14 είναι διατυπωμένο κατά τρόπο καταφατικό και αυτό είναι που το ξεχωρίζει από το Α΄ και Γ΄ επίπεδο, όπου η αρνητική διατύπωση είναι το κύριο γνώρισμά τους.

Εδώ πλέον ο ποιητής μάς αποκαλύπτει, «εξομολογείται» μάλλον, τι έχει κάνει. Ομολογεί και δέχεται ότι «μόνο σταυρούς/ σε μνήματα/ καρφώνω».

Να δώσουμε το εννοιολογικό και νοηματικό υπόβαθρο αυτών των στίχων, ίσως θα ήταν κάπως αντιποιητικό. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει ένας άνθρωπος ζώντας τον εφιάλτη των στίχων 2-9; Όταν ένας ποιητής φθάνει στο σημείο να αποποιείται την ποιητική του πράξη (1, 10-11), τα περιθώρια για άλλες ασχολίες, μέσα σε συνθήκες και εποχές αναιρετικές της ουσίας του ανθρώπου, είναι περιορισμένες. Όταν γύρω του ακούγονται οι εκκωφαντικοί θόρυβοι των πυροβόλων, οι αναστεναγμοί των αιχμαλώτων και νεκρών και δίπλα του κείτονται γνωστές και άγνωστε μορφές νεκρών ηρώων, ποιος θα κατηγορήσει τον ΠΟΙΗΤΗ γιατί δε γράφει ποιήματα; Μόνη του έγνοια τώρα σ’ ένα τέτοιο κλίμα και τοπίο είναι ο θάνατος και ο αντίποδάς του, η Ζωή.

Ίσως εδώ το τρίστιχο 12-14 να θυμίζει κάπως ανάλογες εκμυστηρεύσεις του Τάκη Σινόπουλου, που λίγο – πολύ το ίδιο κλίμα και οι δύο ποιητές καταγράφουν, το ίδιο τοπίο (γεωγραφικό, ιστορικό, υπαρξιακό), «Τοπίο Θανάτου». Οι νεκροί που συνοδεύουν τον Σινόπουλο και τον κυνηγούν είναι οι ίδιοι μ’ αυτούς που βασανίζουν και τον Σαχτούρη. Η ζωή και οι μνήμες και των δύο κατάντησαν, όπως επιγραμματικά λέει ο Σινόπουλος «σωστό νεκροταφείο» ή όπως τονίζει σ’ ένα ποίημά του «Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένοι/ αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε/ Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει/ τη μεριά που περπατάνε οι δολοφόνοι./ Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους».

Νοηματικά το τρίστιχο 12-14 φαίνεται και απαιτεί να διεκδικεί το ρόλο της αιτίας ή του αποτελέσματος των στίχων 10-11 και 2-9. Δύσκολο να πούμε αν η αιτία για την άρνηση της ποιητικής του ιδιότητας είναι το τελευταίο τρίστιχο του ποιήματος, όπως επίσης επικίνδυνο είναι να υποστηρίξουμε ότι αυτό το τρίστιχο είναι αποτέλεσμα μόνο των στίχων 1-9 και ίσως των 10-11. Το να θελήσουμε να προσδιορίσουμε με λογικά ερμηνευτικά κριτήρια τη διαδοχή όλων των παραπάνω, θάταν κάπως οδυνηρό, πλατειασμός και ίσως αναιρετικό στοιχείο για το ποίημα.

Αξιοπρόσεχτο στοιχείο στο επίπεδο αυτό είναι ο χρόνος του ρήματος «καρφώνω» (ενεστώτας), που έρχεται σε αντίθεση με τον αντίστοιχο παρελθοντικό των προηγούμενων ρημάτων – δεν έχω γράψει, κύλησε, έτρεμα, ανατρίχιαζα, πέρασε – («δεν έχω γράψει» = παρακείμενος. Ο χρόνος αυτός όσο κι αν λογίζεται πολλές φορές σαν χρόνος του παρόντος, δεν παύει να δηλώνει πράξη που άρχισε στο παρελθόν). Μια άλλη, όμως, ανάγνωση θα έδινε στο ρήμα «καρφώνω» και κάποια παρελθοντική χροιά και ίσως – ίσως μέλλοντος (Δεν σταμάτησα να καρφώνω, καρφώνω συνέχεια…).

Άλλο στοιχείο, επίσης, που θα πρέπει να μάς κινήσει την προσοχή είναι η θέση του ρήματος «καρφώνω». Βρίσκεται στην καταλληλότερη θέση – τελευταία του ποιήματος – για να αποδώσει και τα ανάλογα συναισθήματα του ποιητή. Η θέση του ρήματος αλλά κι αυτή καθαυτή η επιλογή του από άλλα ρήματα, σηματοδοτεί νομίζω όλη την ατμόσφαιρα των νεκρών και του θανάτου γενικά που σκεπάζουν τη μνήμη του Σαχτούρη.

Ο ποιητής θα μπορούσε να τοποθετήσει το ρήμα «καρφώνω» στο στίχο 12 και να διαβαστεί «μόνο καρφώνω/ σε μνήματα/ σταυρούς», αφού το «μόνο» μάλλον το ρήμα αφορά και όχι τόσο το «σταυρούς». Αλλά ο ποιητής επειδή ήθελε φανερά να αντιπαραβάλει το «καρφώνω» με το «δεν έχω γράψει ποιήματα», το τοποθέτησε τελευταία που φαίνεται να αποτελεί στο ποίημα την τελική του ποιητή κατάθεση και ομολογία. Φαντάζει και σαν μια απάντηση σε όλα τα παραπάνω. Επίσης, η θέση του «καρφώνω» εξυπηρετεί και την αντιπαράθεση των ουσιαστικών «ποιήματα» και «σταυρούς», που ενισχύεται και από την παρουσία του «μόνο». Το εννοιολογικό υπόστρωμα των δύο αυτών ουσιαστικών είναι εύκολο και εξυπηρετικό των προθέσεων του ποιητή.

Μία  θανατογραφία

Το «ποίημα» ως έκφραση ανθρώπινης πράξης και κατάφασης της ζωής και ο «σταυρός σε μνήματα» δηλωτικό της παρουσίας του θανάτου, που είναι εδώ αποτέλεσμα όχι της φυσικής αναγκαιότητας και τάξης πραγμάτων αλλά της κτηνωδίας του ανθρώπου και του πολέμου. Η παρουσία του ενός αναιρεί το άλλο. «Ποίημα» και «σταυρός σε μνήματα» αλληλοαναιρούνται ή τουλάχιστον στον Σαχτούρη και σύμφωνα με την ομολογία του δεν μπορούν να συνυπάρξουν. (Η ποίηση να μη ληφθεί σαν πράξη καταγραφής του γεγονότος του θανάτου αλλά σαν πηγή ζωής).

Χαρακτηριστικότατος είναι, λοιπόν, ο τρόπος με τον οποίο τελειώνει το ποίημα (στίχ. 14). Ο ποιητής βάζει ένα μόνο ρήμα: καρφώνω. Δυνατό ηχητικά και χρόνου Ενεστώτα. Στους προηγούμενους στίχους ο Σαχτούρης περιέγραψε σκηνές από περίοδο πολέμου που τόσο πολύ τον επηρέασαν. Άγγιξαν όλη του την ύπαρξη. Σημάδεψαν τη ζωή του. Μέσα απ’ τους φόβους, τις αγωνίες και την αηδία των φρικιαστικών σκηνών έρχονται ως συνέπεια οι τελευταίοι στίχοι. Κανένας οραματισμός από μέρους του ποιητή για ένα καλύτερο και ειρηνικότερο κόσμο. Απλά και μόνο μια απότομη στάση στο καρφώνω. Ο ποιητής μένει καρφωμένος σ’ ό,τι έχει γίνει. Επηρεασμένος βαθύτατα χωρίς να μπορεί να ξεφύγει από τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες του. Παραμένει ένας «στρατιώτης ποιητής». Σωστά το επισημαίνει στον τίτλο του ποιήματος.

Ο ρόλος, λοιπόν, του ποιητή είναι και εξαντλείται στο καρφώνω; Μεστή ειλικρίνειας η ομολογία του ποιητή στο τελευταίο τρίστιχο, για το ρόλο του ποιητή σε καιρούς «ματωμένους». [«…Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο/ καρφώνω πάνω στις πλάκες/ τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών/ είναι όλοι του δακρυσμένοι/ Δύο άνθρωποι ψιθυρίζουν/ τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;/ ναι την καρδιά μας καρφώνει/ ώστε λοιπόν είναι ποιητής»].

Η άλλη άποψη

Το ποίημα το χαρακτηρίζει μια μουσικότητα. Η παντελής έλλειψη σημείων στίξης – ούτε μια τελεία, ούτε ένα κόμμα – θα πρέπει να οδηγήσει τον αναγνώστη σε μια ανάγνωση ανάλογη (θα έλεγα ανάγνωση ασθμαίνουσα). Το βαρύ κλίμα του ποιήματος θα πρέπει να συμπαρασύρει ή και να διαμορφώσει την ανάλογη μουσική φόρμα – κλίμακα.

Συνοπτικά θα ήθελα να τονίσω ορισμένα στοιχεία από αυτήν την κλίμακα, χωρίς να διεκδικώ το αλάθητο της μουσικής ερμηνείας.

  • Ο 1ος στίχος θα πρέπει να διαβαστεί σε χαμηλό τόνο, αφού είναι και ο εισαγωγικός.

  • Οι στίχοι 2-4 και 7-9 θα πρέπει κι αυτοί να διαβασθούν στον ίδιο τόνο και να αιτιολογούν κατά κάποιο τρόπο τον τόνο του 1ου στίχου.

  • Το δίστιχο 5-6 καλό θα ήταν να διαφοροποιηθεί από τους προηγούμενους και επόμενους στίχους.

  • Οι στίχοι 10-11 θα πρέπει σαφώς να διακριθούν και από τον όμοιό τους (1ο στίχο) και από τους προηγούμενους 2-9. Ο τόνος και ο ρυθμός της ανάγνωσης αυτού του δίστιχου θα πρέπει να είναι ανάλογος της νοηματικής φόρτισής του (έκρηξη, οργή, διαμαρτυρία, ξέσπασμα, παράπονο, μαρτυρία, ομολογία…).

Εκείνο, όμως, που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή είναι το τελευταίο τρίστιχο, που έχει σε έντονο βαθμό το στοιχείο της μουσικότητας. Οι στίχοι 12-13-14 φαίνονται να ακολουθούν μια καθοδική κλίμακα (ο αριθμός των συλλαβών βοηθάει σ’ αυτό). Η θέση του «καρφώνω» και το ηχητικό του αποτέλεσμα είναι στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Ο ρυθμός της ανάγνωσης σε σχέση με τους προηγούμενους στίχους θα πρέπει να επιβραδυνθεί για να παρακολουθήσει το ρυθμό των συλλαβών – θα έλεγα ο ρυθμός να αγγίξει κάπως το συλλαβισμό. Στη διαφορά του τόνου του τρίστιχου 12-14 με τον αντίστοιχο των προηγουμένων στίχων συντείνει νομίζω και η διαφορετική διατύπωση – αποφατική ® καταφατική – των ρημάτων, και η παρουσία του «μόνο» και βέβαια η αλλαγή του χρόνου (από παρελθοντικό σε ενεστώτα). Επίσης, η ύπαρξη ουσιαστικών σαν το «σταυρούς» και «μνήματα» και πάντα βέβαια το «καρφώνω» δημιουργούν όλο εκείνο το κλίμα που περικλείει και χρωματίζει την δραματική κατάθεση – ομολογία του Σαχτούρη.

­* Η παραπάνω ερμηνεία του ποιήματος πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ, τ. 46, (Άνοιξη 1988).

­­** Το ποίημα μελοποιημένο από τον Γ. Σπανό σε ερμηνεία Κώστα Καράλη.

Δεν έχω γράψει ποιήματα – Κώστας Καράλης – Στρατιώτης ποιητής

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ