Το «μοιρολόγι της φώκιας» και τα πάθη από τον κορωνοϊό / γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος
(Τα πάθια και οι καημοί του κόσμου)
α. «Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία». (Ελύτης)
β. «Δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο». (Σολωμός)
Σε καθημερινό επίπεδο τείνει να γίνει συνήθεια η απογευματινή ενημέρωση από τους υπεύθυνους του Εθνικού Οργανισμού Υγείας (Ε.Ο.Δ.Υ.). Σε ανακοινώσεις του τύπου «Βαρύ και σήμερα το ιικό φορτίο με 6.393 κρούσματα, 43 θανάτους και 459 διασωληνωμένους…» άλλοτε ως ακροατές κι άλλοτε ως αναγνώστες αντιδρούμε με μία περίεργη αμφιθυμία. Μία αμφιθυμία που άλλοτε εμπεριέχει συναισθήματα αγωνίας, φόβου και ανασφάλειας για το αύριο κι άλλοτε μία απάθεια του τύπου «αυτό είναι αναμενόμενο, αφού δεν βρέθηκε ακόμη το κατάλληλο φάρμακο».
Η λεπτομερής περιγραφή από τα Μ.Μ.Ε. του αριθμού και του τρόπου θανάτου των θυμάτων του κορωνοϊού προκαλεί έντονο προβληματισμό τόσο για την επιβίωσή μας – που δεν είναι καθόλου δεδομένη – όσο και για τη φύση της ανθρώπινης μοίρας. Άλλοι τρομάζουν με τους αριθμούς ανθρώπων που καθημερινά χάνονται από τον κορωνοϊό κι άλλοι μακαρίζουν τον εαυτό τους που ακόμη ζουν. Δεν λείπουν, βέβαια, κι εκείνοι που αφορμώμενοι από την φονική επέλαση του covid 19φιλοσοφούν πάνω στο ευμετάβλητο της ανθρώπινης ύπαρξης και στο αβέβαιο της ζωής.
Η ψυχρή φωνή του εκφωνητή της ανακοίνωσης των θανάτων – σε αντίθεση με το δάκρυ του Σ. Τσιόρδα των πρώτων ημερών – υπόρρητα δημιουργεί ένα κλίμα συμβιβασμού με την σκληρή πραγματικότητα που επιβάλλει η δύναμη του κορωνοϊού. Και η σκληρή πραγματικότητα είναι το εφήμερον της ανθρώπινης ύπαρξης και η άνιση μάχη μεταξύ Ζωής και Θανάτου.
Ωστόσο η καθημερινή θανατολογία ή θανατογραφία νομοτελειακά μάς οδηγεί σε διαπιστώσεις για το εύθραυστον και την τραγικότητα της ανθρώπινης ζωής που μόνιμα είναι εκτεθειμένη σε ένα αόρατο και απροσδιόριστο πλέγμα κινδύνων και παθών. Αυτό το πλέγμα της αβεβαιότητας και τα ατέλειωτα πάθη του ανθρώπου κεντρίζουν καθημερινά τις ανασφάλειές μας και ανακαλούν στη μνήμη μας το «μοιρολόγι της φώκιας» που συνιστά την πιο μεγάλη και διαχρονική αλήθεια δοσμένη με τον πιο απλό και λυρικό τρόπο.
«Σα να ‘χαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθια και οι καημοί του κόσμου»
Ο θάνατος ως φυσική αναγκαιότητα
Η παραπάνω φιλοσοφική τοποθέτηση του Παπαδιαμάντη με την επικουρία ενός ποιητικού ευρήματος – της φώκιας – καταγράφει με περισσή ενάργεια την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας γενικεύοντας μία ειδική περίπτωση (θάνατος – πνιγμός της Ακριβούλας).
Στο διήγημα «Το μοιρολόγι της φώκιας» ο συγγραφέας σκιαγραφεί ένα τοπίο – μοτίβο θανάτου που ωστόσο συμπλέει με ένα ανάλογο μοτίβο ζωής. Θάνατος και Ζωή, λύπη και χαρά, απελπισία και ελπίδα, πόνος και λύτρωση συνυπάρχουν, συγκρούονται, συμπλέκονται και τελικά οδηγούν σε μία εύθραυστη ισορροπία – αρμονία που αποτελεί και τον απόλυτο συμπαντικό νόμο. Ο Ηράκλειτος τον νόμο αυτόν τον απέδωσε με τη γνωστή του θεωρία: Η παλίντονος αρμονία.
Το μοιρολόγι της φώκιας είναι ένα διαχρονικό και πικρό τραγούδι για την ανθρώπινη ζωή. Μέσα από αυτό αναδύονται αλήθειες που επικυρώνει η πραγματικότητα και που είναι δύσκολο να τις παραβλέψουμε. Δεν ζούμε χρόνια παρά μόνο στιγμές… Τα «πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου» δεν πρόκειται να σταματήσουν όσο θα υπάρχει άνθρωπος.
Ο θάνατος στο διήγημα του Παπαδιαμάντη συνιστά μία φυσική αναγκαιότητα. Η μη αποδοχή αυτής της αναγκαιότητας θα παρέπεμπε σε μία ρομαντική ανταρσία ατελέσφορη. Η κοσμική τάξη δεν ανατρέπεται με την ασύγγνωστη εθελοτυφλία του ανθρώπινου ναρκισσισμού. Το γεγονός του θανάτου, ως σκληρή άρνηση και ακύρωση της ζωής, σκοτεινός και ανερμήνευτος, δεν βιώνεται ούτε και εξηγείται με τους κωδικούς της κοινής ανθρώπινης λογικής. Ο θάνατος συνιστά μία αταξία και πηγή εντροπίας.
Κριτική και μία έμμεση αμφισβήτηση της εξουσίας του θανάτου μόνον ο Καζαντζάκης τόλμησε με το παροιμιώδες:
«Απάνω στην κοπριά του κόσμου ετούτου κάθεται ο νους μου, σαν τον Ιώβ, και φωνάζει: Είναι άδικο, άδικο, δεν το δέχομαι».
Θανατολογία ή Ρεαλισμός;
Πολλοί αναγνώστες του διηγήματος «Το μοιρολόγι της φώκιας» διαβλέπουν μια απαισιόδοξη θεώρηση της ζωής, μία άμετρη μοιρολατρία και θανατολογία του Παπαδιαμάντη. Ωστόσο ο συγγραφέας περισσότερο διαπιστώνει και λιγότερο θρηνολογεί. Κι αυτό γιατί η ανθρώπινη ζωή συντίθεται από ένα πλήθος παθημάτων και πόνων – δυστυχιών. Είναι αυτά που τη νοηματοδοτούν σε μια προοπτική χρόνου. Ο Παπαδιαμάντης τονίζει με έναν ρεαλιστικό τρόπο μία σκληρή πραγματικότητα που φαίνεται να συνοδεύει τον άνθρωπο μετά την έξοδο – εκδίωξή του από τον παράδεισο.
Ο τρόπος που καταγράφει αυτήν την πραγματικότητα δεν συνιστά κατ’ ανάγκην και μία απαισιόδοξη αποτίμηση της ζωής ή ένα κάλεσμα για παραίτηση και μοιρολατρία. Είναι μία βιοθεωρία, μία αντίληψη για το περιεχόμενο της ζωής, την πορεία του ανθρώπου και την απόλυτη κυριαρχία του κακού, του θανάτου, της λύπης και της δυστυχίας δίπλα στην επιθυμία και προσπάθεια του ανθρώπου να επιβιώσει – ζήσει. Κάπου και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης διερωτάται για το άδικο του θανάτου:
«Αλλά τώρα θα είπωσι: πού το δίκαιον; Και δεν είναι όλα τυφλή ειρμαμένη; Και κατά τι είχε πταίσει η κόρη δια να τιμωρηθεί
τόσον σκληρώς;».
Η δύναμη της ζωής
Παρόλα αυτά η ζωή στο διήγημα έχει τη δική της δύναμη και δυναμική που αισθητοποιείται μέσα από το λεκτικό εφεύρημα του πεζογράφου «Εξηκολούθει…». Όσο κι αν η ζωή σύμφωνα και με τη διαπίστωση του Καζαντζάκη «Ερχόμαστε από μία σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μία σκοτεινή άβυσσο, το φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή» είναι βραχύχρονη, δεν παύει να αποτελεί «μέγα καλό και πρώτο».
Ο Παπαδιαμάντης με έναν αξιωματικό κι απόλυτο τρόπο δηλώνει πως μπορεί ο θάνατος να κυριαρχεί, ωστόσο η ζωή συνεχίζεται… Μέσα σε ένα οδοιπορικό και τοπίο θανάτου με βάσανα, αδιέξοδα, παγιδεύσεις και λύπες η ζωή αντιστέκεται και διεκδικεί τα «δικαιώματά» της στο κοσμικό σύμπαν. Η επανάληψη του «εξηκολούθει» αυτό υπονοεί. Την αέναη προσπάθεια της ζωής ενάντια στο πεπρωμένο…
«Κι εξηκολούθει τον δρόμον της (η γριά Λούκαινα). Κι η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολνταντζάρη… Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του…»
Η επανάληψη του «εξηκολούθει» συνιστά την άλλη νομοτέλεια που αποτελεί και το κυρίαρχο στοιχείο της ζωής. Η πίστη στη ζωή είναι και η δύναμή της. Αυτό το διδάσκει και η ίδια η φύση που αντιπαλεύει με όλες τις δυνάμεις χωρίς να «φοβάται».
«Βίος βίου δεόμενος ουκ έστω βίος»
(Η ζωή που φοβάται τη ζωή δεν είναι ζωή, Μένανδρος)
—————————-
ΙΔΕΟπολις