“Ι γυμνουσάλιαγκας…!” γράφει η γκουστιρίτσα
“Ι γυμνουσάλιαγκας…!”
Άχου! Καλιέ μου σκιάχκα
σαν άκσα τα διλτία
κο, κι ου Στάθης ο Παναγιουτόπουλος
ίντους φουλ στ’ παρανουμία!
Σαν έβλιπα τς Αρβύλα
μι φαίνταν πουντικουμαμή
αλλά, σι λιέου, του μυαλό μ’
δε πάινι κατά κει.
Α, κο, σα δε ντρέπιτι
ουλόκληρους μαντράχαλους
να αρέσκητι εις βίντιου
πουρνουγραφικού θιάματους!
Καλά, καλιέ, δεν του κατάλαβα
πρους τι απουσκουπούσι
κι τς προυσουπικές τ’ στιγμές
κάθουνταν κι βιντιουσκοπούσι;
Που να σι πάει του μυαλό;
ου συνεργάτς τουν Αρβύλα
να ‘χει παναθιό τ’
τέτοια τρανή σαπίλα!
«Ανέβαζις»,Στάθη μ’, πριβέ στιγμές
μ’ αμαρτουλή διάθεσ’
κι απού τ’ κουπιλιά
καμία συγκατάθισ’!
Καλά, ρε, τι νόμιζις
ότι θα μείν’ κρυφό;
Ότι δε θα σι πάρουν χαμπάρ
π’ ανέβαζις πουρνό;
Α, να χαθείς, να χάνισι!
Κο, μι θυμίις νυφίτσα
απού ικμιταλλιέβουσαν
τ’ αθώα τα κουρίτσια!
Άμα, ρε, δεν είχις
εξουσία στα ΜΜΕ
μι τούτην τν ασχημόφατσα
ποια θα σι πλησίαζε, καλιέ;
Τη δημουσιότις ικμεταλλεύφκις
κι γυροφέρνς τς νιες
μι πράξεις, κο, ανήθικις
ισχρές κι πουταπές!
Για χρόνια, ρε, μισουρανούσις
κι έζησις τρισένδουξα!
Α, που να σκάις διαταραγμένι
μι τα κρύα σ’ τα ανιέκδουτα!
Είχις κι κανάλ’
μι πιριεχόμινου σιξιστικόν
κι του θύμα του ιξιέθιτις
άβουλα κι επί μακρόν!
Ρε, σ’ ίλιγιν του κουρίτσ’
“κατέβασι του βίντιου”
Μα ισύ, ου κουτουπόνηρους
ανώμαλ’ είχις λίμπιντου.
Του παριλθόν σου ξισκιπάσκι
κι μας προυκάλτσι βδέλυγμα
σαφώς την πράξη σου ιτούτη
ιγώ τη λιέγου έγκλημα!
Κι τώρα βγαίντς κι μας λιες
“ήταν μια παριξήγηση!”
Ρε, νουμίζου τιλικά
ντιπ δεν έχς συνείδηση!
Σια πέρα σ’ έφκιασαν οι “Αρβύλα”!Ιξαφανίσ’!
Μάζουξι τα πράγματα σ’!
Όλνοι σι κατάλαβαν
πως ίσι γυμνουσάλιαγκας!
«Μ’ αγάπ’ κι ικτίμισ’
στα πιδιά που δε δειλιάζνε
κι τς ανείπουτις τς πράξεις
τρέχουν κι καταδικάζνε!
Ι γκουστιρίτσα»