Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 65 χρόνων ο ποιητής Γιώργος Κακουλίδης
Ο ποιητής, ο συγγραφέας, ο ζωγράφος, ο διανοούμενος, ο στενός συνεργάτης, του “Ριζοσπάστη”, ο δικός μας Γιώργος Κακουλίδης έφυγε σήμερα από τη ζωή νικημένος από τον καρκίνο μετά από πολύχρονη και παλικαρίσια μάχη που έδωσε.
«Τα κείμενα του Γιώργου Κακουλίδη δεν είναι πορσελάνες. Είναι σκληρά διαμάντια, που δεν τα κατεργάζεται με στόχο το κάλλος, αλλά μας τα πετάει στο πρόσωπο. Εχουν μια άγρια, δημιουργική ομορφιά, αλλά και πρακτική αξία…». Αυτά αναγράφονταν στο οπισθόφυλλο της τελευταίας έκδοσης που κυκλοφόρησε, «Καθωσπρέπει Σκέψεις» από τις εκδόσεις «Ερατώ».
Η ποίησή του δε είναι στιλιζαρισμένη και «καθώσπρέπει». Είναι μαχητική και ασυμβίβαστη. Είναι καταγγελτική. Είναι απότομη και δύσκολη, αλλά και «πλασμένη με εικόνες που λάμπουν σαν πετράδια». Μέσα από την ποίησή του μας έμαθε για εκείνο το λουλούδι που μπορεί να «κρατά τον ουρανό». Στέκεται με συμπάθεια μπροστά στον κατατρεγμένο, μπροστά σε ιστορικά πρόσωπα που δεν φοβήθηκαν το τέλος. Αλλωστε, ήταν «ολόκληρος μια μνήμη», όπως έλεγε. «Ολοι έρχονται σε μένα για να τους θυμίσω το παρελθόν. Ακόμα και οι πεθαμένοι μου».
Δεν είναι ένας συνηθισμένος ποιητής. «Η καθημερινότητα τον μαγεύει»… Τα άσχημα που συμβαίνουν τον «θυμώνουν και γράφει». Απέναντι «στη βαρβαρότητα της αστικής τάξης αντιδρά με κυνισμό».
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Θάνου Μικρούτσικου, που έχει μελοποιήσει ποιήματά του. «Άρχισα να καταλαβαίνω ότι είχα να κάνω μ’ ένα πρόσωπο πρωτογενές στην ποίηση. Αρχικά τον κατέταξα στους Έλληνες καταραμένους. Στον Ρώμο Φιλύρα, τον Γιαννόπουλο, τον Βιζυηνό του “Μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου”. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι αυτή η σύγκριση ήταν ανεπαρκής. Και αν ακούγεται ως βλασφημία η συνάφεια με στίχους από το “Μια εποχή στην κόλαση” του μέγιστου Αρθούρου, εγώ θα την αποτολμήσω. Η κόλαση στον Κακουλίδη υπάρχει χωρίς δάνεια, αλλά με ένταση. Επιπροσθέτως, ο διάβολός του, παρότι περπατάει στη Φιλελλήνων, ξεβράστηκε εκεί αφού απέδρασε με περίτεχνο τρόπο από τον Ιερώνυμο Μπος και αφού έκανε μια στάση να τα πει με τον πανέξυπνο – μπαγαμπόντη Βιγιόν…».
«Αυτό το στοίχημα που επέβαλλαν οι κομμουνιστές του “εμείς”, μακριά από το “εγώ”» τον τραβά για να συναντηθεί με το ΚΚΕ τους αγώνες και τα ιδανικά του. Συμπαρατασσεται με τους κομμουνιστές στον αγώνα για να ανθρωπεψει ο άνθρωπος. «Είμαι με τους κόκκινους. Προστατεύουν την ορθοστασία μου, την αξιοπρέπειά μου. Είναι το τελευταίο καταφύγιο για κάθε πνευματικό άνθρωπο», ανέφερε σε δήλωση στήριξης στο Κόμμα στις εκλογές του 2015.
Πάνω από 20 χρόνια ήταν σταθερό το ραντεβού του με τους αναγνώστες του κυριακάτικου Ριζοσπάστη. Μέσα από τη στήλη του “Το απόλυτο ρόδο” επιδίωκε να έχει τακτική, ουσιαστική επαφή με τους ανθρώπους που «καίγονται πραγματικά». «Αυτός είναι ο λόγος που γράφω στην εφημερίδα», είχε αναφέρει κάποτε. Άλλωστε, χαρακτήριζε καθοριστική στη ζωή του την παρουσία του στην εφημερίδα.
O Γιώργος Κακουλίδης γεννήθηκε το 1956. Ήταν ο τρίτος, στη σειρά, καλλιτέχνης που βγάζει η γενιά του. Ο παππούς του, ο Γιώργος ήταν γλύπτης και ήρθε στην Καισαριανή από την Κερασούντα του Πόντου το 1910. Ο πατέρας του, Δημήτρης, ζωγράφος με σπουδαίο έργο γεννήθηκε το 1931, όταν ο συνοικισμός της Καισαριανής είχε αρχίσει να αναπτύσσεται από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Η Καισαριανή, η πόλη που μεγάλωσε, τον σημαδεύει. Πάντα, επέστρεφε σε αυτή. Άλλωστε, σε αυτή τη γειτονιά χρωστά το “είναι” του. «Πάντοτε στα δύσκολα ακούω τον ψίθυρο των Διακοσίων του Σκοπευτηρίου, που μου λένε πως ό,τι κάνουμε το κάνουμε για λόγους “ορθοστασίας” ενάντια στην άβυσσο που μας περιβάλλει», αναφέρει στον “Ριζοσπάστη”. «Το σπίτι μου ήταν κοντά στο Σκοπευτήριο. Εκεί γεννήθηκε ο ήρωας μου. Το όνομα του είναι Ναπολέων Σουκατζίδης… Ο άνθρωπος αυτός είναι κομμάτι της Καισαριανής και είναι ο μόνος ήρωας που αγάπησα. Αλλοι στη γενιά μου μπορεί να είχαν ήρωα έναν κινηματογραφικό αστέρα, έναν ποδοσφαιριστή. Εγώ ποτέ δεν σήκωσα τα μάτια μου από τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Χάρις σε αυτή τη γειτονιά που θα προσκυνώ πάντα, σχημάτισα έναν άνθρωπο», θα αναφέρει σε άλλη του συνέντευξη.
Σε ηλικία 9 ετών μετακόμισε με τον πατέρα του στο Κολωνάκι, όταν σκοτώθηκε η μητέρα του. Αυτά τα τόσα ευαίσθητα και καθοριστικά για την πορεία του ποιητή καθορίζονται από τις συναναστροφές με τους μεγάλους λογοτέχνες που σύχναζαν στο ατελιέ του πατέρα του. «Ηταν η underground πλευρά της λογοτεχνίας τότε: ο Κώστας Ταχτσής, ο Αλέξης Ακριθάκης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Νίκος Καρούζος». Αυτός μικρός, ανάμεσα σε τόσο σημαντικά πρόσωπα, ρούφαγε τα πάντα. Επιζητούσε να φτιάξει τον δικό του τρόπο, να αφήσει το δικό του ίχνος.
Περνά πολλές ώρες στο ατελιέ του πατέρα του. Η φυσιογνωμία, η συμπεριφορά, οι αρχές του πατέρα του τον επηρεάζουν βαθιά. «Ο πατέρας μου μου έμαθε σχέδιο. Από εκεί και πέρα μου ήταν εύκολο να συνεχίσω. Μόνος μου έμαθα πώς να πλάθω τα χρώματα. Τη συνέχεια θα τη μάθεις εσύ, μου είχε πει ο πατέρας μου».
Έφηβος αποφασίζει να μπαρκάρει σε καράβι. Ο πατέρας του, στην αρχή, αρνείται. Ο νεαρός Γιώργος δεν το βάζει κάτω. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αντιγράψει την υπογραφή του πατέρα του για κάτι χαρτιά που ήταν απαραίτητα για το μπάρκο. «Προσπαθούσα να την αντιγράψω από τα λάδια που ήταν πιο εμφανή τα γράμματα. Στην αστυνομία μου έλεγαν: “Γιατί δεν φέρνεις τον πατέρα σου να υπογράψει;”». Προσπάθησε να βάλει σαν μέσο και τον Τσαρούχη, για να πειστεί ο πατέρας του. «Παίρνει τηλέφωνο τον πατέρα μου και του λέει: “Αστον να φύγει και σε δύο μήνες θα είναι πίσω. Είναι βαριά η δουλειά”. Γύρισα μετά από 2,5 χρόνια».
Επιστρέφοντας συνδέθηκε με την underground σκηνή των Εξαρχείων. Κάνει παρέα με τον Μίλτο Σαχτούρη. Εμφανίζεται στη λογοτεχνία το 1979 με την ποιητική συλλογή “Λίμπερτυ” (αναφορά στα ταξίδια του στη θάλασσα), από τις εκδόσεις “Κείμενα του Φίλιππου Βλάχου”. Από τότε δε σταματά να δημιουργεί και να γράφει. Από τη “μαθητεία” πλάι στον Καρούζο είχε μάθει να μη βιάζεται. Εμαθε, όταν “εμφανίζεται” το ποίημα, «να περιμένω να με κατοικήσει. Και όταν με κατοικήσει να διευρύνω τους χρόνους του, όσο μπορώ να ζω εκεί μέσα και μετά να το αποτυπώνω σε ένα χαρτί».
Καθοριστική ήταν και η «συνάντησή» του με τον Κωστή Μοσκώφ. Παλιός γνώριμος κι αυτός από το ατελιέ και τις εκθέσεις του πατέρα του. Γνωρίστηκαν ουσιαστικά, όταν ο Μοσκώφ ανέλαβε μορφωτικός ακόλουθος στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Ηταν εκείνος που δημιούργησε τα «Καβάφεια» και τον κάλεσε κοντά του ως συνεργάτη.
Από το 1979 που εμφανίστηκε στην ελληνική λογοτεχνία με την ποιητική συλλογή «Λίμπερτυ», έχει εκδώσει 15 ακόμα ποιητικές συλλογές, 7 πεζογραφήματα, 2 θεατρικά, και 2 μαρτυρίες, «Η μαύρη κούρσα του κυρίου Καρούζου» και «Το απόλυτο ρόδο (κείμενα πολιτικής και κοινωνικής καθημερινότητας)». Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από συνθέτες μας, όπως ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Νίκος Κυπουργός, Τάσος Μελετόπουλος, Στάμος Σέμσης κα. Παράλληλα, ασχολούταν και με τη ζωγραφική πραγματοποιώντας ατομικές εκθέσεις. Αλλωστε, για εκείνον η ζωγραφική ήταν ένα άλλο είδος που αντί για λέξεις επέλεγε τα χρώματα…
Ο αποχαιρετισμός του ΚΚΕ
Το ΚΚΕ αποχαιρετά με μεγάλη θλίψη τον ποιητή και ζωγράφο Γιώργο Κακουλίδη, με εκτενή ανακοίνωσή του Γραφείο Τύπου της ΚΕ:
«Εγγονός γλύπτη και γιος του σπουδαίου ζωγράφου Δημήτρη Κακουλίδη, ο Γιώργος Κακουλίδης επηρεάστηκε βαθιά από τη φυσιογνωμία, τη συμπεριφορά και τις αρχές του πατέρα του στο ατελιέ του οποίου συναντιόταν διανοούμενοι, όπως ο Μ. Κατσαρός, ο Ν. Καρούζος και ο ζωγράφος Α. Ακριθάκης, ενώ στην πορεία ο ίδιος συνδέθηκε στενά με τον Κ. Μοσκώφ και τον Μ. Σαχτούρη. Παρά τη σχέση του με σπουδαίους δημιουργούς βρήκε τον δικό του ιδιαίτερο δρόμο στην τέχνη τόσο στην ποίηση, όσο και στη ζωγραφική την οποία χαρακτήριζε “ποίηση με χρώματα”.
Υπήρξε “Γιός της Καισαριανής”, “συνομιλούσε” κάθε βράδυ στους δρόμους της με τους “ανώνυμους αγίους” του χθες και του σήμερα, εκείνους που έδωσαν και δίνουν το «παρών» στους μεγάλους αγώνες και στον καθημερινό μόχθο.
Όπως είχε πει ο ίδιος: “Χρωστάω το είναι μου και ό, τι έχω κάνει στη γειτονιά που μεγάλωσα. Είναι ιστορικός τόπος. Το σπίτι μου ήταν κοντά στο Σκοπευτήριο. Εκεί γεννήθηκε ο ήρωάς μου. Το όνομά του είναι Ναπολέων Σουκατζίδης”.
Αυτές τις “συνομιλίες”, τα όσα ειπώθηκαν και τα όσα δεν έχουν ακόμα ειπωθεί αποτύπωνε, σαν σκληρά διαμάντια, στα γραπτά του και στον λόγο του ο Γιώργος Κακουλίδης, αποκαλύπτοντας την άγρια ομορφιά και άκρα ευαισθησία και ευγένεια των ταπεινών.
Ο Γιώργος Κακουλίδης ασκούσε σκληρή κριτική στους εχθρούς του ανθρώπου, της ανθρωπότητας, στους εχθρούς του δίκιου του εργάτη, στους δολοφόνους των ψυχών, στους συμβιβασμένους συνοδοιπόρους του κάθε εφιάλτη.
Ταυτίστηκε με την αγωνία του λαού, τους αγώνες της εργατικής τάξης, τον προλεταριακό διεθνισμό, την προοπτική για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Το 1994 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από συνθέτες μας, όπως ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Νίκος Κυπουργός, ο Τάσος Μελετόπουλος, Στάμος Σέμσης κ.ά.
Συμπορεύθηκε με το ΚΚΕ και ως υποψήφιος βουλευτής και ευρωβουλευτής του Κόμματος υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων, “Γιατί πάντοτε στα δύσκολα ακούω τον ψίθυρο των Διακοσίων του Σκοπευτηρίου, που μου λένε πως ό,τι κάνουμε το κάνουμε για λόγους «ορθοστασίας» ενάντια στην άβυσσο που μας περιβάλλει. Και τέλος, για το στοίχημα που επέβαλαν οι κομμουνιστές του «εμείς», μακριά από το «εγώ», που βλέπω με άγρια χαρά να συνεχίζεται στις μέρες μας”.
Επί χρόνια αρθρογραφούσε στον “Ριζοσπάστη” μέσα από τη στήλη “Απόλυτο Ρόδο”, που τη χαρακτήρισε καθοριστική στη ζωή του.
Η θέλησή του για συνεχή προσφορά στο ΚΚΕ και στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ παρέμεινε αμείωτη ως το τέλος. Διετέλεσε μέλος της Κριτικής Επιτροπής του Διαγωνισμού Λογοτεχνίας για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ
Το ΚΚΕ εκφράζει τα θερμά του συλλυπητήρια στη σύντροφό του Λητώ και σε όλους τους οικείους του»