Life Περιβάλλον

Ορειβατική ομάδα Βέροιας “Τοτός” – Βέρμιο: Από το “Μονοπάτι της Αγάπης στη ρεματιά των… λύκων”

————-

«Δεν αναχαιτίζονται οι διαθέσεις των λύκων με τα βελάσματα των προβάτων, αλλά μόνο με τους βρυχηθμούς των λιονταριών!» (Dimitris Maragoulias)

Περιγραφή – φωτογραφίες:  Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Απρίλης. Με ξύπνησαν τα κοκόρια, που ακούγονταν να λαλούν από μακριά «καλωσορίζοντας» άλλη μία καινούργια μέρα που ξημέρωνε.

Ξεκινούσε η πρώτη Κυριακή του μήνα της δροσιάς και των λουλουδιών.

Στο ημερολόγιο έγραφε 04-04-2021.

Έριξα, από συνήθεια, μια ματιά προς το παράθυρο. Έξω το απόλυτο, ακόμη, σκοτάδι.

Δεν καθυστέρησα να εγκαταλείψω τη ζεστασιά του κρεβατιού, γιατί με περίμενε η ποθητή φυγή μου από την κλεισούρα που μάς «είχε» επιβάλλει ο παλιο-κορωνοϊός με το όνομα Covid-19.

Το άκουσμα της είδησης, των προηγουμένων ημερών, για την χαλάρωση των μέτρων κατά της διασποράς της πανδημίας και η απόφαση της μερικής άρσης της απαγόρευσης μετακινήσεων από δήμο σε δήμο μάς χαροποίησε όλους.

Έτσι, ξεκινούσα την καινούργια μέρα με θετική διάθεση.

Η διάθεσή μου αυτή γιγαντωνόταν ακόμη περισσότερο στη σκέψη της απόδρασής μου στη φύση, καθώς και εκείνη της νέας εμπειρίας που θα βίωνα σε όλη τη διάρκεια της δράσης μου στον ορεινό όγκο του νομού.

Με τη «δημιουργία» εικόνων στο μυαλό μου και τη φαντασία να έχει αρχίσει να οργιάζει, ξεκίνησα να ετοιμάζομαι για το ταξίδι μου στη μαγευτική φύση.

Ένα ταξίδι που θα μου έδινε την ευκαιρία να εξερευνήσω, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της Ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», κι άλλες κρυμμένες ομορφιές που «φωλιάζουν» στον ορεινό όγκο του Βερμίου.

Στο βουνό δηλαδή που ορθώνεται επιβλητικά, δείχνοντας το γιγάντιο ανάστημά του, πάνω από την πόλη της Βέροιας (φωτ. 1).

Οι δείκτες του ρολογιού «τρέχανε», τα λεπτά της ώρας κυλούσαν.

Άρχισε να χαράζει.

Πλησίασα στο παράθυρο.

Η εικόνα που αντίκρισα, κοιτάζοντας πέρα στον ορίζοντα, με έκανε να αισθανθώ ακόμη πιο όμορφα στη σκέψη ότι μού δόθηκε, γι άλλη μια φορά απλόχερα, αυτή τη δυνατότητα.

Είδα τον ήλιο που ξεκινούσε την ανοδική πορεία του χρωματίζοντας με τα απερίγραπτα χρώματά του τον ουρανό πάνω από τον ορεινό όγκο του «Χορτιάτη», που άρχιζε να ξεχωρίζει πέρα στο βάθος (φωτ. 2).

Η θέα του αυτή με έκανε να αισθανθώ επίσης και την ανυπόμονη όρεξη να κάνω τη μέρα «δική μου» και να «χρωματίσω» την κάθε στιγμή της με τα χρώματα των «θέλω μου», απελευθερώνοντας όλα εκείνα που ήταν «φυλακισμένα» μέσα μου όλο αυτό το διάστημα της άχαρης καραντίνας.

Ετοιμάστηκε και η Μαρία, με χαρούμενη διάθεση και ορεξάτη να βιώσει την πρωτόγνωρη γι αυτήν εμπειρία σε μια περιοχή που θα την ορειβατούσε για πρώτη φορά.

Κόντευε η ώρα του καθορισμένου ραντεβού μας με τους υπόλοιπους συνοδοιπόρους.

Τελευταία ματιά στα σακίδια. Όλα ήταν τακτοποιημένα και στις θέσεις τους.

Μόλις το ρολόι έδειξε 08.00΄ π.μ., τα φορτωθήκαμε και ξεκινήσαμε.

Βγαίνοντας από το σπίτι, ωπ;;!! Βρεθήκαμε μπροστά σε ένα βρεγμένο σκηνικό.

«Τι έγινε βρε παιδιά;;!! Πέρα ήλιος και εδώ ψιλόβροχο;;!!», ψιθύρισα.    

Ο ουρανός πάνω από την πόλη με λιγοστά σύννεφα που, όμως, ήταν αρκετά να ρίξουν τις σταλίτσες τους στο γύρω τοπίο.

Δεν πτοηθήκαμε.

Θυμηθήκαμε τη λαϊκή παροιμία: «του Απρίλη η βροχή, κάθε στάλα και φλουρί.» και προχωρήσαμε.

Αφήσαμε πίσω μας την πρωινή ησυχία της πόλης και πήραμε το δρόμο της φυγής μας στη Φύση, εκεί που θα ήμασταν ελεύθεροι πλέον να ξεδιπλώσουμε όλες τις ανησυχίες μας για δράση και να ανακαλύψουμε κι άλλες από τις κρυμμένες ικανότητές μας.

Βγαίνοντας οδικώς από τη Βέροια πήραμε τον ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς το Χιονοδρομικό του Σελίου.

Προορισμός μας ήταν το ορεινό χωριό Κουμαριά.

Εκεί είχαμε αποφασίσει, σαν ομάδα, να συναντηθούμε και από το χωριό να ξεκινήσουμε όλοι μαζί την κυριακάτικη ορειβατική μας δραστηριότητα, που μέρες πριν είχαμε σχεδιάσει και προγραμματίσει.

Η προγραμματισμένη αυτή δραστηριότητά μας προέβλεπε την «Ανηφορική διάσχιση της ρεματιάς με το τοπωνύμιο ‘‘Λυκόρεμα’’» (φωτ. 3).

Καθ’ οδόν οι στάλες άρχιζαν να αραιώνουν, μέχρι που η βροχούλα σταμάτησε τελείως.

Χρειαστήκαμε 13 μόλις  χιλιόμετρα οδικής διαδρομής για να φτάσουμε στα 780 μέτρα υψόμετρο και να αντικρίσουμε μπροστά μας το χτισμένο στους ανατολικούς πρόποδες του Βερμίου χωριό Κουμαριά (φωτ. 4).

Μπήκαμε στο γραφικό ορεινό οικισμό του Δήμου Βέροιας και πήραμε τον ανηφορικό κεντρικό του δρόμο.

Φτάσαμε στην όμορφα διαμορφωμένη πετρόχτιστη πλατεία, με το ψηλόκορμο δένδρο στη μέση, και την προσπεράσαμε ανηφορίζοντας.

Στον τελευταίο ασφάλτινο δρόμο του χωριού, που βρίσκεται πίσω ακριβώς από το παραδοσιακό κατάλυμα «Αρχοντικό Αθηνά» σταθμεύσαμε το αυτοκίνητό μας και περιμέναμε τους υπόλοιπους της ομάδας.

Οι συνοδοιπόροι μας δεν άργησαν να φανούν. Ήταν όλοι τους συνεπείς στο ραντεβού μας.

Η χαρά μας που ξανανταμώσαμε όλοι μαζί μετά από μήνες ήταν απερίγραπτη.

Τα πειράγματα, τα καλαμπούρια, τα γέλια, διέκοπταν την πρωϊνή ησυχία του χωριού

Στα 835 μέτρα υψόμετρο αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την ορειβατική μας δραστηριότητα της μέρας.

Στον ουρανό έκανε την εμφάνισή του, μέσα από τα λιγοστά αραιά σύννεφα, ο ζωοδότης ήλιος και φωτίζοντας τα πάντα στην γύρω περιοχή ζέστανε κάπως την ατμόσφαιρα του υψόμετρου.

Αφού ετοιμαστήκαμε, φορτωθήκαμε τα σακίδια και ήμασταν έτοιμοι να βιώσουμε μία ακόμη καινούργια εμπειρία στη ρεματιά που βρίσκεται στον τόπο των…λύκων.

Ο Θανάσης ενεργοποίησε το GPS για να καταγράψει όλη τη διαδρομή μας.

«Οπλίσαμε» τις φωτογραφικές μηχανές για να βρίσκονται σε ετοιμότητα να «αιχμαλωτίσουν» τις εικόνες που θα αντικρίζαμε και τις στιγμές που θα βιώναμε σε όλη τη διάρκεια της πορείας μας.

Συντονίσαμε τους ασυρμάτους μας για κάθε ενδεχόμενο και με το σύνθημα του 80+ ετών αρχηγού μας, του Τοτού, ξεκινήσαμε.

Προχωρήσαμε με κατεύθυνση προς το εξωκλήσι του Αγ. Γεωργίου, που είναι κτισμένο σε ένα πλάτωμα μετά τα κοιμητήρια του χωριού (φωτ. 5).

Απομακρυνθήκαμε 30 μόλις μέτρα από τα αυτοκίνητα και στρίψαμε αριστερά.

Κατευθυνθήκαμε προς τον χωμάτινο δρόμο που περνούσε λίγο πιο πάνω και παράλληλα με τον ασφάλτινο που σταθμεύσαμε τα αυτοκίνητά μας. Ο δρόμος αυτός οδηγούσε προς την κορυφογραμμή.

Φτάνοντας, τον ακολουθήσαμε με κατεύθυνση προς τα πάνω.

Προσπεράσαμε το Υδραγωγείο του χωριού, ένα μικρό τσιμεντένιο οικίσκο που είναι κτισμένο στα αριστερά του χωματόδρομου, και συνεχίσαμε την ανοδική πορεία μας (φωτ. 6).

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από το Υδραγωγείο και στο πρώτο μονοπάτι που συναντήσαμε, στα δεξιά μας, το ακολουθήσαμε βγαίνοντας από το χωμάτινο δρόμο.

Το μονοπάτι βατό, καθαρό, όμορφο.

Από ένα σημείο της διαδρομής φάνηκε, στα δεξιά μας χαμηλά, ο ασφάλτινος δρόμος που τερμάτιζε στο πλάτωμα με το εξωκλήσι του Αγ. Γιώργη και περνούσε πάνω από τη μεταλλική ποτίστρα για ζώα ( φωτ. 7, 8, 9).

Η μέρα ηλιόλουστη, χαρά Θεού, μετά το ψιλόβροχο που προηγήθηκε.

Προχωρούσαμε με χαρούμενη διάθεση απολαμβάνοντας την ομορφιά του γύρω τοπίου, που ακόμη έδειχνε φθινοπωρινό (φωτ. 10).

Τα γυμνά από φύλλωμα κλαδιά δένδρων και τα πεσμένα χρυσοκαφετί φύλλα, που κάλυπταν το μονοπάτι και ολόκληρη την πλαγιά, συνέθεταν το φθινοπωρινό σκηνικό που αντικρίζαμε στο πέρασμά μας (φωτ. 11, 12)

Μετά από 40 λεπτη περίπου ανηφορική πορεία μπήκαμε στο «Μονοπάτι της Αγάπης».

Ήταν ανθοστόλιστο και μας «καλωσόριζε» με χρώματα και αρώματα της εποχής.

Από δω οι πρίμουλες με κίτρινα ανθάκια και από κει οι ανθισμένοι κρόκοι.

Οι αμέτρητες επίσης ολόλευκες καμπανούλες, που είχαν ξεπεταχτεί μέσα από τα καφετί πεσμένα φύλλα, και οι σκόρπιοι παντού πολύχρωμοι άγριοι πανσέδες…χρωμάτιζαν το όλο γύρω φθινοπωρινό τοπίο (φωτ. 13).

Το «Μονοπάτι της Αγάπης» ευδιάκριτο, βατό, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία στο πέρασμά του και ευχάριστο.  Είναι ένα κομμάτι, ό,τι πρέπει, για μια χαλαρή πεζοπορία (φωτ. 14, 15).

Δεν αργήσαμε να συναντήσουμε τη μικρή τσιμεντένια δεξαμενή νερού.

Στο σημείο εκείνο κάναμε μία ολιγόλεπτη στάση για ανάσα και για να ξεδιψάσουμε.

Αναμνηστικές φωτογραφίες και αφού συμπληρώσαμε τα παγούρια μας με δροσερό νεράκι, ξεκινήσαμε για το πιο απαιτητικό κομμάτι της προγραμματισμένης μας διαδρομής (φωτ. 16).

Να την και την σαλαμάνδρα (Salamandra salamandra)!!!

«Αλεξάνδρα, σαλαμάνδρα, τι κακό είναι αυτό;;!!

 Γιατί πηγαίνεις μ’ άλλον άντρα, παλιοκόριτσο;;!!» (στίχοι τραγουδιού)

Το αμφίβιο, με τις χαρακτηριστικές κίτρινες κηλίδες πάνω στο ολόμαυρο γυαλιστερό δέρμα του, ξεπρόβαλλε τρομαγμένο μέσα από ένα πεσμένο κλαδί και προχωρούσε αργά-αργά πάνω στα καφετί χρωματισμού πεσμένα φύλλα λες και ήταν μοντέλο για φωτογράφιση (φωτ. 17).

Προχωρήσαμε.

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τη μικρή δεξαμενή και συναντήσαμε ένα άλλο μονοπάτι, στα δεξιά μας, που οδηγούσε στην άνυδρη κοίτη της ρεματιάς των..λύκων.

Το ακολουθήσαμε και κατηφορίζοντας την βλέπαμε να αρχίζει να ξεχωρίζει μέσα από τα πυκνά δένδρα της πλαγιάς (φωτ. 18, 19).

Μπήκαμε στο «Λυκόρεμα» και αρχίσαμε να την ανηφορίζουμε.

Η χωρίς νερό κοίτη ήταν «στρωμένη» με σκόρπιους γκριζωπούς βράχινους όγκους διάφορων μεγεθών και σχημάτων που, στην αρχή, δεν μάς δυσκόλευαν ιδιαίτερα στο πέρασμά μας (φωτ. 20, 21, 22, 23).

Όσο ανεβαίναμε όμως υψομετρικά, τόσο τα πράγματα άρχιζαν να δυσκολεύουν.

Το σκηνικό εδώ διαφορετικό.

Το τοπίο βήμα με βήμα άλλαζε αισθητά και δεν έμοιαζε σε τίποτα με εκείνο που είχαμε περάσει νωρίτερα.

Η γεωμορφολογία, οι βραχώδεις πλαγιές, η πολυποικιλία της βλάστησης, κάνανε τη διαφορά.

Τα εμπόδια που συναντούσαμε πολλά και η πρόκληση να τα περάσουμε μεγάλη.

Ένα τοπίο με τα παραπάνω χαρακτηριστικά απαιτεί τη δική του ξεχωριστή και ιδιαίτερη διαχείριση.

Η αναζήτηση περασμάτων επιστρατεύει την εμπειρία και δεν επιτρέπει την χαλάρωση.

Εκεί, αναγκαστικά πρέπει να έχεις το σώμα και το μυαλό σου σε συνεχή εγρήγορση.

Εμείς, συνεχίζαμε απτόητοι αντιμετωπίζοντας όλες τις παραπάνω προκλήσεις.

Τα βήματά μας αργά, προσεκτικά και οι ανάσες μας βαθιές.

Μπροστά ο 80+ Τοτός, ο αρχηγός μας. Πίσω του το….GPS, ο Θανάσης. Κοντά του ο Ηλίας.

Κάπου στη μέση οι νεότεροι, Γιώργος-Δήμος-Δημήτρης, που βοηθούσαν στα δύσκολα περάσματα.

Ακολουθούσα εγώ, ο «δημοσιογράφος» της ομάδας, με τις ψηφιακές σε ετοιμότητα να «αιχμαλωτίσουν» την κάθε στιγμή που βιώναμε.

Πίσω μου η Μαρία, η μοναδική γυναίκα της κυριακάτικής εξόρμησης.

Και τελευταίος ο Ηρακλής, η «σκούπα».

Η θέση του τελευταίου είναι υπεύθυνη, γιατί είναι το «μάτι» των όσων συμβαίνουν στο τέλος μιας πολυάριθμης ομάδας και είναι αυτός που ενημερώνει τους προπορευόμενους εάν φυσικά χρειαστεί (φωτ. από 24 έως και 29).

Συνεχίζαμε να ανεβαίνουμε υψομετρικά.

Σε κάθε μας βήμα προς τα πάνω αντικρίζαμε και κάτι το διαφορετικό.

Για μάς, που το είχαμε ξανακάνει στις 07-02-2021, ήταν η ευκαιρία για σύγκριση με εκείνη της προηγούμενης φοράς.

Σε εκείνους, όμως, που το επισκέπτονταν για πρώτη φορά δινόταν η δυνατότητα να βιώσουν μία πρωτόγνωρη εμπειρία, να εξερευνήσουν το άγνωστο, να γνωρίσουν από κοντά τα σημεία που επιλέγει ο λύκος να περάσει κ.α.

Η ρεματιά άρχιζε να στενεύει.

Στο κομμάτι εκείνο μάς φάνηκε ότι άρχιζε να…σκοτεινιάζει;;!!

Από τη μια οι πανύψηλοι κάθετοι βράχοι και από την άλλη η λασπώδης πλαγιά με πολύ μεγάλη κλίση, που σχεδόν ενώνονταν μεταξύ τους μειώνοντας κατά πολύ το φως της μέρας.

Το όλο σκηνικό άρχιζε να μάς θυμίζει σκηνές από ταινίες τρόμου.

Το κάνανε ακόμη πιο τρομακτικό: το σκουρόχρωμο των απότομων βράχων, τα βρύα που κάλυπταν τα υγρά πετρώματα, το άγριο του τοπίου που κυριαρχούσε στο κομμάτι εκείνο που ανηφορίζαμε και η…εκκωφαντική σιωπή του δάσους.

Τα συναισθήματα στο αντίκρισμά του ανάμεικτα.

Η αίσθηση του υγρού, του ψυχρού, της κλεισούρας, του μυστηρίου και ότι κάποια μάτια κρυμμένου αγριμιού  παρακολουθούσαν το πέρασμά μας, μάς προκαλούσαν ανατριχίλα ( φωτ. 30, 31, 32).

Έλλειπε η συνάντησή μας με κάποιον…λύκο, για να είχαμε έτσι μια ολοκληρωμένη σκηνή ταινίας τρόμου, στην οποία θα συμμετείχαμε και εμείς με την παρουσία μας.

Λύκος πουθενά, συναντήσαμε όμως κάποια ίχνη του (φωτ. 33).

Φτάσαμε στο πιο δύσκολο σημείο του «Λυκορέματος».

Μπροστά μας ένας απότομος βράχος ύψους πάνω από 5 μέτρα.

Από αριστερά και από δεξιά δεν υπήρχαν άλλα ομαλά περάσματα και έτσι έπρεπε να σκαρφαλώσουμε όλον εκείνον τον πέτρινο όγκο για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε την πορεία μας προς τα πάνω.

Το τολμήσαμε.

Ο αρχηγός μας με προσεκτικές κινήσεις, γαντζώνοντας τα δάκτυλά του σε σχισμές του βράχου και πατώντας σε μικροεσοχές, κατάφερε να τον ανέβει.

Ο Δήμος ακολούθησε άλλον τρόπο για να τον ανέβει. Σκαρφάλωσε περνώντας μέσα από ένα άνοιγμα του βράχου και φτάνοντας στο ψηλότερο σημείο του άπλωσε το σχοινί.

Ακολουθήσαμε οι υπόλοιποι χρησιμοποιώντας το σχοινί, που μάς διευκόλυνε αρκετά, και τα καταφέραμε αλληλοβοηθούμενοι μεταξύ μας (φωτ. από 34 έως και 38).

Όλα πήγαν καλά. Επιφωνήματα χαράς, της επιτυχίας του τολμήματος.

Καταφέραμε να ξεπεράσουμε το μεγαλύτερο και το πιο δύσκολο εμπόδιο της ρεματιάς.

Μπράβο στην ομάδα.

Μαζέψαμε το σχοινί, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδια και ξεκινήσαμε για τη συνέχεια της περιπέτειας (φωτ. 39).

Ανεβαίναμε.

Σε πολλά τμήματα της στενής ρεματιάς συναντούσαμε κομμάτια που απαιτούσαν αναρρίχηση για να ξεπεραστούν.

Εκεί γινόμασταν…αγριοκάτσικα. Τα εμπόδια τα σκαρφαλώναμε με τα τέσσερα (φωτ. από 40 έως και 50).

Συνεχίζαμε.

Κάποια στιγμή τη μυστηριώδη σιωπή του δάσους άρχισε να την διακόπτει ο γνώριμος ήχος τρεχούμενου νερού.

Δεν αργήσαμε να το δούμε να ρέει γάργαρο περνώντας μέσα από τις αυλακώσεις που σχηματίστηκαν με τον καιρό πάνω στους βράχους της κοίτης από την ορμητική  ροή του και να…εξαφανίζεται !!

Το «ρουφούσε» το πετρώδες έδαφος για να γεμίσουν οι υπόγειες δεξαμενές του ορεινού όγκου.

Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν το συναντούσαμε στα χαμηλότερα επίπεδα που περάσαμε ανηφορίζοντας (φωτ. 51).

Η πορεία μας, πλέον, δίπλα στο τρεχούμενο νεράκι.

Όσο ανεβαίναμε, τόσο το στένωμα της ρεματιάς διευρυνόταν σε πλάτος και το «Λυκόρεμα» βήμα-βήμα άνοιγε. Άρχιζε δηλαδή να ομαλοποιείται όσο εμείς κοντεύαμε προς την έξοδο του από στο ψηλότερο σημείο του (φωτ. 52, 53).

Η ανηφορική πορεία στο κομμάτι αυτό χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες και χωρίς τα πολύ απαιτητικά περάσματα.

Μέσα από τα γυμνά κλαδιά των δένδρων καταφέραμε να διακρίνουμε ένα τμήμα της κορυφής «Αρσούμπασι» (φωτ. 54).

Μετά από 2,5 ώρες μέσα στη ρεματιά των λύκων αποφασίσαμε να την εγκαταλείψουμε και να αρχίσουμε να ανηφορίζουμε την πλαγιά, στα δεξιά μας, με σκοπό να συναντήσουμε τον ορεινό δρόμο και ακολουθώντας τον να βρεθούμε στην τσιμεντένια δεξαμενή, που είναι κτισμένη στη βάση ενός γιγάντιου βράχου.

Η πλαγιά αυτή είχε μεγάλη κλίση και στο ανέβασμά της απαιτούσε πολλή κουράγιο και γερά πόδια.

Η προσπάθειά μας γινόταν ακόμη πιο απαιτητική λόγω της παρουσίας της πυκνής φτέρης, καθώς και των πυκνά φυτρωμένων κέδρων, που δυσκόλευαν κατά πολύ τα περάσματά μας.

Βγαίνοντας τελείως από τη ρεματιά φάνηκε καθαρά η κορυφή «Αρσούμπασι» (υψ. 1.874 μ.) [φωτ. 55].

Δεν αργήσαμε να συναντήσουμε το χωμάτινο δρόμο που στα δεξιά του οδηγούσε στο ορεινό χωριό Σέλι και στα αριστερά του στη δεξαμενή.

Εμείς ακολουθήσαμε την κατεύθυνση προς την τσιμεντένια δεξαμενή.

Άρχισε να φυσάει.

Στον ουρανό τα σύννεφα με τα παιχνιδάκια τους. Πήγαιναν-έρχονταν, αραίωναν-πύκνωναν.

Φορέσαμε τα φούτερ μας.

Χρειαστήκαμε 4 ώρες ανηφορικής πορείας για να βρεθούμε από το χωριό στα 1.500 και κάτι μέτρα υψόμετρο, στη θέση δηλαδή με τον γιγάντιο κάθετο βράχο στα δεξιά μας και τη μεγάλη τσιμεντένια δεξαμενή στη βάση του.

Εκεί, δίπλα στο τρεχούμενο νερό, αποφασίσαμε να ξεκουραστούμε και να κολατσίσουμε (φωτ. 56, 57).

Από τη θέση που βρισκόμασταν και απολαμβάναμε το…κυριακάτικο τραπέζι… μας βλέπαμε την απέναντι κορυφογραμμή με τις κορυφές: «1.731», «Μπάρα», «5 Πύργοι». Κοιτάζοντας χαμηλά βλέπαμε ένα τμήμα της ρεματιάς που διασχίσαμε νωρίτερα (φωτ. 58).

Η ξεκούρασή μας διάρκειας μισής μόλις ώρας. Τα 30 αυτά λεπτά ήταν όμως αρκετά για να ξεκουραστούμε, να χαρούμε τη θέα και να «γεμίσουμε» τις μπαταρίες μας για τη συνέχεια.

Συμμαζέψαμε τα πράγματά μας ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδια και με το νεύμα του αρχηγού ξεκινήσαμε.

Πήραμε το χωμάτινο δρόμο με κατεύθυνση προς το χωριό Σέλι.

Η πορεία μας χαλαρή, κατηφορική. Ο δρόμος με πολλά στροφηλίκια.

Συναντήσαμε το μονοπάτι, στα δεξιά μας, που οδηγούσε στην «Τρύπα του Μιχάλη». Ένα βαθούλωμα, με κρυμμένα μυστικά, που κανείς δεν κατάφερε ακόμη να το εξερευνήσει.

Στο σημείο εκείνο υπάρχει μία μεταλλική πινακίδα, καρφωμένη στο κορμό ενός δένδρου, που έχει χαραγμένο πάνω της το τοπωνύμιο και ένα βέλος να δείχνει την κατεύθυνση

Το μονοπάτι αυτό το προσπεράσαμε και συνεχίσαμε προς τα κάτω.

Δεν προχωρήσαμε πάνω από τα 500 μέτρα και συναντήσαμε ένα άλλο, στα δεξιά μας, που το είχαν δημιουργήσει υλοτόμοι και στη συνέχεια οι λάτρεις των enduro με τις ροδιές των δίκυκλων μηχανών τους.

Το ακολουθήσαμε.

Βρεθήκαμε μέσα σε δάσος οξιάς και πατούσαμε πάνω σε…χαλί…από χρυσοκαφετί πεσμένα φύλλα δένδρων.

Περάσαμε από σημεία που οι endurάδες τα «βάφτισαν» με το τοπωνύμιο: «Κρεμμύδια».

Ήταν τμήματα της περιοχής που τα χιλιάδες ποώδη πλατύφυλλα φυτά τα κάνουν να ξεχωρίζουν, σαν μικρές νησίδες στο χρυσοκαφετί φθινοπωρινό τοπίο, με το καταπράσινο φύλλωμα τους που διακρίνεται από μακριά.

Εάν τα δει κανείς από απόσταση θα νομίσει ότι πρόκειται για τα μιγκέ που βγάζουν ολόλευκες καμπανούλες και τα προτιμούν οι νύφες (λουλούδια της νύφης).

Κι όμως δεν είναι. Εάν κόψει κάποιος ένα από αυτά και το μυρίσει θα διαπιστώσει ότι έχει τη μυρωδιά σκόρδου!! (φωτ. 59, 60, 61).

Δεν λέω ψέματα, εξ’ άλλου δεν είχαμε Πρωταπριλιά, και ούτε έχω σκοπό να γίνω…μακρομύτης…μοιάζοντας με «αυτόν» της φωτογραφίας (φωτ. 62).

Κάποια στιγμή φάνηκε ένα τμήμα του ασφαλτόδρομου που ανηφόριζε για το Σέλι και το Χιονοδρομικό του.

Κοντεύαμε στην Κουμαριά.

Πριν μπούμε στο χωματόδρομο με κατεύθυνση προς το ορεινό χωριό προσπεράσαμε μία τσιμεντένια ποτίστρα ζώων.

Η διαδρομή πάνω στον χωμάτινο δρόμο αρκετούτσικη.

Φτάσαμε στο χωριό.

Χρειαστήκαμε 3 ώρες και 20 λεπτά κατηφορικής πορείας για να βρεθούμε στα αυτοκίνητά μας.

Στο σημείο εκείνο έφτασε στο τέλος της άλλη μία κυριακάτικη δραστηριότητά μας στο βουνό.

Μία δραστηριότητα που τα είχε όλα: εξερεύνηση και γνωριμία με το άγνωστο (για εκείνους που είχαν έρθει για πρώτη φορά στο «Λυκόρεμα»), περάσματα από δύσκολα σημεία, σκαρφαλώματα, ανάδειξη και άλλων κρυφών ικανοτήτων του καθένα μας κ.α.

Άξιζε τον κόπο. Τα καταφέραμε.

Άλλη μία εμπειρία προστέθηκε στο «ορειβατικό μας βιογραφικό».

Το κατόρθωμά μας αυτό θα το καταγράψουμε στο «Ημερολόγιο των δραστηριοτήτων της ορειβατικής ομάδας Βέροιας ‘‘Τοτός’’».

Ετοιμαστήκαμε.

Μπήκαμε στα αυτοκίνητά μας και ξεκινήσαμε για την οδική επιστροφή στα σπίτια μας.

«Κατόρθωμα στη ζωή σου δεν είναι μόνο τι πέτυχες…αλλά, και τι ξεπέρασες για να το πετύχεις.» (Άγνωστος)

Απολογισμός :

Διαδρομή:   Ορεινό χωριό Κουμαριά (υψ. 835 μ.) – «Μονοπάτι της Αγάπης» – «Λυκόρεμα» –

δεξαμενή στα 1.500 μέτρα υψόμετρο – επιστροφή από άλλη διαδρομή

Υψομετρική  διαφορά : 800 μέτρα  (με ανεβοκατεβάσματα, GPS)

Απόσταση : 20 χλμ.  (GPS)

Χρόνος :      7 ώρες και 50 λεπτά (συνολικός χρόνος)

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας