Η χρήση κάθε στοιχείου της φύσης, κάθε φυσικού πόρου, κάθε «πλουτοπαραγωγικού» πόρου, γίνεται με τρόπους που προσδιορίζονται από και εκφράζουν την εκάστοτε επικρατούσα «κοινωνική λογική», για να μιλήσουμε έτσι γενικά, αν και θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «τρόπο παραγωγής».
Η «κοινωνική λογική» δεν είναι τίποτα άλλο από τον γενικό αξιακό προσανατολισμό, με βάση τον οποίο οργανώνεται, παράγει και αναπαράγεται ένας κοινωνικός σχηματισμός. Φυσικά, στον ίδιο κοινωνικό σχηματισμό μπορεί να συνυπάρχουν περισσότερες της μιας και διαφορετικές μεταξύ τους «λογικές», αλλά συνήθως υπάρχει μία ηγεμονική, που καθορίζει και τον γενικό προσανατολισμό. Αυτή συνιστά το μηχανισμό διαμεσολάβησης ανάμεσα στην ανθρώπινη κοινωνία και τη φύση, δηλαδή υπαγορεύει τους όρους οικειοποίησής της.
Έτσι, στη δική μας σύγχρονη κοινωνία, όπου βασικό χαρακτηριστικό του προσανατολισμού της είναι η εμπορευματοποίηση, είναι πρόδηλο ότι αυτό το χαρακτηριστικό προεκτείνεται και εκφράζεται εξίσου κυρίαρχα και στη σχέση μας με το φυσικό μας περιβάλλον. Η επικράτηση των ανταλλακτικών αξιών σε βάρος των αξιών χρήσης, τόσο σε επίπεδο αγοράς όσο και σ’ αυτό της συλλογικής συνείδησης, καθορίζει πια τη συλλογική μας στάση και συμπεριφορά σε όλες τις εκφράσεις της και διαμορφώνει μια σχέση με το περιβάλλον, που όλοι την κρίνουμε προβληματική, καθώς η οικειοποίηση έχει γίνει ληστρική εκμετάλλευση και η «παραδοσιακή» ενότητα αντικαθίσταται από την αλλοτρίωση.
Ανάμεσα στα στοιχεία της φύσης, στους φυσικούς πόρους, κάποια είναι απαραίτητα για την επιβίωση του ανθρώπου, τη βιολογική του συνέχεια. Στη διαδικασία οικειοποίησης ακόμα και αυτών των βασικών φυσικών πόρων παρατηρείται ιστορικά μια εξέλιξη από συλλογικές σε ιδιωτικές μορφές χρήσης, με διαφοροποιήσεις βέβαια ανάλογα με το είδος του πόρου. Η γη, παραδείγματος χάριν, βασικό μέσο παραγωγής, τουλάχιστον στην καλλιεργήσιμη μορφή της, έχει περάσει σχεδόν ολοκληρωτικά στη σφαίρα της ατομικής ιδιοκτησίας. Οι θάλασσες, οι λίμνες, τα ποτάμια παραμένουν ακόμα στη συλλογική κυριαρχία των εθνών-κρατών.
Όσον αφορά το νερό, πρόκειται για μια περίπτωση ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Οι δυο βασικές για την ανθρώπινη ζωή χρήσεις του, δηλαδή η χρήση του από τους ανθρώπους και τα ζώα και η χρήση του για το πότισμα της γης γενικά, υπήρξαν καθοριστικές για την «κοινωνικοποίησή» του.
Κατ’ αρχήν, η μεγάλη του αξία, η αναγκαιότητά του για την ανθρώπινη ύπαρξη, οδήγησε στη λατρεία και τη «δαιμονοποίησή» του. Οι παραδόσεις των λαών βρίθουν από μύθους, θρύλους, τραγούδια κ.λπ., που αναφέρονται σε στοιχειά των νερών (δράκοντες, λάμιες κ.λπ.), που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατακρατούν το νερό και απαιτούν ακόμα και ανθρώπινη θυσία για να το δώσουν στους ανθρώπους, αλλά στο τέλος κάποιος ήρωας – άγιος τα σκοτώνει και απελευθερώνει το νερό.
Ωστόσο, αυτή η σχέση δεν μπορεί παρά να έχει κοινωνικούς και ιστορικούς προσδιορισμούς. Η σχέση του ανθρώπου με το νερό είναι μια σχέση διαμεσολαβούμενη από την κοινωνία, όχι γενικά αλλά από τα συγκεκριμένα και ιστορικά προσδιορισμένα χαρακτηριστικά της. Έτσι, η κοινωνικοποίηση του νερού συνδέεται άμεσα με αυτά τα χαρακτηριστικά. Απ’ αυτή την οπτική γωνία, το νερό αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία ως βιολογικά απαραίτητο για τον άνθρωπο στοιχείο, ανάλογα πάντοτε με τη διαθεσιμότητά του.
Να δούμε κατ’ αρχάς το φαινόμενο του καθαγιασμού του νερού. Στη χριστιανική του έκφραση και εκδοχή, και πιο συγκεκριμένα στην ορθόδοξη παράδοση, εκφράζεται με την παρουσία ιερών κτισμάτων πάνω ή δίπλα στην πηγή. Είναι γνωστό ότι στην ελληνική λαϊκή παράδοση τα ιερά κτίσματα είναι συνυφασμένα με την επικινδυνότητα του χώρου (οριακές ζώνες, σύνορα, σταυροδρόμια κ.λπ.) αλλά και με την ανάγκη κοινωνικοποίησης ή διασφάλισης της συλλογικής χρήσης τόπων και στοιχείων απαραίτητων για την επιβίωση μιας ομάδας ή μιας κοινότητας (βακούφικα δάση, πηγές κ.λπ.).
Στην περίπτωση του νερού συνδυάζονται και τα δύο, αφού απ’ τη μια, οι πηγές, τα πηγάδια κ.λπ. είναι συνήθως τόποι όπου συχνάζουν δαιμονικά ή τόποι που ελέγχονται από στοιχειά (επικινδυνότητα) και από την άλλη είναι στοιχείο απαραίτητο για την επιβίωση, γι’ αυτό και η διασφάλιση της συλλογικής πρόσβασης σ’ αυτό αναγκαία (κοινωνικοποίηση). Η παρουσία λοιπόν ενός ιερού κτίσματος, που συνήθως είναι αφιερωμένο σ’ έναν δρακοντοκτόνο άγιο (Αϊ-Γιώργης, Αγία Παρασκευή κυρίως), δεν καθαγιάζει και εξαγνίζει απλώς το νερό μιας πηγής, αλλά αποτρέπει οποιονδήποτε ιδιωτικό σφετερισμό, αφού οι ιεροί τόποι είναι κατεξοχήν χώροι συλλογικής – δημόσιας χρήσης.
Μια τέτοια διασφάλιση της δημόσιας χρήσης του νερού είναι οπωσδήποτε απαραίτητη σε περιπτώσεις λειψυδρίας. Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι περισσότεροι τόποι όπου βρίσκεται ιερό κτίσμα (εκκλησία, ξωκλήσι, μοναστήρι) έχουν συνήθως νερό και μάλιστα πολλές φορές θεωρείται και «αγίασμα».