Στο επίπεδο των κοινωνικών αντιλήψεων και συμπεριφορών, αρνηθήκαμε τις “χωριάτικες” ρίζες μας, την ίδια την κοινωνική μας ταυτότητα, για να την “ανακαλύψουμε” και αυτήν στο πλαίσιο της αστικής δομικής νοσταλγίας και του συνακόλουθου συνθήματος “επιστροφή στις ρίζες”, όταν οι ρίζες είχαν σχεδόν μαραθεί και από δική μας υπαιτιότητα.
«Θέλει και γράμματα της ζωής, όχι μόνο του σχολείου», λένε στα χωριά μας, όταν κάποιος «γραμματιζούμενος» είναι αδέξιος σε πρακτικά πράγματα της καθημερινότητας, όπως ας πούμε να ανάψει μια φωτιά ή να σκαλίσει έναν κήπο. Ωσάν τα γράμματα του σχολείου να μην αφορούν στην πραγματική ζωή.
Κάποια χρόνια πριν βρέθηκα σε ένα χωριό της Πίνδου ως ερευνητής. Ήταν στη δεκαετία του 1990 , όταν υπήρχαν ακόμα σχολεία σε κάποια χωριά. Ρώτησα στο προαύλιο κάποιους μαθητές, ποιο είναι το ποτάμι δίπλα στο χωριό, κανείς τους δεν γνώριζε. Ήξεραν, ωστόσο, το μήκος του Νείλου, του Δούναβη και του Εφράτη. Φυσικά δεν γνώριζαν ούτε πού πηγάζει ούτε και πού χύνεται. Δεν τους το είχε πει ο δάσκαλος, ούτε τον ενδιέφερε και τον ίδιο…
«Θέλει και γράμματα της ζωής…» Αλήθεια, στο σχολείο δεν μαθαίνουμε γράμματα της ζωής; Δεν είμαι βέβαιος. Είμαι, ωστόσο, βέβαιος πως τα γράμματα που έμαθα εγώ λίγη σχέση είχαν με τη ζωή μου και τη ζωή των συγχωριανών μου. Το αντίθετο, ήταν «γράμματα» που αναπαριστούσαν στρεβλά αυτήν τη ζωή και είχαν ως αποτέλεσμα την αλλοτρίωσή μας από τις πηγές της καταγωγής μας, της κοινωνικής μας υπόστασης, της πολιτισμικής μας ταυτότητας.
Ο Μέλης, ο Κανέλλης κι ο βοσκός με τη φλογέρα, που παρίσταναν έναν τρόπο ζωής ειδυλλιακό και θαυμαστό, δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματική ζωή μας, που ήταν σκληρή και κάθε άλλο παρά ρομαντική. Δεν είναι καθόλου ειδυλλιακό να ξυπνάς στις 4 το πρωί για το άρμεγμα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και σε πρωτόγονες στάνες, ούτε την ίδια ώρα να σπάζεις καπνό στα καπνοχώραφα ή το μεσοκαλόκαιρο να αλλάζεις σωλήνες στα ποτίσματα στον κάμπο.
Και το ερώτημα, βέβαια, προκύπτει αβίαστα: αφού αυτή η ζωή είναι τόσο ωραία, γιατί όσοι την ζούνε ωθούν τα παιδιά τους «να πάρουν των ομματιών τους»; Επιπλέον, αφού όλα αυτά είναι τόσα καλά πράγματα, γιατί δεν διδάσκονται ως έχουν, ως πραγματικές γνώσεις και όχι ως εξωραϊσμένες καταστάσεις στο σχολείο;
Και η επιστήμη; Η επιστήμη δεν έχει σχέση με όλα αυτά; Με την πραγματική ζωή, ας πούμε, των γεωργών και των κτηνοτρόφων ή των εργατών;
Στις μέρες μας οι κοινωνικοί επιστήμονες μιλάνε για την «τοπική γνώση» και την αξία της, ακολουθώντας τις διδαχές μεταμοντέρνων αμερικανών. Μιλάνε για την αξία των τοπικών πολιτισμικών συστημάτων, για το μικρό και το διαφορετικό, που χρήζουν προσοχής και σεβασμού. Δημιουργείται μια ολόκληρη βιομηχανία γύρω απο την λεγόμενη «άυλη κληρονομιά» με τις ντιρεκτίβες διεθνών οργανισμών κι εμείς «ανακαλύπτουμε» όχι απλά αυτό που χάσαμε αλλά αυτό που περιφρονήσαμε στο όνομα της «ανάπτυξής » και του «εκσυγχρονισμού».
Στο επίπεδο των κοινωνικών αντιλήψεων και συμπεριφορών, αρνηθήκαμε τις «χωριάτικες» ρίζες μας, την ίδια την κοινωνική μας ταυτότητα, για να την «ανακαλύψουμε» και αυτήν στο πλαίσιο της αστικής δομικής νοσταλγίας και του συνακόλουθου συνθήματος «επιστροφή στις ρίζες», όταν οι ρίζες είχαν σχεδόν μαραθεί και από δική μας υπαιτιότητα.
Όλα αυτά όχι μόνο στο όνομα της προόδου αλλά και στο όνομα του εθνικού χρέους. Δίχως να σκεφτούμε το ουσιαστικό περιεχόμενο της εθνικής μας ταυτότητας, της έννοιας της πατρίδας. Πατρίδα είναι και να ξέρεις » πώς βγαίνει το ψωμί» !