Η λογική πάει περίπου έτσι: άμα μεγάλωσες στην Ελλάδα απ’ το ‘50 κι ως τα σήμερα, μεγάλωσες με την εικόνα του άντρα να ‘ναι λίγο-πολύ δεδομένη. Θες από πατέρα σε γιο, θες από μύθους και τραγούδια, θες απ’ τον (πανταχού παρόντα στο χτίσιμο κοινωνικών κατασκευών) κινηματογράφο, το τι εστί άντρας είχε κανόνες.
Κάπως έτσι ο Κούρκουλος, τσόγλανος στον Κατήφορο ή παλικάρι στη Λόλα γίνεται ο μεγαλύτερος ζεν πρεμιέ του ελληνικού σινεμά. Κάπως έτσι ο Καζαντζίδης πρωτοπορεί όταν παραδέχεται πως Κι οι Άντρες Κλαίνε (“…κι όμως κοινωνία μου!”). Κάπως έτσι η Μίκα – Τζένη Καρέζη ενθουσιάζεται: “Μπαμπά, αυτό το χαστούκι έπρεπε να το ‘χεις ρίξει εδώ και 20 χρόνια!”, όταν ο άτολμος Παπαγιαννόπουλο “το ‘ριξε” τελικά στην Πασταφλώρα.
Όλα αυτά συνέβησαν. Πότε λόγω κακής νοοτροπίας, πότε λόγω παράδοσης (αλίμονο!), πότε εξ αφελείας – δεν πιστεύω πως ο Τσιφόρος κρύβει κάποια ηθελημένη φαλλοκρατική επιβεβαίωση πίσω απ’ τα μπράβο για το χαστούκι του Παπαγιαννόπουλου, όπως και να ‘χει συνέβησαν. Στο εδώ και τώρα ωστόσο, το ημερολόγιο γράφει 2021, σε λίγο πιάνουμε ένα τέταρτο του 21ου αιώνα, κι ανάθεμα πια, τώρα ξέρουμε. Ξέρουμε ότι δεν είναι αντρικό χαρακτηριστικό τα λίγα λόγια και το χέρι στο τραπέζι, ξέρουμε ότι δεν είναι γοητεία η σφαλιάρα, ξέρουμε πως η ευγένεια δεν σε κάνει “φλώρο”, ξέρουμε πως δεν σε κάνει άντρα το κυνήγι του ποδόγυρου.
Πότε θα τελειώσουμε πια με την παλιά κοπή του άντρα;
Ο Χαϊκάλης είναι ακόμα μια αφορμή. Τι είπε; Αυτό που φοβισμένα στηρίζει ο πενηντάρης, αυτό που αναμασά μέσ’ απ’ τα δόντια του ο σαραντάρης, αυτό που φοβάται να το ξεριζώσει απ’ το μυαλό του ο τριαντάρης. Το “πραγματικό αρσενικό”, η περίφημη μπαρούφα του alpha male που κυριαρχεί ως βασιλιάς στη ζούγκλα. Νοσταλγούμε τη ζούγκλα; Όχι, αλλά, ε, μεταξύ μας τώρα…
Ας το παραδεχτούμε: το ν’ αφήσεις πίσω τη λογική του άντρα που “ακούει όχι κι επιμένει”, είναι δύσκολο. Είναι πολλά τα προνόμια που σου ζητάει να παρατήσεις. Είναι εύκολο, είναι άνετο, είναι ξεκούραστο κι ανώδυνο να ξέρεις πως μπορείς να πιέσεις, να επιμείνεις, να μην ακούσεις το “μη”, να μη δεχτείς το “όχι”, στο φινάλε να κατηγορήσεις μια γυναίκα που δεν σε θέλει. Είναι πολύ δελεαστικό το πακέτο του πολύ άντρα που το κέφι του θα κάνει. Γιατί έτσι. Γιατί γεννήθηκε άντρας, κι άρα “δικαίωμά μου”. Γιατί να χάσει το “δικαίωμά του”;
Το δικαίωμα θα το χάσει εκ των πραγμάτων γιατί δεν είμαστε πια ζούγκλα, αυτό έχει εύκολη απάντηση.
Το δύσκολο ερώτημα ωστόσο, είναι πώς στην ευχή θα πάψει να ‘ναι αποδεκτό ως δικαιολογία αυτό το “δικαίωμα”. Ως πότε θα ‘ναι αποδεκτές μπαρούφες σαν κι αυτή του πατροπαράδοτου αντρικού ρόλου. Ως πότε θα ‘ναι στη μόδα ατάκες σαν κι αυτή με τους “άντρες που χάλασαν” απ’ όταν έπαψαν (όσοι έπαψαν) να εμπνέουν φόβο. Ως πότε θα ‘ναι θελκτική η εικόνα ενός τύπου προφανώς επικίνδυνου, γιατί “έτσι είν’ οι άντρες”. Ε, όχι ρε φίλε, δεν είναι έτσι!
Στην πραγματικότητα, όλο αυτό το πρότυπο ανδρός δεν είναι τίποτα παραπάνω από ‘να βήμα στην καθυστερημένη αντρική εξέλιξη.
Κάποτε χτυπούσαμε τη γυναίκα με το ρόπαλο, ύστερα τη δεσμεύσαμε σε μια μονογαμία που προφανώς δεν ίσχυε για μας τους ίδιους, έπειτα της προσφέραμε ένα-ένα με το σταγονόμετρο τα δικαιώματά της (ένεκα που δεν μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς), τελικά χτίσαμε μια περσόνα που “τουλάχιστον θα ‘χει τον τελικό λόγο, την τελική ράβδο, και το δικαίωμα να επιμένει”.
Ε, μήπως να το πάμε πια και στο τελευταίο βήμα; Μήπως ν’ αποφασίσουμε πως ήρθε η ώρα να παραδώσουμε τα βαριά κι ασήκωτα αντρικά μας προνόμια για τα καλά στα χέρια του ανθρώπινου πολιτισμού; Νομοτέλεια είναι, θα συμβεί κάποια στιγμή. Το μόνο ερώτημα είναι αν η δική μου γενιά, αν η γενιά του σήμερα θα ‘ναι η πρώτη πραγματικά πολιτισμένη γενιά της ανθρώπινης ιστορίας. Ή αν θα καταντήσουμε κι εμείς γραφικοί υποστηρικτές μιας παράλογης βαρυμαγκιάς, που οπωσδήποτε θ’ αποτελεί κι αυτή παράδειγμα ηλιθιότητας στις κοινωνίες πραγματικής ισότητας που μας περιμένουν στο μέλλον.
Κι αν το ‘γραψα αυτό το κείμενο, δεν τρέφω τίποτα ψευδαισθήσεις αγιοσύνης: γι’ αυτό το ‘γραψα! Δεν θέλω να συμμετάσχω στην πατροπαράδοτη εγκληματική σαχλαμάρα σας. Δεν θέλω να ‘μαι άντρας “παλιάς κοπής” και το ξεκαθαρίζω.
Δεν θέλω ν’ ανήκω κι εγώ μες στους “γελοίους”, στα βιβλία των εποχών που μέλλονται για να ‘ρθουν…
.