Η καθηγήτρια της Ιατρικής Αθηνά Λινού είπε ότι μένει «έκπληκτη» με την απόφαση, εκτός εάν στην κυβέρνηση «έχουν στοιχεία που εμείς δεν τα γνωρίζουμε». Πηγές του Μαξίμου είπαν ότι το «προληπτικό» σκληρό lockdown αποτελεί απόφαση του ίδιου του πρωθυπουργού για να μην επιβαρυνθεί το επιδημιολογικό φορτίο και να μπορέσουν να ανοίξουν τα σχολεία στις 11 του μήνα.
Η επιτροπή Τσιόδρα δεν είπε τίποτα, διότι δεν… πρόλαβε να πει: Είχε ήδη ανακοινώσει ότι θα συνεδριάσει αύριο Δευτέρα για να εισηγηθεί εάν, πότε και με ποιους όρους μπορούν να ανοίξουν τα σχολεία. Πολλά μέλη της είχαν – και έχουν – σοβαρές επιφυλάξεις, στην τελευταία τηλεδιάσκεψη επικαλέστηκαν τα στοιχεία που δείχνουν αυξημένη επιβάρυνση ειδικά στην Αττική και συνεχιζόμενη πίεση στο σύστημα Υγείας, εξέφρασαν ανησυχία για τις επιπτώσεις μιας πρόσθετης κινητικότητας στο λεκανοπέδιο και, στην καλύτερη περίπτωση, είπαν ότι θα μπορούσαν να ανοίξουν μόνον τα δημοτικά υπό την προϋπόθεση μαζικών τεστ σε εκπαιδευτικούς και μαθητές. Μεταξύ των επιδημιολόγων, δε, που εξέφρασαν τις πιο έντονες επιφυλάξεις ήταν ο αντιπρύτανης του ΕΚΠΑ Θανάσης Τσακρής και ο καθηγητής μικροβιολογίας Αλκης Βατόπουλος.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος όμως προανήγγειλε την επαναλειτουργία των σχολείων από τις 11 Ιανουαρίου, ερήμην της επιτροπής και εν τη απουσία οποιασδήποτε επιστημονικής εισήγησης – την προανήγγειλε ως απλό, και περίπου αυτονόητο, απότοκο της «προσωπικής απόφασης» του πρωθυπουργού, μαζί με το προληπτικό lockdown.
Ουδείς από τους επιδημιολόγους του υπουργείου Υγείας ήταν ενήμερος και ουδείς είχε ερωτηθεί. Κατά τις πληροφορίες υπήρξαν έντονες διαμαρτυρίες από μέλη της επιτροπής προς τον ίδιο τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, τουλάχιστον ένας εκ των επιστημόνων φέρεται να διαμήνυσε πως στο εξής δεν μπορεί να υποστηρίζει δημόσια τις πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης, και το θέμα δεν αποκλείεται να έχει ακόμη πιο έντονη συνέχεια.
Η πολιτική πραγματικότητα όμως παραμένει αμετάβλητη και, σε πρώτο επίπεδο, λέει πως στο Μαξίμου υπάρχει ήδη ειλημμένη απόφαση επίσπευσης της επαναλειτουργίας των σχολείων για τρεις λόγους: Αφενός για να μην τεθούν σε κίνδυνο οι πανελλαδικές εξετάσεις και αφετέρου – και κυρίως – διότι οι πιέσεις είναι ασφυκτικές τόσο από τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια που χάνουν έσοδα και κέρδη όσο και από τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις που θέλουν να τερματίσουν τις γονικές άδειες ειδικού σκοπού.
Σε δεύτερο επίπεδο, η ίδια πραγματικότητα λέει πως το «επιτελικό κράτος» οδεύει από το ένα ναυάγιο στο άλλο στην αντιμετώπιση της πανδημίας – είτε πρόκειται για το φιάσκο των εμβολιασμών, είτε πρόκειται για την λειτουργία των σχολείων, της αγοράς και την παράλυση της οικονομίας.
Και εκείνο που αποτυγχάνει δεν είναι το μοντέλο διαχείρισης αλλά το ίδιο το μοντέλο διακυβέρνησης: το μοντέλο «διακυβέρνησης Μαξίμου» που ασχολείται μόνον με την ανάδειξη και διαφύλαξη του πρωθυπουργικού προφίλ, την ώρα που οι υπουργοί ασχολούνται επίσης μόνον με την μάχη της προσωπικής τους επιβίωσης εν όψει ανασχηματισμού.
Είναι ένα μοντέλο επικίνδυνο κατ’ αρχάς για την κοινωνία, καθώς οι κυβερνητικές παλινωδίες υπονομεύουν και ακυρώνουν σταθερά τα ίδια τα μέτρα ανάσχεσης της πανδημίας.
Είναι όμως ένα μοντέλο επικίνδυνο και για την ίδια την φιλελεύθερη δημοκρατία. Το περιέγραψε κατά διασταλτικό έστω τρόπο, αναφερόμενη μεν στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα αλλά και με ορατές αιχμές για το εγχώριο τοπίο, και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου με το άρθρο της στην Εφημερίδα των Συντακτών – ένα άρθρο, στο οποίο επεσήμανε ότι «στη λαϊκιστική στρέβλωση της δημοκρατίας η λαϊκή βούληση συγχέεται με τη βούληση της πλειοψηφίας».
Στο Μαξίμου δεν ήταν ιδιαίτερα ευτυχείς με το άρθρο αυτό της Κατερίνας Σακελλαροπούλου – τόσο γιατί επέλεξε να το γράψει στην συγκεκριμένη εφημερίδα, όσο και γιατί υπενθύμισε πως «στην εποχή της πανδημίας δεν κρίνεται μόνο η ατομική και η δημόσια υγεία, αλλά και η εμπιστοσύνη μας στην πολιτεία και τους θεσμούς της».