Το πώς κάποιος– και αυτός ο κάποιος είναι η επίσημη Πολιτεία διά των κρατικών οργάνων της και οι επιστήμονες – διαχειρίζεται όχι μόνο κορυφαία μνημεία όπως η Ακρόπολη, αλλά κάθε υλικό φορέα της μνήμης δεν είναι ένα απλό θέμα που λύνεται με προαποφασισμένες βεβαιότητες.
Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι η κάθε παρέμβαση επί οποιοδήποτε μνημείου, οφείλει να είναι τέτοια που να μην το βλάπτει ή να αλλοιώνει την μορφή του, να είναι ήπια, αναστρέψιμη και αισθητικά συμβατή.
Είναι, αλήθεια, επίσης, ότι χρειάστηκαν δεκαετίες ώστε η διεθνής πρακτική επί των επεμβάσεων και παρεμβάσεων να καταλήξει σε σταθερές αρχές και αξίες. Μια διαδικασία που ακολουθούσε και παρακολουθούσε τις τεχνικές και επιστημονικές εξελίξεις, τη γνώση που αναπτυσσόταν στην τεχνολογία των υλικών, τις αντιλήψεις για την προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς και την κυρίαρχη αντίληψη για το ρόλο των υλικών φορέων της ιστορικής μνήμης μέσα στην κοινωνία. Και πρέπει να σημειωθεί ότι απέναντι στην αγοραία αντίληψη που συνδέει τα μνημεία μόνο με το τουριστικό και ταμειακό τους αποτύπωμα, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα συνενώθηκε και διαμόρφωσε αρχές και κανόνες που πρέπει να διέπουν κάθε συνειδητή ανθρώπινη παρέμβαση στα μνημεία με σκοπό την προστασία τους.
Με αυτές τις αρχές, που αποτυπώθηκαν σε Χάρτες, Διακηρύξεις και Συμβάσεις από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και κυρίως από την δεκαετία του ’60 και μετά, πορεύονται οι επιστήμονες εδώ και αρκετές δεκαετίες. Με αυτές τις αρχές συζητούν, ανταλλάσσουν γνώση και εμπειρίες, διαφωνούν, προβληματίζονται, δοκιμάζουν νέες τεχνικές και υλικά που είναι πιο φιλικά στα ευαίσθητα υλικά των αρχαίων μνημείων. Αυτή η πορεία είναι ευθεία και γραμμική; Προφανώς και όχι … Δεν είναι αυτονόητο ότι θα σταθεί κανείς ανεπηρέαστος απέναντι στο κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, άρα και το κυρίαρχο ιδεολογικό αφήγημα που θέλει τα μνημεία να είναι ταμεία που ρέουν χρήμα, εργαλεία χειραγώγησης, ευκαιρίες επένδυσης.
πρόσβαση για τα εμποδιζόμενα άτομα. Είναι, απαραίτητο, επίσης να διευκρινιστεί ότι κάθε φορά που συζητούν οι αρχαιολόγοι, οι αρχιτέκτονες, οι συντηρητές… όσοι θεραπεύουν την πολιτιστική κληρονομιά για τέτοιου χαρακτήρα επεμβάσεις σε έναν αρχαιολογικό χώρο έρχονται αντιμέτωποι με το πρόβλημα της εύρεσης ισορροπίας ανάμεσα στην υποχρέωση να μην αλλοιωθεί η εικόνα του μνημείου και να εξυπηρετηθεί το καλύτερο δυνατό ο επισκέπτης. Και ευτυχώς λύσεις έχουν βρεθεί και έχουν δοκιμαστεί… Διατρέχοντας την ελληνική επικράτεια θα βρούμε αρχαιολογικούς χώρους στους οποίους διαμορφώθηκαν διαδρομές για τους επισκέπτες συμπεριλαμβανομένων των ΑμεΑ, οι οποίες είναι ήπιες και αισθητικά απόλυτα συμβατές με το αρχαιολογικό και φυσικό περιβάλλον.
Αλλά είναι πάντα αυτό το περιεχόμενο της σύγκρουσης; Αυτό που σκέφτονται οι επιστήμονες είναι άραγε το ίδιο με αυτό που σκέφτονται οι πολιτικές ηγεσίες και οι κυβερνήσεις;
Αν ανοίξουμε το κάδρο πέρα από την Ακρόπολη αυτό που θα δούμε είναι ότι η Πολιτιστική Κληρονομιά είτε υποτάσσεται στην φτηνή και αγοραία λογική του
«προϊόντος» και προσδένεται σε ιδιωτικά συμφέρονται και άμεσα και έμμεσα μέσω της «ευγενούς» οδού της χορηγίας, είτε αντιμετωπίζεται ως εμπόδιο που πρέπει να εξαλειφθεί ενώπιον επενδύσεων και άλλων δημοσίων έργων.
Αν ξανακλείσουμε το κάδρο και περιοριστούμε στην Ακρόπολη δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεγάλες έκτασης αναστηλωτικές εργασίες που διενεργούνται αδιάλειπτα από τη δεκαετία του ’70 έχουν υποστεί τη βάσανο της συζήτησης, της διαβούλευσης, των εξαντλητικών μελετών, των διεθνών συνεδρίων, των διαφωνιών και των συμφωνιών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αντιλήψεις επί των αναστηλωτικών εργασιών δεν ήταν πάντα ίδιες και οι επιστήμονες δεν είχαν στη διάθεσή τους πάντα τα ίδια υλικά. Μάλιστα, καταβλήθηκε μεγάλες κόπος για να αφαιρεθούν υλικά από τα μνημεία, όπως το τσιμέντο, που κάποτε ήταν τα μόνα διαθέσιμα για τις αναστηλώσεις, αλλά στο πέρασμα του χρόνια αποδείχθηκε ότι προκάλεσαν σοβαρής έκτασης βλάβες. Δεν πρέπει, τέλος, να παραβλέπουμε ότι η Ακρόπολη δεν ήταν αμέτοχη των ιδεολογικών, πολιτικών και εθνικών διακυβευμάτων. Γι’ αυτό, άλλωστε, η συζήτηση για την απάλειψη, με την επίκληση «κλασικής καθαρότητας» όλων των μεταγενέστερων προσθηκών που έγιναν (βυζαντινές και οθωμανικές προσθήκες) και που αποτυπώνουν την ιστορική διαδρομή του μνημείου παραμένει ανοιχτή.
Δεν παραμένει, ούτε σήμερα, αμέτοχη των ιδεολογικών, πολιτικών και πλέον οικονομικών επιδιώξεων. Δεν εξαιρείται από τη γενική κατεύθυνση της εκχώρησης σε ιδρύματα και εργολάβους αρμοδιοτήτων τους κράτους και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Δεν εξαιρείται από το ιδεολόγημα που θέλει να συνδέει με χυδαίο τρόπο τον πολιτισμό με την αγορά.
Πώς εκφράζεται αυτό; Η υποχρέωση της βελτίωσης, τόσο πρακτικά όσο και αισθητικά, των διαδρομών των επισκεπτών και φυσικά και τον ΑμεΑ στον αρχαιολογικό χώρο δεν προέκυψε ξαφνικά τώρα. Η ευθύνη για το γεγονός ότι τα εμποδιζόμενα άτομα δεν μπορούσαν με ίσους όρους να μετέχουν της πολιτιστικής κληρονομίας βαραίνει το ίδιο όλες τις κυβερνήσεις.
Ξαφνικά, λοιπόν, ήρθε η ευαισθητοποίηση; Μάλλον όχι… Ήρθε, όμως, ο χορηγός. Και κάπου εδώ αλλάζουν όλα. Ένα αναβατόριο για ΑμεΑ που επί χρόνια λειτουργούσε και δεν λειτουργούσε, τελικά βρήκε το χορηγό του. Ο φωτισμός της Ακρόπολης που επί χρόνια, όπως ειπώθηκε, δεν είχε συντηρηθεί και ανανεωθεί, βρήκε το χορηγό του. Οι διαδρομές που δεν είχαν φροντιστεί και συντηρηθεί βρήκαν το χορηγό τους. Αλλά, ο χορηγός θέλει άμεσα αποτελέσματα, θέλει γρήγορο επικοινωνιακό αποτύπωμα, θέλει «αποδοτικότητα» και «αποτελεσματικότητα». Θέλει το χρήμα που έδωσε να είναι κατά κάποιο τρόπο «ορατό» και με όρους ισχυρού συμβολισμού «ξεκάθαρο». Θέλει την επιβολή μιας αισθητικής η οποία παραπέμπει στην φιέστα και στη βιτρίνα και όχι στην ουσιαστική επαφή με τους υλικούς φορείς της ιστορικής μνήμης.
Οι εικόνες που έχουμε δει μοιάζει να απέχουν πολύ από μια ήπια και μετρημένη επίστρωση διαδρομών, ακόμα και με το υλικό που χρησιμοποιήθηκε. Δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι μόνο το υλικό, αλλά η έκταση της επέμβασης η οποία φαίνεται να καλύπτει μεγάλο μέρος του Βράχου και να κυριαρχεί.
Η έκφραση του κοινού αισθήματος της έκπληξης και της αποστροφής απέναντι στις εικόνες που διακινήθηκαν δεν αποτελούν έγκλημα καθοσιώσεως, αλλά δικαίωμα όλων εκείνων που είναι οι πραγματικοί «κάτοχοι» της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η ανησυχία των αρχαιολόγων δεν είναι προσβολή, είναι η υποχρέωση που έχουν αναλάβει.
Βεβαίως και ισχύει ότι ο αρχαιολογικός χώρος είχε μονοπάτια – διαδρομές στρωμένα με τσιμέντο. Η απάντηση για το αν τέθηκε στη συζήτηση η επιλογή της αποξήλωσης των παλιών τσιμέντων και η αντικατάστασή τους με άλλα ηπιότερα υλικά για να επιτευχθεί ο ίδιος στόχος, αν εξετάστηκε η χρήση τους και για ποιους λόγους δεν προκρίθηκε πρέπει να δοθεί από το ίδιο το Υπουργείο Πολιτισμού, με όρους ενημέρωσης και πληροφόρησης και όχι με όρους ειρωνείας και φτηνού πνεύματος.
Στην εποχή όπου η επιστήμη αναζητά και βρίσκει τρόπους και υλικά πιο συμβατά με αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία η χρήση του τσιμέντου με όποια ειδική σύσταση κι αν προβλέπεται είναι περισσότερο από προφανές ότι θα έπρεπε να περιορίζεται εκεί όπου είναι απολύτως αναγκαία και με τον πιο λιτό και ήπιο τρόπο και βεβαίως όχι επί μνημείων. Ο Βράχος της Ακρόπολης είναι ο ίδιος μνημείο.
Σε κάθε περίπτωση η απάντηση ότι και στη δεκαετία του ’60 υπήρχε τσιμέντο δεν μπορεί να σταθεί ούτε πολιτικά, αλλά ούτε και επιστημονικά. Πολιτικά διότι το Υπουργείο Πολιτισμού φέρει την απόλυτη ευθύνη και υποχρέωση να απαντήσει επί της ουσίας σε ό,τι αφορά ένα μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς για το οποίο φέρει την ευθύνη της προστασίας και επιστημονικά διότι κανείς δεν ανατρέχει στην προ πενικιλίνης εποχή προκειμένου να δικαιολογήσει γιατί σήμερα δεν χορηγεί την κατάλληλη αντιβίωση!