Η έννοια αυτή είναι διαφορετική από εκείνη της culture ( αρχικά «καλλιέργεια»),που χρησιμοποιήθηκε στις κοινωνικές επιστήμες, όπως η Κοινωνιολογία και η Ανθρωπολογία, για τον τρόπο ζωής γενικά. Ο όρος culture σε αυτό το πλαίσιο δεν χρησιμοποιήθηκε αξιολογικά, δηλαδή δεν προέκυψε από αυτήν την χρήση διαφοροποίηση σε ανώτερους και κατωτέρους πολιτισμούς αλλά αναφορά σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Πρόκειται για ουδέτερη και ολιστική χρήση που παραπέμπει σε ό,τι δημιουργεί ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον από την στιγμή που παράγει ιστορία. Αυτό σημαίνει ότι με τον όρο culture (κουλτούρα) αναφερόμαστε όχι μόνο στα σημαντικά επιτεύγματα αλλά και στα πιο απλά πράγματα, όπως οι καθημερινές συνήθειες.
Σε αυτά τα πράγματα μπορεί να συμπεριλαμβάνονται ακόμα και φαινόμενα που σε έναν διαφορετικό τόπο και χρόνο μπορούν να θεωρηθούν «μη πολιτισμός» ή «βαρβαρότητα». Αυτή η προσέγγιση συνδέεται με τον πολιτισμικό σχετικισμό, σύμφωνα με τον οποίο κάθε πολιτισμική έκφραση πρέπει να κρίνεται με βάση το πλαίσιο δημιουργίας και λειτουργίας της και όχι με εξωτερικά κριτήρια. Κάτι που θεωρείται καλό σε μια κοινωνία και εποχή μπορεί να θεωρείται κακό σε μια άλλη.
Τις τελευταίες δεκαετίες στις ανθρωπολογικές αμφισβητείται η ίδια η έννοια του πολιτισμού(culture), όπως άλλωστε και η έννοια της παράδοσης(tradition),με το σκεπτικό ότι εκλαμβάνεται σαν κάτι περίκλειστο, ομοιογενές και στατικό, κάτι που δεν ισχύει αν υιοθετήσει κανείς διαφορετικά θεωρητικά εργαλεία. Παρόλα αυτά, δεν έχει εφευρεθεί ακόμη κάποιος άλλος πιο κατάλληλος όρος. Συνεπώς ζητούμενο είναι η εννοιολόγησή του και όχι η χρήση του.
Υιοθετώντας, λοιπόν, μια κριτική στάση απέναντι στις ώς τώρα εννοιολογήσεις του όρου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι δυνατόν να συγκροτήσουμε μια νέα οπτική που θα αντιμετωπίζει τον πολιτισμό ως ένα ανοικτό, πολύμορφο και δυναμικό σύστημα νοηματοδότησης του κόσμου, το οποίο έχει ιστορικούς προσδιορισμούς. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε τον ενικό με πληθυντικό αριθμό. Να μην μιλάμε για έναν πολιτισμό αλλά για πολιτισμούς σε κάθε πλαίσιο αναφοράς. Έτσι, σε ένα εθνικό πλαίσιο, όπου κατεξοχήν εννοήθηκε με α-ιστορικούς όρους, σαν ένα σύνολο χαρακτηριστικών του έθνους, που είναι στατικό, ομοιογενές και αιώνιο , συνυφασμένο μάλιστα με την «ψυχή» του λαού που ταυτίζεται με το έθνος σαν μια μεταφυσική κατηγορία, όπως νοήθηκε από τον Ρομαντισμό.
Είναι, λοιπόν, στατικός, ομοιογενής και πέρα από την ιστορία ο εθνικός πολιτισμός; Δεν συγκροτείται ιστορικά; Δεν συντίθεται στην διαλεκτική της ιστορίας από διάφορες συνιστώσες; Δεν δέχεται εξωτερικές επιρροές και δεν έχει εσωτερικές αντιφάσεις; Δεν έχει στους κόλπους του ιδιαιτερότητες, διαφορές, ετερότητες; Η επιζητούμενη ενότητα είναι ανάγκη να εξοστρακίζει τις όποιες διαφορές ή να συγκροτείται μέσα από αυτές; Η ίδια η έννοια της ενότητας δεν προϋποθέτει συναίρεση διαφορών;
Ας πούμε ότι σε περιόδους συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας οι ρητορικές και οι στρατηγικές της ομοιογένειας και της συνοχής ήσαν απαραίτητες. Τώρα που η ταυτότητα έχει αποκρυσταλλωθεί και το έθνος δεν κινδυνεύει δεν πρέπει να ιδούμε αυτές τις ιδιαιτερότητες ως συστατικό στοιχείο της ενότητας; Δεν πρέπει τις όποιες διαφορές να τις αντιμετωπίζουμε ως ευλογία και όχι σαν κατάρα; Δεν είναι πλούτος η πολυμορφία, η ποικιλότητα; Δεν οδηγούμαστε στην ισοπέδωση και στην απώλεια των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών μας με την εξάλειψη των τοπικών και περιφερεακών πολιτισμών; Εν τέλει, δεν αξίζει να μιλάμε και να επιδιώκουμε έναν πολιτισμό των πολιτισμών;