Απόψεις Πολιτισμός

“Η αυτορρύθμιση της πεπολιτισμένης αδιαφορίας” γράφει ο Παντελής Μπουκάλας

Παντελής Μπουκάλας

Φυσικά και έχει τη σημασία της η απουσία των λέξεων πολιτισμός/πολιτιστικός από τις εξαγγελίες ενός κόμματος εξουσίας, έστω κι αν οι μέχρι τότε επιλογές του για το υπουργείο Πολιτισμού ήταν εξαιρετικά ατυχείς στην πλειονότητά τους και δηλωτικές χαμηλού ενδιαφέροντος και ισχνής οικειότητας. Ας θυμηθούμε την απογοητευτική ακολουθία από τον Σωτήρη Κούβελα έως τον Μιχάλη Λιάπη και τον Αντώνη Σαμαρά.

Δεν χωράει αμφιβολία. Είμαστε εθισμένοι να στενεύουμε την επικαιρότητα σε υπαρκτές ή υποτιθέμενες προσωποποιημένες αντιπαραθέσεις, που έχουν και το πιπεράκι τους. Λογικό ήταν λοιπόν να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία στη γνωμάτευση του Σταύρου Ξαρχάκου ότι η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη «διακατέχεται από το σύνδρομο της βλαπτικής έπαρσης» παρά στην πολύ σημαντικότερη υπενθύμισή του ότι «στους περίφημους δεκαέξι προεκλογικούς πυλώνες της Νέας Δημοκρατίας δεν υπήρχε ούτε μία λέξη για τον πολιτισμό. Δηλαδή καμία πρόνοια για τους ανθρώπους της τέχνης, παντελής έλλειψη πολιτιστικής πολιτικής και πρωτοφανής απαξία».

Υποτίθεται πως οι πυλώνες και οι άξονες είναι από τα πλέον μαγικά λήμματα του πολιτικού λόγου, το σίγουρο πάντως είναι ότι διαθέτουν τον βαρύτερο γδούπο: άλλο να σωριαστεί ένας πυλώνας κι άλλο μια απλή «πρόταση» ή μια «πτυχή». Ποτέ δεν θα ξεχάσω, για παράδειγμα, τους κατά Βενιζέλον Ευάγγελον τέσσερις άξονες της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας του 2004: ειρήνη / κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη / παράδοση και νεοτερικότητα / ψηφιακή οικονομία και διαδίκτυο.

Δυστυχώς, αντί να αποδειχθεί τότε πως «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας», όπως δογματίζει ο φυλετικός ναρκισσισμός μας, γκρεμίστηκαν με βαρύτατο γδούπο οι ίδιοι οι άξονες, αλλά κατόπιν της δαπανηρής εορτής και πανηγύρεως: 115 εκατομμύρια ευρώ το κόστος της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, η οποία θα έδειχνε σε όλους τους λαούς του κόσμου ποιο τυγχάνει το «συγκριτικό πλεονέκτημα των Ελλήνων», μόλις τρία εκατομμύρια τα έσοδα.

Θά ’λεγα πάντως ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι θυμάμαι και τους δεκαέξι νεοδημοκρατικούς πυλώνες, ή έστω τέσσερις-πέντε απ’ όλους. Και γερή να είναι η μνήμη σου, τέτοιες αβαθείς πληροφορίες προεκλογικής προπαγάνδας δεν τις συγκρατεί, και μάλιστα επί διαδικτύου, το οποίο κατά κάποιον τρόπο επιβεβαίωσε τον φόβο του Σωκράτη πως η γραφή θα εξασθενίσει τη μνήμη μας: θα θυμάται αυτή, όχι εμείς. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το ίντερνετ. Τον ρόλο του μνημονικού τον έχει αναλάβει το πληκτρολόγιο.

Θα έλεγαν όμως ψέματα και οι νεοδημοκράτες, απλοί ψηφοφόροι αλλά και βουλευτές και υπουργοί, αν διατείνονταν ότι θυμούνται τους μισούς έστω πυλώνες που έδωσαν την εξουσία στο κόμμα τους. Απόδειξη; Ερωτηθείς την περασμένη Πέμπτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας για την καταγγελία του Σταύρου Ξαρχάκου περί μη υπάρξεως έστω και μίας λέξης περί πολιτισμού στους κοσμογονικής αξίας πυλώνες, απάντησε κοσμώντας το πρόσωπό του με τη γλαφυρή εκείνη γκριμάτσα που σημαίνει: «Μα τι μου λέτε τώρα; Είστε με τα καλά σας; Πυλώνες; Τι πυλώνες;» Είπε έπειτα κι ένα «ναι, αλλά ο λαός εμάς ψήφισε» και καθάρισε – τον Ξαρχάκο. Η επίσης γλαφυρή γκριμάτσα στο πρόσωπο της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη, στην ίδια συνέντευξη Τύπου, είχε διαφορετικό νόημα, απαξιωτικό: «Ξαρχάκος; Μα για ποιον μού μιλάτε τώρα;» Ώστε να επαληθευτεί η γνωμάτευση περί βλαπτικής επάρσεως.

Ούτε η λέξη «πολιτισμός»

Από περιέργεια παρά από φιλομάθεια, πληκτρολόγησα «Ξαρχάκος + πυλώνες» και, θαύμα θυμάτων, έπεσα πάνω τους και πάνω στη Ν.Δ. Άνοιξα ένα από τα άφθονα ευρήματα του γκουγκλαρίσματος και διάβασα τις δεκαέξι προεκλογικές δεσμεύσεις (κάθετες όπως οι πυλώνες) της Ν.Δ., «του κόμματος τής Πειραιώς» όπως την παρονόμαζε το σχετικό ρεπορτάζ, λαθεμένα έχω την εντύπωση· ίσως αυτό το θηλυκό άρθρο, το «τής», θα ’πρεπε να δώσει τη θέση του στο αρσενικό, «τού», «κόμμα τού Πειραιώς», του πειραιάρχη δηλαδή. Εν πάση περιπτώσει, είδα και με τα μάτια μου αυτό για το οποίο ήμουν απολύτως βέβαιος, ότι δηλαδή ο Σταύρος Ξαρχάκος, άνθρωπος σοβαρός, έλεγε την πάσαν αλήθειαν:

Ούτε η λέξη «πολιτισμός» ούτε κάποιο παράγωγό της απαντά σε κανέναν από τους πυλώνες επί των οποίων θα θεμελιωνόταν (θεμελιώνεται ήδη, δεν είμαστε πια στο 2019) η μοντέρνα, αντιλαϊκιστική Ελλάδα της επιτελικοκρατίας. Δεν θα κάνω το μνημόσυνο όλων των πυλώνων, ας θυμίσω πάντως την «ισχυρή ανάπτυξη με επενδύσεις» (λέγε με Άδωνη), τις «πολλές, νέες και καλύτερες δουλειές» (η ανεργία είχε πάρει την ανηφόρα προ της πανδημίας), την «ποιοτική δημόσια υγεία» (με τόσο βαρύ και πολύμηνο φορτίο στα δημόσια νοσοκομεία λόγω του κορονοϊού κι ακόμα δεν ανακοινώθηκε έστω μία μόνιμη πρόσληψη γιατρού), την «ασφάλεια για όλους» (λέγε με Χρυσοχοΐδη), και το «κράτος αποτελεσματικό και φιλικό στον πολίτη» (ξαναλέγε με Χρυσοχοΐδη).

Ούτε οι άνθρωποι

Η απουσία λοιπόν των συγκεκριμένων όρων-ταμπού υποδηλώνει πως η λέξη και τα συμφραζόμενά της δεν ανήκουν στα δεδομένα, στα αυτονόητα, στις σταθερές ούτε αυτών που κατασκεύασαν το πυλωνικό πρόγραμμα ούτε αυτών που το διάβασαν προσεχτικά, για να το διορθώσουν και να το συμπληρώσουν, ούτε και αυτών που το αποστήθισαν για να το εκφωνήσουν από τα προεκλογικά μπαλκόνια. Δεν λέω, προς Θεού, ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν σχέση με τον πολιτισμό έτσι όπως συμβατικά και μάλλον περιοριστικά τον εννοούμε, σαν θέαμα-ακρόαμα δηλαδή. Δεν λέω ότι δεν πάνε στον κινηματογράφο και στο θέατρο, σε συναυλίες, μουσεία και βιβλιοπωλεία. Μονοπώλια σ’ αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουν.

Έως εκεί όμως. Έως την προφάνεια, και μάλιστα, αν είναι δυνατόν, την πολιτικά επενδύσιμη προφάνεια – μια σέλφι με ονομαστούς δημιουργούς, δυο στιγμιότυπα για τις ειδήσεις γεμάτα ψεύτικα χαμόγελα, τέτοια. Ο κόσμος όμως πίσω από το γυαλιστερό προφανές δεν τους αφορά, δεν υποθέτουν καν την ύπαρξή του. Το πώς παράγεται ένα βιβλίο ή ένα θεατρικό έργο, πόσα επαγγέλματα τα υποστηρίζουν και ψευτοζούν από αυτά, άρα και πόσα ζορίζονται άγρια με την πανδημία, είναι πράγματα που δεν τα ξέρουν, και μάλλον δεν ενδιαφέρονται να τα μάθουν.

Λειψά και μίζερα

Αν η λέξη «πολιτισμός» υπήρχε στο πυλωνοβριθές προεκλογικό πρόγραμμα της Ν.Δ. ίσως μεταφερόταν με κάποιον τρόπο και στο κυβερνητικό της πρόγραμμα. Αν υπήρχε, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή, κάτι θα θυμόταν, δεν θα χρειαζόταν να φτάσει στην τριτολογία του για να πιαστεί από το μαθητικώς διαβόητο «α, ξέχασα να σας πω», και να πει δυο-τρία πρόχειρα για τον πολιτισμό, πιθανόν επειδή του το θύμισε κάποιος από τους υφισταμένους του ή κάποιος θαυμαστής του με SMS, ας πούμε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Αν υπήρχε, δεν θα χρειαζόταν να φτάσουμε στον τρίτο μήνα της πάνδημης κρίσης για ν’ αποφασίσει το υπουργείο Πολιτισμού να ανταποκριθεί -λειψά και μίζερα, εμβαλωματικά και σαν για να καταπραΰνει κάποια γκρινιάρικα παράσιτα- στα αιτήματα και τις αξιώσεις που προβάλλει επί εβδομάδες το πολύμορφο κίνημα που αναπτύχθηκε για την προστασία όλων των επαγγελμάτων και λειτουργιών που σχετίζονται με τα γράμματα και τις τέχνες.

Αργοπόρησε εμπιστευόμενη την αυτορρύθμιση της αγοράς, είπε η κ. Μενδώνη. Κάτι ανάλογο είπε για την τιμή της μάσκας ο συνυπουργός της κ. Αδωνις Γεωργιάδης. Και στις δύο περιπτώσεις, και σε τόσες άλλες, πρόκειται απλώς για αυτορρύθμιση της αδιαφορίας.

 Εποχή

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ