{ Χρονικό, Μάης 2020} -Δωμάτιο 38 – Της πρώτης μέρας
Εγώ, ο Μάης, το πέμπτο παιδί, ήμουν ανέκαθεν παιδί του έξω. Της πλατείας, των δρόμων, των συγκεντρώσεων, της εξοχής.
Και να, σήμερα, πρώτη Μαΐου 2020, πρώτη φορά που βρίσκομαι έγκλειστος σε δωμάτιο καραντίνας, μακριά από ανθρώπους, φύση και ζωή.
Πηγαινοέρχομαι από δωμάτιο σε μπαλκόνι, κοιτάζω τον ήλιο, θέλω να πετάξω, να ξεχυθώ σε αγρούς, σε αμμουδιές, σε δρόμους, σε πλατείες.
Αλλά όχι μόνος, φορώντας μάσκα και κρατώντας αποστάσεις…
Θέλω να πιαστώ χέρι χέρι, με τους ανθρώπους, να βαδίσω σε πορείες, να δώσω πίσω όσα, με αγώνες και αίμα, κατέκτησε η ανθρωπότητα.
Θέλω να πάω να κάνω προσκύνημα σε πλατείες που χύθηκε αίμα, να σιγοτραγουδήσω με τη μάνα εκείνη το ‘’ Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω ‘’, να της χαρίσω ένα κόκκινο γαρίφαλο, να το καρφώσει στο μαύρο της φουστάνι, να παρηγορηθεί πως τίποτα δεν πήγε χαμένο.
Κι έπειτα να πάρω σβάρνα τις εξοχές, να μαζέψω αγριολούλουδα, να πλέξω στεφάνια μαγιάτικα, να τα ακουμπήσω τρυφερά σε κεφαλάκια παιδικά, σε κόμη με άσπρα μαλλιά, σε ερωτευμένα μαλλιά, να τρέξω, να κυλιστώ σε πράσινα λιβάδια, να κάνω την πρώτη μου βουτιά, να ριγήσει το κορμί μου, το υπνωτισμένο από το χειμώνα.
Εγώ, ο Μάης του 2020, δεν αντέχω τους τοίχους, δεν είμαι εγώ για μπαλκόνια και ζωγραφισμένα σε χαρτί στεφάνια.
Ρέει το αίμα μέσα μου ζωντανό, που προσπαθεί να βρει διαφυγή, να ξεπορτίσει από τα φυλακισμένα κορμιά, θέλει να βάψει ροδαλά τα πρόσωπα, να πει σ’ αγαπώ σε απόσταση αναπνοής, να δώσει φιλί στόμα με στόμα, με το αίμα της ψυχής μου, και να κοκκινίσει τα χλωμά , αφίλητα χείλη.
Εγώ, ο Μάης του 2020, θέλω να ανασάνω την αύρα τη θαλασσινή, να μυρίσω αγριολούλουδα, να γευτώ την αληθινή ζωή.
Είμαι ατίθασος, παρορμητικός, επαναστάτης, δεν ξέρω αν αντέξω τελικά τον εγκλεισμό.
Αλλά, είμαι και της δικαιοσύνης, της προσφοράς, του αγώνα για ζωή.
Και μπαινοβγαίνω μπαλκόνι, δωμάτιο, σαν μικρό, ατίθασο παιδί, φορώντας ένα στεφάνι χάρτινο, και ύστερα από λίγο δεν το αντέχω, βαραίνει το κεφάλι μου, το πετάω, φοράω μια μάσκα- παπαρούνα και βγαίνω στους δρόμους, περιμένοντας να με συλλάβουν.
Έτσι ήμουν πάντοτε, τώρα θα αλλάξω;